ΤΑ ΠΕΤΡΕΛΑΙΑ ΤΗΣ ΝΙΓΗΡΙΑΣ ΣΤΟ ΣΤΟΧΑΣΤΡΟ

Το Δέλτα του Θανάτου

ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ

1. / 2.   

Κάποτε η "αμυντική περίμετρος" των ΗΠΑ περνούσε από τον Κόλπο του Τονκίνου. Σήμερα περνά από τη Βασόρα και τη Βαγδάτη. Αύριο ίσως περάσει από τα παράλια της Δυτικής Αφρικής. Εκεί όπου οι πολυεθνικές του πετρελαίου συνεχίζουν να εκπολιτίζουν, όπως πάντα, τους αγρίους...
 

Θα είναι η πολυπληθέστερη χώρα της Αφρικής το νέο μέτωπο του πολέμου της κυβέρνησης Μπους ενάντια στην «τρομοκρατία»; Το ερώτημα έχει αρχίσει να απασχολεί, διακριτικά προς το παρόν, τα θινκ τανκ που επεξεργάζονται τις νέες κατευθύνσεις της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ, αναζητώντας τα πεδία μάχης του μέλλοντος.

Η απάντηση που θα δοθεί συνδέεται άμεσα με τις εκτιμήσεις για το βαθμό της μελλοντικής οικονομικής εξάρτησης της υπερδύναμης από τα πετρελαϊκά αποθέματα της Δυτικής Αφρικής. Με αποτελέσματα, όμως, ούτως ή άλλως δυσοίωνα για τους ιθαγενείς πληθυσμούς που εδώ και δεκαετίες βρίσκονται αντιμέτωποι με την οικολογική και οικονομική καταστροφή, την περιθωριοποίηση και την αμείλικτη κρατική και παρακρατική βία.

* Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Η Νιγηρία δεν είναι μονάχα η πιο πολυάνθρωπη χώρα της Μαύρης Ηπείρου (με 120 εκατομμύρια κατοίκους, δηλαδή το 1/4 του συνολικού αφρικανικού πληθυσμού) αλλά κι ένα από τα σημαντικότερα πετρελαιοπαραγωγά κράτη της υφηλίου: με ημερήσια εξόρυξη 2.200.000 βαρελιών, έρχεται 6η στον κόσμο σε παραγωγή και 5η σε εξαγωγές πετρελαίου προς τις ΗΠΑ, ενώ τα αποθέματά της υπολογίζονται σε 34 δισεκατομμύρια βαρέλια. 

**Η παραγωγή πετρελαίου καλύπτει το 41% του ΑΕΠ της χώρας, το 98% των εξαγωγών της και ως επί το πλείστον πραγματοποιείται από 6 μεγάλες κοινοπραξίες της κρατικής εταιρείας Nigerian National Petroleum Corporation (NNPC) με τις πολυεθνικές Shell, ChevronTexaco, Exxon Mobil, Total FinaElf, Agip και Philips Petroleum.

Από αυτές, ηγεμονική είναι η κοινοπραξία της Shell (στην οποία μετέχουν επίσης με μικρότερα ποσοστά η Elf και η Agip), που καρπώνεται ένα 45-50% της συνολικής παραγωγής. Οσο για τα έσοδα του κράτους από το μαύρο χρυσό, αυτά υπολογίζονται σε 17 δισ. δολάρια το χρόνο.

**Εντελώς διαφορετική είναι, ωστόσο, η εικόνα αυτού του εξορυκτικού θαύματος από την οπτική γωνία των τοπικών πληθυσμών, που υφίστανται το περιβαλλοντικό και οικονομικό κόστος του χωρίς το παραμικρό όφελος: καταστροφή της καλλιεργήσιμης γης και των υδάτων από τις διαρροές των πετρελαιαγωγών, μόλυνση της ατμόσφαιρας και πρόκληση «όξινης βροχής» από τους φλεγόμενους πυρσούς του φυσικού αερίου, ανεργία του ανειδίκευτου και «ύποπτου» ντόπιου εργατικού δυναμικού, απουσία στοιχειωδών έργων υποδομής στις τοπικές κοινότητες, δημιουργία περιφρουρούμενων θυλάκων απίστευτου πλούτου δίπλα σε απέραντες εκτάσεις της πιο απόλυτης εγκατάλειψης και φτώχειας... 

**Οσο για τις αντιδράσεις, γι' αυτές φροντίζουν ο στρατός και τα ειδικά σώματα καταστολής του ομοσπονδιακού καθεστώτος, σε συνεργασία με μια «υπεράριθμη» αστυνομική δύναμη, τα μέλη της οποίας προσλαμβάνονται και μισθοδοτούνται απευθείας από τις ίδιες τις πολυεθνικές του πετρελαίου.

Η σκοτεινή αυτή πλευρά της ιστορίας ήρθε στο φως για πρώτη φορά πριν από 8 χρόνια, όταν η χούντα του στρατηγού Αμπάσα συνέλαβε, καταδίκασε σε θάνατο κι εκτέλεσε με απαγχονισμό εννιά στελέχη του Κινήματος για τη Σωτηρία του Λαού των Ογκόνι (MOSOP), με γνωστότερο ανάμεσά τους τον συγγραφέα Κεν Σάρο-Ουίουα. Η ενεργός ανάμειξη της πολυεθνικής εταιρείας Royal Dutch Shell στην κτηνώδη καταστολή του MOSOP, μαζικής οργάνωσης που συσπείρωνε τη συντριπτική πλειοψηφία του μισού εκατομμυρίου μελών της φυλής των Ογκόνι και μεταξύ άλλων διεκδικούσε αποζημιώσεις για τις καταστροφές που η Shell είχε προκαλέσει στη γη της, έγινε τότε παγκόσμια γνωστή χάρη στη συμβολή της οικολογικής οργάνωσης Greenpeace, η οποία στήριξε με όλες της τις δυνάμεις την καμπάνια αλληλεγγύης προς τους εξεγερμένους ιθαγενείς (βλ. το σχετικό αφιέρωμα του «Ιού» της 26.11.1995). 

Τα χρόνια πέρασαν, η χούντα του στρατηγού Αμπάσα εξέπνευσε με το θάνατο του επικεφαλής της τον Ιούνιο του 1998, και μια ελεγχόμενη μεταπολίτευση έφερε στην εξουσία, μέσω εκλογών, τον απόστρατο στρατηγό Ομπασάντζο. Για τους κατοίκους του Δέλτα του Νίγηρα, όπου βρίσκονται και οι πετρελαιοπηγές, αυτή η καθεστωτική αλλαγή ελάχιστα πράγματα σήμανε ωστόσο. Στην εξουσία παρέμειναν οι ίδιες διεφθαρμένες και καταπιεστικές κλίκες που κυβερνούσαν και πριν, σε στενή και αμοιβαία επωφελή συνεργασία με τις πολυεθνικές του πετρελαίου. Κάθε κίνηση εκδημοκρατισμού, κάθε συλλογική διεκδίκηση πνίγεται στο αίμα ή ακυρώνεται με την προσφυγή στις συνήθεις μεθοδεύσεις του παρελθόντος. Ακόμα και το Στέιτ Ντιπάρτμεντ, που δεν κρύβει καθόλου την υποστήριξή του προς το «δημοκρατικό καθεστώς» του Ομπασάντζο, παραδέχεται στις ετήσιες εκθέσεις του ότι στις Πολιτείες του Δέλτα κατά τις τελευταίες εκλογές «η παραγωγή "ψηφοφόρων-φαντασμάτων" αναλογούσε ακόμη και στο 70% ή το 80% του συνόλου των ψήφων που καταγράφηκαν».

Στα χνάρια των Ογκόνι

Αυτή η απουσία εκδημοκρατισμού δεν στάθηκε ωστόσο ικανή να επιβάλει και την ακινησία των τοπικών κοινωνιών. Το αντίθετο, μάλιστα. Ηδη από τους πρώτους μήνες της θητείας του, ο Ομπασάντζο βρέθηκε αντιμέτωπος με την ανάπτυξη ενός μαζικού διεκδικητικού κινήματος των μειονοτικών πληθυσμών που κατοικούν στην περιοχή του Δέλτα, με κύρια αιτήματα την κατάκτηση ενός βαθμού διοικητικής αυτονομίας και -κυρίως- τον έλεγχο πάνω στις πλουτοπαραγωγικές πηγές του τόπου τους. 

Η εμπειρία των αγώνων των Ογκόνι, θετική κι αρνητική, υπήρξε εδώ καθοριστική: «Από το 1995 και δώθε», σημείωνε στις αρχές του 1999 μια αναλυτική έκθεση της μη κυβερνητικής οργάνωσης Human Rights Watch, «δεν έχει αναδυθεί καμιά οργάνωση με τη συνοχή και το δυναμισμό του MOSOP, όμως εκδηλώσεις διαμαρτυρίας με στόχο την πετρελαϊκή παραγωγή πραγματοποιούνται σε τακτική βάση, η δε μνήμη του Κεν Σάρο-Ουίουα είναι αντικείμενο σεβασμού σε όλο το Δέλτα. Η μεγάλη πλειοψηφία αυτών των διαμαρτυριών δεν οργανώνεται από γνωστές ηγετικές προσωπικότητες ή από αναγνωρισμένες πολιτικές συλλογικότητες αλλά από μέλη των τοπικών κοινοτήτων. Πολλές απ' αυτές τις κινητοποιήσεις δεν μεταδίδονται ούτε καν από τον εθνικό τύπο της Νιγηρίας. Μονάχα όταν υπάρχει απειλή κατά της παραγωγής πετρελαίου η δημοσιογραφική κάλυψη είναι εγγυημένη».


Η ίδια έκθεση επισημαίνει την έκταση της βίας που γνώρισαν οι κάτοικοι του Δέλτα κατά τα σκοτεινά χρόνια της δεκαετίας του '90: «Σχεδόν σε κάθε κοινότητα υπήρξαν περιπτώσεις που η παραστρατιωτική Κινητή Αστυνομία, η κανονική αστυνομία ή ο στρατός έχουν ξυλοκοπήσει, συλλάβει ή ακόμη και σκοτώσει όσους ήταν αναμειγμένοι σε εκδηλώσεις διαμαρτυρίας, ειρηνικές και μη, ή άτομα τα οποία ζήτησαν αποζημίωση για ζημιές από το πετρέλαιο, ανεξάρτητα αν αυτοί ήταν νέοι, γυναίκες, παιδιά ή παραδοσιακοί ηγέτες. Σε κάποιες περιπτώσεις, μέλη της κοινότητας δάρθηκαν ή συνελήφθησαν χωρίς διάκριση, ανεξάρτητα απ' το ρόλο τους στις διαμαρτυρίες». 

Είναι αυτή η μαζική εμπειρία της πιο άγριας και τυφλής καταστολής που θα γεννήσει τις δυναμικές -και συχνά βίαιες- μορφές αγώνα των επόμενων χρόνων. Με τη διαφορά ότι, αντί για μια σχετικά ολιγάριθμη μειονότητα όπως οι Ογκόνι, στην πρωτοπορία της εξέγερσης θα βρεθεί η ίδια η πλειοψηφούσα εθνότητα του Δέλτα, οι Ιτζό, το μέγεθος της οποίας υπολογίζεται ανάμεσα στα 8 και 14 εκατομμύρια μέλη. 

Καθοριστική στιγμή της «αφύπνισης» των Ιτζό αποτέλεσε η «Διακήρυξη της Καϊάμα» (11 Δεκεμβρίου 1998), από μέλη της πληθυσμιακής αυτής ομάδας που συγκρότησαν το Συμβούλιο της Νεολαίας των Ιτζό (IYC). Κεντρικός ιστός αυτής της τυπικής «εθνικοαπελευθερωτικής» διακήρυξης ήταν η διαπίστωση ότι «η πολιτική κρίση στη Νιγηρία αφορά κυρίως τον έλεγχο των πετρελαϊκών ορυκτών πόρων, το 65% των οποίων προέρχονται από την επικράτεια του έθνους των Ιτζό» και η συνακόλουθη απαίτηση για έλεγχο αυτών των πόρων από τους ίδιους τους κατοίκους των πετρελαιοπαραγωγών περιοχών.

Ταυτόχρονα, η συνδιάσκεψη της Καϊάμα απέρριψε τη λύση της απόσχισης των Ιτζό από το νιγηριανό κράτος, εκτιμώντας ότι «ο καλύτερος δρόμος για τη Νιγηρία είναι μια ομοσπονδία των εθνοτήτων της» -κι όχι κάποιων αυθαίρετα χαραγμένων διοικητικών περιφερειών, όπως συμβαίνει σήμερα. Ενόψει του τελικού διακανονισμού, οι σύνεδροι απαίτησαν την άμεση αποχώρηση κάθε ομοσπονδιακής στρατιωτικής ή αστυνομικής δύναμης από την περιοχή και «συμβούλεψαν» τις πετρελαϊκές εταιρείες να αποσύρουν το προσωπικό τους από το Δέλτα του Νίγηρα μέχρι τα τέλη του χρόνου.

Η αντίδραση της ομοσπονδιακής κυβέρνησης σ' αυτή την πρόκληση ήταν η αναμενόμενη. Ηδη από τις 30 Δεκεμβρίου 1998, οι πρώτες διαδηλώσεις του IYC στην πόλη Γενάγκοα αντιμετωπίστηκαν με πραγματικά πυρά από το στρατό. Τις επόμενες βδομάδες, μια εκστρατεία παραδειγματισμού και κατατρομοκράτησης του πληθυσμού εξαπολύθηκε ενάντια σε μια σειρά κοινότητες της ενδοχώρας -με κάψιμο οικισμών, δολοφονίες, δημόσιους βασανισμούς και μαζικούς βιασμούς γυναικών. 

Η συμπαράσταση των πετρελαϊκών εταιριών σ' αυτή την επίδειξη δύναμης ήταν κάτι παραπάνω από ηθική. Κατά την επιδρομή του στα χωριά Οπια και Ικένιαν, λ.χ., ο στρατός χρησιμοποίησε τρία ποταμόπλοια κι ένα ελικόπτερο που του διέθεσε, ειδικά για την περίπτωση, ο τοπικός σταθμός της Chevron (4.1.99). Αποτέλεσμα της συγκεκριμένης επιχείρησης ήταν να σκοτωθούν περισσότεροι από 50 χωρικοί.

Το αποκορύφωμα της βίας ήρθε το Νοέμβριο της ίδιας χρονιάς, όταν σε αντίποινα για την εξολόθρευση μιας αστυνομικής περιπόλου ο στρατός ισοπέδωσε εντελώς την Οντι, μια πόλη 25.000 κατοίκων, αφήνοντας όρθια μόλις 4 κτίρια (από τα οποία το ένα ήταν σχολείο, το άλλο τράπεζα και το τρίτο εκκλησία). Υπολογίζεται ότι κάπου 2.000 κάτοικοι της πόλης βρήκαν το θάνατο στη διάρκεια του «παραδειγματικού» αυτού βομβαρδισμού.

Μορφές αγώνα

Δεν ήταν παρά η αρχή ενός φαύλου κύκλου ανατροφοδοτούμενης -αλλά πάντοτε άνισης- βίας:

* Ενα μέρος των τοπικών κοινωνιών θα εξακολουθήσει να μάχεται με τις συνήθεις μεθόδους των ειρηνικών κινητοποιήσεων, του αποκλεισμού των ποταμών και της κατάληψης γραφείων κι εγκαταστάσεων των πετρελαϊκών εταιριών, προβάλλοντας ως επί το πλείστον συγκεκριμένες, κάθε φορά, διεκδικήσεις (αποζημιώσεις, προσλήψεις, δημόσια έργα). 

* Κάποιοι άλλοι, ιδίως νέοι, θα προτιμήσουν να αντιστρέψουν τους όρους του παιχνιδιού, προχωρώντας σε ένοπλες επιθέσεις κατά των πετρελαϊκών εγκαταστάσεων. Μονάχα μέσα στο πρώτο δεκάμηνο του 2000, η κρατική NNPC καταμετρά περισσότερα από 800 κρούσματα «σαμποτάζ» με απώλειες εσόδων ύψους 4 δισ. δολαρίων.

* Μια τρίτη μορφή αγώνα είναι οι (κατά κανόνα αναίμακτες) απαγωγές μελών του προσωπικού των πετρελαϊκών εταιριών, ως μέσο πίεσης για τη διεκδίκηση «συνδικαλιστικών» αιτημάτων ή για την καταβολή λύτρων - αν και, στην τελευταία αυτή περίπτωση, τα όρια ανάμεσα στη συλλογική πάλη και την «ατομική» ποινική παραβατικότητα είναι συνήθως δυσδιάκριτα. 

Σε κάθε περίπτωση, πάντως, η απάντηση των αρχών είναι η ίδια: περισσότερη βία, ανεξάρτητα από τις ειρηνικές ή όχι μεθόδους των κινητοποιημένων ιθαγενών. Τυπικό δείγμα η αντίδρασή τους όταν, το καλοκαίρι του 2002, χιλιάδες γυναίκες της περιοχής οργάνωσαν αποκλεισμούς πετρελαϊκών εγκαταστάσεων και διαδηλώσεις έξω από τα γραφεία και συγκροτήματα κατοικιών της Shell και της Chevron στη βιομηχανική πόλη Ουάρι. 

Σύμφωνα με τη Διεθνή Αμνηστία, ήταν «η πρώτη φορά που γυναίκες από διάφορες εθνοτικές ομάδες του Δέλτα έβαλαν τις εθνοτικές τους αντιζηλίες στην άκρη κι ενώθηκαν για να διεκδικήσουν καλύτερες συνθήκες ζωής, σωστές αποζημιώσεις για τις κοινότητες που ζουν σε εδάφη που φιλοξενούν εκμεταλλεύσεις πετρελαίου και αξιοπρεπή μέσα συντήρησης των ίδιων και των οικογενειών τους».

Ανάλογη πρέπει να ήταν και η εκτίμηση των ιθυνόντων για τις κινητοποιήσεις, αν κρίνουμε από την αντιμετώπιση που τους επιφύλαξαν: το νιγηριανό πολεμικό ναυτικό βύθισε τις βάρκες των γυναικών που είχαν περικυκλώσει την πλωτή εξέδρα της Chevron στο Αμπιτέγιε (18.6.02), ενώ ειδικές δυνάμεις διέλυσαν με δακρυγόνα, γκλομπ και πυροβολισμούς συγκέντρωση 3.000 γυναικών Ιτζό, Ιτσεκίρι και Ουρόμπο έξω από το κτιριακό συγκρότημα της Shell στο Ουάρι.

Την εικόνα της διάχυτης βίας συμπληρώνει η συχνή και επαναλαμβανόμενη εκτροπή της ταξικής αναμέτρησης σε εθνοτικές συρράξεις, κυρίως μεταξύ των Ιτζό και Ουρόμπο από τη μια και των Ιτσεκίρι (που θεωρούνται ευνοούμενοι της διοίκησης) από την άλλη.

Δεν λείπουν, φυσικά, και οι συνωμοτικές θεωρίες για υπόθαλψη των συγκρούσεων από κύκλους του στρατού ή τις ίδιες τις πετρελαϊκές εταιρείες, με σκοπό την υπονόμευση των διεκδικητικών κινημάτων. 

Η προεκλογική περίοδος της άνοιξης του 2003 θα σημάνει τη διοχέτευση όλης αυτής της συσσωρευμένης έντασης σ' ένα εκρηκτικό αποτέλεσμα. 

Η αντιπαράθεση θα ξεκινήσει σαν αψιμαχίες μεταξύ των αντίζηλων εθνοτικών ομάδων, με τους Ιτζό και τους Ουρόμπο να διαμαρτύρονται για τη χάραξη των εκλογικών περιφερειών εις βάρος τους και υπέρ των μειοψηφούντων Ιτσεκίρι (που, καθόλου συμπτωματικά, αποτελούν τη φυλή του τοπικού κυβερνήτη), για να εξελιχτεί σε γενικευμένη ένοπλη εξέγερση ύστερα από την επιδρομή στρατιωτικού αποσπάσματος εναντίον του χωριού Οκενερκόκο, οι κάτοικοι του οποίου σύμφωνα με τις αρχές ετοίμαζαν επιδρομή εναντίον γειτονικών αγωγών πετρελαίου (14.3.03). 

Μέσα σε λίγες μέρες, η ενδοχώρα του Ουάρι περνά στον έλεγχο των ένοπλων Ιτζό, ενώ οι πετρελαϊκές εταιρείες διακόπτουν τη λειτουργία του ενός σταθμού τους μετά τον άλλο και «αποσύρουν» εσπευσμένα -με ελικόπτερα- το προσωπικό τους. Στις τέλη Μαρτίου, η απόδοση της ChevronTexaco, της Shell και της TotalFinaElf έχει μειωθεί κατά 800.000 βαρέλια την ημέρα, ποσότητα που ισοδυναμεί με το 40% της συνολικής νιγηριανής παραγωγής, προτού η όλη κρίση διευθετηθεί με συμφωνία κατάπαυσης του πυρός.

Μια δεύτερη Κολομβία;

Κάπου εδώ η κρίση στο Δέλτα του Νίγηρα παύει να αποτελεί αποκλειστικά και μόνο εσωτερικό πρόβλημα της Νιγηρίας για να αναβαθμιστεί σε ένα ακόμη δυνάμει μέτωπο της παγκόσμιας εκστρατείας των ΗΠΑ κατά της «τρομοκρατίας». 

Ηδη από τις αρχές του 2002, ένα από τα πιο συντηρητικά θινκ τανκ της Ουάσιγκτον, το Ινστιτούτο Προωθημένων Στρατηγικών και Πολιτικών Μελετών (IASPS), στενά συνδεδεμένο με την κυβέρνηση Σαρόν και κύκλους της ρεπουμπλικανικής δεξιάς, προωθεί την ιδέα μιας έστω και μερικής απεμπλοκής των ΗΠΑ από το πετρέλαιο του Περσικού κι αντικατάστασής του απ' αυτό της Δυτικής Αφρικής - και, πρώτα απ' όλα, της Νιγηρίας. Σύμφωνα με αυτή τη θεώρηση, τα κράτη της περιοχής αναβαθμίζονται σε ζώνη στρατηγικών συμφερόντων των ΗΠΑ, η γραμμή άμυνας των οποίων περνά πλέον (και) από τις ακτές του κόλπου της Γουϊνέας.

Τον Μάιο του 2003, ένα πολύ πιο έγκυρο θινκ τανκ ήρθε να επιβεβαιώσει αυτές τις ζυμώσεις. Ο λόγος για το Κέντρο Στρατηγικών και Διεθνών Σπουδών (CSIS), έναν από τους ισχυρότερους σήμερα διαμορφωτές πολιτικής της επίσημης Ουάσιγκτον. Με άρθρο τους στο δελτίο «Αφρικανικές Σημειώσεις», τρία στελέχη του -μεταξύ των οποίων ο διευθυντής κι ο υποδιευθυντής του αφρικανικού τμήματος του κέντρου- κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου για τις εξελίξεις στο Δέλτα του Νίγηρα, επισείοντας το ενδεχόμενο ανάδυσης «μιας δεύτερης Κολομβίας».

«Με το πέρασμα του χρόνου», γράφουν, «η ηγεσία της νεολαίας των Ιτζό έχει όλο και περισσότερο ριζοσπαστικοποιηθεί. [...] Τα τελευταία χρόνια, η νεολαία των Ιτζό έχει σιωπηρά εξελιχθεί από ένα χαλαρά οργανωμένο, εθνοτικό, διάσπαρτο κίνημα σε μια ένοπλη εθνοτική πολιτοφυλακή, ικανή να δοκιμάζει σημαντικά το περιφερειακό πολιτικό περιβάλλον, εκβιάζοντας ταυτόχρονα δραστικά την προσοχή και συμβιβασμούς από μέρους της εθνικής ηγεσίας της Νιγηρίας. [...] Εχουν αρχίζει να μοιάζουν, κατά έναν ανησυχητικό τρόπο, με τους ένοπλους αντάρτες των FARC ή του ELN στην Κολομβία ή τους στασιαστές του Ατσέχ στην Ινδονησία, όσον αφορά την ικανότητά τους να αψηφούν και να φέρνουν σε δύσκολη θέση τις κεντρικές κρατικές αρχές».

Τελικό συμπέρασμα της κινδυνολογικής αυτής έκθεσης: «Η συνεχιζόμενη κρίση στην περιοχή του Δέλτα θέτει σε αυξανόμενο κίνδυνο τα αμερικανικά συμφέροντα και θα έπρεπε να αποτελέσει ένα σημαντικό στοιχείο του διμερούς διαλόγου» ανάμεσα στις ΗΠΑ και τη Νιγηρία, καθώς «το νέο επίπεδο οργάνωσης και εξοπλισμού που φαίνεται να έχουν στη διάθεσή τους οι πολιτοφυλακές του Δέλτα, προκαλεί σοβαρές ανησυχίες για τη διασύνδεσή τους με περιφερειακά ή διεθνή δίκτυα εγκληματικότητας και βίας. Οι ΗΠΑ πρέπει να εργαστούν μαζί με τη νιγηριανή και άλλες περιφερειακές κυβερνήσεις για ν' ανακαλύψουν και να εξαλείψουν την πηγή των παράνομων όπλων κι εμπορευματικών ροών που απειλούν να υπονομεύσουν τη σταθερότητα της Νιγηρίας».

Η κυβέρνηση Μπους δεν περίμενε βέβαια τις προτροπές του CSIS για ν' αρχίσει να παίρνει τα μέτρα της προς αυτή την κατεύθυνση. Στα μέσα της κρίσης του περασμένου Μαρτίου, το νιγηριανό ναυτικό παρέλαβε τα πρώτα δυο σκάφη που του πρόσφερε η Ουάσιγκτον για να συνδράμουν στην καταστολή των «ταραχών» και της «πετροπειρατίας» στο Δέλτα. Ενα τρίτο σκάφος έφτασε το Σεπτέμβριο κι αναμένονται ακόμα τέσσερα. 

Οσο για την εκπαίδευση των πρώτων μονάδων του ομοσπονδιακού στρατού από αμερικανούς πρασινοσκούφηδες, αυτή βρίσκεται ήδη σε εξέλιξη. Τυπικά, βέβαια, το αντικείμενό της αφορά «ειρηνευτικές» -και μόνο- αποστολές...

 

 

(Ελευθεροτυπία, 28/9/2003)

 

 

www.iospress.gr                                                                         ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΣΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ