Η ΑΠΟΦΑΣΗ ΓΙΑ ΤΗ 17Ν

Κυνηγοί του χαμένου αντάρτη

ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ

1. / 2.   

Πολιτικούς εντέλει χαρακτηρισμούς διάλεξε ο κ. Χρ. Λάμπρου για να «γαρνίρει» την πρότασή του επί των ποινών. Με σαφώς πολιτική επιχειρηματολογία συνόδευσαν όλοι το σχολιασμό τους. Αλλά τον αυστηρά πολιτικό τόνο έδωσε πρώτη, η απόφαση του δικαστηρίου του Κορυδαλλού.

 

Ειρωνεία της τύχης: Μια δίκη που ξεκίνησε τον περασμένο Μάρτιο, με την προκαταρκτική απόφαση ότι τα εγκλήματα που καλείται να κρίνει δεν έχουν πολιτικό χαρακτήρα, ολοκληρώνεται αυτές τις μέρες με μια απόφαση που έχει αποκλειστικά πολιτικό χαρακτήρα. 

Ολα τα σχόλια που διατυπώθηκαν μετά την εκφώνηση του καταλόγου ενόχων και αθώων από τον πρόεδρο του δικαστηρίου την περασμένη Δευτέρα συγκλίνουν στο ίδιο συμπέρασμα. Βέβαια οι περισσότεροι αναλυτές αποφεύγουν για ευνόητους λόγους το ρητό χαρακτηρισμό της απόφασης ως «πολιτικής» και καταφεύγουν σε περιφράσεις. Η λέξη που φαίνεται να συνοψίζει την εκτίμηση των περισσότερων είναι το επίθετο «ισορροπημένη». 

«Συνήγοροι υπεράσπισης και πολιτικής αγωγής σχολίαζαν ότι πρόκειται για μια "καλοζυγισμένη" απόφαση, η οποία αποτυπώνει τον αρχηγικό ρόλο του Γιωτόπουλου, αλλά και καταδεικνύει τις διαφορές μεταξύ των κατηγορουμένων ως προς τη δράση τους στην οργάνωση». Μ' αυτά τα λόγια περιγράφει η Εύα Καραμανώλη στην «Καθημερινή» (9/12) το κλίμα στον Κορυδαλλό, αμέσως μετά την εκφώνηση της απόφασης. Ο γενικός τίτλος της εφημερίδας μιλάει για «απόφαση λεπτών ισορροπιών». 

Ανάλογες διατυπώσεις θα βρει κανείς σε όλο τον τύπο. Για παράδειγμα, η «Αυγή» μιλάει κι αυτή για «απόφαση με ισορροπίες», ενώ το «Βήμα», διά χειρός Παπαχελά, αποφαίνεται ότι «η δίκη τελείωσε με μια ετυμηγορία που μπορεί να χαρακτηρισθεί από έξυπνη έως πολιτικά ορθή» και τα «Νέα» συμπληρώνουν: 

«Με το ζύγι καταδίκες και αθωώσεις. Αυτή ήταν η μεγαλύτερη επιτυχία του δικαστηρίου, το οποίο κατάφερε να πείσει ότι αποδίδει δικαιοσύνη, καταδικάζοντας σε βαριές ποινές τους πρωτεργάτες, χωρίς ταυτοχρόνως να φανεί ότι εκδικείται, αφού δεν δίστασε να αθωώσει τέσσερις από τους κατηγορούμενους». 

Μια «ισορροπημένη» απόφαση

Τα αποσπάσματα που παραθέσαμε μαρτυρούν ότι κάτι παράξενο συμβαίνει. Ο χαρακτηρισμός «ισορροπημένη» για μια απόφαση δικαστηρίου είναι ασυνήθιστος. Ισορροπία ως προς τι; Αν επρόκειτο για μια δίκη οργανωμένου εγκλήματος, όπως επέμενε η σχετική προπαγάνδα, οι χαρακτηρισμοί αυτοί θα ήταν ακατανόητοι. 

Ποιος θα έλεγε ότι στη δίκη κάποιου αρχιμαφιόζου πρέπει να κρατηθούν «ισορροπίες»; Το ίδιο συμβαίνει και με τη δίκη των σίριαλ-κίλερ. Ποιος ζητάει «ισορροπημένη» κατάληξη στη δίκη του Παπαχρόνη ή του Σεχίδη; 

Την εξήγηση δίνει το «Βήμα»: «Η απαλλαγή (κατά πλειοψηφίαν) της -μοναδικής γυναίκας- Αγγελικής Σωτηροπούλου και των Γιάννη Σερίφη, Θεολόγου Ψαραδέλλη και Αν. Παπαναστασίου προσέδωσε στην απόφαση αντικειμενικότητα και την αναγκαία ισορροπία». Μ' άλλα λόγια, αθωώσαμε κάποιους για να μπορέσουμε να καταδικάσουμε κάποιους άλλους χωρίς να προκαλέσουμε διαμαρτυρίες. Εδώ βρίσκεται η ισορροπία. Αλλά η δικαιοσύνη; Μη βιάζεστε. 

Ενας αρχηγός πάση θυσία

Ποιες καταδίκες υπονοεί αυτή η διατύπωση του «Βήματος»;

Ασφαλώς κατά κύριο λόγο του Αλέξανδρου Γιωτόπουλου. Με κυνισμό που προσιδιάζει μόνο στη ρεάλ πολιτίκ των κυβερνήσεων, καλείται από το δικαστήριο ο Γιωτόπουλος να σπάσει το ρεκόρ όλων των προηγούμενων ισοβιτών. Η απόδοση σ' αυτόν της ηθικής αυτουργίας για κάθε πράξη της οργάνωσης δεν προκύπτει από ειδική εξέταση κάθε πράξης και ξετινάχτηκε στο ακροατήριο από τους συνηγόρους του. Αλλά η απόφαση ήταν ειλημμένη. Ας μην παρεξηγηθούμε. Το πρόβλημα του δικαστηρίου δεν ήταν απλώς να εξουδετερώσει κάποιον εγκληματία (τον Γιωτόπουλο) στέλνοντάς τον με πολλαπλά ισόβια στη φυλακή. Χρειαζόταν να στείλει κάποιον αρχηγό στη φυλακή. 

Και εφόσον ούτε το δικαστήριο μπόρεσε να τεκμηριώσει το ρόλο του σε πολλές υποθέσεις -όπως απαιτούσε ο σχεδιασμός- ούτε και ο ίδιος μας έκανε τη χάρη να δηλώσει αρχηγός, ο μόνος τρόπος να «αποδειχθεί» ο αρχηγικός του ρόλος ήταν η βαρύτητα της ποινής του. Αλλο παράδοξο, δηλαδή. Αν ο κ. Γιωτόπουλος είχε παραδεχθεί ότι είναι αρχηγός, είναι σίγουρο ότι θα τύχαινε πολύ καλύτερης ποινικής μεταχείρισης!

Ο ισχύων τρομονόμος δεν προβλέπει ειδική βαρύτερη μεταχείριση του αρχηγού ομάδας οργανωμένου εγκλήματος. Διαβλέποντας αυτό το κενό, ο νέος τρομονόμος που έχει προαναγγελθεί θα προβλέπει την ειδική ποινική αντιμετώπιση του αρχηγού. 

Ομως η έλλειψη αυτή υποχρέωσε τους δικαστές να προχωρήσουν στο εφεύρημα της «ηθικής αυτουργίας». Μια καθαρά πολιτική επιλογή.

Μια «ξερή» απόφαση

Αρκετοί σχολιαστές αντέδρασαν για το γεγονός ότι η εκφώνηση της απόφασης δεν συνοδεύθηκε από ένα σύντομο σκεπτικό. Ορισμένοι, μάλιστα, συνήγοροι δυσφόρησαν έντονα, εφόσον η έλλειψη αιτιολογίας καθιστά τη διαδικασία επιμέτρησης της ποινής σχεδόν τυφλή. Η επίσημη δικαιολογία που προβλήθηκε -δηλαδή ότι για ένα τόσο ευρύ κατηγορητήριο θα απαιτούνταν αρκετές ώρες- δεν μπορεί να σταθεί, εφόσον πλέον η δίκη έχει περατωθεί και δεν κρέμεται πια πάνω από το κεφάλι του δικαστηρίου η δαμόκλειος σπάθη του δεκαοχταμήνου. Η επιλογή της απολύτως αναιτιολόγητης εκφώνησης προκύπτει από άλλους λόγους. 

Ο διαχωρισμός των κατηγορούμενων σε ομάδες (αρχηγός, εκτελεστές, περιφερειακοί, μεταμεληθέντες) δεν προέκυψε από τα στοιχεία της δικογραφίας και την ακροαματική διαδικασία. Συνέβη το αντίστροφο. Επειδή, για να τεκμηριωθεί η πεποίθηση ότι δικάζεται μια ολόκληρη οργάνωση, χρειαζόταν να αντιστοιχούν τα πρόσωπα σε κάποια οργανωτική δομή, επιλέχθηκε η κατανομή των συλληφθέντων σε κατηγορίες, διά μέσου της επιβολής ποινών. Οι ποινές προσδιορίζουν τον αρχηγό, τους άμεσους συνεργάτες του και τα απλά μέλη, δημιουργούν δηλαδή μια οργανωτική πυραμίδα που δεν επιβεβαιώθηκε από τη διαδικασία. 

Ενα δικαστήριο τακτικών δικαστών

Κρίνοντας βέβαια εκ των υστέρων, μπορούμε να ισχυριστούμε ότι ένα μεικτό ορκωτό δικαστήριο θα είχε αντιμετωπίσει με διαφορετικό τρόπο την υπόθεση. Η δίκη θα στεκόταν περισσότερο στα νομικά αποδεικτικά στοιχεία και λιγότερο στην πολιτική σύλληψη του κατηγορητηρίου για το χαρακτήρα της οργάνωσης. 

Η παρουσία των λαϊκών δικαστών θα αμφισβητούσε ασφαλώς το εφεύρημα της «ηθικής αυτουργίας», αλλά θα επέμενε και σε όλα τα μεγάλα κενά που παρέμειναν ως ερωτηματικά: την προδικασία, την έλλειψη πραγματογνωμοσύνης για τα τεκμήρια, την εμφανή προκατάληψη και αντιφατικότητα των μαρτυριών.

Ενα πολιτικό τάιμινγκ

Την πολιτική διάσταση της δικαστικής απόφασης ενισχύει το γεγονός ότι την ίδια μέρα που εκφωνούσε ο κ. Μαργαρίτης την κρίση του εφετείου, ο πολιτικός προϊστάμενος της ΕΛΑΣ ανήγγειλε νέες συλλήψεις μελών της 17Ν. Οι λόγοι της εξαγγελίας προφανείς. Δεν είναι δυνατόν να πάμε σε εκλογές χωρίς βαρβάρους. 

Αλλά ταυτόχρονα αυτή η ανακοίνωση του κ. Φλωρίδη (που ακολούθησε ανάλογη του κ. Νασιάκου) δημιουργεί ένα μείζον πρόβλημα, διότι η δικαστική απόφαση έχει φροντίσει να κλείσει όλες τις υποθέσεις και να αποδώσει όλες τις πράξεις της οργάνωσης στους παρόντες κατηγορούμενους. Αν υπάρξουν άλλες συλλήψεις, θα απαιτηθεί άμεση αναθεώρηση της δίκης. Ισως γι' αυτό επιμένει ο κ. Κακαουνάκης ότι, «αν γίνουν συλλήψεις, εμένα να μου τρυπήσετε τη μύτη». 

Ενας νόμος-φάντασμα

Ακόμα και μετά την έκδοση της απόφασης, εξακολουθεί να κυριαρχεί η εντύπωση ότι στην εξάρθρωση της 17Ν συνέβαλε ο τρομονόμος 2.928/2001 με τα μέτρα επιείκειας που προβλέπει για όσους συνεργάζονται με τις αρχές. Πρόκειται για παραπληροφόρηση. Η επιείκεια του δικαστηρίου στους τέσσερις στηρίχθηκε στην αναγνώριση του ελαφρυντικού της ειλικρινούς μεταμέλειας, κάτι που προέβλεπε ήδη ο ποινικός κώδικας. Από την άλλη, εκείνοι που δικαιούνταν επιεική μεταχείριση κατά τον τρομονόμο ήταν κυρίως ο Σάββας Ξηρός, ο Χριστόδουλος Ξηρός και ο Βασίλης Τζωρτζάτος, οι «αρχιερείς της κατάδοσης», κατά τον κ. Λυκουρέζο. 

Κάποιοι αναφέρουν ότι έγινε επίκληση του τρομονόμου για να δελεαστούν οι συλληφθέντες, κάτι που διαφαίνεται και από το κλείσιμο των προανακριτικών καταθέσεων. Αν όμως ισχύει αυτό, σε συνδυασμό με τον αποκλεισμό των δικηγόρων στην αρχική φάση, τότε σημειώθηκε μια βάρβαρη παραβίαση των δικαιωμάτων των κατηγορουμένων. Το δικαστήριο, κρίνοντας με καθαρά πολιτικά κριτήρια, απέφυγε να ασχοληθεί με το θέμα.

Βέβαια εφαρμόστηκε ο τρομονόμος για να εξασφαλιστεί η μη παραγραφή του αδικήματος της συμμετοχής σε τρομοκρατική οργάνωση. 

Ομως η αυθαίρετη (πολιτική) επιλογή του δικαστηρίου να δεχθεί τους ισχυρισμούς μόνο των μεταμεληθέντων για έγκαιρη αποχώρηση υπονόμευσε και τη μελλοντική εφαρμογή της διάταξης. Το μόνο σημείο στο οποίο επιχειρήθηκε να εφαρμοστεί προς όφελος της εξάρθρωσης ο νόμος ήταν η προστασία των μαρτύρων, που κατέληξε όμως στον γνωστό τραγέλαφο και τελικά εγκαταλείφθηκε.

Ακόμα και εκείνοι που έδωσαν μάχη να μη χαρακτηριστεί «πολιτική» η δράση της 17Ν, περιέγραψαν με καθαρά πολιτικούς και ιδεολογικούς όρους τη δράση της. Οι πιο φανατικοί (εξ επαγγέλματος) υποστηρικτές της άποψης αυτής, δηλαδή οι συνήγοροι πολιτικής αγωγής, ανάλωσαν μεγάλο μέρος των αγορεύσεών τους στη διατύπωση απαξιωτικών και περιφρονητικών χαρακτηρισμών, που πρόδιδαν όμως πολιτική αντιπαράθεση, έστω και αφ' υψηλού. Μικρό παράδειγμα ο Αλέξανδρος Λυκουρέζος, ο οποίος έκρινε την ιδεολογία των κατηγορουμένων από θέσεις μαρξιστικής ορθοδοξίας:

* «Επαίροντο ότι κατασκεύασαν και τον όρο "λούμπεν μεγαλοαστική τάξη", το "λματ". Φαίνεται ότι αγνοούν ότι κάποιοι άλλοι επίσης διαβάζουμε μερικά βιβλία και θα του θυμίσουμε του συντάκτη και του εφευρέτη, του δημιουργού, αυτού του όρου, ότι τον όρο "λούμπεν αστική τάξη" τον είχε εισαγάγει στην πολιτική ορολογία ο Αντρέ Φρανκ, ο μαρξίζων θεωρητικός, και μάλιστα επ' αυτού είχε κάνει σκληρή κριτική ο μακαρίτης ο Νίκος Πουλαντζάς και τον είχε καταστήσει αναξιόπιστο και στον κύκλο των μαρξιστών σοσιαλιστών της εποχής του '70».

Σημειώνουμε απλώς ότι αυτά που είπε ο κ. Λυκουρέζος δεν τα διάβασε σε «κάποιο βιβλίο», αλλά στον «Ιό» (1/2/03). Δεν διεκδικούμε το κοπιράιτ. Τιμή μας που μας αντιγράφει -έστω και παραπλανητικά- ο διαπρεπής δικηγόρος. Αλλά αποτελεί πραγματικά απόδειξη ότι ακόμα κι αυτός διαλέγεται με τη 17Ν σε ζητήματα μαρξισμού. Δυο γάιδαροι μαλώνανε... 

Το «καλό» δικαστήριο

Οι έπαινοι για τη διαδικασία που ακολουθήθηκε στον Κορυδαλλό προέρχονται από όλες σχεδόν τις πλευρές, αλλά συγκαλύπτουν το πραγματικό περιεχόμενό της. Είναι γεγονός ότι η πολιτική συζήτηση στο δικαστήριο διεξήχθη με όρους πολύ καλύτερους από οποιοδήποτε τηλεοπτικό πάνελ. Ο κ. Μαργαρίτης αναδείχθηκε οικοδεσπότης ευγενέστερος, ευφυέστερος και πιο δημοκρατικός από τους συνήθεις τηλεοπτικούς αστέρες. 

Ομως ο ίδιος και οι άλλοι εφέτες δεν επέτρεψαν ούτε στιγμή να αμφισβητηθεί η σκοτεινή περίοδος της προδικασίας, η ανάκριση στην εντατική κ.λπ. Οση ανεκτικότητα έδειξαν σε διαλόγους για τον Καντ, τον Νίτσε ή τον Πλάτωνα άλλη τόση αποφασιστικότητα διέθεταν για τον αποκλεισμό οποιασδήποτε αμφισβήτησης του ρόλου της αστυνομίας, των ξένων υπηρεσιών κ.λπ. 

Οι μειοψηφίες

Η σημασία στη λεπτομέρεια. Ακριβώς επειδή η απόφαση ήταν πολιτική, στα κρίσιμα σημεία της πάρθηκε με μία μειοψηφούσα γνώμη, γεγονός που επιτρέπει στον εισαγγελέα να ασκήσει έφεση. Μιλάμε βέβαια για τις δύο αθωωτικές αποφάσεις (για Σωτηροπούλου και Ψαραδέλλη). 

Η εξέλιξη αυτή αφήνει τον εισαγγελέα ικανοποιημένο. Αν αλλάξει η πολιτική συγκυρία, μπορεί στο εφετείο να αποκατασταθούν τα πράγματα. Μέχρι τότε κρατάμε και αυτούς ομήρους.

Αλλωστε η άσκηση έφεσης έχει ήδη προαναγγελθεί από τα μέσα ενημέρωσης, προτού καν ολοκληρωθεί η διαδικασία της επιβολής των ποινών. Την ίδια μέρα, ανακοίνωνε τη σχετική πρόθεση του κ. Λάμπρου η κυρία Μάνδρου, γνωστή για το καλό της ρεπορτάζ στο γραφείο των εισαγγελέων. 

Είναι η απόφαση δίκαιη;

Με βάση τα παραπάνω, το ερώτημα δεν έχει καμία αξία. Οι δικαστές, αντιμέτωποι με ένα πολιτικό πρόβλημα, το έλυσαν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, έτσι δηλαδή όπως λύνονται τα πολιτικά προβλήματα. Ζύγιασαν το συσχετισμό δυνάμεων, μέτρησαν το πολιτικό κόστος, πήραν υπόψη τους τις διεθνείς συμμαχίες της χώρας, ξεσκόνισαν εφημερίδες και τηλεόραση και κατέληξαν στην «ισορροπημένη» τους κρίση. Ολα αυτά δεν έχουν βέβαια καμία σχέση με το «κοινό περί δικαίου αίσθημα», τον «μέσο κοινωνό» και άλλα ιδεολογήματα που ακούστηκαν κατά κόρον αυτές τις μέρες μέσα και έξω από την αίθουσα. 

Το ζωντανό πτώμα

Αν θέλει κανείς να καταλάβει τι συνέβη με την υπόθεση της 17Ν από το καλοκαίρι του 2002, ας κάνει τον κόπο να θυμηθεί την ταινία του Θόδωρου Αγγελόπουλου 

«Οι κυνηγοί». Θυμίζουμε σχηματικά την υπόθεση. Μια ομάδα αστών κυνηγών ανακαλύπτει σε κάποιο χιονισμένο βουνό του βορρά το ανέπαφο πτώμα ενός αντάρτη του Δημοκρατικού Στρατού. Οι κυνηγοί μεταφέρουν στην πόλη το διατηρημένο πτώμα. Η ανακάλυψη αυτή προκαλεί σοκ στην παρέα, που διαπιστώνει επιπλέον ότι το αίμα στην πληγή του είναι ακόμα ζεστό! Η σύγχρονη ελληνική ιστορία και η διαμάχη μαχόμενης αριστεράς και καθεστωτικής δεξιάς αναπλάθονται μέσα από τον τρόμο και τις προσωπικές υστερικές κρίσεις των πρωταγωνιστών. Η υπόθεση τελειώνει με την εναπόθεση του πτώματος στην ίδια θέση, στο βουνό.

Οταν το καλοκαίρι του 2002 πήρε πρώτη φορά σάρκα και οστά η οργάνωση φάντασμα 17Ν, προκλήθηκε παρόμοιο σοκ (και δέος) στον αστικό πολιτικό κόσμο και τα μέσα ενημέρωσης. 

Κανείς δεν είδε έναν πολυτραυματία στην εντατική, μια ομάδα μεσήλικων απόστρατων της πολιτικής πάλης, μερικούς μικροαστούς, κάποιον γιάπη, κάποια φτωχόπαιδα κ.λπ. 

* Ολοι εξακολουθούσαν να βλέπουν αυτό που είχε φτιάξει η φαντασία τους. Μια τερατώδη οργάνωση με απίθανες επιχειρησιακές ικανότητες, με διασυνδέσεις σε υπηρεσίες και κυβερνήσεις, έτοιμη να βάλει μπουρλότο στην κοινωνική και πολιτική ειρήνη. Μ' άλλα λόγια, στο πρόσωπο της 17Ν εξακολουθούσαν να βλέπουν την «Επανάσταση», όπως αυτοί την είχαν στο μυαλό τους, κάτι σαν το πτώμα του αντάρτη, δεκαετίες μετά την εκτέλεσή του. 

Η επιχείρηση εξάρθρωσης της 17Ν απαίτησε, λοιπόν, πρώτα πρώτα τη νεκρανάστασή της. Δεν μπορεί κανείς να νικήσει ένα πτώμα. Πρέπει τουλάχιστον το αίμα στην πληγή του να είναι ζεστό. Να για ποιο λόγο επέμεναν τον Ιούλιο και τον Αύγουστο των συλλήψεων τόσο πολύ στις εντυπωσιακές επιχειρήσεις με τα ελικόπτερα, τα θωρακισμένα τζιπ, τα αλεξίσφαιρα γιλέκα για να προστατευθούν από κάποιον αόρατο εχθρό. Να γιατί χτίστηκαν άρον άρον τα κελιά-αποθήκες στο υπόγειο του Κορυδαλλού και πάρθηκαν τα μέτρα αυστηρής απομόνωσης των συλλαμβανομένων. Να γιατί στήθηκε όλο αυτό το πρωτοφανές επικοινωνιακό σκηνικό με τη συμμετοχή δημοσιογράφων, μέσων ενημέρωσης και πολιτικών. 

Από την άλλη μεριά του λόφου, στον ίδιο μύθο παγιδεύθηκε και η μερίδα της αριστεράς που αντιστάθηκε στους κυβερνητικούς χειρισμούς. (Οσο για την υπόλοιπη Αριστερά, αυτή δεν γνώριζε τίποτα ούτε για το πτώμα ούτε για το φόνο). Είδε, λοιπόν, η μερίδα αυτή της αριστεράς στο πτώμα του παγωμένου αντάρτη κάτι από την επαναστατική αίγλη που η ίδια δεν κατάφερε εδώ και μια γενιά να διεκδικήσει. 

Ξέχασε κι αυτή το πραγματικό περιεχόμενο της δράσης της 17Ν. Λησμόνησε το φετιχισμό της άσκοπης ένοπλης βίας, τις κοινότοπες αναλύσεις, την πολιτική ατροφία. Η μεγάλης κλίμακας κινητοποίηση του κρατικού μηχανισμού προκάλεσε τα σκουριασμένα ανακλαστικά της αριστεράς αυτής. Οταν, μάλιστα, άρχισαν να σημειώνονται ανοιχτές παραβιάσεις των ανθρώπινων δικαιωμάτων και να ξεπερνιούνται με ευκολία οι κανόνες δικαίου από κρατικούς φορείς, τότε θεωρήθηκε ότι επανέρχεται στην επικαιρότητα το συγκρουσιακό κοινωνικό αίτημα.

Ομως η δίκη επανέφερε τα πράγματα στη φυσική τους θέση. Πολύ γρήγορα έφυγε το κλουβί από τα εδώλια, οι συνθήκες απομόνωσης βελτιώθηκαν, ενώ και ο κ. Μαργαρίτης προλάβαινε να σβήσει τις σπίθες που άναβαν κάθε τόσο στη διαδικασία. Μάταια επιχειρούσαν διάφοροι παράγοντες της δίκης να εξάψουν την «επιθετικότητα» των κατηγορουμένων, επικαλούμενοι το καλό παράδειγμα των Ερυθρών Ταξιαρχιών ή της RAF. 

Ακόμα και τον Βερζές και τις «δίκες ρήξης» εξακόντισαν εναντίον τους, για να τους πατήσουν τον επαναστατικό τους κάλο. Χωρίς αποτέλεσμα. Η 17Ν είχε τελειώσει πολύ πριν κάποια μέλη της διαβούν την πόρτα του Κορυδαλλού και βέβαια δεν ανασυγκροτήθηκε μέσα σ' αυτόν, όπως κρυφά έλπιζαν και ανοιχτά δήλωναν εισαγγελείς και συνήγοροι πολιτικής αγωγής.

* Αντίθετα από όσα ισχυρίζεται στο «Βήμα» ο κ. Παπαχελάς (δηλαδή ότι «τόσες χιλιάδες σελίδες δικογραφίας, τόσες ημέρες δίκης, τόσες σελίδες επί σελίδων για το θέμα και τελικά γνωρίζουμε σήμερα για τη 17Ν όσα περίπου και το φθινόπωρο του 2002»), σήμερα γνωρίζουμε πολύ περισσότερα από εκείνα που γνωρίζαμε τότε. Γνωρίζουμε πρώτα απ' όλα ότι ήταν από ανακριβή έως χαλκευμένα όσα διαδίδονταν τότε από το επιτελείο του υπουργείου Δημόσιας Τάξης και έβρισκαν πρόθυμους αγωγούς αναπαραγωγής τους στα μέσα ενημέρωσης.

Γνωρίζουμε ότι η οργάνωση είχε φυλλορροήσει. Οτι αποτελούνταν από δυο-τρία άτομα που δεν το είχαν πάρει ακόμα απόφαση να καταθέσουν τα όπλα, ενώ οι σύντροφοί τους είχαν αποχωρήσει από καιρό. Αλλά κανείς δεν φαίνεται να συμβιβάζεται μ' αυτή την πραγματικότητα.

Η σειρά του ΕΛΑ

Και τώρα; Τώρα που με τον εγκλεισμό στις φυλακές όσων επιλέχθηκαν να εγκλειστούν με την πολιτική απόφαση του τριμελούς εφετείου, ξαναβάζουμε το πτώμα του αντάρτη στο βουνό, εκεί από όπου το πήραμε πριν από ενάμιση χρόνο, η υπόθεση φαίνεται να ξαναρχίζει από την αρχή. Ηδη ξεσκονίζεται η υπόθεση του ΕΛΑ. Ενα άλλο πτώμα ξαναστήνεται στα πόδια του. 

Συμπληρώνεται σχεδόν δεκαετία από την εξαφάνισή του, αλλά επελέγησαν τέσσερα ή πέντε άτομα να φορτωθούν τη δράση πολλών δεκάδων. 

Αν το κατηγορητήριο για τη 17Ν είχε ελλείψεις, αντιφάσεις και κενά, το κατηγορητήριο για τον ΕΛΑ είναι μνημείο πολιτικής μυθοπλασίας. Ας μη μιλήσει κανείς κι εδώ για απόδοση δικαιοσύνης. Απλώς υπάρχει η φροντίδα να κλείσει κι αυτό το κεφάλαιο της εγχώριας τρομοκρατίας. Λες και οι «παλιές» ποινικές υποθέσεις μπορούν να «κλείνουν» με αυθαίρετους συμψηφισμούς ανά δεκαετία, όπως οι φορολογικές εκκρεμότητες των επιχειρήσεων. Αλλά ας μην ξεχνάμε ότι ο σημερινός υπουργός Δημόσιας Τάξης διέπρεψε πρώτα στο υπουργείο Οικονομικών.

 

(Ελευθεροτυπία, 14/12/2003)

 

www.iospress.gr                                                                                    ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΣΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ