Η ΔΙΔΩ ΣΩΤΗΡΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟ ΓΥΝΑΙΚΕΙΟ ΚΙΝΗΜΑ
«Με ένοιαζε να κάνω ζωή»
ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ
1. / 2.
Το πέρασμα της Διδώς Σωτηρίου από το αριστερό γυναικείο κίνημα υπήρξε μια
σημαντική, αν και λίγο πολύ άγνωστη, πτυχή της ζωής της. Τα ίχνη αυτής της
διαδρομής αναζητούμε σήμερα, που η συγγραφέας δεν υπάρχει πια, βασισμένοι σε μια
συζήτηση που είχαμε μαζί της πριν από πολλά χρόνια.
Πάνε πολλά χρόνια τώρα που ζητήσαμε από τη Διδώ
Σωτηρίου να μας μιλήσει για ένα κομμάτι της ζωής της που παρέμενε λίγο πολύ
άγνωστο -ίσως και υποτιμημένο: τη σχέση της με το αριστερό γυναικείο κίνημα.
Δέχτηκε με χαρά και μας περίμενε με ένα χαρτί όπου είχε σημειώσει πρόχειρα
κάποιες ημερομηνίες. Δεν θυμόταν πια καλά. Ηταν ήδη 82 ετών και άρρωστη. Και όσα
την καλούσαμε να φέρει στη μνήμη της ήταν πολύ μακρινά, αλλά και λιγότερο
δουλεμένα από τα γεγονότα που τη σημάδεψαν κι άφησαν έντονα τα ίχνη τους στο
έργο της.
Μολαταύτα, είχε να μας πει πολλά και ενδιαφέροντα. Συναρπαστική, ως συνήθως, η
αφήγησή της, δεν αποδυναμωνόταν από τις συχνές παρεκβάσεις που κατηύθυναν
διαρκώς τη συζήτηση σε όσα εκείνη έκρινε σημαντικότερα από το «ειδικό» ερώτημά
μας. Ούτως ή άλλως, το τι λησμονούν οι άνθρωποι δεν είναι λιγότερο εύγλωττο από
εκείνο που διαλέγουν να θυμούνται.
Με τη Διδώ Σωτηρίου μιλήσαμε στις 17 Ιουλίου 1991. Δεκατρία χρόνια μετά, το
συγκεκριμένο κεφάλαιο της ζωής της συνεχίζει να βρίσκεται στο ημίφως. Το ίδιο
συνέβη και με άλλες γυναικείες προσωπικότητες της αριστεράς. Ανάμεσά τους τη
Γαλάτεια Καζαντζάκη, τη Ρόζα Ιμβριώτη και την Αναστασία Δεληγιάννη-Αναστασιάδη,
για να μείνουμε σε τρία χαρακτηριστικά -και πολύ διαφορετικά- παραδείγματα: το
πέρασμά τους από το αριστερό γυναικείο κίνημα δεν κρίθηκε (συνήθως και από τις
ίδιες) άξιο ιδιαίτερου λόγου, επισκιάστηκε από βιώματα, δράσεις και κείμενα που
τις συνέδεαν με τα «μείζονα» συμβάντα της εποχής τους.
Με τις «αστές»
Η ενασχόληση της Διδώς Σωτηρίου με τα θέματα των γυναικών ξεκινά πολύ νωρίς, τις
παραμονές της 4ης Αυγούστου. Στα 1934 συμμετέχει στην προσπάθεια συγκρότησης
ενός γυναικείου αντιφασιστικού μετώπου. Ηταν η πρώτη φορά που οι γυναίκες του
ΚΚΕ θα συνεργάζονταν με τις «αστές» φεμινίστριες του Συνδέσμου για τα Δικαιώματα
της Γυναίκας. Μέλος της Πανελλήνιας Επιτροπής Γυναικών κατά του Πολέμου και του
Φασισμού, η Διδώ Σωτηρίου ταξίδεψε στο Παρίσι τον Αύγουστο του 1934 για να
εκπροσωπήσει την Ελλάδα στο Παγκόσμιο Αντιπολεμικό και Αντιφασιστικό Συνέδριο
των Γυναικών. Η Ηλέκτρα Αποστόλου και η Λουκία Τσοκοπούλου ήταν οι δύο άλλες
εκπρόσωποι της χώρας. Η πρώτη εκ μέρους της (κομμουνιστικής) Ενωτικής Γενικής
Συνομοσπονδίας και η δεύτερη εκ μέρους της Γενικής Συνομοσπονδίας των Εργατών.
Από τον Τύπο της εποχής πληροφορούμαστε ότι οι ελληνίδες εκπρόσωποι έγιναν
δεκτές με ενθουσιασμό στο Παρίσι. Η Λουκία Τσοκοπούλου εκλέχτηκε στο προεδρείο
του συνεδρίου, ενώ στη νέα Παγκόσμια Γυναικεία Επιτροπή δόθηκαν στην Ελλάδα
τρεις θέσεις: μία στη Γενική Συνομοσπονδία, μία στην Ενωτική και μία στη
γραμματέα της Πανελλήνιας Επιτροπής Γυναικών Μαρία Σβώλου.
Το σύντομο διάστημα που μεσολαβεί ως τη δικτατορία, η Διδώ Σωτηρίου εμφανίζεται
ιδιαίτερα δραστήρια: συμμετέχει πρωταγωνιστικά στην ίδρυση του Συλλόγου
Εργαζομένων Γυναικών, μιλά σε κεντρικές και περιφερειακές γυναικείες εκδηλώσεις
και αρθρογραφεί στον «Αγώνα της Γυναίκας», όργανο του Συνδέσμου για τα
Δικαιώματα της Γυναίκας.
Πιστεύοντας ότι η αριστερή γυναικεία δράση της εποχής αυτής υπήρξε καθοριστική
για τις μεταγενέστερες διαδρομές του ελληνικού γυναικείου κινήματος, ζητήσαμε
από τη Διδώ Σωτηρίου να μας μιλήσει για τις εμπειρίες της εκείνης της περιόδου.
Αξίζει να την ακούσουμε:
«Κάποιο διάστημα ήμουνα μέλος του κόμματος, με το ζόρι δηλαδή με κάνανε μέλος
του κόμματος, μετά με ξεκάνανε.
Στα μεταξικά ήμουν, εκείνη την εποχή με είχαν βάλει σ' εκείνα τα παράλογα
πράγματα που κάνανε, που εκατό άνθρωποι πηγαίναμε να κάνουμε διαδήλωση στο
Σύνταγμα... Αν ήταν δυνατόν! Αλλά, φυσικά, εγώ ήμουνα μαγεμένη με τη ρούσικη
λογοτεχνία, με την επανάσταση του '17[...] Τον 'Αγώνα της Γυναίκας' κι αυτά τα
θεωρούσα, ας πούμε, και λίγο όχι επαναστατικά».
Θυμόταν, ωστόσο, ότι συνεργαζόταν στενά με τη Μαρία Σβώλου, η οποία είχε πια
παραιτηθεί από την ηγεσία του Συνδέσμου για τα Δικαιώματα και είχε προσεγγίσει
το ΚΚΕ: «Ο Σβώλος ήτανε πολύ φίλος μου και πολλές φορές μου 'λέγε: 'Βρε Διδώ,
της δίνω τόσα λεφτά, πάει και τα δίνει όλα στο κόμμα και μου 'ρχεται με σχισμένα
νυχτικά. Πάρ' τηνε, μωρέ, να πάρει και κανένα λούσο'».
Η ίδια, πάλι, έμπλεκε τους πάντες με την εμφάνισή της. Δεν αντιστοιχούσε στο
στερεότυπο της κομμουνίστριας:
«Κομμουνίστρια -όπως ήμουν εγώ- καλοβαλμένη και μπάνικη και πάντα κοκετεμένη,
πώς γίνεται; Και ήτανε στην αρχή πολύ λίγος αυτός ο κόσμος. Και μες στο λίγο
κόσμο ξεφύτρωσα κι εγώ. Ετσι, γιατί καιγόμουνα μέσα μου. Μετά την πρώτη, ας
πούμε, Μεγάλη Ιδέα που την άκουγα παιδί και είδα το γκρέμισμά της, να καίγεται
μαζί με τη Σμύρνη... Τα είδα βέβαια αργότερα, αλλά έχοντάς τα μαζί μου στο
προσφυγικό μου μπογαλάκι μπόρεσα μετά να τα αξιοποιήσω σε κάθε περίπτωση. Πριν
αρχίσω τη λογοτεχνία και βάλω τον πισινό μου κάτω και δουλέψω, αυτά ήθελα να τα
ξοδεύω.»
Δεν ήταν υψηλό στέλεχος («καντράκι», όπως λέει ειρωνικά), αλλά το μυαλό της
«γεννούσε ιδέες». Μια από αυτές ήταν η δημιουργία ενός Συλλόγου Εργαζομένων
Γυναικών. Συνεργαζόταν και με άλλα γυναικεία σωματεία, ανάμεσά τους και τον
Σύνδεσμο Ελληνίδων Επιστημόνων.
«Αρχισα τότε εγώ τη δράση μου, να βοηθώ στις δουλειές αυτές, κομμάτι από πάνω,
αλλά και πρακτικά, να φέρουμε όλες τις γυναίκες αυτές να κάνουμε ένα κίνημα.
Ετσι, όταν έγινε η μεταξική δικτατορία, εγώ ήμουνα στη Σάμο, την πατρίδα του
άντρα μου, κι έτρεξα αμέσως να πάω να δω τι θα γίνουν τα γραφεία, θυμάμαι
Σταδίου ήτανε, στο Μέγαρο Εφεσίου, και να δω πώς θα περισώσουμε αυτά που είχαμε
εκεί».
Την εποχή εκείνη επιχειρούσε το ΚΚΕ να συνεργαστεί με γυναίκες προερχόμενες από
την αστική τάξη, μερίδα της οποίας αποδεικνυόταν ιδιαίτερα προοδευτική. Βοηθούσε
το γεγονός ότι πολλά στελέχη, όπως άλλωστε και η ίδια, «είχαμε ζήσει την αστική
ζωή». Και η Ηλέκτρα «ήτανε από αστικό σπίτι», αλλά για να πάει στο Παρίσι είχαν
κάνει έρανο μεταξύ τους για να αγοράσει δυο ρούχα («να της πάρουμε ελβιέλες»).
«Οι άνθρωποι τα δίνανε όλα τότε. Ολες αυτές οι γυναίκες. Είχε κάνει ο άντρας μου
[ο Πλάτων Σωτηρίου] ένα γραφείο, φροντιστήριο μαθηματικών, μαθηματικός ήτανε ο
άντρας μου, και στο ένα δωμάτιο δίδασκε και στο άλλο χωνόμουνα με την Αύρα Βλάση
[Παρτσαλίδου] και την αδελφή της την Πέρσα».
Και με τις «καπνουλούδες»
Μια μέρα τη στέλνουν να μιλήσει στις καπνεργάτριες του Πειραιά που είχαν κατέβει
σε απεργία. «Μα, για σταθείτε, βρε παιδιά. Εγώ δεν ήξερα τα θέματά τους. Ηταν
μόλις γύρισα από το Παρίσι. Ντυμένη, όπως με ηύραν, μου λέει ο άντρας της
Ηλέκτρας [ο γιατρός Σιδερίδης] 'μόνο όταν πέσεις στη θάλασσα θα μάθεις να
κολυμπάς'. Και επήγα. Να τους μιλήσω για τι; Για το φασισμό. Μα δεν ξέρω τι
είναι ο φασισμός... Κι όμως πήγα εκεί πέρα. Μόλις ανέβηκα, λοιπόν, είδα μπροστά
μου μία απ' τις γυναίκες αυτές τις καπνουλούδες που δουλεύαν στα καπνεργοστάσια.
Επρεπε να δεις τη διαφορά με τώρα. Ητανε αλλήθωρες, κακοντυμένες, άπλυτες,
νηστικές, κακοπληρωμένες. Μία κατάσταση φοβερή. Ντρεπόμουνα που μ' ανέβασαν. Κι
αυτοί οι άνθρωποι λέγανε η... η... συντρόφισσα; Πώς να με πούνε; 'Η συνάδελφος
από 'δω', είπαν, 'θα μας πει δυο λόγια για το φασισμό'. Πριν προλάβω λοιπόν να
πω τα δυο λόγια, γιατί μέσα μου ήξερα, βέβαια, αφού είχα αρχίσει να πηγαίνω εδώ
κι εκεί, και έξω, αλλά δεν μιλάς αμέσως για τέτοια θέματα, να τα συνθέσεις,
γιατί αν υπήρχε κάτι κακό ήταν αυτό, ότι παίρνανε ένα μπουγιουρντί από τη Διεθνή
και το εφάρμοζαν στις ελληνικές καταστάσεις, προσπαθούσα λοιπόν να αναπληρώσω
την ηγεσία σε κάτι τέτοια πράματα, ώσπου με κάτι τέτοια έφαγα και το κεφάλι
μου... Ωραία. Καλώς το έφαγα... Εν πάση περιπτώσει, θέλω να πω πως όλα αυτά
γινόντανε μαζί με δράση και δίνανε αποτέλεσμα. [...]
Περιττό να σου πω ότι στις καπνουλούδες τότε με κατέβασε η αστυνομία και μετά με
πήγανε οι διάφοροι άνθρωποι του συνδικάτου ως το τραμ. Μπήκα στο τραμ να πάρω
τον ηλεκτρικό ν' ανέβω στην Αθήνα. Από πίσω μου ήρθε η αστυνομία, με τσάκωσε και
με πήγαν στον Πειραιά για πρώτη φορά, και μου 'πάνε: 'Εσείς, μια καθωσπρέπει,
από οικογένεια...', 'έτσι κάνανε και οι Ρώσοι και χάσαν την υπόθεση' και τα
ρέστα. Γλίτωσα με κάτι τέτοιες φιλολογίες.
Είχα πάντα την ψευδαίσθηση ότι μπορείς να κάνεις πολλά πράγματα, έστω και αν
υπάρχουν αυτές οι κοινωνικές διαφορές. Και νομίζω ότι ως ένα σημείο αποδώσανε.
Απ' τη στιγμή όμως που είπα κι εγώ δεν μ' ενδιαφέρουνε ούτε τα σπίτια ούτε οι
περιουσίες και σας τ' αφήνω και bye-bye, και πήγα δημοσιογράφος, με κάναν αμέσως
αρχισυντάκτρια της 'Γυναίκας' και είχα μισθό και μπορούσα να ζήσω πια και με τον
άντρα μου που έπαιρνε πολύ λίγα τότε και ο οποίος δεν μου έβαλε φραγμό στη ζωή
μου. Γιατί αλλιώς πώς θα ζούσα 53 χρόνια μαζί του; Ετσι δεν είναι; Αγιος
άνθρωπος. Με υπέστη 53 χρόνια».
«Ημαστε άλλα μυαλά»
Και η δημοσιογραφική της δουλειά; Τα άρθρα της στην εβδομαδιαία «Γυναίκα», την
εποχή της 4ης Αυγούστου συνιστούν κατά τη γνώμη μας συνέχεια της προδικτατορικής
της δράσης.
«Εγραφα με πολλά ψευδώνυμα. Πρώτον μετέφραζα. Ούτε και ξέρω πια...
Μυθιστορήματα... Αφού μετέφρασα ακόμα και της Εστίας. Αν είναι δυνατόν. Είχα ένα
φίλο και τα πλασάριζε. Και πληρωνόμουνα μέσω αυτού. [...] Βέβαια, κάτι μου 'μενε
από το αστικό μου παρελθόν, όπως και να 'ναι από τα πολλά κάτι σου μένει. Υστερα
πια, ό,τι έβγαλα τα 'βγαλα μόνη μου από τα βιβλία και απ' τη δημοσιογραφία,
χωρίς να γίνω τότε ποτέ μέλος [της ΕΣΗΕΑ] λόγω ιδεών...».
Της ζητάμε να επιστρέψει στο αντιφασιστικό συνέδριο του 1934. Σημειώνουμε ότι ο
«Ριζοσπάστης» των ημερών (Αύγουστος-Σεπτέμβριος 1934) δημοσιεύει τις
ανταποκρίσεις που έστελνε η Ηλέκτρα Αποστόλου (ως Ηλέχτρα Σιδερίδη) αλλά δεν
αναφέρεται στη δική της παρουσία.
«Τότε, στο συνέδριο εκείνο, με την Ηλέκτρα, θυμάμαι τι ωραία συνεννοούμαστε. Και
ήτανε μια στρουμπουλή από εκείνες τις Σοβιετικές με τα γυαλάκια, της
επανασταστικής εποχής, αλλά στενόμυαλη κομμάτι. Και η Ηλέκτρα και 'γω ήμαστε
άλλα μυαλά. Εντελώς άλλα μυαλά. Αν ζούσε η Ηλέκτρα μπορούσε να την είχανε
ξύσει... Αλλά εμένα δεν μ' ένοιαζε, δηλαδή δεν μ' ενδιέφερε το να είμαι
κομματικό μέλος, ποτέ, κι άλλωστε ήμουνα πολύ λίγο διάστημα. [...] Και όταν
έγιναν τα όσα έγιναν, πάντα έμεινα στο χώρο αυτό. Πάντα. Ούτε μια στιγμή δεν
εγκατέλειψα, αλλά έλεγα την αλήθεια. Και στην 'Εντολή', έγραψα και πώς είδα τα
λάθη της εποχής εκείνης. Και γι' αυτό με χτυπήσανε πάρα πολύ. Στην κριτική τους.
[...]
Καμιά φορά σκέφτομαι ότι δεν πολυκοίταζα όταν έγραφα μυθιστορήματα να αναδείξω
ηρωίδες, παρόλο που υπήρχανε άπειρες γυναίκες, βέβαια. Δεν με ένοιαζε. Με
ένοιαζε το γενικότερο πια. Να βαθύνω τα πράγματα, να βρω αλήθειες που να μπορώ
να τις εκφράσω χωρίς να έχουνε ίχνος προπαγάνδας. Να βγαίνουν απ' τα πράγματα τα
ίδια, απ' τη ζωή. Να κάνω ζωή, εδώ που τα λέμε. Ούτε ιστορία, ούτε τίποτα. Να
κάνω ζωή. Να πάρω κομμάτια αληθινής ζωής. Γι' αυτό συνεργάστηκα μ' ανθρώπους
λαϊκούς, γιατί ήθελα τη συνεργασία τέχνης και ζωής. [...]
Από το συνέδριο πάντως γύρισα και ήμουνα υπερήφανη, γιατί πήγα στη Γενεύη, στην
Κοινωνία των Εθνών, και είδα την Κολοντάι και θυμάμαι πόσο ευτυχής ένιωθα να
περπατάω στη λίμνη και να συζητάω με την Κολοντάι και να της λέω όλα μας τα
προβλήματα, να τα 'χουν υπόψη τους και να μη μας λένε καμιά φορά συνθήματα. Είχα
την τόλμη να κάνω και κριτική».
Μετά τον πόλεμο
Στην Κατοχή, η Διδώ Σωτηρίου ασχολήθηκε με τον παράνομο αριστερό Τύπο
(«Γυναικεία Δράση», «Ριζοσπάστη») και μαζί με την Αύρα Παρτσαλίδου είναι οι
μόνες γυναίκες που αρθρογράφησαν στην κατοχική «Κομμουνιστική Επιθεώρηση». Μετά
την Απελευθέρωση και ως τη διαγραφή της (1947), στον «Ριζοσπάστη» θα
δημοσιευτούν πολλά και ενδιαφέροντα κείμενά της γύρω από θέματα εξωτερικής
πολιτικής και γυναικών. Στις μεταπολεμικές συνθήκες, η Διδώ Σωτηρίου συμμετέχει
στη ανασυγκρότηση του αριστερού γυναικείου κινήματος και μαζί με τη Χρύσα
Χατζηβασιλείου επιλέγεται να εκπροσωπήσει την Ελλάδα στο ιδρυτικό συνέδριο της
Παγκόσμιας Δημοκρατικής Ομοσπονδίας Γυναικών στο Παρίσι (Νοέμβριος 1945).
«Πήγα μια φορά στο Παρίσι, το '44-'45, με τη Χρύσα Χατζηβασιλείου του Πολιτικού
Γραφείου. Ωραίος άνθρωπος. Μας βγάλανε χαρτιά την τελευταία στιγμή. [...] Ητανε
η ιδρυτική της Παγκόσμιας Ομοσπονδίας Γυναικών, όπου δεν προλάβαμε να μιλήσουμε,
γιατί το αεροπλάνο που πηγαίναμε έπεσε σε καταιγίδα [...]. Τελικά κάναμε ανώμαλη
προσγείωση στα σύνορα της Ισπανίας που παρά λίγο να μας πιάσουνε. Και ήρθανε και
μας πήραν με αυτοκίνητα να πάμε σ' ένα ξενοδοχείο και το πρωί ξεκινήσαμε για το
Παρίσι. Κι όταν πήγαμε, πήγαμε σε όλα που γινήκανε μετά, ακόμη δεν είχανε
τελειώσει ορισμένες εργασίες, αλλά δεν ήμαστε την ημέρα που έγινε το συνέδριο.
Εργαστήκαμε με όλο τον κόσμο που ήτανε [εκεί] και θυμάμαι ήτανε και μία δεξίωση
την ημέρα που φτάσαμε στην πρεσβεία τη γιουγκοσλαβική όπου φορούσα τα παπούτσια
κι ήταν τα δάχτυλά μου έξω. [...]». [σ.σ. Στο συνέδριο εκ μέρους των Ελληνίδων
μίλησε τελικά η Τατιάνα Γκρίτση Μιλλιέξ που βρισκόταν στο Παρίσι.]
Σε γυναικεία συνέδρια της διεθνούς αριστερής γυναικείας κίνησης, στη Μόσχα αυτή
τη φορά, θα βρεθεί και πάλι η Διδώ Σωτηρίου τη δεκαετία του '60, συγγραφέας πια
και αρθρογράφος της «Αυγής». Στη μνήμη της, το γυναικείο συνέδριο μπλεκόταν πια
με ένα συνέδριο προς τιμήν των αντιστασιακών που πραγματοποιήθηκε στη Μόσχα το
1965.
«Μετά πάλι, θέλω να σου πω ότι τρεις τέσσερις φορές, δε θυμάμαι, πήγα στη
Σοβιετική Ενωση σε συνέδρια. Εκεί έγινε το πρώτο συνέδριο που ήρθε και η
Τερεσκόβα, νομίζω, ήμουνα δημοσιογράφος τότε, έστελνα ανταποκρίσεις, όσες
μπορούσα να στείλω, γιατί υπήρχε ανταποκριτής και είχε τσαντιστεί που πήγα κι
εγώ. Θυμάμαι ότι εκεί άκουσα για πρώτη φορά για τη ρήξη με την Κίνα. Ημαστε στο
συνέδριο πέντε χιλιάδες γυναίκες και χτυπούσανε τα έδρανα. Λέω σε μια Σοβιετική
που έβγαζε τη 'Σοβιετική Γυναίκα', και εκεί είχα δημοσιεύσει πολλά διηγήματα, σε
έξι γλώσσες έβγαινε, της λέω 'είναι δυνατόν, είναι δυνατόν αυτή τη στιγμή να
νιώθουμε εχθρό κάτι που το θαυμάσαμε -αφήστε τα λουλούδια ν' ανθίσουνε-', και
κλαίγαμε και οι δύο. Ημαστε συναισθηματικές και κλαίγαμε. Εν τούτοις θυμάμαι που
μας είχανε καλεσμένους στο παλάτι, στο Κρεμλίνο, πρώτα να πάμε στο παλιό
Κρεμλίνο και μέσα στη μυστηριώδη αυτή ατμόσφαιρα φάγαμε κιόλα, ύστερα ανεβήκαμε
στο καινούριο και ήτανε όλοι οι αστροναύτες. [...]
Είχα τολμήσει τότε, με το θράσος της αγνοίας μου εδώ που τα λέμε, να σταματήσω
τον αρχιστράτηγο, μάλλον υπουργός Αμύνης ήτανε, κι ενώ μιλούσε για τους
αντιστασιακούς όλους, για την Ελλάδα δεν είπε τίποτε. Λοιπόν εγώ του είπα το
εξής - κι αυτό μ' ανέβασε στους Ελληνες, μετά με περιμένανε και με σηκώσανε στα
χέρια. Λέω, 'δε μου λέτε, μου έκανε φοβερή εντύπωση. Εμείς είμαστε η μόνη χώρα
που δεν στείλαμε στρατό να σας χτυπήσει. Και δεν είπατε τίποτα, δεν βρήκατε μια
λέξη να πείτε'. Αυτός με χάιδεψε στην πλάτη και μου λέει: 'Εκείνο το θαύμα της
Κρήτης, αν είχε γίνει πιο νωρίς...', Λέω: 'Κι εσείς, αν είχατε κάνει πιο νωρίς
το Στάλινγκραντ...'[...].
Υστερα ξαναπήγα με τους αντιστασιακούς, μου δώσανε και μετάλλια, τέλος πάντων,
κι ήτανε για πρώτη φορά τότε που ήτανε όλοι οι μεγάλοι συγγραφείς, και είδα πόσο
σταλινικοί ήτανε. [...]
Γενικά πήρα μέρος πάντα με όλες αυτές τις πολύχρωμες γυναίκες. Εχω πολλές
τέτοιες φωτογραφίες. Σε μια είμαστε μπρος μια σειρά οι αντιστασιακοί, κι εγώ
μαζί τους, παχιά τότε, γιατί με ταϊζανε όλα εκείνα, και φυσικά τότε μου
εκδηλωθήκανε όλες οι αρρώστιες, αντί να κάνω δίαιτες έπεσα σ' αυτή την
κατάσταση, και πίσω μου είναι ένας από τους χειρότερους μετά τον Στάλιν, ένα
καταραμένο όνομα κι αυτό, ο Μπρέζνιεφ. Πήγα πριν, το '63, και μετά, το '65.
Συνέδρια γυναικών ήτανε, και γενικώς αντιστασιακή κίνηση».
(Ελευθεροτυπία, 3/10/2004)
www.iospress.gr ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΣΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ |