ΛΟΓΟΚΡΙΣΙΑ ΣΤΑ ΜΜΕ ΤΩΝ ΗΠΑ
Τα "κομμένα" του 2004
ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ
1. / 2.
Σημαντικές ειδήσεις που δεν έχουν ελπίδα να περάσουν στα βασικά αμερικανικά
μίντια, τεκμηριωμένα ρεπορτάζ που ρίχνονται σιωπηρά στον κάλαθο των αχρήστων: η
σύγχρονη αμερικανική λογοκρισία μετατρέπει εφημερίδες και κανάλια σε μέσα
χαζοχαρούμενης ψυχαγωγίας και παραπληροφόρησης.
Οι νέες μορφές της αμερικανικής λογοκρισίας
εικονογραφούνται με τον πλέον πειστικό τρόπο στον φετινό τόμο του «Project
Censored», ετήσιας έκδοσης στην οποία περιλαμβάνονται τα σημαντικότερα
«απαγορευμένα» ρεπορτάζ της χρονιάς που πέρασε. Πρόκειται για δημοσιογραφικές
έρευνες οι οποίες, παρά το ενδιαφέρον και την τεκμηρίωσή τους, κόπηκαν από τα
«έγκυρα» αμερικανικά μίντια και υποχρεώθηκαν να αρκεστούν στο περιορισμένο κοινό
κάποιων εναλλακτικών μέσων ενημέρωσης.
Το ανθολόγιο των σημαντικότερων λογοκριμένων δημοσιογραφικών ερευνών της χρονιάς
αποτελεί μία από τις σοβαρότερες προσπάθειες αντίστασης στο κλίμα που έχει
δημιουργήσει η μονοπωλιακή διαχείριση της ενημέρωσης από εταιρείες-κολοσσούς, οι
οποίες διατηρούν προνομιακούς δεσμούς με την πολιτική και οικονομική ελίτ της
χώρας.
Κάθε χρόνο, επί είκοσι οκτώ ήδη χρόνια, η επιστημονική ομάδα του Πανεπιστημίου
της Σονόμα (Σαν Φρανσίσκο) εξετάζει χίλια περίπου ρεπορτάζ που κρίθηκαν
«ακατάλληλα» να απασχολήσουν τα κυρίαρχα μέσα ενημέρωσης της χώρας. Στη
συνέχεια, τα είκοσι πέντε καλύτερα από τα χίλια αυτά άρθρα υποβάλλονται σε
επιτροπή κριτών (ανάμεσά τους ο Νόαμ Τσόμσκι, η Σούζαν Φαλούντι κ.ά.), η οποία
τα ταξινομεί βάσει της ποιότητας αλλά και της σημασίας τους.
Παλιός γνώριμος της στήλης, ο επικεφαλής του προγράμματος καθηγητής Πίτερ Φίλιπς
του Πανεπιστημίου της Σονόμα μας παραχώρησε την άδεια προδημοσίευσης από τον
φετινό τόμο του «Project Censored», ο οποίος θα δοθεί στη δημοσιότητα το
ερχόμενο Σάββατο. Επιλέγουμε να παρουσιάσουμε έξι από τις είκοσι πέντε έρευνες
του τόμου, πιστεύοντας ότι συνιστούν αντιπροσωπευτικό δείγμα του είδους της
δημοσιογραφίας που αυτή τη στιγμή βρίσκεται υπό διωγμό στις Ηνωμένες Πολιτείες.
1. Ατιμωρησία
Ο υπουργός Δικαιοσύνης Τζον Ασκροφτ απεργάζεται την άμεση κατάργηση ενός από
τους αρχαιότερους νόμους που έχουν θεσπιστεί για την υπεράσπιση των ανθρώπινων
δικαιωμάτων: πρόκειται για τον Allen Torts Claim Act (ATCA), σύμφωνα με τον
οποίο κυβερνητικοί και στρατιωτικοί αξιωματούχοι, καθώς και στελέχη εταιρειών,
είναι δυνατόν να κληθούν να λογοδοτήσουν στη δικαιοσύνη για παραβιάσεις των
ανθρώπινων δικαιωμάτων που σημειώθηκαν σε χώρες του εξωτερικού.
Εννέα μόλις μήνες μετά την απόφαση αμερικανικού εφετείου, το οποίο έκρινε πως η
εταιρεία Unocal μπορεί να κριθεί υπεύθυνη για την καταπάτηση των ανθρώπινων
δικαιωμάτων των κατοίκων περιοχής της Βιρμανίας όπου κατασκεύασε αγωγό
πετρελαίου, η πρόθεση του αμερικανικού υπουργείου Δικαιοσύνης να καταργήσει τον
παμπάλαιο νόμο έχει ξεσηκώσει θύελλα διαμαρτυριών από το Παρατηρητήριο των
Ανθρώπινων Δικαιωμάτων και άλλες ανθρωπιστικές οργανώσεις.
Η ιστορία του ATCA ξεκινά το 1789, όταν ο Τζορτζ Ουάσιγκτον αποφάσισε να δώσει
σε ξένους πολίτες τη δυνατότητα να καταφύγουν στα αμερικανικά δικαστήρια
καταγγέλλοντας παραβιάσεις του διεθνούς δικαίου. Αν και κατά τα πρώτα διακόσια
χρόνια της ύπαρξής του ο νόμος παρέμεινε σχεδόν ανενεργός, από το 1980 και εξής
έχει λειτουργήσει ως νομικό έρεισμα σε περισσότερες από εκατό περιπτώσεις. Τη
χρονιά εκείνη, αμερικανικό δικαστήριο επιδίκασε δέκα εκατομμύρια δολάρια σε μια
γυναίκα από την Παραγουάη, της οποίας ο αδελφός βασανίστηκε και δολοφονήθηκε από
αξιωματούχο της παραγουανής αστυνομίας που ζούσε παράνομα στις Ηνωμένες
Πολιτείες. Εκτοτε άνοιξε ο δρόμος για την προσφυγή ξένων πολιτών στα αμερικανικά
δικαστήρια.
Την κατάργηση του νόμου επιδιώκουν από καιρό πανίσχυρα επιχειρηματικά
συμφέροντα, υποστηρίζοντας ότι οι ασχολούμενοι με υποθέσεις ανθρώπινων
δικαιωμάτων δικηγόροι αλλά και ορισμένα δικαστήρια υιοθετούν μια εξαιρετικά
διασταλτική ερμηνεία της σχετικής νομοθετικής ρύθμισης. Τη θέση αυτή
συμμερίζεται και η κυβέρνηση Μπους, με το πρόσθετο επιχείρημα ότι ο εν λόγω
νόμος επεμβαίνει σε ευαίσθητα θέματα εξωτερικής πολιτικής, καθώς επιτρέπει σε
πολίτες ξένων κρατών να καταθέτουν μηνύσεις για ζητήματα που ενδέχεται να θέσουν
σε κίνδυνο τις καλές σχέσεις της Ουάσιγκτον με χώρες των οποίων είναι απαραίτητη
η συνεργασία στον πόλεμο κατά της τρομοκρατίας.
Είναι χαρακτηριστικό ότι η κατάργηση του νόμου επιχειρείται σιωπηρά, ενώ
εφημερίδες μεγάλης κυκλοφορίας δημοσιεύουν συχνά διαφημίσεις που επιτίθενται
εμμέσως πλην σαφώς στον ATCA και υπογράφονται από ένα συνασπισμό πολυεθνικών
εταιρειών. Στα τέλη πάντως του περασμένου Μαρτίου, ομοσπονδιακός δικαστής στο
Σαν Φρανσίσκο αρνήθηκε να απορρίψει καταγγελίες, σύμφωνα με τις οποίες η Chevron-Texaco
ενδέχεται να ευθύνεται για παραβιάσεις των ανθρώπινων δικαιωμάτων σε περιοχή της
Νιγηρίας, όπου θυγατρική εταιρεία της κατασκεύασε πλατφόρμα πετρελαίου.
Αντίστοιχες μηνύσεις αντιμετωπίζουν και οι Unocal και Exxon Mobil.
2. Μαύρη Λίστα
Σύμφωνα με στοιχεία τα οποία έχουν δημοσιευτεί σε ανεξάρτητα μέσα ενημέρωσης, η
κυβέρνηση Μπους λογοκρίνει και χειραγωγεί την επιστημονική πληροφόρηση
προκειμένου να προωθήσει τα επιχειρηματικά συμφέροντα, αδιαφορώντας για τις
επιπτώσεις της πολιτικής αυτής στο περιβάλλον. Στην Ουάσιγκτον, εξήντα κορυφαίοι
επιστήμονες, μεταξύ των οποίων και είκοσι κάτοχοι του βραβείου Νόμπελ, εξέδωσαν
τον περασμένο Φεβρουάριο ανακοίνωση, με την οποία κατήγγελλαν την κυβέρνηση για
συνειδητή παραχάραξη των επιστημονικών πορισμάτων και ζητούσαν τη θέσπιση
νομοθετικών ρυθμίσεων που να διασφαλίζουν το σεβασμό της επιστημονικής έρευνας
στη χάραξη της ομοσπονδιακής πολιτικής.
Οπως έγινε πρόσφατα γνωστό, η τρέχουσα διοίκηση της Υπηρεσίας Προστασίας
Περιβάλλοντος (ΕΡΑ) έχει συγκροτήσει μια άτυπη μαύρη λίστα στην οποία
περιλαμβάνονται όλοι οι επιστήμονες που θα μπορούσαν να θέσουν προσκόμματα στην
άσκηση μιας πολιτικής υπαγορευμένης από τα επιχειρηματικά συμφέροντα.
Τα σχετικά παραδείγματα αφθονούν: όταν μια ομάδα βιολόγων που δούλευε για την
ΕΡΑ εντόπισε παραβιάσεις της νομοθεσίας για την προστασία των ειδών υπό
εξαφάνιση αντικαταστάθηκε αυτόματα από μια άλλη ομάδα, πρόθυμη να χειριστεί με
«κατανόηση» το πρόβλημα που είχε ανακύψει. Εκτός αυτού, εκπρόσωποι της ΕΡΑ
διέταξαν έναν έγκριτο βιολόγο, τον δόκτορα Τζέιμς Ζαν, να μη δημοσιεύσει μελέτη
στην οποία εντόπιζε την ύπαρξη ενός επικίνδυνου για την υγεία βακτηρίου στα
βιομηχανικά χοιροστάσια. Η ίδια πάντοτε υπηρεσία αλλοίωσε έκθεση για τις σοβαρές
επιπτώσεις στο περιβάλλον από εργασίες της εταιρείας Halliburton, η οποία, ως
γνωστόν, ανήκε στον Ντικ Τσένι.
Τον Δεκέμβριο του 2002, η ΕΡΑ «αλάφρυνε» την ισχύουσα νομοθεσία, ώστε οι μονάδες
που χρησιμοποιούν άνθρακα να αυξήσουν τον κύκλο εργασιών τους χωρίς να
υποχρεωθούν να υποβληθούν σε πρόσθετους περιβαλλοντικούς ελέγχους. Οι νέες
ρυθμίσεις καθιστούν εξαιρετικά δύσκολη την πρόσβαση του κοινού σε δεδομένα που
αφορούν την επιβάρυνση του περιβάλλοντος από τη βιομηχανία. Μελέτη η οποία
πραγματοποιήθηκε για λογαριασμό της ΕΡΑ εντόπισε υψηλές ποσότητες καρκινογόνου
ουσίας στο πόσιμο νερό. Μόλις έγιναν γνωστά τα πορίσματα της μελέτης, η συνέχιση
της έρευνας ανατέθηκε σε ελβετική εταιρεία.
Οπως έχει αποκαλυφθεί, η κυβέρνηση Μπους διορίζει στα αρμόδια συμβούλια
προστασίας του περιβάλλοντος ανειδίκευτους επιστήμονες που διατηρούν στενές
σχέσεις με τη βιομηχανία. Ενας από αυτούς δήλωσε πρόσφατα ότι τα επίπεδα του
μολύβδου είναι ασφαλή για τα παιδιά, ακόμη κι αν φθάσουν στο επταπλάσιο του
σημερινού επιτρεπόμενου ορίου.
3. Ραδιενέργεια παντού
Ο άμαχος πληθυσμός του Αφγανιστάν και του Ιράκ αλλά και τα στρατεύματα κατοχής
έχουν μολυνθεί με τρομακτικές ποσότητες ραδιενεργού -απεμπλουτισμένου και μη-
ουρανίου. Παρόμοια τύχη έχει επιφυλαχθεί κατά τους επιστήμονες και στις
γειτονικές χώρες. Το 2003, ερευνητές του Ιατρικού Κέντρου Ερευνας Ουρανίου
διαπίστωσαν ότι όλα ανεξαιρέτως τα δείγματα ούρων αφγανών πολιτών από έξι
διαφορετικές περιοχές περιείχαν μη απεμπλουτισμένο ουράνιο από 400% έως 2000%
υψηλότερο από τα φυσιολογικά επίπεδα. Τα δείγματα συγκεντρώθηκαν τέσσερις μόλις
μήνες μετά την αμερικανική επίθεση.
Το μη απεμπλουτισμένο ουράνιο είναι περισσότερο ραδιενεργό από το
απεμπλουτισμένο, το οποίο ήδη θεωρείται υπεύθυνο για τους πολλούς καρκίνους και
τη γέννηση παιδιών με γενετικές ανωμαλίες που σημειώθηκαν στο Ιράκ τα τελευταία
δέκα χρόνια. Είναι βέβαιο ότι σκόνη ουρανίου φέρουν πια στο σώμα τους και οι
αμερικανοί στρατιώτες που επιστρέφουν από τον πόλεμο. Κατά τον έλεγχο εννέα
στρατιωτών της 442ης μονάδας της Στρατιωτικής Αστυνομίας που υπηρέτησαν στο Ιράκ
διαπιστώθηκε τον Δεκέμβριο του 2003 ότι οι τέσσερις έχουν μολυνθεί με υψηλά
επίπεδα απεμπλουτισμένου ουρανίου, προφανώς επειδή εισέπνευσαν τη σκόνη από
χειροβομβίδες απεμπλουτισμένου ουρανίου που χρησιμοποιούσαν τα αμερικανικά
στρατεύματα. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο έλεγχος αυτός πραγματοποιήθηκε με
πρωτοβουλία και έξοδα νεοϋορκέζικης εφημερίδας. Η είδηση κίνησε το ενδιαφέρον
της γερουσιαστού Χίλαρι Κλίντον, η οποία όμως δεν δέχθηκε να έρθει αντιμέτωπη
στην τηλεόραση με τον Ασάφ Ντουράκοβιτς που είχε διενεργήσει τον έλεγχο.
Μεγάλες ποσότητες ουρανίου περιέχουν πλέον τα περισσότερα αμερικανικά όπλα
(«έξυπνες» και μη βόμβες, σφαίρες, χειροβομβίδες, πύραυλοι κ.ο.κ.). Τα όπλα
αυτά, κατά την εκπυρσοκρότησή τους, εκλύουν ραδιενεργό σκόνη η οποία μπαίνει στο
σώμα μέσω της αναπνευστικής οδού και παραμένει εκεί για πάντα. Το ουράνιο έχει
ημιζωή 4,5 δισεκατομμυρίων ετών. Με τον αέρα ή το νερό μολύνει το περιβάλλον σε
μεγάλη ακτίνα.
Οι άνθρωποι του Ιατρικού Κέντρου Ερευνας Ουρανίου βρήκαν εκατοντάδες Αφγανούς με
οξύτατα συμπτώματα δηλητηρίασης από την ακτινοβολία συνοδευόμενα από χρόνια
προβλήματα από εσωτερική μόλυνση με ουράνιο, καθώς και σοβαρές γενετικές
ανωμαλίες σε νεογέννητα. Τα συμπτώματα περιλάμβαναν πόνους στη σπονδυλική στήλη,
στους ώμους και τον αυχένα, ενοχλήσεις στην πλάτη και τα νεφρά, αδυναμία στις
αρθρώσεις, δυσκολίες στον ύπνο, πονοκέφαλο, προβλήματα μνήμης και δυσχέρεια
προσανατολισμού.
Στη Διάσκεψη για τα Οπλα Ουρανίου που πραγματοποιήθηκε στο Αμβούργο τον Οκτώβριο
του 2003, ανεξάρτητοι επιστήμονες από όλο τον κόσμο συσχέτισαν τη χρήση του
ουρανίου με τη ραγδαία αύξηση καρκίνων και τη γέννηση παιδιών με σοβαρές
γενετικές ανωμαλίες. Στην ίδια διάσκεψη, ο καθηγητής Κατσούμα Γιαγκασάκι από την
Οκινάουα υπολόγισε ότι οι 800 τόνοι απεμπλουτισμένου ουρανίου που
χρησιμοποιήθηκαν στο Αφγανιστάν συνιστούν το ραδιενεργό ισοδύναμο 83.000 βομβών
του Ναγκασάκι, ενώ η ποσότητα ουρανίου που ρίχτηκε στο Ιράκ αντιστοιχεί με
250.000 βόμβες του Ναγκασάκι.
4. Ναι στην παραχάραξη
Τον Φεβρουάριο του 2003, εφετείο της Φλόριντα δέχθηκε ομόφωνα ισχυρισμό του
ειδησεογραφικού δικτύου Fox News, σύμφωνα με τον οποίο δεν υπάρχει διάταξη που
να απαγορεύει την παραποίηση των ειδήσεων στις Ηνωμένες Πολιτείες!
Ολα ξεκίνησαν τον Δεκέμβριο του 1996, όταν το Fox προσέλαβε την Τζέιν Εικερ και
τον άντρα της Στιβ Ουίλσον ως μέλη της «ερευνητικής» ομάδας του. Το 1997, η
δημοσιογραφική αυτή ομάδα ασχολήθηκε με το θέμα της αυξητικής ορμόνης των
βοοειδών, μιας αμφιλεγόμενης ουσίας που παρασκευάζεται από την εταιρεία Monsanto.
Οι δύο δημοσιογράφοι ετοίμασαν ένα ρεπορτάζ σε τέσσερις συνέχειες, στο οποίο
αποκάλυπταν ότι η ορμόνη των βοοειδών είναι επικίνδυνη για την υγεία, καθώς και
ότι οι υπεραγορές τροφίμων της Φλόριντα, παρά τους περί του αντιθέτου
ισχυρισμούς τους, δεν αποφεύγουν να πωλούν στους καταναλωτές γάλα από αγελάδες
που είχαν πάρει αυξητική ορμόνη.
Οταν άρχισε να μεταδίδεται το ρεπορτάζ, οι υπεύθυνοι του δικτύου και οι
δικηγόροι του ζήτησαν από τους δύο δημοσιογράφους να ενσωματώσουν στη δουλειά
τους δηλώσεις εκπροσώπων της Monsanto, παρόλο που γνώριζαν ότι ήταν ψευδείς,
αλλά και να «επιδιορθώσουν» την ιστορία τους περιλαμβάνοντας «πληροφορίες» οι
οποίες έρχονταν σε κατάφωρη αντίθεση με τα γεγονότα.
Οι Εικερ και Ουίλσον αρνήθηκαν να υπακούσουν με αποτέλεσμα να απολυθούν. Οι δύο
δημοσιογράφοι μήνυσαν το Fox και τον Αύγουστο του 2003 δικαστήριο της Φλόριντα
δικαίωσε την Εικερ και, αποδεχόμενο ότι δεν έπρεπε να αποδεχθεί τη μετάδοση
«ψευδών και παραχαραγμένων στοιχείων», της επιδίκασε αποζημίωση 425.000
δολαρίων. Το Fox άσκησε έφεση και τον Φεβρουάριο του 2003 εφετείο της Φλόριντα
ανέτρεψε την πρωτοβάθμια απόφαση, υποστηρίζοντας ότι δεν υπάρχει «νόμος, κανόνας
ή ρύθμιση» που να παραβιάστηκε από τους υπεύθυνους του δικτύου, το οποίο έχει το
δικαίωμα να κρίνει το αν και κατά πόσον επιθυμεί να μεταδίδει ψευδείς ειδήσεις.
Το δικαστήριο αποδέχθηκε την επιχειρηματολογία των δικηγόρων του Fox, οι οποίοι
δεν αμφισβήτησαν ότι οι δημοσιογράφοι δέχθηκαν πιέσεις, αλλά υποστήριξαν ότι οι
υπεύθυνοι του δικτύου είχαν το δικαίωμα να συμπεριφερθούν στους υπαλλήλους τους
κατ' αυτόν τον τρόπο. Αξίζει να σημειωθεί ότι στο πλευρό του Fox βρέθηκαν πέντε
κολοσσοί της ενημέρωσης, δηλώνοντας ότι το δίκτυο ενήργησε σωστά, αφού επιδίωξε
να ενημερώσει σωστά και ισορροπημένα το κοινό και να αποφύγει ενδεχόμενη αγωγή
από την ενδιαφερόμενη εταιρεία. Αποτέλεσμα; Σήμερα, το Fox ζητά από την Εικερ
και τον Ουίλσον αποζημίωση 1,7 εκατομμυρίων δολαρίων...
5. Παραίτηση με το ζόρι
Στις 29 Φεβρουαρίου 2004, το Στέιτ Ντιπάρτμεντ ανακοίνωνε ότι ο Ζαν Μπερτράν
Αριστίντ παραιτήθηκε από την προεδρία της Αϊτής και ότι οι ΗΠΑ τον διευκόλυναν
να εγκαταλείψει σώος τη χώρα. Η είδηση αναμεταδόθηκε μέσα σε ελάχιστες ώρες από
τα μεγαλύτερα αμερικανικά δίκτυα, ενώ την επομένη φιγουράριζε στα πρωτοσέλιδα
των εφημερίδων. Το απόγευμα, ωστόσο, της 29ης Φεβρουαρίου, το δίκτυο Pacifica
News είχε μεταδώσει ζωντανά συνεντεύξεις δημοσιογράφων που ζουν στην Αϊτή, οι
οποίοι διατείνονταν ότι ο Αριστίντ αναγκάστηκε να παραιτηθεί ύστερα από
αμερικανικές πιέσεις και ότι ένοπλοι αμερικανοί πεζοναύτες τον είχαν απαγάγει
από το προεδρικό μέγαρο. Το πρωί της επομένης, στο δελτίο ειδήσεων του Democracy
Now!, η Μαξίν Γουότερς, μέλος του κογκρέσου, ισχυρίστηκε ότι στις 9 το πρωί είχε
δεχθεί τηλεφώνημα από τον ίδιο τον Αριστίντ, ο οποίος της διέψευσε τα περί
παραίτησής του και υποστήριξε ότι είχε απαχθεί από αμερικανούς και γάλλους
στρατιώτες. Ο Αριστίντ τηλεφώνησε και σε άλλους, οι οποίοι επιβεβαίωσαν τα
λεγόμενα της Γουότερς.
Είναι προφανές ότι τα «έγκυρα» μέσα ενημέρωσης αντιμετώπιζαν πλέον σοβαρό
πρόβλημα αξιοπιστίας για τον τρόπο με τον οποίο είχαν χειριστεί την είδηση. Στο
σημείο αυτό, η αντίδρασή τους διαφοροποιήθηκε: ορισμένα προτίμησαν να αγνοήσουν
παντελώς την πληροφορία περί απαγωγής, ενώ κάποια άλλα φρόντισαν να τη
στριμώξουν σε ένα μονοστηλάκι στις εσωτερικές τους σελίδες. Αλλα πάλι, επέλεξαν
να την παρουσιάσουν μέσα από τη διάψευσή της από τις επίσημες αμερικανικές
αρχές. Οπως και να έχει, όμως, όλα απέδειξαν ότι δεν είχαν την παραμικρή διάθεση
να ερευνήσουν, ως όφειλαν, την υπόθεση: να ψάξουν για αυτόπτες μάρτυρες, να
ελέγξουν τους εκατέρωθεν ισχυρισμούς και να ενημερώσουν θεατές και αναγνώστες
για το τι ακριβώς είχε συμβεί.
6. Κάλπες με άποψη
Η εισαγωγή των ηλεκτρονικών μηχανών ψηφοφορίας δεν άφησε το χρόνο που πέρασε
αδιάφορα τα αμερικανικά μέσα ενημέρωσης. Καθώς στις εκλογές του Νοεμβρίου
αναμένεται ότι πενήντα εκατομμύρια ψηφοφόροι θα ασκήσουν το εκλογικό τους
δικαίωμα με τη βοήθεια της νέας τεχνολογίας, ο βαθμός ασφάλειας του συστήματος
υπήρξε αντικείμενο αμφισβήτησης από αρκετές μεριές. Η κριτική, ωστόσο,
περιορίστηκε αυστηρά στην τεχνική πλευρά του ζητήματος. Τα μεγάλα μέσα
ενημέρωσης αρνήθηκαν να ασχοληθούν με μια άλλη, ιδιαίτερα σκοτεινή, πλευρά του:
το γεγονός, δηλαδή, ότι οι κύριοι προμηθευτές των μηχανών ψηφοφορίας συνδέονται
στενά με βασικά στελέχη του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος.
Τρεις εταιρείες ευθύνονται κατά κύριο λόγο για την εγκατάσταση του νέου -και
συχνά προβληματικού- ηλεκτρονικού εξοπλισμού στα εκλογικά κέντρα της χώρας: η ES&S
(Election Systems & Software), η Diebold και η Sequoia. Και οι τρεις διατηρούν
ισχυρούς δεσμούς με την κυβέρνηση Μπους και διάφορους ρεπουμπλικάνους
πολιτικούς. Οι ES&S και Diebold, ιδιοκτησίας των αδελφών Μπομπ και Τοντ
Γιουρόσεβιτς, θα καταμετρήσουν το 80% των ψήφων στις εκλογές του Νοεμβρίου.
Και οι τρεις εταιρείες βαρύνονται με οικονομικά και πολιτικά σκάνδαλα: το 1999,
το υπουργείο Δικαιοσύνης έβαλε στο αρχείο καταγγελίες ομοσπονδιακών υπαλλήλων
κατά της Sequoia, σύμφωνα με τις οποίες η εταιρεία είχε ξοδέψει σε δωροδοκίες
οκτώ εκατομμύρια δολάρια. Ο Μάικελ Μακκάρθι της ES&S χρημάτισε επικεφαλής της
προεκλογικής εκστρατείας του γερουσιαστή Τσακ Χέιτζελ το 1996 και το 2002. Ο
γερουσιαστής διαθέτει μετοχές της μητρικής εταιρείας της ES&S. Τόσο το 1996 όσο
και το 2002, το 80% των ψήφων του καταμετρήθηκε από την ES&S.
H Diebold, η πιο γνωστή από τις τρεις εταιρείες, ελέγχεται αυτή τη στιγμή
σχετικά με ένα υπόμνημα το οποίο στάλθηκε από υπεύθυνό της ενόψει των εκλογών
του Νοεμβρίου, υποσχόμενο στον Τζορτζ Μπους τις ψήφους του Οχάιο. Εκτός αυτού,
εσωτερικά σημειώματα της εταιρείας κυκλοφόρησαν στο διαδίκτυο, σύμφωνα με τα
οποία οι υπάλληλοί της φαίνεται να γνωρίζουν ότι το ηλεκτρονικό σύστημα που
διαθέτει η εταιρεία είναι επισφαλές και ενδέχεται να παραβιαστεί από χάκερ.
Η Diebold ανέθεσε τον τελευταίο καιρό στην εταιρεία SAIC την ασφάλεια του
λογισμικού της. Η πλειοψηφία του διοικητικού συμβουλίου της νέας αυτής εταιρείας
αποτελείται από πρώην στελέχη του Πενταγώνου και της CIA, συνήθως στενούς φίλους
του υπουργού Αμυνας Ράμσφελντ. Εκτός αυτού, εναντίον της SAIC εκκρεμούν σοβαρές
καταγγελίες για μόλυνση του περιβάλλοντος και κατάχρηση κονδυλίων κατά την αγορά
μαχητικών F-16. Τέλος, μεγαλομέτοχοι των εταιρειών ES&S, Diebold και Sequoia
συγκαταλέγονται στους πλέον γενναιόδωρους χορηγούς της προεκλογικής εκστρατείας
του ρεπουμπλικανικού κόμματος.
(Ελευθεροτυπία, 17/10/2004)
www.iospress.gr ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΣΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ |