ΔΙΚΟΜΜΑΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΣΕΞΙΣΜΟΣ
Γαλάζια και ροζ έδρανα
ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ
1. / 2.
Η θριαμβολογία για τις προόδους των γυναικών περιττεύει: οι γυναίκες στη Βουλή παραμένουν ελάχιστες και στην κυβέρνηση μόλις και μετά βίας χώρεσαν δύο υπουργοί θηλυκού γένους. Καιρός να το πάρουμε απόφαση. Ο δικομματισμός βλάπτει σοβαρά (και) τις γυναίκες.
Απολύτως αδικαιολόγητοι είναι, κατά τη γνώμη μας, οι πάνδημοι πανηγυρισμοί για την επίδοση των γυναικών υποψηφίων στις εκλογές της 7ης Μαρτίου. Οχι μόνο γιατί τα ποσοστά των βουλευτών γένους θηλυκού παραμένουν εξαιρετικά χαμηλά, αλλά και γιατί στις εκλογές επικυρώθηκαν με τον πλέον σαφή τρόπο οι όροι βάσει των οποίων θα γίνεται στο εξής αποδεκτή -ή, τουλάχιστον, θα κρίνεται επιθυμητή- η είσοδος των γυναικών στην πολιτική.
Και οι όροι αυτοί, κακά τα ψέματα, δεν είναι οι ευμενέστεροι δυνατοί για τις γυναίκες που διεκδικούν μια θέση σε μια διαδικασία η οποία, παρά τις περί του αντιθέτου διαβεβαιώσεις των κομματικών επιτελείων, παραμένει βαθύτατα ανδροκρατική.
Από την άποψη αυτή, οι εκλογές του 2004 αποτελούν τομή στην εγχώρια ιστορία της πολυκύμαντης σχέσης των γυναικών με την πολιτική: κατ' αρχάς απέδειξαν ότι οι περί ισότητας λόγοι των κομμάτων συνδυάζονται πλέον αρμονικά με τις ακραία πατερναλιστικές στάσεις των αρχηγών τους. Εκτός αυτού, καθώς η διεκδίκηση της ισότητας των φύλων συνεχίζει να περνά μέσα από την κατάφαση των υποτιθέμενων διαφορών τους, οι γυναίκες κλήθηκαν κι αυτή τη φορά να συμμετάσχουν στα κοινά προκειμένου να αναπτύξουν τις «φυσικές» ιδιότητες του φύλου τους, διευρύνοντας κατά κάποιον τρόπο τις «οικογενειακές» τους αρμοδιότητες.
Υποδεέστερος ο ρόλος
Ο «ιδιαίτερος», επομένως υποδεέστερος, ρόλος των γυναικών στην πολιτική έγινε αυτή τη φορά σαφέστερος χάρη στη συζήτηση που συνόδευσε τον τελευταίο καιρό την προβολή -και άνετη εκλογή- των «νέων και ωραίων» που στάλθηκαν στη Βουλή «για να την ομορφύνουν». Θα ήταν λάθος να θεωρήσουμε ότι ξεμπερδεύουμε με το ζήτημα αν το αντιμετωπίσουμε σαν μια ακόμη κατασκευή των μέσων ενημέρωσης που ήρθε να σιγοντάρει την επιθυμία των ψηφοφόρων για ανανέωση του πολιτικού σκηνικού. Γιατί στην κατασκευή αυτή συμμετείχαν τόσο οι ηγεσίες των δύο μεγάλων κομμάτων όσο και το εκλογικό σώμα που επικρότησε ενθουσιωδώς τη ρηξικέλευθη επιλογή.
Μονοπωλώντας το ενδιαφέρον, οι κυρίες Καϊλή, Ράπτη, Γκερέκου και Κουντουρά ενίσχυσαν, χωρίς ίσως να το γνωρίζουν, κάποιες νέες, συμπληρωματικές, προϋποθέσεις για την αποδοχή των γυναικών στον πολιτικό στίβο. Οι ίδιες ενδέχεται να αποδειχθούν εξαίρετες πολιτικοί. Ουδεμία σημασία, καθώς οι λόγοι που τις οδήγησαν στα βουλευτικά έδρανα δεν έχουν μεγάλη σχέση με τις αναμονές που δημιούργησαν οι προεκλογικές τους επιδόσεις. Εκείνο που έχει σημασία είναι ότι η υποψηφιότητά τους, λειτουργώντας εκτός των άλλων και ως πρότυπο για τις συνυποψήφιές τους, ήρθε να εδραιώσει μια τάση που ήταν ορατή από καιρό: κόμματα και ψηφοφόροι επιβραβεύουν τις πολιτικούς που τους δίνουν τα εχέγγυα ότι δεν θυσιάζουν στην πολιτική τη «θηλυκότητά» τους, εκείνες δηλαδή που τους πείθουν ότι και μετά την εκλογή τους θα παραμείνουν «γυναίκες». Στο κλίμα αυτό, η αύξηση του αριθμού των γυναικών στη Βουλή δεν είναι σε θέση να υπονομεύσει αυτομάτως την ιεραρχική ταξινόμηση των βουλευτών σε εκπροσώπους του έθνους πρώτης και δεύτερης κατηγορίας, με άλλα λόγια σε άνδρες και γυναίκες.
Προφανώς, στα «λαμπερά» πρόσωπα της νέας Βουλής συγκαταλέγονται και άνδρες «σταρ». Και πάλι οι κατά φύλο διαφορές είναι εξαιρετικά εύγλωττες: άλλο το πρότυπο που προτείνουν οι λεγόμενες «ωραίες του Βορρά» κι άλλο εκείνο που εισάγει ένας ηθοποιός γνωστός από το ρόλο του σκληρού μπάτσου.
Η σύνθεση της νέας κυβέρνησης, όπως εξάλλου και των προηγούμενων, συνιστά την καλύτερη απόδειξη για τους φραγμούς που ορθώνονται μπροστά σε όσες πολιτικούς διεκδικήσουν μια θέση εκεί που πραγματικά χτυπά η καρδιά της εξουσίας: μία υπουργός και μία αναπληρώτρια υπουργός όλες κι όλες, άντε και η κυρία Ψαρούδα με την κλασική πρωτιά-άλλοθι που θολώνει το τοπίο, δίνοντας λαβή σε θριαμβολογίες για την άλωση ενός ακόμη ανδρικού κάστρου. Οπως και να έχει, ο απολογισμός δεν αντιστοιχεί ούτε κατά προσέγγιση στην προεκλογική πλειοδοσία των δύο μεγάλων κομμάτων σχετικά με τη μετεκλογική μεταχείριση των γυναικών τους.
Δυνατές σχέσεις
Εκλογές αλλαγής του σκηνικού οι εκλογές του 2004, για τις γυναίκες ενδέχεται να σηματοδοτούν και το τέλος της δικής τους μεταπολίτευσης, την ολοκλήρωση δηλαδή της μακρόσυρτης διαδικασίας που από το 1974 έως σήμερα διαμόρφωσε τους όρους και τα όρια της ένταξής τους στην πολιτική.
Στη διαδρομή αυτή, τον κύριο λόγο είχαν οι πολιτικές του ΠΑΣΟΚ για τις γυναίκες, ο κρατικός δηλαδή φεμινισμός που το κόμμα αυτό υιοθέτησε εξαρχής για να τον συναρθρώσει στη συνέχεια με τις αντίστοιχες ευρωπαϊκές πρακτικές και να τον προτείνει ως μονόδρομο για τη θεσμική κατοχύρωση των ανθρώπινων δικαιωμάτων των γυναικών, τη συμμετοχή τους στα κέντρα λήψης των αποφάσεων, την ισότιμη θέση τους στην οικογένεια και την εργασία κ.ο.κ. Στην πορεία φάνηκε γρήγορα ότι ανώτερο στάδιο του κρατικού φεμινισμού αποτελεί η πρωθυπουργική βούληση ως η μόνη ενδεδειγμένη να κρίνει πότε και πώς θα εκχωρήσει στις γυναίκες την ισοτιμία τους.
Με την έννοια αυτή, στις εκλογές του 1985 μπορούμε ήδη να ανιχνεύσουμε τον πυρήνα των κυρίαρχων σήμερα αντιλήψεων για το ποια πρέπει να είναι η σχέση των γυναικών με την πολιτική, αλλά και πώς πρέπει να αντιμετωπίζουν οι πολιτικοί αρχηγοί τις γυναίκες (τους). Ηταν τότε που ο Ανδρέας Παπανδρέου διέβλεψε τη χρησιμότητα της άμεσης επαφής του «αρχηγού» με τις «γυναίκες», ενός επικοινωνιακού τρικ που τόση πέραση είχε στις φετινές εκλογές. Σε ένα στάδιο πλημμυρισμένο από χιλιάδες οπαδούς του, ο Ανδρέας Παπανδρέου μίλησε στις γυναίκες για την απελευθέρωσή τους (η λέξη ήταν ακόμη της μόδας) και τις άκουσε να ανταποκρίνονται παραληρώντας στο κάλεσμά του: «Ακόμα και τον άνδρα μου αν χρειαστεί θα τον χωρίσω, μα δεξιά ποτέ δεν θα ψηφίσω». Την επομένη της αξέχαστης εκείνης βραδιάς ο φιλοκυβερνητικός τύπος μετρούσε εβδομήντα τουλάχιστον λιποθυμίες...
Μπορεί όλα αυτά να μοιάζουν σήμερα μακρινά, ωστόσο μας παραπέμπουν σε κάποιους βασικούς σταθμούς της πορείας που καταλήγει στο φετινό φιάσκο. Κι επειδή μιλάμε για εκλογές, ας θυμηθούμε και τις εκλογές του '89, τότε που ο απόλυτος αποκλεισμός των γυναικών από τη λεγόμενη οικουμενική κυβέρνηση αποκάλυψε με τον πιο σαφή τρόπο τη διγλωσσία των κομμάτων και την υποκρισία των αρχηγών τους που κρύβονταν ο ένας πίσω από τον άλλο προκειμένου να αποσείσουν την ευθύνη για μια επιλογή την οποία εκ των υστέρων κατήγγειλαν οι ίδιοι ως ατόπημα. Παρά την αυτοκριτική των πατριαρχών όλου του πολιτικού φάσματος, οι επόμενες εκλογές και οι κυβερνήσεις που προέκυψαν από αυτές δεν έμελλε να αποδειχθούν ιδιαίτερα φιλικές προς τις γυναίκες. Τα γελοία ποσοστά γυναικών βουλευτών και μελών της κυβέρνησης παρέμεναν τα χαμηλότερα της Ευρώπης.
«Θέλω να το κάνω!»
Με δεδομένη αυτή την κατάσταση, η εισαγωγή των ποσοστώσεων ενόψει των δημοτικών και νομαρχιακών εκλογών του 2002 (γυναίκες όχι λιγότερες από το 1/3 του συνόλου των υποψηφίων κάθε συνδυασμού) χαιρετίστηκε από πολλές πλευρές ως απαραίτητο μέτρο για τη βελτίωση της οικτρής όσο και στάσιμης εικόνας. Το μέτρο συνάντησε πολλές αντιστάσεις, αλλά εκείνο που ενδιαφέρει εδώ είναι ότι υπονομεύτηκε από τους ίδιους τους εισηγητές του: η διαφημιστική καμπάνια που ενέκριναν απηχούσε όλες τις προκαταλήψεις για τη συμμετοχή των γυναικών στα κοινά («Θα ενδώσουμε όλες στον Δήμο», «Τον Δήμο θα τον κρατάω σε φόρμα», «Εγώ με τον Δήμο; Ε, λοιπόν, ναι! Μια δυνατή σχέση αρχίζει τον Οκτώβρη. Ζήστε την!»).
Κάπως έτσι φτάσαμε στις φετινές εκλογές. Οι γυναίκες, για την ακρίβεια η ψήφος τους, βρέθηκαν και πάλι στο στόχαστρο των δύο κομμάτων που διεκδικούσαν την εξουσία. Και τη φορά αυτή, ΠΑΣΟΚ και Ν.Δ. τα έδωσαν όλα, με πρώτους και καλύτερους τους δύο διεκδικητές της πρωθυπουργίας.
Το βράδυ της συνάντησής του με τις γυναίκες στην Καλλιθέα, στις 21 Ιανουαρίου, ο Γιώργος Παπανδρέου σημειώνει στο ημερολόγιο της ιστοσελίδας του τις εντυπώσεις του από την εκδήλωση: «50% γυναίκες στην κυβέρνηση. Θέλω να το κάνω». Ενα μήνα αργότερα, στην ομιλία του στις γυναίκες στο Γαλάτσι (24 Φεβρουαρίου), «μαζεύει» κάπως τον ενθουσιασμό του: «Στη νέα κυβέρνησή μας θα υπάρχει αυξημένη παρουσία γυναικών» υπόσχεται στις ακροάτριές του.
Μιλώντας σε συγκέντρωση γυναικών στην Αίγλη του Ζαππείου (25 Φεβρουαρίου), ο Κώστας Καραμανλής δεν αποφεύγει κι αυτός να κολακεύσει τις συνομιλήτριές του: «Να σας το πω πολύ απλά, για να μην ηχήσει αυτό ως φιλοφρόνηση: νομίζω ότι θα ήμασταν καλύτερη κοινωνία, αν σε πολλές θέσεις, αυτό που λέμε "υψηλές θέσεις", η γυναικεία παρουσία ήταν πολύ πιο έντονη». Η συμβίωση με τη σύζυγό του, σπεύδει ακόμη να ομολογήσει, του αποκάλυψε πόσο «πολυσύνθετος» είναι ο ρόλος μιας γυναίκας που επιδιώκει να συνδυάσει τις οικογενειακές με τις επαγγελματικές της υποχρεώσεις.
Δεν παραβλέπουμε τις διαφορές στο λόγο που απευθύνουν οι δύο αρχηγοί στις γυναίκες: το ΠΑΣΟΚ θεώρησε ανέκαθεν δική του υπόθεση την ισότητα και ιστορικά οικειοποιείται ευκολότερα το διεκδικητικό λόγο των γυναικείων κινημάτων. Η Ν.Δ., πάλι, παλεύει ακόμη να ισορροπήσει ανάμεσα στις αρχαϊκές αντιλήψεις μελών και οπαδών της για τη θέση των γυναικών στην οικογένεια και στη θεσμική ισότητα που επιβάλλουν οι καιροί και η αναγκαστική εναρμόνιση με τα ευρωπαϊκά δεδομένα.
Με πατερναλιστικό ύφος
Ετσι, στο λόγο των στελεχών της δεν θα συναντήσουμε εύκολα νύξεις για θέματα που «θίγουν» την αγία ελληνική οικογένεια (ενδοοικογενειακή βία, σεξουαλική βία, καταναγκαστική πορνεία), κάτι που διακινδυνεύουν με σχετική άνεση οι συνάδελφοί τους του ΠΑΣΟΚ. Για να διευκρινίσουν, βεβαίως, ότι το κόμμα τους έχει ήδη δρομολογήσει τις λύσεις και αυτών των προβλημάτων.
Εκεί ωστόσο που τα δύο κόμματα -και οι αρχηγοί τους- συγκλίνουν είναι στο πατερναλιστικό ύφος με το οποίο συνεχίζουν να αντιμετωπίζουν τις γυναίκες, ακόμη και όσες έχουν πια να επιδείξουν κομματικό ή κυβερνητικό έργο αντίστοιχο με εκείνο των ανδρών συναδέλφων τους. Και πάλι η συνάντηση των αρχηγών με τις γυναίκες δίνει ένα καλό δείγμα της ανδρικής υπεροψίας που κρύβει το «ανθρώπινο» προσωπείο το οποίο συνήθισαν οι αρχηγοί να επιδεικνύουν κάθε φορά που θα βρεθούν ενώπιον ενός ακροατηρίου με «ειδικές ανάγκες». «Αυξήσαμε πολύ τον αριθμό των γυναικών που έχουμε στους συνδυασμούς της Ν.Δ. Αισθάνομαι πολύ υπερήφανος γιατί κάναμε σχεδόν μια επανάσταση» ισχυρίστηκε ο Κώστας Καραμανλής στο Ζάππειο. Και για να πείσει διά του λόγου του το αληθές, παινεύτηκε για τις δύο «απλές», «μέσες» γυναίκες (η μία, για να μην ξεχνιόμαστε, πολύτεκνη) που διάλεξε για το ψηφοδέλτιο της επικρατείας. «Χρειαζόμαστε τη γυναικεία απελευθέρωση» διατράνωσε από την πλευρά του ο Γιώργος Παπανδρέου στο Γαλάτσι. Και καμάρωσε: «Στολίζουμε το ψηφοδέλτιο επικρατείας μας τοποθετώντας στις πρώτες θέσεις γυναίκες. Την Αννα Διαμαντοπούλου και τη Μαρία Δαμανάκη». Ποιος τη χάρη τους...
(Ελευθεροτυπία, 28/3/2004)
www.iospress.gr ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΣΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ |