ΣΕΞΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΡΑΤΣΙΣΜΟΣ ΑΛΑ ΓΑΛΛΙΚΑ

 

Ο πόλεμος της μαντίλας



ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ

 

1. / 2.   



Η γαλλική δημοκρατία δεν κινδυνεύει πια από τα μαντιλοφορεμένα κορίτσια της. Μόνο που κάποιες φωνές επιμένουν πως πίσω από τα παχιά λόγια περί οικουμενικών αξιών και ισότητας των γυναικών κρύβεται ο ρατσισμός των "καθαρών" Γάλλων προς τους αραβικής καταγωγής συμπολίτες τους.

 

Η είδηση είναι γνωστή: ο «νόμος της μαντίλας» πέρασε με συντριπτική πλειοψηφία στη γαλλική Βουλή, αφού έγιναν δεκτές κάποιες «διορθωτικές» τροπολογίες των σοσιαλιστών. Μένει η έγκρισή του στις αρχές Μαρτίου από τη Γερουσία και η επαναφορά του στη Βουλή για την τελική επικύρωση. Τέλος καλό όλα καλά, λοιπόν. Οι «έγκυρες» πολιτικές δυνάμεις της χώρας εμφανίζονται περίπου ενωμένες στον αγώνα τους για την υπεράσπιση του πλέον αμιγώς κοσμικού κράτους της Ευρώπης και ο κίνδυνος που, απ' ό,τι αντιληφθήκαμε, αντιπροσωπεύουν για τη Γαλλία κάποια μαντιλοφορεμένα κοριτσίστικα κεφάλια μοιάζει να απομακρύνεται.

Ηταν η τρίτη φορά μέσα στα τελευταία δεκαπέντε χρόνια που η γαλλική κοινωνία έμελλε να βρεθεί αντιμέτωπη με την ίδια ιταμή πρόκληση. Τις προηγούμενες (1989, 1994), το ζήτημα «διευθετήθηκε» με λύσεις μάλλον προσωρινές, με αποφάσεις δηλαδή του Συμβουλίου της Επικρατείας και υπουργικές εγκυκλίους που άφηναν στους εκπαιδευτικούς αρκετά περιθώρια χειρισμού κάθε ξεχωριστής περίπτωσης. Είχαν και τότε ακουστεί κραυγές διαμαρτυρίας για την «ανοχή» που επιδεικνύει το γαλλικό κράτος απέναντι σε συμπεριφορές που υπονομεύουν τον πολύτιμο κοσμικό χαρακτήρα του και πολλοί υπήρξαν εκείνοι οι οποίοι ζήτησαν ευθαρσώς την απομάκρυνση των κοριτσιών με τη μαντίλα από το δημόσιο σχολείο. Στο κλίμα μιας αντιπαράθεσης που δύσκολα ανεχόταν τις αποχρώσεις πνίγηκαν τότε οι λίγες φωνές που υποστήριξαν πως μοναδική διέξοδος είναι ένας διττός αγώνας ικανός να συνδυάζει την υπονόμευση της μαντίλας με την παραμονή των "απείθαρχων" κοριτσιών στο σχολείο.

Δύο στρατόπεδα

Βοηθούσης και της διεθνούς συγκυρίας, η τρίτη κατά σειρά διαμάχη για τη μαντίλα ήταν αναμενόμενο να αποδειχθεί και η σοβαρότερη. Μέσα σε λίγους μόλις μήνες, οι γαλλικές πολιτικές δυνάμεις χωρίστηκαν στα δύο, οδηγούμενες σε παράδοξες συμπλεύσεις: από τη μια (υπέρ του νόμου) η δεξιά πλειοψηφία, το σοσιαλιστικό κόμμα, μέρος της κομμουνιστικής αριστεράς, οι περισσότερες φεμινιστικές συλλογικότητες, μεγάλος αριθμός διευθυντών σχολείων, η πλειονότητα των μέσων ενημέρωσης. Από την άλλη, κατά του νόμου τάχθηκαν οι Πράσινοι, οι περισσότεροι κομμουνιστές και η ηγεσία του ΚΚΓ, η Κομμουνιστική Επαναστατική Λίγκα, ορισμένες φεμινίστριες, συνδικάτα εκπαιδευτικών, μουσουλμανικές οργανώσεις, χριστιανικές εκκλησίες, ο Λεπέν και ο υπουργός Εσωτερικών Σαρκοζί.

Είναι προφανές ότι διαφορετικοί λόγοι οδήγησαν κάθε ξεχωριστή συνιστώσα στην επιλογή στρατοπέδου. Αν για παράδειγμα στη θεσμοθέτηση της συγκεκριμένης απαγόρευσης πολλές φεμινίστριες θέλησαν να δουν μια σθεναρή κρατική υπεράσπιση των δικαιωμάτων των γυναικών, αρκετοί πολιτικοί που υποστήριξαν την ψήφιση του νόμου μάταια επιχείρησαν να αποκρύψουν τις ισλαμοφοβικές τους ανησυχίες.

Χάος, πάντως, χωρίζει και τις προσεγγίσεις όσων αντιτάχθηκαν στο νόμο: αριστεροί πολιτικοί και συνδικαλιστές εκπαιδευτικοί υπογράμμισαν τον κίνδυνο περαιτέρω στιγματισμού της μουσουλμανικής κοινότητας, ενώ ορισμένες φεμινίστριες εξέφρασαν το φόβο ότι η απαγόρευση θα οδηγήσει σε ακόμη μεγαλύτερη απομόνωση τα εμπλεκόμενα κορίτσια. Από την πλευρά τους, οι ακροδεξιοί ενοχλήθηκαν εξαρχής με την ιδέα ότι η απαγόρευση ενδέχεται να συμπαρασύρει και τα χριστιανικά σύμβολα. Εκτός αυτού, η παρουσία των κοριτσιών με τη μαντίλα στο σχολείο θα εξυπηρετούσε τους ρατσιστικούς τους στόχους, ενισχύοντας, υποτίθεται, τα αντιμουσουλμανικά ανακλαστικά των «λευκών » γάλλων γονιών. Οσο για τον υπερσυντηρητικό υπουργό Εσωτερικών, αυτός προτίμησε να μη συγκρουστεί με τη μουσουλμανική κοινότητα, την ανοχή της οποίας χρειάζεται για την εφαρμογή του δόγματος της μηδενικής ανοχής στη Γαλλία.

Φονταμενταλιστική πρόκληση...

Η διαίρεση των πολιτικών δυνάμεων της χώρας αλλά και της κοινωνίας των πολιτών σε δύο αντιμαχόμενα στρατόπεδα αποτελεί ωστόσο τη μισή αλήθεια. Γιατί στην πραγματικότητα οι φωνές υποστήριξης του νόμου υπήρξαν πολυπληθέστερες, αλλά και προβλήθηκαν από τα μέσα ενημέρωσης περισσότερο από εκείνες που τάχθηκαν κατά της νομοθετικής απαγόρευσης της μαντίλας. Η σχετική δημόσια συζήτηση καθορίστηκε έτσι εν πολλοίς από την προβολή των θέσεων όσων εμφανίστηκαν ως αδιάλλακτοι θιασώτες του γαλλικού κοσμικού κράτους, ενός κράτους που περηφανεύεται ότι έλυσε μια και καλή τους λογαριασμούς του με την εκκλησία από το 1905, αποτελώντας (και) στο σημείο αυτό οικουμενικό πρότυπο. Στο λόγο των υπερασπιστών του κοσμικού κράτους, η Γαλλία παρουσιάστηκε ταυτόχρονα να διεκδικεί με τη ίδια ακριβώς αδιαλλαξία και την ισότητα των φύλων, προθυμοποιούμενη να αποβάλει από τους κόλπους της κάθε μισογυνική πρακτική.

Χαρακτηριστικός είναι από την άποψη αυτή ο απόηχος της παθιασμένης διαμάχης για τη μαντίλα που έφτασε στην Ελλάδα: στην πλειονότητα των δημοσιευμάτων οι Γάλλοι εμφανίζονται να υπεραμύνονται των ιερών και οσίων της εκκοσμίκευσης, ενώ τα μαντιλοφορεμένα κορίτσια παρουσιάζονται συλλήβδην ως ανθρώπινος πολιορκητικός κριός επιλεγμένος από το πολιτικό ισλάμ για τη σταδιακή πολιτισμική άλωση της Δύσης.

«Η είσοδος στο σχολείο είναι μια πρόκληση των φονταμενταλιστών προς το κοσμικό κράτος», δήλωνε χαρακτηριστικά η πρώην υπουργός Ισότητας Ιβέτ Ρουντί. «Αυτό που επιδιώκεται -με τη συναίνεση των κοριτσιών ή χωρίς αυτήν- είναι ο διαχωρισμός των φύλων. Το επόμενο βήμα είναι η αποσταθεροποίηση της Δημοκρατίας μέσα από την αμφισβήτηση των αρχών και των νόμων της. Οφείλουμε να δώσουμε αμέσως ένα τέλος σ' αυτές τις προκλήσεις». Το ίδιο αυταρχικό ύφος και την ίδια ακριβώς βεβαιότητα ότι η μαντίλα αποτελεί το πρώτο σκαλί στην αμφισβήτηση οικουμενικών δυτικών αξιών θα συναντήσουμε σε όλο σχεδόν το φάσμα των λόγων που διατυπώθηκαν τους τελευταίους μήνες από άνδρες και γυναίκες που ανέλαβαν τη στήριξη του νέου νόμου.

Μοναδική εξαίρεση αποτελεί κατά τη γνώμη μας η θέση γυναικών, φεμινιστριών και μη, που προέρχονται από αραβικές και μουσουλμανικές χώρες και έχουν στο παρελθόν υποχρεωθεί να φορέσουν τη μαντίλα, συχνά μάλιστα έχουν αγωνιστεί εναντίον της. Οπως είναι λογικό, οι γυναίκες αυτές περιμένουν από το γαλλικό κράτος, και κυρίως από τις γαλλίδες φεμινίστριες, να μη δείξουν την παραμικρή ανοχή στο ζήτημα της μαντίλας. Κάθε άλλη στάση συνιστά γι' αυτές προδοσία την οποία βιώνουν ιδιαίτερα τραυματικά ως εγκατάλειψή τους και εγκατάλειψη των ομοφύλων τους που σε διάφορα μέρη της γης υποφέρουν κάτω από την ισλαμική μπούρκα. Στο δικό τους πάντως λόγο, η καταδίκη της μαντίλας δεν σχετίζεται με την υπεράσπιση της έννοιας του κοσμικού κράτους, αλλά με έννοιες όπως ανθρώπινα δικαιώματα και δικαιώματα των ανήλικων παιδιών.

Ενδεικτική είναι από την άποψη αυτή η θέση της εγκατεστημένης στη Γαλλία ιρανής ανθρωπολόγου Σαχντόρφ Τζαβάν: όχι μόνο πρέπει να απαγορευτεί διά νόμου η μαντίλα, αλλά και να προβλεφθούν ποινικές κυρώσεις για τους γονείς ή άλλους ενηλίκους που ωθούν τα κορίτσια να τη φορέσουν, καθώς το ρούχο αυτό συνεπάγεται άρνηση του εαυτού και αποτελεί σύμβολο σεξουαλικής και πολιτικής υποδούλωσης των γυναικών. Εναντίον της μαντίλας έχουν επίσης ταχθεί οι γυναίκες μουσουλμανικής καταγωγής των παρισινών προαστίων που έχουν ενταχθεί στο δραστήριο κίνημα «Ούτε πουτάνες ούτε υποταγμένες». Στενά συνδεδεμένο με την οργάνωση SOS-Ρατσισμός, η οποία με τη σειρά της διατηρεί προνομιακές σχέσεις με το Σοσιαλιστικό Κόμμα, το κίνημα «Ούτε πουτάνες ούτε υποταγμένες» επέλεξε εξαρχής την υπεράσπιση του νόμου προσφέροντας το τέλειο επιχείρημα στους εισηγητές του. Με τον τρόπο όμως αυτό χάθηκε η ευκαιρία να έρθουν σε κάποια επικοινωνία με τις μαντιλοφορεμένες κοπέλες της γειτονιάς τους με τις οποίες θα είχε προφανώς νόημα να ανταλλάξουν απόψεις και εμπειρίες.

...ή απάντηση στο ρατσισμό;

Από την πλευρά τους, οι πολέμιοι του νόμου εμφανίζονται επιφυλακτικοί απέναντι στη θεσμοθέτηση μιας απαγόρευσης, η οποία κατά τη γνώμη τους ενδέχεται να δημιουργήσει πολύ σοβαρότερα προβλήματα από εκείνα που έρχεται, υποτίθεται, να θεραπεύσει. Για πολλούς και πολλές ανάμεσά τους είναι λάθος να ταυτίζει κανείς τη μαντίλα που φορούν στη Γαλλία μερικές εκατοντάδες κορίτσια, συχνά παρά τη θέληση των γονιών τους, με την αφγανική για παράδειγμα μπούρκα, την οποία επιβάλλουν οι άνδρες με τη βία στις γυναίκες. Σύμφωνα με την προσέγγιση αυτή, η ισλαμική καλύπτρα στο Ιράν, την Αλγερία ή το Αφγανιστάν είναι σημάδι υποταγής των γυναικών στην ανδρική κυριαρχία, η αμφισβήτηση της οποίας τιμωρείται με θάνατο. Στη Γαλλία, πολλά κορίτσια φορούν τη μαντίλα θέλοντας να προκαλέσουν την κοινωνία των «λευκών», πιστεύοντας με άλλα λόγια ότι με τη συγκεκριμένη επιλογή τους ανατρέπουν εκ βάθρων το στερεότυπο της σύγχρονης δυτικής γυναίκας. Το ερώτημα, επομένως, που τίθεται είναι γιατί επενδύουν τη μαντίλα τους με αντικομφορμιστικό περιεχόμενο.

Ενα δεύτερο ζήτημα σχετίζεται με τη νοηματοδότηση της μαντίλας στη σύγχρονη γαλλική πραγματικότητα. Γιατί ένα κομμάτι πανί που καλύπτει τα μαλλιά, τα αφτιά και το λαιμό θεωρείται προνομιακό σύμβολο της καταπίεσης των γυναικών και παραβλέπονται ως εντελώς ανώδυνες οι υπόλοιπες εξαιρετικά σκληρές «κανονιστικές» επιταγές και διαδικασίες στις οποίες υποβάλλεται καθημερινά το «δυτικό» γυναικείο σώμα (διαφήμιση, αισθητική χειρουργική κ.ο.κ.); Και, σε τελική ανάλυση, γιατί το καλυμμένο κεφάλι της Μητέρας Τερέζας, για παράδειγμα, δεν προκαλεί την ίδια αποστροφή με τις μαντιλοφορεμένες κοπέλες των παρισινών προαστίων; Ούτως ή άλλως και οι δύο εικόνες παραπέμπουν στην ίδια παράδοση, σύμφωνα με την οποία η γυναίκα είναι ακάθαρτη και οφείλει να καλύψει τα μαλλιά της. Μέχρι πριν από λίγα χρόνια, θυμίζει σε πρόσφατο κείμενό της η Κριστίν Ντελφί (βλ. και διπλανή στήλη), οι γυναίκες στη Γαλλία δεν μπορούσαν να μπαίνουν ακάλυπτες στις καθολικές εκκλησίες.

Αγνοώντας την κοινή γενεαλογία του καλυμμένου γυναικείου κεφαλιού, οι οπαδοί της απαγόρευσης προτιμούν να αντιμετωπίζουν τη μαντίλα ως ένα βήμα για την καθιέρωση στην καρδιά της Δύσης ακόμη απεχθέστερων ισλαμικών πρακτικών, και κυρίως της κλειτοριδεκτομής. Στη λογική αυτή, τα κορίτσια με τη μαντίλα θεωρούνται όργανα σκοτεινών δυνάμεων, ανίκανα να αντιληφθούν το ρόλο που τους επιφυλάσσουν οι φονταμενταλιστικές οικογένειές τους. Βέβαια η Αλμα και η Λίλα Λεβί, τα δύο κορίτσια που αποβλήθηκαν από το λύκειο το περασμένο φθινόπωρο, αποτελούν ζωντανή απόδειξη ότι τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά: με πατέρα εβραϊκής και μητέρα αραβικής καταγωγής, άθεους και τους δύο, τα κορίτσια αποφάσισαν μέσα από δικές τους διαδρομές να φορέσουν τη μαντίλα. Η στήριξη που τους παρείχε ο Λοράν Λεβί, δικηγόρος της οργάνωσης Κίνημα κατά του ρατσισμού και υπέρ της φιλίας μεταξύ των λαών (Mrap), στάθηκε η αναμενόμενη αντίδραση ενός πατέρα που είδε ξαφνικά τα παιδιά του να απομακρύνονται από τα σχολικά θρανία παρά τις εξαιρετικές επιδόσεις τους.

Στο σημείο αυτό μοιάζει ασφαλώς αδιανόητο το γεγονός ότι ουδείς (και κυρίως η Επιτροπή Σταζί) έκρινε σκόπιμο να ρωτήσει τα ίδια τα κορίτσια γιατί φορούν τη μαντίλα. Διόλου τυχαία, κανείς δεν ασχολήθηκε και με τη γνώμη των υπόλοιπων μαθητών, οι οποίοι, σύμφωνα με τις έρευνες κάποιων φιλότιμων εκπαιδευτικών, μοιάζουν πολύ ψύχραιμοι απέναντι στο «οικτρό θέαμα» των κοριτσιών με τη μαντίλα.

Οπως και να έχει, η μαντίλα αποτελεί πράγματι ένα σύμβολο. Μόνο που για τους πολέμιους της απαγόρευσης συμβολίζει κατά κύριο λόγο την αναποτελεσματικότητα του (κοσμικού) γαλλικού κράτους να ξεπεράσει το αποικιοκρατικό του παρελθόν και τα σύγχρονα ρατσιστικά του σύνδρομα και να προτείνει πολιτικές ικανές να οδηγήσουν στην κοινωνική ένταξη των γάλλων πολιτών που κατάγονται από τις χώρες της Βόρειας Αφρικής.
 

(Ελευθεροτυπία, 22/2/2004)

 

www.iospress.gr                                                                                    ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΣΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ