ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΔΙΩΞΕΙΣ "ΚΑΤ' ΕΝΤΟΛΗΝ"
Τα διαβατήρια και ο κ. γενικός
ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ
1. / 2.
Ενας Κούρδος πολιτικός
πρόσφυγας και ένας αγωνιστής του δημοκρατικού κινήματος των μεταναστών της
δεκαετίας του '60 συνδέουν το παρελθόν με το παρόν του νέου γενικού γραμματέα
του υπουργείου Δημόσιας Τάξης. Για να μας θυμίσουν ότι τα καθεστώτα αλλάζουνε,
οι κυβερνήσεις πέφτουν, μόνο οι άνθρωποι των μηχανισμών μένουν.
Καμιά φορά η τύχη παίζει παράξενα παιχνίδια. Πριν
από τέσσερις σχεδόν δεκαετίες ένας Ελληνας διπλωματικός υπάλληλος αφαίρεσε -για
πολιτικούς λόγους- το διαβατήριο ενός μετανάστη που εργαζόταν έξι χρόνια στη
Δυτική Γερμανία, εξαιτίας της δράσης του στο δημοκρατικό και το συνδικαλιστικό
κίνημα των Ελλήνων εργαζομένων. Σήμερα, από άλλη υπεύθυνη κρατική θέση, ο ίδιος
αξιωματούχος αποφασίζει -και πάλι για πολιτικούς λόγους- να μην ανανεώσει την
άδεια παραμονής στη χώρα μας ενός Κούρδου πολιτικού πρόσφυγα που ζει στην Ελλάδα
από το 1991.
Ο κρατικός υπάλληλος με την ειδικότητα στα διαβατήρια και τις άδειες παραμονής
δεν είναι άλλος από τον σημερινό γενικό γραμματέα του υπουργείου Δημόσιας Τάξης
Λεωνίδα Α. Ευαγγελίδη. Ως πρόξενος της Ελλάδας στο Ντίσελντορφ είχε αφαιρέσει το
1966 το διαβατήριο του -μετανάστη τότε- Βαγγέλη Σακκάτου. Ο κ. Σακκάτος είναι
σήμερα πρόεδρος του Συλλόγου Ελληνοκουρδικής Συμπαράστασης. Αντιπρόεδρος του
Συλλόγου είναι ο κ. Καλάν Καζίμ, Κούρδος με τουρκική υπηκοότητα. Τη δική του
άδεια παραμονής είναι που αρνήθηκε ο κ. Ευαγγελίδης, με αποτέλεσμα να θυμίσει
-άθελά του- στον κ. Σακκάτο τη δική του περιπέτεια!
Το σχετικό έγγραφο αναφέρει ότι η υπ' αριθ. 682122 αίτηση του κ. Καλάν Καζίμ
«για ανανέωση του ειδικού δελτίου προσωρινής παραμονής για ανθρωπιστικούς
λόγους» δεν έγινε δεκτή από το Γενικό Γραμματέα ΥΔΤ (ΗΔΤ είναι στο χειρόγραφο
έγγραφο), καθόσον οι λόγοι που προβάλλονται σε αυτή, περί δίωξής του σε
περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής του, «έχουν κριθεί κατά την εξέταση του
αιτήματος ασύλου και με δεδομένο ότι, μετά τις πρόσφατες νομοθετικές
μεταρρυθμίσεις (από το έτος 2001 και εντεύθεν) οι οποίες στοχεύουν στον
εκδημοκρατισμό και την προσαρμογή της χώρας (σ.σ. της Τουρκίας) στις επιταγές
του Διεθνούς Δικαίου και των Διεθνών συμφωνιών, δεν μπορεί να συνεχίσει
υπαγόμενος στις προστατευτικές διατάξεις του άρθρου 8 ΠΔ 61/1999». Και
συνεχίζει: «Διαφαίνεται ότι απώτερος σκοπός είναι η παραμονή του στη χώρα μας,
αφού παραμένει δεκατρία συνεχή έτη με το καθεστώς της προσωρινής αναμονής για
ανθρωπιστικούς λόγους».
Η είδηση καταγράφτηκε στην «Ε» (σε ρεπορτάζ του Γιώργου Κιούση, 5/10/04).
Αναζητήσαμε τον Βαγγέλη Σακκάτο, δραστήριο συγγραφέα και δημοσιογράφο, ο οποίος
είναι γνωστός στους αναγνώστες του «Ιού», από τις αποκαλύψεις για τη
διαστρέβλωση της ιστορίας στο «Μαντολίνο του λοχαγού Κορέλι» (βλ. Ιός: «Το
μαντολίνο της Γκεστάπο», 4/6/2000). Με προθυμία ανταποκρίθηκε στην πρόσκλησή
μας. Με το κουρδικό ζήτημα ο κ. Σακκάτος ασχολείται από το 1957, ως υπεύθυνος
τότε του γραφείου τύπου του Ελληνικού Αντιαποικιακού Συνδέσμου (ΕΑΣ). Η
συνέντευξη που πήρε από τον Κούρδο ιστορικό Ισμέτ Σερίφ Βανλύ («Κουρδιστάν.
Συνέντευξις επί του Εθνικού Ζητήματος των Κούρδων», 1959) προκάλεσε την έντονη
αντίδραση της τουρκικής πρεσβείας και διάβημα του Τούρκου πρέσβη προς τον τότε
Ελληνα υπουργό Εξωτερικών Ευάγγελο Αβέρωφ.
Στο Ντίσελντορφ το 1966
Η πρώτη, λοιπόν, «συνάντηση» του κ. Σακκάτου με τον κ. Ευαγγελίδη έγινε στο
έδαφος της Δυτικής Γερμανίας. Το δρόμο της ξενιτιάς πήρε ο Βαγγέλης Σακκάτος τον
Αύγουστο του 1960, μετά από τη δίωξη εναντίον του που προκάλεσε η Ιερά Σύνοδος
της Εκκλησίας της Ελλάδος για την έκδοση του βιβλίου «Εισαγωγή στην Ιστορία των
Θρησκευμάτων» του Ανατόλ Λουνατσάρσκι. Η δίκη κατέληξε με πανηγυρική απαλλαγή
και δικαίωση του κ. Σακκάτου, όμως τα περιθώρια εργασίας και δράσης του στην
Ελλάδα είχαν στενέψει.
«Η Ασφάλεια», θυμάται ο κ. Σακκάτος, «προκειμένου να εγκρίνει την αναχώρηση μου
για τη Δυτική Γερμανία και για να πάρω διαβατήριο, μου είχε δηλώσει ρητά, πως
εκεί που θα πάω, να μην κινούμαι και οργανώνω τους εργάτες, γιατί θα με
στείλουνε πίσω δεμένον και θα με κοντύνουνε, θα μου κόψουνε τα πόδια. Η απάντησή
μου ήταν, πως δεν δίνω ποτέ υπόσχεση σε κανέναν και για τίποτα, πράττω πάντα
κατά συνείδηση και αν με στείλουνε πίσω δεμένο, όπως λένε, και πέσω στα χέρια
τους και είναι του χεριού τους, ας με κοντύνουν».
Βγαίνοντας στο εξωτερικό μόνο «ήσυχος» δεν κάθισε ο κ. Σακκάτος. Το 1961 πήρε
μέρος στην ίδρυση της Ελληνικής Κοινότητας Εργαζομένων Κολωνίας και Περιοχής και
διατέλεσε Γενικός Γραμματέας της. Το 1964 υπήρξε ο ιδρυτής της Ελληνικής
Εργατικής Κοινότητας Περιοχής Ρήνου-Βούπερ και Λεβερκούζεν. Εκλέχτηκε κατ'
επανάληψη πρόεδρός της και υπεύθυνος του Πολιτιστικού της Τμήματος, όπου και
καθιέρωσε τη συνεργασία με τα Γερμανικά Λαϊκά Πανεπιστήμια (VHS) στον τομέα της
επιμόρφωσης. Ηδη από το 1962 άρχισε να αρθρογραφεί στον ελληνικό τύπο εσωτερικού
και εξωτερικού, για την ανάγκη οργάνωσης των Ελλήνων μεταναστών της Δυτικής
Ευρώπης σε Εργατικές Κοινότητες, την ομοσπονδίωσή τους και κατ' επέκταση τη
συνομοσπονδίωσή τους και τη συνεργασία τους, αυτών της Γερμανίας, με τα
Γερμανικά Συνδικάτα, στα οποία οι Ελληνες εργαζόμενοι έπρεπε να γίνουν μέλη.
Τελικά, το 1965, ενώ είχανε ήδη ιδρυθεί αρκετές Ελληνικές Κοινότητες, ιδρύθηκε
στη Στουτγάρδη -με πρωτοβουλία και πρόσκληση της εκεί μεγάλης Ελληνικής
Κοινότητας, μέσα σε συνθήκες πολιορκίας και επιθέσεων από Ελληνες ακροδεξιούς- η
Ομοσπονδία Ελληνικών Κοινοτήτων Δυτικής Γερμανίας και Δυτικού Βερολίνου, η
σημερινή ΟΕΚ, στην ίδρυση της οποίας πήρε μέρος και αργότερα, το 1969, διατέλεσε
και μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της.
«Ομως η οργάνωση των αγροτικής προέλευσης Ελλήνων εργατών της Γερμανίας, ακόμα
και σε Ελληνικές Κοινότητες, αποτελούσε για τους τότε κρατούντες 'εθνικό
έγκλημα'», παρατηρεί ο κ. Σακκάτος. «Ετσι άρχισε ο διωγμός. Αρχισαν αφαιρέσεις
διαβατηρίων Ελλήνων εργατών, στελεχών των ιδρυόμενων από το 1961 Ελληνικών
Κοινοτήτων, κυρίως Προέδρων, και Γραμματέων, όπως και φοιτητών, στελεχών των
Ελληνικών Φοιτητικών Συλλόγων. Τότε συντάχτηκε από τις ελληνικές αρχές μια μαύρη
λίστα με τα ονόματα 362 προγραμμένων.
Σ' αυτήν εγώ είχα τον ...τιμητικό αριθμό 11. Ετσι, μια ωραία πρωία, έφθασε στο
Αλλοδαπών της περιοχής που έμενα, έγγραφο του «Βασιλικού Ελληνικού Προξενείου
Ντίσελντορφ», το οποίο με την υπογραφή του Προξένου κ. Λεωνίδα Α. Ευαγγελίδη,
ζητούσε από τις γερμανικές αρχές, κατ’ εντολή και εξ ονόματος της «Βασιλικής
Ελληνικής Πρεσβείας της Βόννης» (πρώτα το Βασιλική και μετά το Ελληνική), στην
οποία «βασίλευε» ο περιώνυμος πρεσβευτής Κύρου, να μου αφαιρέσουν το διαβατήριο
και να τους το στείλουνε, μαζί με δύο φωτογραφίες ταυτότητας, για να μου
εκδώσουνε ταξιδιωτικό έγγραφο, διάρκειας ενός μηνός, για να επιστρέψω
υποχρεωτικά στην Ελλάδα».
Το έγγραφο του κ. Ευαγγελίδη στάλθηκε στις 26/8/1966, ενώ λίγες μέρες νωρίτερα
(8/8/1966), το ίδιο Προξενείο είχε ανανεώσει το διαβατήριο του κ. Σακκάτου για
δύο χρόνια. Ο συγγραφέας θυμήθηκε τότε τα λόγια του περιώνυμου αστυνόμου
Σπυρογιαννόπουλου, του «Γραφείου Διώξεως Κομμουνισμού» της Ασφάλειας, που με
γραμματέα το μετέπειτα βασανιστή της χούντας Βασίλειο Λάμπρου και παρουσία του
τότε διοικητή της Ασφάλειας Ευαγγέλου Καραμπέτσου, τον είχε απειλήσει να μην
«κινείται» γιατί θα τον «κοντύνουνε». «Ηλθε η ώρα του κοντύματος, σκέφτηκα.
Δικτατορία θα γίνει στην Ελλάδα».
Η «Μαύρη Χειρ» και η αντίδραση
Το πολιτικό κλίμα της εποχής ήταν πολύ βαρύ. Κυβερνούσε η ομάδα των «αποστατών»
της Ενωσης Κέντρου με πρωθυπουργό τον Στέφανο Στεφανόπουλο. Ακροδεξιές ομάδες
παρακρατικών (η λεγόμενη «Μαύρη Χείρ») τρομοκρατούσαν τους μετανάστες σε όλη τη
Γερμανία. Λίγες μέρες νωρίτερα είχε σημειωθεί πρόκληση στα τοπικά γραφεία των
γερμανικών συνδικάτων στο Οπλάντεν. «Εισβάλανε Ελληνες ακροδεξιοί, συνοδευόμενοι
από τους τότε βουλευτές της ΕΡΕ Γ. Ράλλη, τον πολύ Κ. Παπαδόπουλο του Κιλκίς και
έναν Αθανασιάδη, τον ανταποκριτή του συγκροτήματος Μπότση στη Γερμανία και το
γραμματέα του Ελληνικού Γενικού Προξενείου Ντίσελντορφ και ζητήσανε από τον
τοπικό πρόεδρο, τον αείμνηστο μπάρμπα Αρθουρ Γιάκομπ, αγωνιστή των Διεθνών
Ταξιαρχιών εναντίον του Φράνκο και των Γαλλικών Μακί εναντίον του Χίτλερ την
έξωση της Ελληνικής Εργατικής Κοινότητας της Περιοχής από το σπίτι των
Συνδικάτων». Οι εισβολείς απαιτούσαν να σταματήσουν τα Συνδικάτα από τα
ελληνόφωνα φύλλα τους να κριτικάρουνε την κυβέρνηση Στεφανόπουλου που υποστήριζε
το κόμμα τους, η ΕΡΕ, και απειλούσαν ότι θα καλέσουν τους Ελληνες οπαδούς τους
να αποχωρήσουν από τα συνδικάτα.
«Η πραγματικότητα ήταν πως τότε οι οπαδοί τους δεν οργανώνονταν στα Συνδικάτα.
Ακούγανε Συνδικάτα και προγκάρανε, θεωρώντας τα 'κομμουνιστικά'. Αργότερα, μετά
την πτώση της χούντας, άρχισαν να οργανώνονται συνδικαλιστικά και κάποιοι απ'
αυτούς. Στις Κοινότητες άρχισαν να μπαίνουνε οι Πασοκτσήδες μετά το 1979 και οι
της Νέας Δημοκρατίας μετά το 1985».
Αυτά τα δύο γεγονότα, η ακύρωση του διαβατηρίου του κ. Σακκάτου και η πρόκληση
στα γραφεία του DGB στο Οπλάντεν, αποτέλεσαν το θέμα του κυρίου άρθρου της
εφημερίδας 'Metall' οργάνου του Συνδικάτου Βιομηχανίας Μετάλλου, που με τον
τίτλο 'ΘΡΑΣΟΣ' και με την υπογραφή του αρχισυντάκτη της Jakob Μoneta έκαμε
πάταγο.
«Η εφημερίδα της IG-METALL», εξηγεί ο κ. Σακκάτος, «κυκλοφορούσε τότε σε 3
εκατομμύρια φύλλα, όσα και τα μέλη της. Από αυτήν το πήρε όλος ο καθημερινός
γερμανικός τύπος και ήλθανε στο σπίτι μου όλα τα κανάλια, ενώ είχα κάμει αίτηση
για πολιτικό άσυλο από τότε, δηλαδή 6 μήνες πριν από τη δικτατορία. Παράλληλα, ο
αείμνηστος Στρατής Σωμερίτης, ως Πρόεδρος της Ελληνικής Ενωσης υπέρ των
Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Πολίτη, έθεσε εγγράφως το θέμα των διώξεων των
Ελλήνων εργατών και φοιτητών της Δυτικής Ευρώπης στην Ευρωπαϊκή και στη Διεθνή
Ενωση για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα. Ετσι το ζήτημα πήρε το χαρακτήρα σκανδάλου
και οι διώκτες μας αναγκάστηκαν να σταματήσουνε τις αφαιρέσεις διαβατηρίων σ’
εμένα. Ημουν ο 11ος στη λίστα και ο τελευταίος. Δεν τολμήσανε να προχωρήσουνε
παρακάτω. Οι υπόλοιποι 351 τη γλυτώσανε σ’ αυτή τη φάση. Αργότερα, επί χούντας,
ακυρώθηκαν μαζικά διαβατήρια, όπως συνέβη με 500 διαβατήρια που ακύρωσε ο
Πρόξενός της στη Φρανκφούρτη Κοραντής, για συμμετοχή σε αντιδικτατορικές
διαδηλώσεις».
Ο σάλος με την υπόθεση «Σακκάτου-Ευαγγελίδη» μεταδόθηκε βέβαια και στο
δημοκρατικό Τύπο της Αθήνας. Χαρακτηριστικά τα δημοσιεύματα της «Αυγής», της
«Δημοκρατικής Αλλαγής», αλλά και της «Αθηναϊκής» («Κλίμα τρομοκρατίας εις τους
μετανάστας της Γερμανίας. Ηκυρώθη το διαβατήριον του κ. Ευαγγέλου Σακκάτου»,
4/10/66) και του «Βήματος» («Ο διωγμός διά της μεθόδου των διαβατηρίων»,
6/10/66). Η υπόθεση έφτασε και στην ελληνική Βουλή, με ερώτηση του βουλευτή της
Ενωσης Κέντρου Κώστα Τσιριμώκου που κατατέθηκε στις 17/10/66. Απάντησε ο
υπουργός Δημόσιας Τάξης Χρήστος Αποστολάκος στις 18/11/66, με τη «δικαιολογία»
ότι «η ακύρωσις του διαβατηρίου του εν τη ερωτήσει αναφερομένου ατόμου εγένετο
διά σοβαρούς λόγους δημοσίας τάξεως και εθνικού συμφέροντος».
Για το κλίμα της περιόδου σημαντική είναι η μαρτυρία του αντιστασιακού Γιώργου
Βουκελάτου, ο οποίος στη μεταπολίτευση διετέλεσε γενικός διευθυντής της Νέας
Δημοκρατίας: «Πρεσβεία Βόννης, Προξενεία, τα γνωστά 'κλιμάκια' του υπουργείου
Εργασίας και διάφορες ακροδεξιές ομάδες εξαπέλυσαν ένα εξωφρενικό κλίμα
τρομοκρατίας, που άγγιξε πολλές φορές τα όρια του γερμανικού νόμου. Απειλές για
σωματική βία, εκβιασμοί για απολύσεις από την εργασία τους και υποβολή μηνύσεων
σε βάρος τους, στους τόπους καταγωγής τους για 'αντεθνική' δράση και 'προσβολή
του προσώπου του βασιλέως', αφαιρέσεις διαβατηρίων και το γνωστό 'φακέλωμα'
τέθηκαν σε εφαρμογή. Κάποιοι υπάλληλοι ελληνικών υπηρεσιών στη Γερμανία, άλλοι
ανόητοι, άλλοι από τυφλή υποταγή στους εκάστοτε κρατούντες και άλλοι από φόβο να
μη χάσουν τη δουλειά τους, λειτουργούσαν, δυστυχώς, ως σε 'διατεταγμένη υπηρεσία
της ΚΥΠ'» (σ. 86).
Στον τόπο του «εγκλήματος»
Ο Βαγγέλης Σακκάτος δεν επέστρεψε φυσικά στην Ελλάδα. Οι γερμανικές αρχές του
παραχώρησαν πολιτικό άσυλο και παρέμεινε 8 χρόνια, μέχρι την πτώση της, στη
Δυτική Γερμανία ως πολιτικός πρόσφυγας. «Λίγο καιρό αργότερα», συνεχίζει ο κ.
Σακκάτος, «πληροφορήθηκα από τον υπεύθυνο για τους ξένους του Κεντρικού
Συμβουλίου της Ομοσπονδίας Γερμανικών Συνδικάτων (DGB) συνάδελφο De Hand, πως ο
Πρόξενος Λεωνίδας Ευαγγελίδης μετατέθηκε δυσμενώς απ’ αφορμή την περίπτωσή μου,
λόγω κακού χειρισμού. Γιατί ο τρόπος που ενήργησε, γράφοντας στις γερμανικές
αρχές, συντέλεσε στο να ναυαγήσει το σχέδιο των προγραμμένων της λίστας».
Αλλά υπάρχει και συνέχεια:
Το 1987-89 ο κ. Σακκάτος ήταν στη Βόννη, διευθυντής των «Μεταναστευτικών Νέων»,
εφημερίδας της Ομοσπονδίας Ελληνικών Κοινοτήτων (ΟΕΚ). Τότε έφθασε εκεί και ο κ.
Λ. Ευαγγελίδης ως πρέσβης της Ελλάδας στη Δ. Γερμανία. «Και τότε έγινε κάτι το
ασύλληπτο. Ο Ελληνισμός της Γερμανίας θεώρησε πως γύρισε 'ο εγκληματίας στον
τόπο του εγκλήματος'. Οπου πήγαινε, οι Ελληνες αντιδρούσαν με αποδοκιμασίες. Οι
Ελληνικές Κοινότητες ζητούσαν από τους Δημάρχους των πόλεων που τον
προσκαλούσαν, ν’ ακυρώσουν τις προσκλήσεις. Και αν δεν τις ακύρωναν διαδήλωναν
εναντίον του».
Σε καταγγελία της η ΟΕΚ «εκφράζοντας τις κοινότητες μέλη της και τα βαθιά
δημοκρατικά και πατριωτικά αισθήματα του Ελληνισμού στη Δ. Γερμανία,
διαμαρτύρεται ακόμα μια φορά για την τοποθέτηση του κ. Ευαγγελίδη σαν πρέσβη στη
Βόννη. Ο Ελληνισμός στη Δ. Γερμανία που στάθηκε σταθερά στις επάλξεις του
αντιδικτατορικού αγώνα, αισθάνεται βαθιά προσβεβλημένος και αγανακτισμένος, που
13 χρόνια μετά την πτώση της χούντας εκπροσωπείται η χώρα του στη Βόννη από το
γνωστό χουντικό κ. Ευαγγελίδη, που μάλιστα έκανε τη 'διπλωματική του καριέρα'
επί χούντας στη Δ. Γερμανία. Ο κ. Ευαγγελίδης, που πρόλαβε τη χούντα στην
αφαίρεση διαβατηρίων δημοκρατών μεταναστών, σαν πρέσβης σήμερα στη Βόννη
αποτελεί καθαρή πρόκληση στα δημοκρατικά αισθήματα των συμπατριωτών μας. Δεν
είμαστε εμείς αυτοί που παριστάνουμε τους αυστηρούς κριτές υπεύθυνων άλλων
μαύρων εποχών, αφήνοντας ανοιχτές παλιές πληγές. Το αντίθετο, 13 χρόνια μετά την
κατάρρευση της δικτατορίας, έχουμε να αντιμετωπίσουμε τους διπλωμάτες του
υπουργείου των Εξωτερικών που ήταν, είναι και θα είναι, απ’ ό,τι φαίνεται,
ορκισμένοι εχθροί του λαϊκού (μεταναστευτικού) κινήματος και ιδιαίτερα των
Ελληνικών κοινοτήτων και της Ομοσπονδίας τους στη Δ. Γερμανία. Εθνική Λαϊκή
Ενότητα με ανθρώπους που όχι μόνο δεν απαρνούνται το αμαρτωλό παρελθόν τους,
αλλά επανέρχονται δριμύτεροι είναι αυτονόητο ότι δεν μπορεί να γίνει. Η
Ομοσπονδία Ελληνικών Κοινοτήτων καταγγέλλει την τοποθέτηση του κ. Ευαγγελίδη σαν
πρέσβη στη Βόννη και ζητά την άμεση απομάκρυνσή του από το δυτικογερμανικό χώρο»
(Δεκέμβριος 1987).
Σε συνδιάσκεψη του ΠΑΣΟΚ Δ. Γερμανίας, παρόντων 10 βουλευτών και υπουργών,
πάρθηκε ομόφωνη απόφαση που ζήταγε την ανάκληση του κ. Ευαγγελίδη, αλλά δεν
ίδρωσε το αυτί του τότε υπουργού Εξωτερικών Κ. Παπούλια.
Ο πρέσβης, μέσω κοινών γνωστών, επιδίωξε τότε να συναντήσει τον κ. Σακκάτο.
Εκείνος αρνήθηκε να συζητήσει με τον άνθρωπο που του είχε ακυρώσει το
διαβατήριο, αλλά ο κοινός γνωστός τον προκάλεσε, ρωτώντας τον αν φοβάται να
συζητήσει μαζί του.
«Ετσι πήγα. Ο κ. πρέσβης με ρώτησε αν νομίζω ότι αυτός προσωπικά μου ακύρωσε το
1966 το διαβατήριο. Και η απάντηση μου: 'Οχι μόνον εσείς αλλά και εσείς, ως ένα
από τα γρανάζια του μηχανισμού. Αλλωστε και ο δημοσιοϋπαλληλικός κώδικας
απαγορεύει στους δημοσίους υπαλλήλους να εκτελούν εντολές που αντίκεινται στο
Σύνταγμα, προβαίνοντας σε πράξεις παράνομες και αντισυνταγματικές, όπως η
αναιτιολόγητη ακύρωση του διαβατηρίου μου'. Ο κ. πρέσβης μου είπε πως τότε 'γύρω
από το όνομα Σακκάτος υπήρχε μία φοβία στο Προξενείο και δεν ξέρανε τι να
κάνουνε. Τελικά, συνέχισε, το ζήτημα λύθηκε με τη λίστα'. Είπε πως ήτανε ο μόνος
γερμανομαθής στο Προξενείο που έπρεπε να γράψει το γράμμα. Και αφού το έγραψε,
έπρεπε και να το υπογράψει. 'Είναι όπως στο στρατό', μου είπε επί λέξει. 'Που ο
λοχαγός δίνει μια σφαλιάρα στο λοχία, ο λοχίας στο στρατιώτη και ο στρατιώτης
δεν έχει πού να τη δώσει'. 'Ωραία αλληλουχία', ήταν η δική μου απάντηση. Του
ανάφερα αυτά που μου είχε πει ο DE HAND και μου απάντησε: -'Λίγες μέρες
αργότερα' (δηλαδή μετά την ακύρωση του διαβατηρίου μου), 'με αρπάξανε χωρίς
καμιά αιτιολογία και με στείλανε στα Σκόπια. Που ήταν και σεισμόπληκτα και δεν
είχα πού να στεγαστώ. Λέτε να ήταν γι' αυτό;' με ρωτάει. 'Μα είναι φως φανάρι',
του απάντησα».
«Αργότερα, η κυβέρνηση Μητσοτάκη τον πήρε από τη Βόννη. Και εγώ νόμισα πως τον
μεταθέσανε και πάλι δυσμενώς, αυτή τη φορά 'επί φιλοπασοκισμώ', επειδή ο Κ.
Παπούλιας δεν είχε αντιδράσει στις διαμαρτυρίες των Ελλήνων της Γερμανίας. Αλλά
είχα κάμει λάθος. Τον προαγάγανε στη θέση του πρεσβευτή της Ελλάδας στην
Ευρωπαϊκή Ενωση. Αυτά τον παλιό καλό καιρό».
Σήμερα, λοιπόν, ο κ. Λεωνίδας Ευαγγελίδης, είναι Γενικός Γραμματέας του
Υπουργείου Δημόσιας Τάξης και μ’ αυτή του την ιδιότητα προσπαθεί να απελάσει τον
αγωνιστή Καλάν Καζίμ στη «δημοκρατική» Τουρκία, κατά παράβαση του ελληνικού
Συντάγματος, του Διεθνούς Δικαίου, των Διεθνών Συμβάσεων για τα Ανθρώπινα
Δικαιώματα και κατά παράβαση στοιχειωδών κανόνων του ανθρωπισμού. «Είναι ο
...κατάλληλος άνθρωπος στην κατάλληλη θέση», καταλήγει ο συνομιλητής μας.
(Ελευθεροτυπία, 21/11/2004)
www.iospress.gr ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΣΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ |