ΑΝΑΚΥΚΛΩΣΗ ΧΑΦΙΕΔΩΝ

Σανταμισμός χωρίς Σαντάμ

ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ

1. / 2.   

Ο Σαντάμ πιάστηκε, διαπομπεύθηκε κι ίσως οδηγηθεί στην αγχόνη. Καιρός ήταν. Απαλλαγμένοι απ' τη σκιά του, οι καταδότες και οι βασανιστές που υπηρέτησαν την τριανταπεντάχρονη βασιλεία του θα μπορούν πλέον να προσφέρουν «απρόσκοπτα» τις υπηρεσίες τους στις ΗΠΑ.

 

Αν πιστέψουμε την αμερικανική προπαγάνδα, η σύλληψη του Σαντάμ Χουσέιν ήταν η κορυφαία στιγμή του πολέμου στο Ιράκ. «Κυρίες και κύριοι, τον τσακώσαμε!» ανακοίνωσε κατενθουσιασμένος ο ανθύπατος Πολ Μπρέμερ.

*Εξίσου περιχαρής, ο διοικητής της 4ης αμερικανικής μεραρχίας πεζικού, αντιστράτηγος Ρέιμοντ Οντιέρνο, έσπευσε να επισημάνει πως ο επί δεκαετίες αδιαμφισβήτητος ηγεμόνας του Ιράκ «πιάστηκε σαν τον αρουραίο», χωρίς την παραμικρή αντίσταση.

*Οσο για το νόημα της ημέρας, αυτό ανέλαβε να συνοψίσει ο διοικητής των κατοχικών δυνάμεων, στρατηγός Ρικάρντο Σάντσες: «Ο Σαντάμ Χουσέιν», δήλωσε, «δεν πρόκειται ποτέ να επιστρέψει σε μια θέση εξουσίας από την οποία να μπορεί να τιμωρεί, να τρομοκρατεί, να εξευτελίζει και να εκμεταλλεύεται τον ιρακινό λαό, όπως έκανε για περισσότερα από 35 χρόνια. Αυτό το κεφάλαιο της ιστορίας του Ιράκ έχει κλείσει για πάντα».

*Στο ίδιο μήκος κύματος και το διάγγελμα του Τζορτζ Μπους: «Η σύλληψη αυτού του ανθρώπου», διακήρυξε, «ήταν καθοριστική για την ανάδυση ενός ελεύθερου Ιράκ. Για τη μεγάλη πλειοψηφία των ιρακινών πολιτών, που επιθυμούν να ζήσουν ως ελεύθεροι άνδρες και γυναίκες, αυτό το γεγονός αποτελεί μια ακόμα εξασφάλιση ότι οι θάλαμοι βασανιστηρίων και η μυστική αστυνομία έχουν τελειώσει για πάντα».

Οσο κι αν η εικόνα ενός αιχμαλώτου προκαλεί αυθόρμητα συναισθήματα συμπάθειας, δεν είμαστε εκείνοι που θα κλάψουμε για την τύχη του Σαντάμ. Πολύ περισσότερο, δεν πρόκειται να συμμεριστούμε τη χαρά των δεσμωτών του. Οχι μόνο επειδή η σύλληψή του συνιστά έναν -έστω προσωρινό- συμβολικό θρίαμβο του πλανητάρχη που δηλώνει ότι «ο δικηγόρος του δεν του έχει μιλήσει για Διεθνές Δίκαιο». Αλλά, κυρίως, γιατί τα πιο αποτρόπαια συστατικά στοιχεία της σανταμικής κληρονομιάς (οι θάλαμοι βασανιστηρίων και η πανταχού παρούσα μυστική αστυνομία) όχι μόνο δεν «έχουν τελειώσει για πάντα», όπως διαβεβαιώνει ο Μπους, αλλά γνωρίζουν νέες μέρες δόξας. Και, μάλιστα, χάρη στις καλές υπηρεσίες των ίδιων εκείνων «τεχνικών» και «εμπειρογνωμόνων» που διεκπεραίωναν την κρατική τρομοκρατία μέχρι την περασμένη άνοιξη.

*Πρόκειται για μια ιστορία που περνά, συνήθως, στα «ψιλά» του διεθνούς τύπου: την ίδια στιγμή που ο Σαντάμ και το στενό του περιβάλλον δαιμονοποιούνται σαν οι φορείς του απόλυτου κακού, ένα μεγάλο μέρος από τους κρίσιμους «μεσαίους κρίκους» του παλιού καθεστώτος, τους επιφορτισμένους με τη διεκπεραίωση της πιο βρόμικης δουλειάς, όχι μόνο «ξεπλένεται» αλλά και στρατολογείται ξανά -αυτή τη φορά, από τα αμερικανοβρετανικά στρατεύματα κατοχής.

Η «αποκατάσταση της τάξης»

Το πρώτο σκέλος του παλιού κατασταλτικού μηχανισμού που ενσωματώθηκε στη Νέα Τάξη ήταν η «κανονική» αστυνομία. Αντιμέτωποι με την κατάρρευση της τάξης που συνόδευσε την ανατροπή του καθεστώτος, οι Αμερικανοί προχώρησαν ήδη από τα μέσα Απριλίου στην εσπευσμένη «επαναπρόσληψη» χιλιάδων ιρακινών αστυνομικών. Μέχρι τα τέλη Αυγούστου, ο αριθμός τους ανερχόταν σε 34.000, απ' τους οποίους οι 6.500 υπηρετούσαν στη Βαγδάτη.

-Επικεφαλής του σώματος ετέθη ο αντιστράτηγος Ζουχάιρ αλ-Νοάιμε. Βασικά προσόντα του, σύμφωνα με την εφημερίδα «USA Today» (20.4.03), θεωρήθηκαν ο διορισμός του στην υπηρεσία το 1966 (πριν, δηλαδή, από την άνοδο του Σαντάμ στην εξουσία), η «μη ενεργός δράση του» στο Μπάαθ, η «φημολογούμενη εντιμότητά του», καθώς και το γεγονός ότι είχε τη χαμηλότερη βαθμολογία μεταξύ των ομοβάθμων του.

-Το ίδιο ρεπορτάζ κατέγραψε, τη δυσφορία μιας μεγάλης μερίδας του πληθυσμού γι' αυτή την εξέλιξη. «Οι Ιρακινοί απαιτούν από τις ΗΠΑ να αποκαταστήσουν το νόμο και την τάξη», διαβάζουμε, «έχουν όμως εξοργιστεί από το γεγονός της στρατολόγησης πρώην αξιωματικών της αστυνομίας». Οχι και άδικα, αν κρίνουμε από τις δηλώσεις ενός αξιωματικού της τελευταίας προς την εφημερίδα: «Στο Ιράκ», εξήγησε, «δεν πρόκειται να αποσπάσεις πληροφορίες, αν δεν ρίξεις ένα καλό χέρι ξύλο».

-Στις αρχές Μαΐου, ο αντιστράτηγος Νοάιμε υποχρεώθηκε να παραιτηθεί, κατηγορούμενος ότι «υπήρξε στέλεχος του Μπάαθ και διηύθυνε τη δική του μαφία στο εσωτερικό του σώματος» («The Guardian», 14.5.03). Ανάλογες κατηγορίες οδήγησαν, μία βδομάδα αργότερα, τους Αμερικανούς στην απόλυση και του αντικαταστάτη του, στρατηγού Χαμίντ Ούθμαν.

* Σοβαρότερες από κάθε άποψη υπήρξαν οι εξελίξεις όσον αφορά τη Μουχαμπαράτ (Ασφάλεια), την πιο επίφοβη από τις τέσσερις μυστικές υπηρεσίες του Σαντάμ.

Ο «εξωτερικός» εχθρός

Σύμφωνα με τον εξόριστο αντικαθεστωτικό συγγραφέα Κανάν Μακίγια, ένθερμο υποστηρικτή της αμερικανικής εισβολής, η υπηρεσία αυτή συγκροτούσε το σκληρό πυρήνα του παλιού καθεστώτος, όντας αρμόδια για την παρακολούθηση τόσο του Μπάαθ όσο και των κρατικών υπηρεσιών (των ένοπλων δυνάμεων και των υπόλοιπων υπηρεσιών ασφαλείας συμπεριλαμβανομένων).

-Ηδη στις 21 Ιουλίου, ρεπορτάζ των «New York Times» μας πληροφορούσε ότι το «διεθνές» σκέλος της Μουχαμπαράτ αξιοποιούνταν από τις ΗΠΑ, με στόχο την άντληση πληροφοριών για Ιράν, Συρία και Τουρκία.

-Η αρχή έγινε με τη βολιδοσκόπηση «ανώτερων στελεχών» της υπηρεσίας από το Ιρακινό Εθνικό Κογκρέσο (INC), την οργάνωση που ηγεμονεύει στο διορισμένο ιθαγενές «προσωρινό συμβούλιο». Σύμφωνα με τον Αμπντουλαζίζ Κουμπάισι, υψηλόβαθμο στέλεχος του INC εξουσιοδοτημένο με τις εν λόγω επαφές, «το κόμμα παρέλαβε ντοκουμέντα από τους αξιωματικούς της κατασκοπίας και τους στρατολόγησε σε μια ανασυστημένη εκδοχή της μονάδας».

-Κατά το ίδιο δημοσίευμα, «ιρακινοί αξιωματικοί πληροφοριών από τους οποίους ζητήθηκε να ενταχθούν στην υπηρεσία διατείνονται ότι η όλη προσπάθεια ενορχηστρώνεται από τις ΗΠΑ». Αλλά κι ο Κουμπάισι, απ' την πλευρά του, έσπευσε να διευκρινίσει ότι δεν κάνει του κεφαλιού του:

«Διαβιβάζουμε τις πληροφορίες μας στο Πεντάγωνο, σε ανθρώπους που είναι αρμόδιοι. Ξέρουν τη φύση αυτού που κάνουμε. Υπάρχει συντονισμός. Εχουμε αντιπροσώπους του Ράμσφελντ στο INC».

-Για την αξιοποίηση των πρακτόρων του Σαντάμ, οι αμερικανοί ομόλογοί τους είχαν άλλωστε φροντίσει από νωρίς. Οι εισβολείς δεν πρόλαβαν καλά καλά να μπουν στη Βαγδάτη, όταν η ημιεπίσημη «Φωνή της Αμερικής» μας πληροφορούσε πως «η CIA έχει κατασχέσει ένα μεγάλο φορτίο από αρχεία της ιρακινής υπηρεσίας πληροφοριών», το οποίο «περιλαμβάνει τα ονόματα σχεδόν κάθε ιρακινού αξιωματικού πληροφοριών» (11.4.03).

Με τις λίστες των πρακτόρων της Μουχαμπαράτ και δείγμα της δουλειάς τους ανά χείρας, οι άνθρωποι του Λάνγκλεϊ δεν είχαν έτσι παρά να διαλέξουν τους μελλοντικούς συνεργάτες τους.

Δύο επιμέρους πτυχές αυτής της στρατολόγησης πέρασαν, ως επί το πλείστον, απαρατήρητες:

*Η πρώτη αφορά τη δραστηριότητα του «ιρανικού» τμήματος της Μουχαμπαράτ εναντίον του (ταυτιζόμενου με την Τεχεράνη) «εσωτερικού εχθρού», της σιίτικης δηλαδή πλειοψηφίας του ιρακινού πληθυσμού.

Γνωστή από τις τρομερές αγριότητες του πρόσφατου παρελθόντος, η παρακαταθήκη αυτή ενδέχεται ν' αποδειχθεί ξανά χρήσιμη στο μέλλον, στην περίπτωση που οι σιίτες έρθουν σε ρήξη με τις κατοχικές αρχές και τις ισορροπίες που αυτές επιβάλλουν.

*Η δεύτερη πτυχή αφορά τη χρησιμοποίηση των εξόριστων ιρανών ανταρτών της οργάνωσης Μοτζαχεντίν Χαλκ. Η τελευταία είχε πολεμήσει στο πλευρό των δυνάμεων του Σαντάμ την περίοδο 1985-88, ενώ την περασμένη άνοιξη τήρησε αυστηρή ουδετερότητα απέναντι στις ΗΠΑ.

Αν και επισήμως ταξινομημένοι από το Στέιτ Ντιπάρτμεντ σαν «τρομοκρατική οργάνωση», οι Μοτζαχεντίν θεωρούνται από πολλά στελέχη του Πενταγώνου αξιόλογο χαρτί, για αξιοποίηση εναντίον της Τεχεράνης.

Η «αντιτρομοκρατία»

Σύμφωνα με τον Σαμπί αλ-Χαμέντ, στέλεχος της Μουχαμπαράτ από το 1976, δύο πρώην συνάδελφοί του τον προσέγγισαν στις αρχές Ιουλίου, αποκαλύπτοντάς του ότι «δουλεύουν με τους Αμερικανούς». Η δουλειά που του πρότειναν αφορούσε τη συνεργασία με τους Μοτζαχεντίν, οργάνωση που ο Χαμέντ γνώριζε καλά από την εποχή της δεκαετίας του '80.

*Η τρίτη και σημαντικότερη φάση στρατολόγησης της Μουχαμπαράτ από τις ΗΠΑ συνδέεται με τις εξελίξεις στο εσωτερικό του Ιράκ -και, συγκεκριμένα, με την αλματώδη ανάπτυξη της ένοπλης αντίστασης ενάντια στα κατοχικά στρατεύματα και τους ντόπιους συνεργάτες τους.

*«Αξιωματούχοι των ΗΠΑ και της Βρετανίας παραδέχονται ότι, στο κέντρο της κρίσης, που πάει από το κακό στο χειρότερο, βρίσκεται η συνεχιζόμενη αποτυχία συλλογής πληροφοριών όσον αφορά το ποιος ακριβώς βρίσκεται πίσω από την αντίσταση» επισημαίνει χαρακτηριστικά ο λονδρέζικος «Observer» (2.11.03).

*«Οι συλλήψεις γίνονται συχνά με βάση ασαφείς ή ελαττωματικές πληροφορίες» εξηγούσε ήδη από τις αρχές του καλοκαιριού ο ανταποκριτής της «Independent» (16.6.03). «Στην Μπακούμπα, μια πόλη 30 μίλια βορειοδυτικά της Βαγδάτης, δυο ουρές είχαν σχηματιστεί χθες έξω απ' το τοπικό αστυνομικό τμήμα. Η μια αποτελούνταν από πληροφοριοδότες, που έρχονταν να καταδώσουν μέλη του παλιού καθεστώτος. Η άλλη, από συγγενείς κρατουμένων που προσπαθούσαν να μάθουν πού κρατούνται οι άνθρωποί τους».

-Υποχρεωμένα να ανταποδίδουν στα τυφλά τα χτυπήματα που δέχονται, τα κατοχικά στρατεύματα αναπαράγουν έτσι το αδιέξοδο. Αποξενώνουν ακόμη περισσότερο έναν εχθρικά διατεθειμένο πληθυσμό (που πανηγυρίζει, μπροστά στις κάμερες, πάνω στα πτώματα ή τα συντρίμμια των οχημάτων των κατακτητών) και με κάθε εκκαθαριστική επιχείρησή τους απλώς πολλαπλασιάζουν τους δυνητικούς αυριανούς αντάρτες.

-Η προσφυγή στις υπηρεσίες των υπολειμμάτων της Μουχαμπαράτ προτείνεται έτσι ως ακρογωνιαίος λίθος για την απόκτηση μιας -πολλαπλά έμπειρης- ιθαγενούς «βάσης», με δυνατότητες μάλιστα «ανακριτικής διείσδυσης» στις γραμμές του εχθρού.

Μυστική εκστρατεία

*Πρώτη αποκάλυψε τη νέα αυτή στρατηγική η «Washington Post»: «Οι καθοδηγούμενες από τις ΗΠΑ κατοχικές αρχές έχουν βάλει μπροστά μια μυστική εκστρατεία στρατολόγησης και εκπαίδευσης πρακτόρων της πάλαι ποτέ φοβερής ιρακινής υπηρεσίας πληροφοριών, για να βοηθήσουν στην ανακάλυψη της ταυτότητας όσων αντιστέκονται στις αμερικανικές δυνάμεις εδώ» διαβάζουμε σε ανταπόκριση που δημοσιεύθηκε στις 24 Αυγούστου.

*Μια βδομάδα αργότερα (2.9.03), η ίδια εφημερίδα σκιαγραφεί μια συμπληρωματική πτυχή αυτής της πολιτικής: την επικείμενη συγκρότηση «μιας παραστρατιωτικής δύναμης, αποτελούμενης από πρώην στρατιώτες των ειδικών δυνάμεων του ιρακινού στρατού, για την καταδίωξη των ανταρτών, των τρομοκρατών και των σαμποτέρ που υπονομεύουν τη σταθερότητα της χώρας».

*Τη σκυτάλη πήραν οι λονδρέζικοι «Times» (21.9.03): «Δεκάδες πρώην πράκτορες της Μουχαμπαράτ μισθοδοτούνται τώρα από τους Αμερικανούς, που κατέφυγαν στους πάλαι ποτέ εχθρούς τους για να τους βοηθήσουν στην καταδίωξη των αντιστασιακών ομάδων». Την είδηση επιβεβαιώνει, επώνυμα, ένας απ' τους στρατολογηθέντες -ο συνταγματάρχης Μοχάμεντ Αμπντουλάχ, με δεκαετή προϋπηρεσία στη Μουχαμπαράτ κι άλλα οχτώ χρόνια στην υπηρεσία πληροφοριών του στρατού. Ο ίδιος αποφεύγει, ωστόσο, να μπει σε λεπτομέρειες: «Εχουμε αυστηρές εντολές να μη δημοσιοποιούμε τη δουλειά μας με τους Αμερικανούς».

*Κάπως ακριβέστερη εικόνα μας παρέχει ένα αναλυτικό ρεπορτάζ του Σέιμουρ Χερς, δημοσιευμένο τελευταία στο περιοδικό «New Yorker» (15.12.03). Θέμα του, η πρόσφατη απόφαση της κυβέρνησης Μπους για τη συγκρότηση μιας επίλεκτης ομάδας εκτελεστών με την επωνυμία «Δύναμη 121» και αποστολή «την εξουδετέρωση των εξεγερμένων μπααθικών, με τη σύλληψη ή τη δολοφονία τους».

Μοντέλο για την κατάστρωση του σχεδίου αποτέλεσαν η ισραηλινή στρατηγική των «εστιασμένων φόνων» στελεχών του παλαιστινιακού κινήματος και το πρόγραμμα «Φοίνιξ» που είχε θέσει σε εφαρμογή η CIA κατά την τελευταία φάση της αμερικανικής επέμβασης στο Βιετνάμ. Καθόλου τυχαία, αρχιτέκτονές του είναι ισραηλινοί αξιωματικοί ειδικευμένοι στην καταστολή της παλαιστινιακής «ανταρσίας».

«Προληπτικό ανθρωποκυνηγητό»

*Προϋπόθεση της επιχείρησης, που φέρει τον εύγλωττο τίτλο «Προληπτικό Ανθρωποκυνηγητό», αποτελεί ωστόσο η πληροφόρηση για την ευρύτερη οργανωτική δομή του αντιπάλου.

Οι κατοχικές αρχές, εξηγεί ο Χερς, «προσπαθούν να λύσουν αυτό το πρόβλημα αναπτύσσοντας μια νέα πηγή πληροφοριών. Σχεδιάζουν να συγκροτήσουν ομάδες, αποτελούμενες από ανώτερα στελέχη των παλιών ιρακινών υπηρεσιών πληροφοριών, τις οποίες θα εκπαιδεύσουν για να διεισδύσουν στο αντάρτικο». Στόχος τους θα είναι η καταγραφή του στελεχικού δυναμικού της αντίστασης, την εξολόθρευση του οποίου θα αναλάβει στη συνέχεια η «Δύναμη 121».

Μιλώντας στον παλαίμαχο δημοσιογράφο, κάποια στελέχη των αμερικανικών μυστικών υπηρεσιών δεν έκρυψαν τις πραγματικές διαστάσεις αυτής της στρατηγικής. «Πρέπει να αναστήσουμε τις ιρακινές μυστικές υπηρεσίες, πιάνοντας τη μύτη μας, κι ύστερα να στείλουμε τη Δύναμη Δέλτα και σκοπευτές της υπηρεσίας να σπάσουν πόρτες και να καθαρίσουν» εξήγησε χαρακτηριστικά ένας πρώην σταθμάρχης της CIA στο Ιράκ. Εξίσου σαφής ήταν ένας αμερικανός σύμβουλος του «προσωρινού συμβουλίου» που η Ουάσιγκτον έχει εγκαταστήσει στη Βαγδάτη: «Αυτό που πρέπει να κάνουμε είναι να τρομοκρατήσουμε τους Ιρακινούς τόσο, ώστε να υποταχθούν».

*Η πιο ενδιαφέρουσα πληροφορία του Χερς αφορά, ωστόσο, την ταυτότητα του βασικού συνεργάτη των ΗΠΑ σ' αυτό το έργο: «Σύμφωνα μ' έναν πρώην αξιωματούχο της CIA με εκτενή εμπειρία στη Μέση Ανατολή, ένας από τους παίκτες-κλειδιά στη νέα αμερικανοϊρακινή ομάδα πληροφοριών είναι ο Φαρούκ Χατζίζι, άνθρωπος του Σαντάμ που υπηρέτησε επί χρόνια ως διευθυντής επιχειρήσεων της Μουχαμπαράτ στο εξωτερικό και τελεί υπό κράτηση από τα τέλη Απριλίου. Ο άνθρωπος της CIA δήλωσε ότι τους τελευταίους μήνες ο Χατζίζι "έκλεισε συμφωνία" και οι αμερικανοί αξιωματούχοι "τον χρησιμοποιούν για να επανενεργοποιήσουν το παλιό ιρακινό δίκτυο πληροφοριών"».

Ανατρέχοντας στα δημοσιεύματα του πρόσφατου παρελθόντος, διαπιστώνουμε πως η σύλληψη του Χατζίζι είχε χαιρετιστεί σαν «η μεγαλύτερη -μέχρι στιγμής- επιτυχία» των αμερικανικών υπηρεσιών («The Guardian»26.4.03). Τα δε λαγωνικά της αμερικανικής αντιτρομοκρατικής δημοσιογραφίας του χρέωναν -μεταξύ άλλων- τον σχεδιασμό μιας απόπειρας δολοφονίας του πατέρα Μπους στο Κουβέιτ το 1993, προσωπικές επαφές με τον Μπιν Λάντεν το 1998 και μια «πιθανολογούμενη» συνάντηση με τον επικεφαλής των καμικάζι της 11ης Σεπτεμβρίου, Μοχάμεντ Ατα, τον Απρίλιο του 2001 στην Πράγα...

Η νέα Μουχαμπαράτ

Παρά τις αλλεπάλληλες διαρροές προς τα ΜΜΕ, μέχρι τα τέλη Νοεμβρίου η σταδιακή αποκατάσταση των ανθρώπων της Μουχαμπαράτ πραγματοποιούνταν στη σκιά. Ωσπου, λίγες μόνο μέρες πριν από τη σύλληψη του Σαντάμ, οι αρμόδιοι έκαναν πλέον λόγο όχι για επιλεκτικές στρατολογίες αλλά για την επίσημη, θεσμική ανασυγκρότηση της ιρακινής Ασφάλειας.

«Θα χρησιμοποιήσουμε τα ίδια τους τα σκυλιά για να τους κυνηγήσουμε» δήλωσε χαρακτηριστικά στην «Jerusalem Post» (5.12.03) ο Ναμπίλ αλ-Μουσάουι, αντιπρόεδρος και υπεύθυνος ασφαλείας του INC. «Η σκέψη ότι υποστηρίζω αυτή την ιδέα με ξαφνιάζει ακόμη κι εμένα τον ίδιο» πρόσθεσε, υπενθυμίζοντας ότι πέντε μέλη της οικογένειάς του είχαν σκοτωθεί στο παρελθόν από την υπηρεσία.

«Πρέπει, όμως, να είμαστε ρεαλιστές. Αν χρειάζεται να κλείσω μια βραχυπρόθεσμη συμφωνία με το διάβολο για το καλό του λαού μου, θα το κάνω».

Πρόκειται, άλλωστε, για μια υπόθεση που έχει ήδη τη δική της ιστορία: σύμφωνα με τον Μουσάουι, δεκάδες συλλήψεις «τρομοκρατών» κατά τους τελευταίους μήνες οφείλονται στην αξιοποίηση παλιών ασφαλιτών του Σαντάμ από το INC ή άλλα κυβερνητικά κόμματα, όπως η Εθνική Ιρακινή Συμφωνία (ΙΝΑ), το Ανώτατο Συμβούλιο για την Ισλαμική Επανάσταση στο Ιράκ (SICRI) ή το Κουρδικό Δημοκρατικό Κόμμα (KDP).

Την είδηση επιβεβαιώνει, στο ίδιο δημοσίευμα, και ο εκδότης της εφημερίδας της ΙΝΑ, Αλί Αμπντέλ Αμίρ. Αποκαλύπτει, μάλιστα, ότι αξιωματούχοι των αμερικανικών Ειδικών Δυνάμεων και της CIA συναντήθηκαν, στο πλαίσιο αυτής της συνεργασίας, με ηγετικά στελέχη της Μουχαμπαράτ.

«Θυμηθείτε», καταλήγει, «ότι κάποιος πολύ κακός ήταν αυτός που μας οδήγησε στους γιους του Σαντάμ κι ότι εισέπραξε 30 εκατομμύρια δολάρια γι' αυτό. Το όφελος ήταν όμως τέτοιο, που άξιζε τον κόπο».

Δυο μέρες πριν από τη σύλληψη του Σαντάμ, η «Washington Post» έφερε στο φως τις τελικές λεπτομέρειες σχετικά με την ανασύσταση της Μουχαμπαράτ. «Η νέα υπηρεσία», διαβάζουμε, «θα εκπαιδευθεί, χρηματοδοτηθεί και εξοπλιστεί κυρίως από τη CIA, με βοήθεια από την Ιορδανία. Αρχικά, επικεφαλής της θα είναι ο ιρακινός υπουργός Εσωτερικών, Νουρί Μπαντράν, στέλεχος της ΙΝΑ. Ο Μπαντράν κι ο ηγέτης της ΙΝΑ Αγιάντ Αλάουι περνούν το μεγαλύτερο μέρος τούτης της εβδομάδας στο αρχηγείο της CIA στο Λάνγκλεϊ, για την επεξεργασία των λεπτομερειών του νέου προγράμματος».

Η πιο ενδιαφέρουσα όμως λεπτομέρεια αφορά τη διαδικασία «επανένταξης» των παλιών πρακτόρων του Σαντάμ στην καινούρια υπηρεσία: «Η κυβέρνηση Χουσέιν κρατούσε σχολαστικά αρχεία του προσωπικού και των επιχειρήσεων των υπηρεσιών πληροφοριών της. Τόνοι, κυριολεκτικά, απ' αυτά τα ντοκουμέντα βρίσκονται τώρα στα χέρια των ΗΠΑ και χρησιμοποιούνται για την ανάκριση των νεοσυλλέκτων. Οι υποψήφιοι για την καινούρια υπηρεσία πρέπει να ορκιστούν νομιμοφροσύνη στους στόχους ενός ελεύθερου Ιράκ και ύστερα να παράσχουν μια πλήρη εξιστόρηση όλων αυτών με τα οποία είχαν αναμειχθεί στο παρελθόν -μια έντιμη εξωτερίκευση του τι έκαναν για την προηγούμενη κυβέρνηση και του τι έκαναν για τον Χουσέιν».

Και, μετά, θα ξαναπιάσουν δουλειά...


 

(Ελευθεροτυπία, 21/12/2003)

 

www.iospress.gr                                                                                    ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΣΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ