Η ΔΙΚΗ ΒΑΪΝΡΙΧ ΣΤΟΝ ΑΕΡΑ

 

Χάσαμε τον Κάρλος, στοπ!



ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ

 

1. / 2.   



Συχνά πυκνά θυμούνται τον Βάινριχ και τη δίκη του που ολοκληρώνεται στο Βερολίνο οι παράγοντες του δικαστηρίου στον Κορυδαλλό. Μόνο που καθώς φαίνεται γνωρίζουν ελάχιστα για την πραγματικότητα αυτής της δίκης. Αυτή λοιπόν την Κυριακή αναλαμβάνουμε το ρόλο της "δικαστικής συνδρομής" μεταξύ Ελλάδας και Γερμανίας.

 

Μια από τις πιο διαφημισμένες δίκες όλων των εποχών κατά της τρομοκρατίας κινδυνεύει μετά από ενάμιση χρόνο να καταλήξει σε φάρσα. Ο Γιοχάνες Βάινριχ, οποίος θεωρείται «υπαρχηγός» του Ιλιτς Ραμίρες Σάντσες, του γνωστού Κάρλος δικάζεται από τις 2 Μαρτίου 2003 στο 35ο ορκωτό δικαστήριο του Βερολίνου για τρομοκρατικές ενέργειες της «Οργάνωσης Διεθνών Επαναστατών» (δηλαδή της οργάνωσης του Κάρλος) κατά τις δεκαετίες του '70 και του '80.

Πριν από λίγες μέρες, την Τετάρτη 7 Ιουλίου, όλοι περίμεναν την εκφώνηση της απόφασης του δικαστηρίου. Η ακροαματική διαδικασία είχε τελειώσει, οι εισαγγελείς και οι συνήγοροι πολιτικής αγωγής και υπεράσπισης είχαν ολοκληρώσει τις αγορεύσεις τους στην τελευταία συνεδρίαση, την 80ή κατά σειρά, στις 2 Ιουλίου. Ο πρόεδρος του δικαστηρίου ανάγγειλε την πρόθεσή του να εκδώσει την απόφαση. Και ξαφνικά, αιφνιδιάζοντας τους πάντες, το δικαστήριο αναβάλλει για τα μέσα Αυγούστου, κάνοντας δεκτό το αίτημα της πολιτικής αγωγής για κλήση ως μάρτυρα του ίδιου του Κάρλος!

Η υπόθεση έχει και ιδιαίτερο ελληνικό ενδιαφέρον, για λόγους που αναλύουμε σε διπλανή στήλη. Μάλιστα οι γνωστοί τρομοκρατολόγοι συγγραφείς-δημοσιογράφοι της ημεδαπής είχαν ανακοινώσει την πρόθεσή τους να την παρακολουθήσουν και να μεταφέρουν τις συνταρακτικές αποκαλύψεις τους στο ελληνικό κοινό. Τίποτα απ’ αυτά δεν έγινε. Η δίκη δεν πέρασε ούτε στα ψιλά του ελληνικού Τύπου. Αλλά και στη Γερμανία, μετά την πρώτη εβδομάδα, η δίκη εξαφανίστηκε από τον Τύπο. Αλλιώς τα είχαν σχεδιάσει οι οργανωτές της.

Η πρώτη απογοήτευση ήρθε νωρίς, στη δεύτερη κιόλας μέρα της συνεδρίασης (17/3/03), όταν κλήθηκε να καταθέσει η Μαγκνταλένα Κοπ. Απ' αυτήν περίμενε η εισαγγελία όλες τις ενοχοποιητικές αποκαλύψεις εις βάρος του παλιού της αγαπημένου. Ως γνωστόν η Κοπ είχε συνεργαστεί το 1995 με την εισαγγελία του Βερολίνου και είχε καταθέσει εις βάρος της ομάδας Κάρλος, στην οποία συμμετείχε η ίδια από τη δεκαετία του '70. Το 1996 η Κοπ είχε επαναλάβει σχεδόν τα ίδια σε μια κατ' οίκον ανάκριση που διεξήχθη από δικαστή στο Νόι-Ουλμ.

Από λάθος του ανώτατου εισαγγελέα Ντέτλεφ Μέλις, η Κοπ κλήθηκε στη δίκη του Βάινριχ ως απλός μάρτυρας. Προς έκπληξη όλων των παραγόντων της δίκης η Κοπ άσκησε το δικαίωμά της να αρνηθεί να καταθέσει. Κατόπιν αυτού, οι συνήγοροι του Βάινριχ ζήτησαν να μην αναγνωστούν ούτε οι προγενέστερες καταθέσεις της, διότι είχαν ληφθεί χωρίς την παρουσία συνηγόρου. Το δικαστήριο δεν είχε διάθεση να εμφανιστεί ως μαριονέτα των διωκτικών αρχών και απαγόρευσε τη χρήση των καταθέσεων αυτών. Η Κοπ αποχώρησε σιωπηλή. Το κατηγορητήριο ξαφνικά έμεινε γυμνό. Τα μεγάλα μέσα ενημέρωσης σταμάτησαν να καλύπτουν τη δίκη.

Στο κάτω κάτω της γραφής, αυτή η δίκη δεν είχε σκοπό την καταδίκη του κατηγορούμενου. Ο Βάινριχ που συνελήφθη το 1995 στην Υεμένη βρίσκεται από τότε κρατούμενος στη φυλακή Μοαμπίτ του Βερολίνου. Από το 2000 εκτίει ποινή ισοβίων που του έχει επιβληθεί με δίκη που διήρκεσε τέσσερα χρόνια για την επίθεση στο Μεζόν ντε Φρανς, το γαλλικό πολιτιστικό κέντρο του Βερολίνου το 1983. Η επιδιωκόμενη νέα βαριά καταδίκη του έχει μόνο μια σκοπιμότητα: «να αποτρέψει κάθε σκέψη για απονομή χάρης» (δήλωση του εισαγγελέα Μέλις κατά την αγόρευσή του).

Στη δεύτερη δίκη του ο Βάινριχ κατηγορείται για συμμετοχή σε έξι βομβιστικές ενέργειες που πραγματοποιήθηκαν μεταξύ 1975 και 1983 στη Γαλλία, την Ελλάδα και τη Γερμανία. Πρόκειται καταρχήν για την επίθεση με ρουκέτα σε αεροπλάνο της ισραηλινής El Al στο Ορλί του Παρισιού το 1975. Η ρουκέτα αστόχησε και χτύπησε ένα αεροσκάφος της γιουγκοσλαβικής JAT. Σύμφωνα με το κατηγορητήριο, κίνητρο για την ενέργεια ήταν εκδίκηση για τη δολοφονία του ηγέτη του Λαϊκού Μετώπου για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης τον Ιούνιο του 1973 στο Παρίσι. Κατηγορείται επίσης ο Βάινριχ ότι το 1981 συμμετείχε σε ενέργεια κατά του ραδιοφωνικού σταθμού «Free Europe» στο Μόναχο, για λογαριασμό των ρουμανικών μυστικών υπηρεσιών. Το 1982 φέρεται ο Βάινριχ να συμμετέχει σε βομβιστική ενέργεια με στόχο την αραβική εφημερίδα Ουατάν αλ Αράμπι στο Παρίσι, για λογαριασμό των συριακών μυστικών υπηρεσιών αυτή τη φορά. Το 1983 καταγράφονται εις βάρος του κατηγορούμενου τρεις ενέργειες, μια απόπειρα κατά του Σαουδάραβα πρέσβη στην Αθήνα και δυο επιθέσεις την παραμονή της Πρωτοχρονιάς στη Γαλλία. Μια βόμβα εξερράγη στον κεντρικό σιδηροδρομικό σταθμό της Μασσαλίας και άλλη μια σε ένα συρμό TGV εν κινήσει. Στο κατηγορητήριο αναφέρεται ότι και οι δύο αυτές τελευταίες επιθέσεις πραγματοποιήθηκαν σε αντίποινα για τη γαλλική αεροπορική επίθεση στο Λίβανο.

Το κατηγορητήριο στηρίχτηκε εξαρχής σε δύο κατηγορίες αποδεικτικών στοιχείων. Το πρώτο είναι δύο βασικοί μάρτυρες («μάρτυρες του στέμματος» κατά τη γερμανική ορολογία) και το δεύτερο τα λεγόμενα «αρχεία της Στάζι».

Ο μάρτυρας-φάντασμα

Εκτός από την Μαγκνταλένα Κοπ υπήρχε μόνο ένας άλλος βασικός μάρτυρας στο κατηγορητήριο. Ομως ούτε κι αυτός κατέθεσε στη δίκη! Εύστοχα χαρακτηρίστηκε «μάρτυρας-φάντασμα» από συνηγόρους υπεράσπισης. Πρόκειται για τον Αλί αλ Ισάουι, ο οποίος κατά το κατηγορητήριο υπήρξε κι αυτός ηγετικό στέλεχος της ομάδας του Κάρλος, με το συνωμοτικό όνομα Αμπούλ Χακάμ. Ο Ισάουι, σύμφωνα πάντα με το κατηγορητήριο, βρέθηκε το 2001 υπό κράτηση στα χέρια της ιορδανικής μυστικής υπηρεσίας GID (General Intelligence Department) και δήλωσε πρόθυμος να καταθέσει εναντίον του Βάινριχ. Ταξίδεψαν τότε ειδικευμένοι Γάλλοι αστυνομικοί στο Αμάν για να τον ανακρίνουν. Επικεφαλής ήταν ένας συνεργάτης της γαλλικής μυστικής υπηρεσίας που είναι επιφορτισμένη με τον έλεγχο του εσωτερικού της χώρας, της DST (Direction de la Surveillance du Territoire). H GID είναι γνωστή -σύμφωνα με τις εκθέσεις της Διεθνούς Αμνηστίας- «ειδικά σε περιπτώσεις τρομοκρατίας να επιδίδεται σε βασανιστήρια κρατουμένων».

Μόλις έφτασαν στο Αμάν, οι Γάλλοι ανακριτές πληροφορήθηκαν από τις ιορδανικές αρχές ότι δεν πρόκειται να συναντήσουν τον Ισάουι ούτε έχουν δικαίωμα να του μιλήσουν. Κατόπιν αυτού, συντάχθηκε ένας κατάλογος ερωτήσεων από τους Γάλλους, μεταφράστηκε από έναν διερμηνέα στα αραβικά και τέθηκε υπόψη των ιορδανικών αρχών για να υποβληθούν σ' αυτό τον ειδικό «μάρτυρα». Οι απαντήσεις δεν καταγράφτηκαν κατά λέξη, αλλά με τη μορφή μιας αναφοράς και μεταφράστηκαν στα γαλλικά. Ως αποδεικτικά στοιχεία για την ταυτότητα του Ισάουι οι Ιορδανοί παρέδωσαν στους Γάλλους δακτυλικά αποτυπώματα, το αντίγραφο μιας φωτογραφίας του από πλαστή ταυτότητα και ένα δείγμα σιέλου. Ομως ούτε οι γαλλικές ούτε οι γερμανικές αρχές και υπηρεσίες δεν έχουν υλικό σύγκρισης με αυτά τα στοιχεία και έτσι δεν υπάρχει μέχρι σήμερα καμιά απόδειξη για την ταυτότητα του μυστηριώδους «ανακρινόμενου».

Οι συνήγοροι υπεράσπισης έθεσαν τις ενστάσεις τους για όλη αυτή τη διαδικασία, καταθέτοντας στο δικαστήριο τις εκθέσεις της Διεθνούς Αμνηστίας για τις συνθήκες κράτησης που εφαρμόζει η GID «ειδικά στους κατηγορουμένους για πράξεις τρομοκρατίας». Ο πρόεδρος του δικαστηρίου στην αρχή της ακροαματικής διαδικασίας είχε αποφανθεί ότι ένας παρόμοιος μάρτυρας δεν είναι «αξιοποιήσιμος», σύμφωνα με τη γερμανική ποινική νομοθεσία. Μισό χρόνο αργότερα κάτι φαίνεται ότι άλλαξε. Μετά τις καλοκαιρινές διακοπές, το δικαστήριο δέχτηκε να εισαγάγει αυτή την «κατάθεση» στην ακροαματική διαδικασία. Στην 34η μέρα (22/9/03) ο πρόεδρος επέτρεψε στον Γάλλο μάρτυρα Ριού να αναφερθεί στην κατάθεση του Ισάουι. Σύμφωνα με την απόφαση του δικαστηρίου «το γεγονός ότι στην Ιορδανία διεξάγονται ή διεξάγονταν ανακρίσεις με τρόπους που αντιβαίνουν τις αρχές του κράτους δικαίου, δεν σημαίνει ότι στην προκείμενη περίπτωση εφαρμόστηκαν παρόμοιες μέθοδοι». Ο Ριού είναι ο άνθρωπος της DST, ο οποίος χειρίστηκε όλη την υπόθεση στην Ιορδανία. Στη Γερμανία φιλοξενείται από έναν γνωστό μας, τον Γκέρχαρντ Λέμαν, τον αξιωματικό της γερμανικής αντιτρομοκρατικής, ο οποίος ειδικεύεται στο δικαστικό «δέσιμο» υποθέσεων τρομοκρατίας και τις διεθνείς επαφές των υπηρεσιών (βλ. «Ιό» 23/5/04). Ο Ριού είχε ήδη από την 14η μέρα της δίκης (2/6/03) προσπαθήσει να πείσει το δικαστήριο ότι δεν συνέβη τίποτα αντικανονικό με την ανάκριση του Ισάουι από την ιορδανική GID Σε ερωτήσεις της υπεράσπισης παραδέχτηκε βέβαια ότι ποτέ δεν έχει ξανασυμβεί παρόμοια ανάκριση. Οσο για τη βεβαιότητά του ότι δεν πιέστηκε ο κρατούμενος, ο Γάλλος αξιωματικός υποστήριξε ότι δεν «άκουσε κραυγές του Ισάουι».

Υπήρχε μια επιπλέον δυσκολία στο δικαστήριο να αποδεχτεί μια παρόμοια κατάθεση. Τον περασμένο Φεβρουάριο, άλλο γερμανικό δικαστήριο, στο Αμβούργο, απάλλαξε τον Αμπντελγκανί Μζουντί από την κατηγορία συμμετοχής στο σχεδιασμό της επίθεσης στους δίδυμους πύργους, επειδή όλο το κατηγορητήριο στηριζόταν σε έναν παρόμοιο μάρτυρα-φάντασμα, ο οποίος βρισκόταν στα χέρια των αμερικανικών υπηρεσιών.

Τα αρχεία της Στάζι

Το δεύτερο -μετά τους βασι(λι)κούς μάρτυρες- κομβικό σημείο της δίκης του Βάινριχ ήταν η αντιμετώπιση των περιβόητων αρχείων της Στάζι, δηλαδή φακέλων του υπουργείου Κρατικής Ασφάλειας της Λαοκρατικής Γερμανικής Δημοκρατίας (MfS). Σύμφωνα με το κατηγορητήριο, κατά τις αρχές της δεκαετίας του '80, μέλη της ομάδας του Κάρλος διέμεναν κατά διαστήματα στη Βουδαπέστη και στο Ανατολικό Βερολίνο. Οι μυστικές υπηρεσίες της Ουγγαρίας και η Στάζι συγκέντρωσαν υλικό για την οργάνωση, εκμεταλλευόμενες την παρουσία αυτών των ατόμων στις χώρες τους. Οι περισσότερες «διαπιστώσεις» των Ούγγρων διαβιβάστηκαν στη Στάζι. Ολο αυτό το υλικό που συγκέντρωσε η Στάζι για τη «Σεπαράτ» (έτσι ονόμαζε την ομάδα του Κάρλος) επιχείρησαν να το αξιοποιήσουν μετά το 1990 οι μυστικές υπηρεσίες της Ομοσπονδιακής Γερμανίας. Οπως διαπιστώθηκε στη δίκη υπήρχαν αρχικά 30 ντοσιέ στα αρχεία για τη Σεπαράτ. Απ' αυτά μεταφέρθηκαν στο δικαστήριο πέντε μόνο ντοσιέ, τα οποία δεν περιείχαν τα αρχεία, αλλά φωτοαντίγραφα. Υπάρχει μόνο ένα ντοσιέ με αυθεντικά έγγραφα, αλλά ακόμα κι αυτά καταγγέλθηκαν ως ελλιπή και «μαγειρεμένα».

Αυτός που κλήθηκε να τεκμηριώσει τη γνησιότητα των αρχείων ήταν άλλος ένας μάρτυρας που απογοήτευσε το δικαστήριο. Ηταν ο γνωστός μας Χέλμουτ Φόιγκτ, υπεύθυνος του τμήματος ΧΧΙΙ/9 της Στάζι, με αρμοδιότητα στον έλεγχο των οργανώσεων πολιτικής βίας στις χώρες της Δύσης. Ο Φόιγκτ συνελήφθη στην Ελλάδα το 1992 και το 1994 καταδικάστηκε στη Γερμανία σε τέσσερα χρόνια φυλακής ως συνεργός του Βάινριχ στη βομβιστική επίθεση κατά του Μεζόν ντε Φρανς στο Βερολίνο το 1983. Το παράξενο είναι ότι ο Βάινριχ δικάστηκε σε ξεχωριστή δίκη που διήρκεσε τέσσερα χρόνια (1996-2000). Σ' αυτή τη δίκη ο ανώτατος εισαγγελέας Μέλις είχε κάνει χρήση των αρχείων της Στάζι στο μέτρο που επιβάρυναν τον κατηγορούμενο. Ομως σε κάποια σημεία που επιχείρησε και η υπεράσπιση να αξιοποιήσει κάποια απ' αυτά τα έγγραφα, ο Μέλις αυτοδιαψεύστηκε. Ζήτησε να απορριφθεί η χρήση των αρχείων με τη δικαιολογία ότι «υπάρχουν σοβαρές αντιρρήσεις από πλευρά του κράτους δικαίου, όταν επιχειρείται ο έλεγχος της αξιοπιστίας των μαρτύρων με το βοήθεια των αρχείων της σχεδόν-εγκληματικής οργάνωσης Στάζι».

Αυτή η διπλή γλώσσα της εισαγγελίας δεν επαναλήφθηκε στη δεύτερη δίκη του Βάινριχ. Τώρα περίμεναν από τον Φόιγκτ να επιβεβαιώσει την αυθεντικότητα των αρχείων. Αλλωστε -όπως μαρτυρά και η χαμηλή ποινή του- ο ίδιος συνεργάστηκε με τις αρχές της Ομοσπονδιακής Γερμανίας. Ομως ο παλιός αξιωματούχος της Στάζι δεν επιβεβαίωσε τίποτα από όσα περιλαμβάνει το κατηγορητήριο. Το χειρότερο -για την κατηγορούσα αρχή- είναι ότι κατέθεσε στο δικαστήριο πως οι πληροφορίες που συνέλεγε τότε η Στάζι προέρχονταν κυρίως από τον Τύπο. Τα μέλη της ομάδας του Βάινριχ γνώριζαν ότι παρακολουθούνται από τις μυστικές υπηρεσίες των χωρών του ανατολικού στρατοπέδου και -πάντα κατά τον Φόιγκτ- είναι εντελώς απίθανο να αποκάλυπταν στις συνομιλίες ή στις γραπτές επικοινωνίες τους στη Βουδαπέστη ή στο Ανατολικό Βερολίνο στοιχεία της παράνομης δράσης τους.

Κατά την 17η μέρα της δίκης (16/6/03), αρνήθηκαν να καταθέσουν οι τρεις υπάλληλοι της ουγγρικής μυστικής υπηρεσίας που είχαν κληθεί για να εξηγήσουν τον τρόπο που υποκλάπηκαν στοιχεία από τον Βάινριχ και πώς μεταφέρθηκαν αυτά τα στοιχεία στην Στάζι.

Το δικαστήριο βρίσκεται σε δίλημμα απέναντι στην αξιοποίηση των αρχείων της Στάζι. Η σχετική γερμανική νομολογία τείνει στην απόρριψή τους. Υπάρχει σχετική απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου (5/5/92, βλ. «Ιός» 3/4/04), αλλά και η πρόσφατη δικαστική κατάληξη της υπόθεσης Κολ, η οποία δικαίωσε τον πρώην καγκελάριο και απαγόρευσε τη χρήση των αρχείων της Στάζι που τον αφορούν.

Μόνο στην πρώτη δίκη του Βάινριχ είχαν γίνει ενμέρει δεκτά, αλλά και πάλι -όπως σημειώνουμε πιο πάνω- με πολλές επιφυλάξεις. Το 23ο δικαστήριο που είχε εκδώσει την απόφαση στηρίχτηκε στο γεγονός ότι και οι (δυτικό)γερμανικές μυστικές υπηρεσίες χρησιμοποιούν παρόμοιες μεθόδους με τη Στάζι, επομένως δεν τίθεται θέμα παραβίασης των αρχών του κράτους δικαίου! Αλλά όταν το δικαστήριο κλήθηκε να εκδώσει ένα δεύτερο ένταλμα σύλληψης για τον (ήδη κρατούμενο και δικαζόμενο) Βάινριχ το 1999, αποφάνθηκε ότι τα αρχεία αυτά παρέχουν «μόνο ενδείξεις» και όχι «δεδομένα τεκμήρια».

Την 32η μέρα της δίκης (10/9/03) τέθηκε από την υπεράσπιση το ερώτημα πώς είναι δυνατόν να διεξάγεται στη Γερμανία μια δίκη για αδικήματα που διαπράχθηκαν στη Γαλλία, όπου συνεχίζονται οι σχετικές ανακρίσεις και δεν έχει ασκηθεί καμιά δίωξη. Το ερώτημα έμεινε αναπάντητο, αλλά επιτείνεται από το γεγονός ότι κεντρικό ρόλο στην ακροαματική διαδικασία έπαιξε ο εκπρόσωπος των γαλλικών διωκτικών αρχών.

Το κλείσιμο της δίκης ήταν εφάμιλλο της λειψής αυτής διαδικασίας. Ο εισαγγελέας αγόρευσε μόνο 20 λεπτά και περιορίστηκε σε μια πολύ συντομευμένη περίληψη του κατηγορητηρίου (76η μέρα, 14/6/04). Ο ίδιος ο Βάινριχ, ο οποίος είχε μιλήσει ελάχιστα (π.χ. την 15η μέρα για να επιστήσει την προσοχή του δικαστηρίου στην εσφαλμένη μετάφραση των εγγράφων της Στάζι από τα ουγγρικά στα γερμανικά) συντάχθηκε στην τελική του δήλωση (80ή μέρα, 2/7/04) με τις αγορεύσεις των συνηγόρων του και έκλεισε λέγοντας ότι «η αίθουσα του δικαστηρίου είναι λάθος τόπος για να συζητά κανείς τα λάθη της επαναστατικής πολιτικής».

Να λοιπόν που μια δίκη, η οποία είχε θεωρηθεί ότι θα ανοίξει το δρόμο σε αποκαλύψεις για τις διεθνείς σχέσεις των τρομοκρατικών ομάδων και την εξάρτησή τους από τις μυστικές υπηρεσίες των κρατών του πάλαι ποτέ σοσιαλιστικού στρατοπέδου, καταλήγει σε αντίθετα αποτελέσματα. Αυτός που κινδυνεύει να αποκαλυφθεί είναι οι διεθνείς διασυνδέσεις των υπηρεσιών ασφαλείας και των μυστικών υπηρεσιών, οι οποίες μέσω των νέων τρομονόμων τείνουν να πάρουν το πάνω χέρι ακόμα και στις δικονομικές ρυθμίσεις των ευρωπαϊκών κρατών. Η κατάληξη αυτής της δεύτερης δίκης του Βάινριχ είναι ιδιαιτέρως διδακτική. Ο λόγος που δεν εκφωνήθηκε η απόφαση είναι ότι και πάλι καλείται ο Κάρλος ως απαραίτητος μάρτυρας. Βέβαια η απουσία του Κάρλος ήταν γνωστή από μήνες στο δικαστήριο. Ο Κάρλος είχε αρνηθεί να καταθέσει μέσω τηλε-διάσκεψης, αλλά είχε αποδεχτεί να μεταφερθεί στην αίθουσα του δικαστηρίου στο Βερολίνο. Την 49η μέρα (15/12/03) ο πρόεδρος είχε διαβάσει έκπληκτος ένα φαξ του υπουργείου Δικαιοσύνης προς το δικαστήριο, στο οποίο ανακοινωνόταν ότι τελικά ο Κάρλος δεν θα εμφανιζόταν στο ακροατήριο, διότι «εκ μέρους της ομοσπονδιακής κυβέρνησης και μετά από ώριμη σκέψη διαπιστώθηκε ότι δεν μπορούν να τηρηθούν οι εγγυήσεις ασφαλείας που ζητούν οι Γάλλοι για να τον μεταφέρουν από τη φυλακή». Απαντώντας σε ερώτηση της υπεράσπισης ο πρόεδρος Εεστεντ δήλωσε ότι κι αυτός τα έμαθε τελευταίος «από τις εφημερίδες», παραδέχτηκε ότι θίγεται η δικαστική του ανεξαρτησία, αλλά συμπλήρωσε ότι δεν αισθάνεται υποχρεωμένος εκείνη τη στιγμή να αντιδράσει. Την 73η μέρα (1/6/04) το δικαστήριο είχε απορρίψει νέο αίτημα των συνηγόρων πολιτικής αγωγής για κλήση του Κάρλος. Οι συνήγοροι αυτοί κατέθεσαν μάλιστα μήνυση (18/6/04) εναντίον του υπουργείου Δικαιοσύνης για «παρακώλυση δικαστηρίου», επειδή δεν είχε εξασφαλιστεί η παρουσία του Κάρλος!

Τώρα, μετά την ολοκλήρωση της δίκης (81η μέρα, 7/7/04), ο ίδιος πρόεδρος δηλώνει ότι θα γίνει μια ακόμα προσπάθεια να πειστεί ο Κάρλος να δεχτεί να καταθέσει με τηλε-διάσκεψη. Πώς να ερμηνεύσουμε αυτή την πρωτοφανή εξέλιξη, δηλαδή την επιμήκυνση της δίκης μετά τη λήξη της; Από τους σχολιαστές προτείνονται δύο απαντήσεις. Η πρώτη είναι ότι το κατηγορητήριο είναι τόσο αδύναμο ώστε απαιτείται η προσφυγή στα μεγάλα μέσα. Η εισαγγελία ποντάρει στην ύπαρξη προσωπικών αντιθέσεων μεταξύ των δυο παλιών συντρόφων, ενώ η πολιτική αγωγή προαναγγέλλει ότι ο Κάρλος θα δηλώσει ότι ο Βάινριχ ενεργούσε με εντολές των συριακών μυστικών υπηρεσιών. Η δεύτερη απάντηση είναι ότι ο Βάινριχ είναι ούτως ή άλλως καταδικασμένος, αλλά η κατάθεση του Κάρλος θα τονώσει το επικοινωνιακό μέρος της υπόθεσης, το οποίο μονοπωλούν μέχρι στιγμής οι Γάλλοι.

Ο,τι απ' τα δύο κι αν συμβαίνει -το πιθανότερο είναι να συμβαίνουν και τα δύο- το γεγονός είναι ότι μετά από την πολύμηνη διαδικασία η δεύτερη αυτή δίκη του Βάινριχ έχει καταλήξει σε δικαστική παρωδία.
 

(Ελευθεροτυπία, 25/7/2004)

 

www.iospress.gr                                                                                    ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΣΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ