Η ΔΙΚΗ ΤΟΥ ΚΥΚΛΩΜΑΤΟΣ ΜΑΣΤΡΟΠΕΙΑΣ ΑΝΗΛΙΚΩΝ 

 

Το ροζ κύκλωμα του ενός

 



ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ

 

1. / 2.   



Μια πολύ σημαντική δίκη μας θύμισε αυτές τις μέρες ότι εκτός από τους "άυλους" νταβατζήδες του Μπαϊρακτάρη, υπάρχουν και οι παλιοί καλοί νταβατζήδες. Η δική τους διαπλοκή δεν αφορά βέβαια τα μέσα ενημέρωσης αλλά τα όργανα της τάξης. Αλλά ο εντοπισμός τους είναι εξίσου δύσκολος.
 

Το παλιό παιχνιδάκι της κολοκυθιάς βρήκε την τέλεια εφαρμογή του στη «μεγάλη δίκη των ροζ κυκλωμάτων της μαστροπείας» που αποκαλύφτηκε τον Οκτώβριο του 1998, με την καταγγελία της δεκαεξάχρονης Τζίνας Μ. και της δεκαπεντάχρονης Καμέλιας Π. από τη Ρουμανία. Πόσοι ήταν οι δράστες; Καμιά τριανταριά! Και γιατί να είναι 30; Αμ πόσοι θες να είναι; Ας είναι 26! Και γιατί να είναι 26; Αμ πόσοι θες να είναι; Να είναι 17! Και γιατί 17; Αμ πόσοι θες να είναι; Να είναι 8. Και γιατί να είναι 8; Αμ πόσοι θες να είναι; Να είναι 4! Και γιατί να είναι 4; Αμ πόσοι θες να είναι; Να είναι ένας!

Τελικά μόνο ένας θα εκτίσει ποινή 25 χρόνων για την υπόθεση, σύμφωνα με την απόφαση του τριμελούς εφετείου κακουργημάτων που εκδόθηκε στις 3 Δεκεμβρίου. Προηγήθηκαν αλλεπάλληλες αναβολές δικών, παραλείψεις κρατικών λειτουργών, εξαφανίσεις υπόπτων. Το τριμελές έφτασε να δικάζει με τα μισά αδικήματα σε παραγραφή, με παρόντες-απόντες κατηγορουμένους, με αλλαγές καταθέσεων-αναγνωρίσεων στο ακροατήριο, λόγω εμφανούς φόβου των μαρτύρων, γεγονός που επεσήμαναν και οι ίδιοι οι εφέτες. Η πολυήμερη δίκη διεξήχθη μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας που είχαν αστράψει τις ημέρες της «εξάρθρωσης» αυτού του «μεγαλύτερου ροζ κυκλώματος». Και να σκεφτεί κανείς, ότι τις ίδιες μέρες άπειρα δημοσιεύματα και εκπομπές αφιερώθηκαν στις κακοποιημένες γυναίκες και στη βία με αφορμή την 25η Νοεμβρίου που είναι αφιερωμένη στο θέμα αυτό.

Και ήταν τουλάχιστον ατυχής η επιμονή της προέδρου να έχει στο εδώλιο ανάμεσα στους κατηγορούμενους καθισμένες και τις δύο εικοσάχρονες- πλέον- κοπέλες λόγω του από καιρού παραγραμμένου αδικήματος της παράνομης εισόδου στη χώρα. Οπως παρατήρησε σε σχετική ερώτησή μας η Αννα Διαμαντοπούλου, που ήταν παρούσα την ημέρα της απόφασης, «το να βλέπει κανείς στο ίδιο εδώλιο θύματα και θύτες ξέροντας τα γεγονότα, μόνο αγανάκτηση δημιουργεί. Φυσικά αν κάποιος ερμηνεύει σαν κομπιούτερ το γράμμα του νόμου μπορεί να οδηγηθεί σε αυτή την επιλογή αλλά είναι αποτρόπαιο γι’ αυτές τις κοπέλες όχι μόνο να έρχονται να καταθέσουν τη μαρτυρία τους αλλά να κάθονται στο εδώλιο και από ότι άκουσα να τους ζητούν να περιγράψουν την πράξη. Εδώ δεν είναι θέμα ευαισθησίας γυναικών η ανδρών. Είναι θέμα ευαισθησίας πολιτών».

Βλέπε, άκου, σώπα!

Τα δύο δεκαπεντάχρονα τότε κορίτσια-θύματα που κατάφεραν μέσα από ξύλο, βιασμούς και απειλές να φτάσουν στον ανακριτή, αποδείχτηκαν πολύ πιο «χρήσιμα» για το κράτος δικαίου από ένα ολόκληρο αστυνομικό τμήμα στη Γλυφάδα, ακριβώς απέναντι από τον οίκο-κολαστήριο. Οπως είπαν σχεδόν όλοι οι μάρτυρες αστυνομικοί στη δίκη δεν κοίταζαν ποτέ έξω από το παράθυρο του τμήματος ούτε και από το μπαλκόνι λόγω ...φόρτου εργασίας. Συνεπώς δεν γνώριζαν ότι στο διπλανό τους σπίτι βιάζονταν δεκαπεντάχρονα παιδιά ή έστω ότι λειτουργούσε παράνομος οίκος ανοχής. Μόνο οι διοικητές το γνώριζαν -όπως αρχικά καταθέτουν δύο αστυνομικοί- αλλά μάλλον το κρατούσαν επτασφράγιστο μυστικό και δεν άφηναν τους υφισταμένους τους να κάνουν έρευνες! Ισως τις είχαν αναλάβει προσωπικά οι ίδιοι...λόγω της σοβαρότητας της περίπτωσης. Από τους διοικητές, εκείνος που βρισκόταν εκεί το επίμαχο διάστημα είχε μετατεθεί ήδη όταν ξεκίνησαν οι ανακρίσεις, ενώ ο δεύτερος δικάστηκε στην παρούσα δίκη για παράβαση καθήκοντος. Το ότι οι κοπέλες αναγνώρισαν σε πρόσωπα αστυνομικών κάποιους από τους «πελάτες» ή το ότι στις καταθέσεις και στις απομαγνητοφωνημένες τηλεφωνικές συνομιλίες των πρωταγωνιστών σαφώς προκύπτει ανάμειξη αστυνομικών τουλάχιστον ως προς τη συγκάλυψη είναι μάλλον δευτερεύουσας σημασίας ζήτημα. Μόνο για έναν αστυνομικό προέκυψε ενοχή κατά την απόφαση του εφετείου πέραν της παράβασης καθήκοντος και για απλή συνέργεια σε δύο βιασμούς. Ηταν ο ίδιος που κατά τη διάρκεια της δίκης απείλησε τη μία κοπέλα μέσα στο δικαστήριο με απέλαση αν ο ίδιος θα καταδικαζόταν, ενώ υπαινίχθηκε σαφώς ότι ίσως να το 'ήθελαν και λίγο' τα θύματα. Αλλά όταν ολόκληρος βουλευτής αποφαίνεται γελώντας ότι κάθε γυναίκα τρώει τη σφαλιάρα της, τι να σου κάνει κι ο αστυνομικός που σε τελική ανάλυση τιμωρήθηκε κιόλας σε 4 χρόνια με αναστολή;

Τμήμα Ηθών!

Ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι εκθέσεις πραγματογνωμοσύνης που περιλαμβάνονται στη δικογραφία, κυρίως σε ότι αφορά τους (φυγόδικους τότε, αθώους λόγω παραγραφής τώρα) βασικούς κατηγορούμενους. Στην έκθεση αρ. 9887 περιλαμβάνονται απομαγνητοφωνημένες συνομιλίες του Σωτήρη Μάνη, ιδιοκτήτη των επίμαχων και άλλων παράνομων οίκων ανοχής με διάφορους συνεργούς του, τον Γεώργιο Μάνη (αδελφό), κάποιο Αλέκο και κάποιο Μπαμπούρη. Η πραγματογνωμοσύνη βεβαιώνει ότι οι κασέτες με τις συνομιλίες είναι γνήσιες. Η συνήγορος Γιάννα Κούρτοβικ θέλησε να ακουστούν οι πολύ διαφωτιστικές αυτές συνομιλίες, αλλά η πρόεδρος την απέτρεψε μια και ο Μάνης δεν βρισκόταν στο εδώλιο λόγω παραγραφής. Για κάποιον που θα διαβάσει προσεκτικά αυτή την απομαγνητοφώνηση θα γίνει εύκολα αντιληπτό ότι «φωτογραφίζονται» κι άλλα πρόσωπα, τα οποία όμως δεν εντοπίστηκαν, ενώ έδεναν με τα υπόλοιπα στοιχεία και τις μαρτυρίες των κοριτσιών. Στην έκθεση οι συνομιλούντες αναφέρονται σαν ΑΦ1 (Σωτήρης) και ΑΦ2 (Αλέκος).

ΑΦ1: « Οχι άμα πας να πεις και να μην πεις τίποτα. Θα είναι μπλέξιμο χοντρό και για σένα εντάξει. Ελα από κάτω μου να σου κάνω επαφή εγώ, δεν ξέρει κανείς το όνομά σου (…) έχεις ένα τέτοιο ενδεχόμενο (…) γιατί έχω εγώ ένα τέτοιο πράμα, έχω φύγει από το σπίτι, έχω αλλάξει σπίτι, άλλαξα αυτοκίνητο, κοιμόμουνα δυο μήνες σε σπίτια, στου χοντρού, στου φίλου μου του Τάκη, σ’ ένα άλλο που κρατάγαμε το σπίτι ένα μήνα (…) εγώ είχα κοριούς παντού μέχρι πάνω μου δεν ξέρω αν έχω, δεν κάνω πλάκα. Γιατί, είχα με το Σαράντο, που ήτανε για ένα άτομο, είχαμε ένα αρχ… και μισό που δίναμε και πάλι να πούμε, τον παθών μας τον τάραχο και βάλαμε και ανθρώπους μεγάλους για να καθαρίσουμε. Δεν καθαρίζουμε δηλαδή η μαστροπεία είναι δυο χρόνια Αλέκο και η δωροδοκία να πούμε είναι πέντε» (…)

Αφ1: «Τον αρχηγό, τον υπαρχηγό, τον Β, τον Γ, ποιον;»

Αφ2: « Και δεν θέλω να μου πεις που είναι ο Μπ. μέσα, δεν έχω κάλυψη τότε και ήθελα να μου το πεις αυτό το πράγμα ότι έχεις κάλυψη από τον Μπ. Δηλαδή αν δεν έχω τον διοικητή ή τον υποδιοικητή είναι σαν να μην έχω κάλυψη. Είναι μέσα και δουλεύει ο Μπ. Σήμερα είναι πρωί κι αύριο είναι απόγευμα».

Αφ1: «Και μεθαύριο έχει ρεπό και μετά παίρνει άδεια γιατί είναι Αύγουστος και άντε να δουλέψουμε…»

Αφ2: « Τα αρχ… μου θα δουλέψουνε έτσι όπως πάμε…ένας να μείνει στο ηθών σε μας θα 'ρχεται. Με τέτοιο άγχος πώς να δουλέψουμε (…) παλιά έπαιρνα τηλέφωνο στα μαγαζιά και δεν το σηκώνανε κι έλεγα ότι έχουν δουλειά, τώρα όταν δεν το σηκώνουνε λέω τους πιάσανε…»

Ακολουθούν κι άλλες σελίδες με άκρως αποκαλυπτικές συνομιλίες για τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει το επάγγελμα του μαστροπού αλλά και για διάφορες συναλλαγές που υποχρεώνονται να κάνουν για να ξεφύγουν. Πολλές φορές γίνεται αναφορά σε κάποιον Ηλία, δικηγόρο, που το όνομά του αποκαλύφτηκε στη δίκη από συνήγορο υπεράσπισης. Ο ίδιος μάλιστα συνήγορος αποκάλυψε ότι τόσο ο δικηγόρος Η.Α. όσο και κάποια Μ.Π. είναι ιδιοκτήτες τουλάχιστον 50 οίκων ανοχής και με σωρεία κατηγοριών για μαστροπείες. Στα συμβόλαια ενοικίασης των επίμαχων «στούντιο μασάζ», όπως αποκάλυψε η συνήγορος πολιτικής αγωγής Ιωάννα Κούρτοβικ, αναφέρεται πάντοτε σαν ενοικιαστής πλην του Σ. Μάνη και το όνομα κάποιου Α. Τσιρώνη, πρόσωπο άφαντο σε όλη τη προδικασία αλλά και στη δίκη. Η κ. Κούρτοβικ επισήμανε την απουσία των ουσιωδών αυτών μαρτύρων που θα βοηθούσαν στην αποκάλυψη όλου του κυκλώματος. Χαρακτηριστικό είναι ένα σημείο της απολογίας Μάνη στον ανακριτή στις 20/10/99:

Ανακριτής : «Στο γραφείο σου βρέθηκαν και κατασχέθηκαν σημειώσεις όπου αναγράφονται μεταξύ άλλων οι λέξεις 'αλλοδ', 'ηθ', 'Κυψ' έναντι δε αυτών αναγράφονται διάφορα ποσά. Τι λές γι’ αυτά;»

Μάνης: « Δεν θυμάμαι».

Στον τεράστιο όγκο της δικογραφίας περιλαμβάνονται πολλά μισθώματα με χρήση «στούντιο μασάζ» που δίνουν μια σαφή εικόνα για την έκταση του κυκλώματος σε όλη την Αθήνα πλην αυτών που αναγνώρισαν σαν τόπο μαρτυρίου τους τα δύο κορίτσια, δηλαδή της οδού Βουλιαγμένης 39 (απέναντι από το αλλοδαπών Γλυφάδας) και της οδού Κεφαλληνίας 15 (Κυψέλη). Ο ίδιος ο ανακριτής κ. Κράνης που διενήργησε την αυτοψία μεταξύ άλλων λέει για την Βουλιαγμένης 39 ότι «υπάρχει ανεμπόδιστη ορατότητα προς το διαγωνίως απέναντι οίκημα όπου στεγάζονται οι υπηρεσίες των τμημάτων της ελληνικής αστυνομίας, αλλοδαπών και τροχαίων». Πώς τώρα πρόλαβαν πριν την έρευνα και μετακόμισαν έναν ολόκληρο οίκο ανοχής μετά την καταγγελία της κοπέλας χωρίς κανένας να αντιληφθεί το παραμικρό είναι το ίδιο παράξενο με το ότι αυτός ο οίκος λειτουργούσε με τα ανήλικα στην 'αυλή' του αστυνομικού τμήματος.

Μαρτύριο χωρίς μάρτυρες

Στη δίκη αναδείχτηκαν και πάλι τα 'εθνικά' μας χαρακτηριστικά. Πρώτα πρώτα έφτασε στο ακροατήριο μετά από 6 χρόνια. Οι βασικοί προφυλακισμένοι αποφυλακίστηκαν με όρους, και μετά από συνεχείς αναβολές τώρα έχουν παραγραφεί τα εγκλήματά τους. Οι ξένοι υπήκοοι που τα θύματα αναγνώρισαν σαν φυσικούς αυτουργούς χάθηκαν από τα άγρυπνα μάτια της αστυνομίας, με αποτέλεσμα να δικάζεται μόνον ένας που εκτελούσε πλην των αρπαγών και των βιασμών και χρέη οδηγού των μαστροπών. Θυμίζουμε ότι μετά από δημοσίευμα του «Ιού» («Ο ατέλειωτος εφιάλτης της Τζ. Μ.», 19/7/03) χρειάστηκε παρέμβαση του ίδιου του τότε υπουργού κ. Πετσάλνικου για να επισπευστούν οι διαδικασίες ώστε να μην εκπνεύσουν οι χρόνοι παραγραφής.

Η αυστηρότητα της εισαγγελικής πρότασης εξαντλήθηκε μεταξύ άλλων στο πρόσωπο ενός αλβανού μετανάστη ο οποίος τυχαία βρέθηκε στο ξενοδοχείο που ερευνήθηκε και είχε πάνω του μικροποσότητα χασίς. Οι ίδιες οι κοπέλες δεν τον αναγνώρισαν καθόλου. Οι υπόλοιποι κατηγορούμενοι πλην του οδηγού και τριών αστυνομικών δεν είχαν καμιά σχέση με την αρπαγή και τους βιασμούς. Το ίδιο ισχύει και για την καθαρίστρια-ταμία του οίκου ανοχής που μάλιστα παρέμενε προφυλακισμένη για δέκα περίπου μήνες.

Οι βασικοί μάρτυρες δεν κλήθηκαν. Αυτοί που ήρθαν δεν θυμόντουσαν σχεδόν τίποτα μετά από τόσα χρόνια. Απ’ ό,τι φάνηκε, η πλέον περιορισμένη μνήμη είναι αυτή των αστυνομικών. Πολλοί δε από τους μάρτυρες ήταν εμφανώς φοβισμένοι για ευνόητους λόγους μια και κλήθηκαν να βγάλουν το φίδι από την τρύπα, και να υποκαταστήσουν τη νωχέλεια του κρατικού μηχανισμού.

Από τον τεράστιο όγκο της δικογραφίας μόνο ένα μικρό μέρος παρουσιάστηκε στο ακροατήριο, με αποτέλεσμα να μείνουν σκοτεινές πολλές πλευρές της υπόθεσης. Είναι επόμενο δε να συνεχίσει το κράτος να καταδιώκει μοναχικές ιερόδουλες ενώ αξιοσέβαστοι συμπολίτες μας εκμεταλλεύονται 30 και 50 παράνομα 'μασαζάδικα'.

Από τις πρώτες μέρες υπήρχε μια ένταση, ακόμα και από μεριάς δικαστών, όχι απέναντι στους κατηγορούμενους (όπως θα περίμενε κανείς, λόγω του ότι οι εφέτες ήταν όλες γυναίκες αλλά και λόγω της ειδεχθούς φύσης του εγκλήματος του βιασμού και της αρπαγής ανηλίκου), αλλά απέναντι στο ακροατήριο και ειδικά όταν εκδηλωνόταν κάποια διαμαρτυρία. Δεν παρατηρήθηκε η ίδια ευαισθησία της έδρας, όταν μια από τις κοπέλες-θύματα αναγνώρισε τον κατηγορούμενο απότακτο αστυνομικό Πούλο να κάθεται στο ακροατήριο και όχι στο εδώλιο. Το άτομο που υποδείχτηκε αποχώρησε βιαστικά χωρίς συνέπειες από το δικαστήριο. Και ήταν τουλάχιστον άστοχη η έκφραση της προέδρου όταν ρώταγε τις κοπέλες με την επίμονη φράση «εσείς κάνατε έρωτα με τον πελάτη;» ενώ ήταν σαφές ότι επρόκειτο περί αλλεπάλληλων βιασμών πάνω στα κορμιά και στην ψυχή τους.

Ενταση παρατηρήθηκε και από την πλευρά των συνηγόρων υπεράσπισης, με αποκορύφωμα επεισόδιο μεταξύ της συνηγόρου του βασικού κατηγορούμενου Η. Τόσκα και εκπροσώπου φεμινιστικής οργάνωσης που διαμαρτυρήθηκε για τις βασανιστικές ερωτήσεις στις οποίες υποβάλλονταν οι κοπέλες για να περιγράψουν την πράξη του βιασμού τους. Το αποτέλεσμα ήταν να αποβάλει η πρόεδρος τη γυναίκα που διαμαρτυρήθηκε από την αίθουσα. Το θέμα θα είχε αποτραπεί αν εφαρμοζόταν η απόφαση του Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Συμβουλίου της Ευρώπης (4/12/2003, πρόεδρος Χρήστος Ροζάκης) που για παρόμοια περίπτωση βιασμού δύο ανήλικων κοριτσιών στην Βουλγαρία αποφαίνεται μεταξύ άλλων ότι «δεν υπάρχει θέμα συναίνεσης σε βιασμό ανηλίκου σε καμία περίπτωση και ότι η βία δεν ορίζεται μόνο με άμεση πράξη αλλά και με το να είναι το θύμα ανίκανο να επιλέξει άλλη λύση πλην της παρά τη θέλησή του υποταγής στην ερωτική επιθυμία του θύτη». Αυτό αυτομάτως αποτρέπει κάθε ερώτηση περιγραφής της πράξης που ισοδυναμεί στην ουσία με έναν επιπλέον βιασμό του θύματος και μάλιστα μπροστά σε κοινό.

Μιλήσαμε σε ένα διάλειμμα της δίκης με τη συνήγορο του Ηλία Τόσκα, του μόνου κατηγορουμένου που θα εκτίσει ποινή κάθειρξης για αυτήν την υπόθεση. Η κυρία Παντελεάκη παραδέχτηκε ότι επρόκειτο περί βιασμών, όταν απόντες κατηγορούμενοι αλλά και οι πελάτες των οίκων ασελγούσαν στις κοπέλες, αλλά δήλωσε ότι ο δικός της πελάτης άδικα κατηγορήθηκε για το συγκεκριμένο βιασμό και ότι ήταν ο τελευταίος τροχός της αμάξης. Εφόσον ο ίδιος αρνήθηκε την κατηγορία, εκείνη έπρεπε σύμφωνα με το νόμο να διερευνήσει τα ακριβή περιστατικά γιατί «οι κοπέλες είχαν αντιφάσεις στις καταθέσεις τους». Επίσης απέδωσε την ένταση στη συνηθισμένη ατμόσφαιρα των ακροατηρίων ενώ αναρωτήθηκε για το πώς με την ίδια κατηγορία ο αστυνομικός στο σπίτι του οποίου τελέστηκε ο βιασμός επανήλθε στο Σώμα ενώ ο αλβανικής καταγωγής πελάτης της φυλακίστηκε.

Σε ερώτησή της προς την Καμέλια η συνήγορος θεώρησε σκόπιμο να ρωτήσει «πώς ήταν δυνατόν ενώ βίαζε ο Τόσκα τη μία να είναι δίπλα η άλλη; Τι έκανες εκείνη την ώρα; Καθόσουνα ξαπλωμένη και έκλαιγες; Το ένστικτο του ζώου μέσα μας κανονικά μας κάνει να αντιδρούμε!» Φυσικά η κοπέλα δεν μπόρεσε να απαντήσει «πειστικά» σε αυτά τα ερωτήματα. Ηταν φανερό ότι άβυσσος χώριζε τις δύο γυναίκες, συνήγορο και θύμα. Το ότι οι ίδιες οι κοπέλες κατέθεσαν ότι αυτός «ο τελευταίος τροχός», ο οδηγός του βασικού αυτουργού, πολλές φορές τις βίασε, τις έδειρε και τις απείλησε στην ηλικία των 15 και 16 ετών και επιπλέον πρωταγωνίστησε σύμφωνα με την κατάθεση της Τζίνας στην «επιχείρηση» εντοπισμού της, δεν αφορούσε την αποδιδόμενη σε αυτόν κατηγορία στο εφετείο.

Αλλο χαρακτηριστικό αυτής της δίκης: η συνήθης συντεχνιακή αλληλεγγύη μεταξύ των μελών της αστυνομίας, είτε πρόκειται για κατηγορούμενους είτε για μάρτυρες. Ακόμα και γυναίκες αστυνομικοί επέδειξαν την ίδια αλληλεγγύη και το δικαστήριο φάνηκε να συμμερίζεται αυτή τη στάση. Είναι ενδεικτικό ότι σε ερωτήσεις της κυρίας Κούρτοβικ προς μάρτυρα αστυνομικό του επίμαχου τμήματος η πρόεδρος παρενέβη λέγοντας ότι «εδώ δεν δικάζουμε την αστυνομία συλλήβδην, δεν είναι της παρούσης να δούμε αν οι αστυνομικοί του τμήματος συζητούσαν μεταξύ τους για την υπόθεση». Κι όταν η συνήγορος διαμαρτυρήθηκε, εξηγώντας ότι εξετάζει παράβαση καθήκοντος, η πρόεδρος απάντησε ότι δεν ενδιαφέρει το δικαστήριο το πώς λειτουργούσε και ποιοι ήταν οι σκοποί του αστυνομικού Τμήματος.

Οι υπερασπιστές των κατηγορουμένων, όπως είναι φυσικό, πρέπει να προστατέψουν τους πελάτες τους. Είναι όμως πολύ χαρακτηριστικά τα επιχειρήματα του συνηγόρου του αστυνομικοί Πούλου ο οποίος δεν παρουσιάστηκε στο δικαστήριο: « Η Τζίνα ήταν ένα πλάσμα διωγμένο που έκρινε ότι η αναγνώριση του πελάτη μου θα την έκανε αρεστή στην αστυνομία» και «ουδείς κατέθεσε εναντίον του πλην μιας συγκατηγορουμένης του (εννοεί το θύμα που όπως είπαμε ήταν και κατηγορουμένη στη δίκη) κι όποιος κάνει μια τέτοια κατηγορία πρέπει να έχει δυνατότητα αντίληψης, ήθος και ανιδιοτέλεια!» και τέλος « η πολιτική αγωγή (Κούρτοβικ) θέλει να αποδείξει ότι ένας δυστυχισμένος παντρεμένος με δυο παιδιά αστυνομικός θα πήγαινε σε οίκο ανοχής, ενώ έχει τέτοια γυναίκα και μάλιστα Ζακυνθινιά, όταν φημίζονται οι Ζακυνθινιές για την ομορφιά τους!».

Ηταν συγκλονιστική η στιγμή της κατάθεσης της Τζίνας που, αφού υποβλήθηκε σε βασανιστικές ερωτήσεις (κυρίως από τους συνηγόρους αλλά και από την έδρα) και καταλαβαίνοντας ότι προσπαθούσαν όλοι να βρούνε αντιφάσεις και ανακρίβειες στις απαντήσεις της, με μια αφοπλιστική αφέλεια αναρωτήθηκε: «Καλά, αν όλα είναι όπως τα αφήνετε να εννοηθούν, τότε εγώ γιατί βρίσκομαι εδώ;»

Η τελική απόφαση δικαίωσε την Τζίνα και την Καμέλια. Μπορεί να μην είδαν στο εδώλιο τον κύριο κατηγορούμενο και τους βασικούς συνεργούς του, αλλά τουλάχιστον δεν έφτασε όλη η υπόθεση στην παραγραφή και αποφεύχθηκε ο διασυρμός της δικαιοσύνης. Το κύκλωμα δεν εξαρθρώθηκε πλήρως, αλλά ίσως η απόφαση αυτή να είναι ένα πρώτο μήνυμα προς τους μηχανισμούς που καλύπτουν την εμπορία γυναικών και την καταναγκαστική πορνεία. Η απόφαση του τριμελούς εφετείου είναι κυρίως μια προτροπή σε γυναίκες με παρόμοιες εμπειρίες να τολμήσουν την καταγγελία των βασανιστών-βιαστών τους. Αρκεί βέβαια να βρεθεί και λίγος χώρος στα ΜΜΕ για να καταγραφεί αυτή η σημαντική απόφαση.

 

(Ελευθεροτυπία, 12/12/2004)

 

www.iospress.gr                                                                                    ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΣΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ