ΝΤΟΚΟΥΜΕΝΤΑ ΓΙΑ ΤΗΝ "ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΓΚΕΛΕΝ"
Το αμερικάνικο λίφτινγκ των Ναζί
ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ
1. / 2.
Η μεταπήδηση κάποιου πράκτορα
από υπηρεσία σε υπηρεσία δεν είναι κάτι το περίεργο. Τι γίνεται όμως όταν οι
νικητές απορροφούν ολόκληρο το μηχανισμό των ηττημένων; Χάρη στα
αποχαρακτηρισμένα αρχεία της CIA για τη (θυγατρική της) γερμανική BND, μπορούμε
να παρακολουθήσουμε μια τέτοια "συγχώνευση" επί το έργον.
Σύμφωνα με μια πετυχημένη διατύπωση, ήταν "το
χειρότερα φυλαγμένο μυστικό του Ψυχρού Πολέμου".
Οι Σοβιετικοί το αντιλήφθηκαν (και το κατήγγειλαν) σχεδόν αμέσως. Ο
δυτικογερμανικός Τύπος του αφιέρωσε αποκαλυπτικά ρεπορτάζ ήδη από τα τέλη της
δεκαετίας του '50, ενώ "λαϊκά" αμερικανικά έντυπα (όπως το Time) έσπευσαν εξίσου
δημόσια να το υπερασπιστούν.
Μόνο η ίδια η CIA σφύριζε αδιάφορα -για να παραδεχτεί επίσημα την ύπαρξή του
μόλις τον Σεπτέμβριο του 2000, όταν ο επικείμενος αποχαρακτηρισμός των σχετικών
υπηρεσιακών φακέλων απαγόρευε πια κάθε υπεκφυγή.
Ο λόγος για την εκτεταμένη μεταπολεμική στρατολόγηση ενός μεγάλου αριθμού
στελεχών του χιτλερικού καθεστώτος -και μάλιστα του σκληρού πυρήνα του (μυστικές
υπηρεσίες και μηχανισμοί ασφαλείας)- από τις ΗΠΑ, για να συνδράμουν την
εκστρατεία του "ελεύθερου κόσμου" ενάντια στον "κομμουνιστικό κίνδυνο".
Κεντρικός πυρήνας αυτής της πολιτικής υπήρξε η "Οργάνωση Γκέλεν" (από το όνομα
του επικεφαλής της, στρατηγού Ράινχαρτ φον Γκέλεν), που μετά την είσοδο της ΟΔΓ
στο ΝΑΤΟ μετασχηματίστηκε στην επίσημη Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Πληροφοριών (Bundesnachrichtendienst
ή BND), τη σημερινή δηλαδή γερμανική ΕΥΠ.
Η σχετικά πρόσφατη δημοσιοποίηση της ίδιας της "επίσημης Ιστορίας" της CIA για
την υπόθεση, μας επιτρέπει να πάρουμε μια ιδέα για τα πρώτα βήματα αυτής της
αγαστής συνεργασίας. Πρόκειται για μια ογκώδη συλλογή εγγράφων που καταρτίστηκε
από το "Ιστορικό Τμήμα" της υπηρεσίας το 1999, αποχαρακτηρίστηκε (με περικοπές)
το 2002 και τιτλοφορείται "Η σφυρηλάτηση μιας κατασκοπευτικής σύμπραξης: η CIA
και οι απαρχές της BND, 1945-49".
Αφορμή για τη σύνταξή της έδωσε η απόφαση του Κογκρέσου (1998) να ανοίξουν οι
υπηρεσιακοί φάκελλοι που αφορούν τους ναζί εγκληματίες πολέμου. Η διαδικασία
αυτή βρίσκεται ακόμη σε εξέλιξη: μέχρι σήμερα έχουν δοθεί στη δημοσιότητα κάπου
8.000.000 σελίδες ντοκουμέντων (οι 1.250.000 της CIA), ενώ πρόσφατα ανακοινώθηκε
ο προσεχής αποχαρακτηρισμός ενός ακόμη "πακέτου" εγγράφων (Washington Post
7.2.2005).
Ας επιστρέψουμε, όμως, στην υπηρεσιακή έκδοση της CIA. Παρόλο που είναι προφανής
η προσπάθεια των συντακτών της να απαλλάξουν την υπηρεσία τους από την ευθύνη
για την αρχική στρατολόγηση των Ναζί, η εικόνα που προκύπτει από τα ίδια τα
ντοκουμέντα παραμένει εξαιρετικά ενδιαφέρουσα.
Από το Ράιχ στον "Ελεύθερο Κόσμο"
Το πρώτο πράγμα που εντυπωσιάζει είναι πόσο νωρίς ξεκίνησε αυτή η συνεργασία:
κυριολεκτικά, πριν προλάβει καλά καλά να τελειώσει ο Β΄ Παγκόσμιος πόλεμος.
Από πλευράς των γερμανών "συμβαλλόμενων", αυτό ήταν λίγο πολύ φυσιολογικό: η
υπαγωγή τους στις αμερικανικές υπηρεσίες αποτελούσε για πολλούς ναζί τη μοναδική
διέξοδο για να μη δικαστούν ως εγκληματίες πολέμου.
Ο επικεφαλής της πρωτοβουλίας, στρατηγός Γκέλεν, ήταν από το Μάιο του 1942 μέχρι
το τέλος σχεδόν του πολέμου επικεφαλής της υπηρεσίας "Ξένες Στρατιές - Ανατολή"
(Fremde Heere Ost ή FHO) της στρατιωτικής κατασκοπίας (Abwehr). Επικεφαλής, με
άλλα λόγια, των ναζιστικών υπηρεσιών πληροφοριών σε όλο το Ανατολικό Μέτωπο.
Σύμφωνα με τον υπαρχηγό του, αντισυνταγματάρχη Γκέρχαρντ Βέσελ, ο Γκέλεν ήδη από
το καλοκαίρι του 1943 είχε συνειδητοποιήσει την επικείμενη ήττα του Ράιχ και την
άνοιξη του 1944 του εξομολογήθηκε τα σχέδιά του για το μέλλον: "έπρεπε να γίνει
κάτι ώστε να σωθούν οι βασικοί φάκελοι και αρχεία των FHO για τη Δύση".
Εκτιμώντας ότι, μετά τον πόλεμο, ο κόσμος θα χωριζόταν σε δύο στρατόπεδα, είχε
ήδη αποφασίσει να προσεγγίσει τους αμερικανούς (προσςφέροντάς τους σε αντάλλαγμα
την πολύτιμη πείρα του κατά των Σοβιετικών). Με δεδομένη την ώς τότε
δραστηριότητά τους, ούτε ο ίδιος ούτε ο Βέσελ είχαν άλλωστε πολλές άλλες
επιλογές.
Στα τέλη του 1944, ένα τρίτο στέλεχος ενημερώθηκε για το σχέδιο: ο
συνταγματάρχης Χέρμαν Μπάουν, επικεφαλής του δικτύου συλλογής πληροφοριών της
Abwehr στο Ανατολικό Μέτωπο. Ακολούθησε η διεύρυνση του κύκλου των "μυημένων"
ανάμεσα στα επιτελικά στελέχη των ναζιστικών υπηρεσιών. Το Φλεβάρη του 1945
εντάχθηκε στην ομάδα ο πρώην υπαρχηγός του Γκέλεν, συνταγματάρχης Χάιντς Χέρε,
επιτελάρχης τότε της μεραρχίας ρώσων δωσιλόγων του στρατηγού Βλασόφ. Τις ώρες
της κατάρρευσης στρατολογήθηκε στην υπόθεση και ο στρατηγός Βίντερ, αρχηγός της
Επιτελικής Διεύθυνσης Νότου της Βέρμαχτ.
"Συμφωνήσαμε πλήρως", αφηγείται ο τελευταίος, υιοθετώντας την πολιτικά ορθή
ορολογία των καινούριων αφεντικών του, "ότι η επόμενη φάση, που αναγκαστικά θα
προέκυπτε από την ευρωπαϊκή συμφορά, θα ήταν η διαμάχη ανάμεσα στο σοβιετικό
σύστημα και τη δυτική αντίληψη περί ελευθερίας. Ο Γκέλεν θεωρούσε καθήκον του να
διατηρήσει κάθε αξιόλογο γερμανικό στρατιωτικό αρχείο περί Ανατολής, για το καλό
των κοινών δυτικών μας αντιλήψεων".
Παρόλο το "φιλοσυμμαχικό" προσανατολισμό τους, οι ζυμώσεις αυτές ουδόλως
συνδέονταν με οποιαδήποτε αντιστασιακή δραστηριότητα. Το αντίθετο, μάλιστα.
Καθώς το Ράιχ κατέρρεε, τα στελέχη της ομάδας προωθούνταν όλο και σε ψηλότερες
επιτελικές θέσεις. Στις 21.1.45, λ.χ., ο Βέσελ ανέλαβε για ένα δίμηνο επικεφαλής
του Γραφείου Πληροφοριών του Χίμλερ. Αλλά κι ο ίδιος ο Γκέλεν, που στις 9.4.45
αντικαταστάθηκε ως "ηττοπαθής" με διαταγή του Χίτλερ από τον Βέσελ, κατηγορήθηκε
μεταπολεμικά από έγκυρα χείλη ότι είχε επιφορτιστεί με την οργάνωση ναζιστικού
αντάρτικου κατά των συμμαχικών στρατευμάτων -πληροφορία που ο ίδιος έσπευσε
φυσικά να διαψεύσει, κάνοντας λόγο για παρεξήγηση.
Η πρακτική εφαρμογή του σχεδίου προϋπέθετε, πρώτα απ' όλα, τη διάσωση των
πολύτιμων αρχείων του FHO. Η μικροφωτογράφησή τους ολοκληρώθηκε τον Απρίλιο του
1945 και στις αρχές Μαΐου, λίγες μέρες πριν τη συνθηκολόγηση, το υλικό
μεταφέρθηκε σε τρία διαφορετικά κρησφύγετα στις βαυαρικές Αλπεις.
Ακολούθησε η παράδοση των Γκέλεν, Βέσελ και Μπάουν στον αμερικανικό στρατό και η
προσφορά των υπηρεσιών τους στους καινούριους προστάτες του "δυτικού
πολιτισμού".
Παρακράτος αλά αμερικανικά
Λιγότερο προφανής από τη διαθεσιμότητα των ναζιστικών στελεχών είναι η προθυμία
της αμερικανικής πλευράς να δεχτεί τις προτάσεις τους. Αν η απορρόφηση
"τεχνοκρατών" επιστημόνων (όπως ο Βέρνερ φον Μπράουν) θεωρούνταν λίγο πολύ
αυτονόητη, δεν ίσχυε το ίδιο για τα στελέχη της Abwehr και των SS, η "ειδίκευση"
των οποίων δεν μπορούσε να διαχωριστεί από τα ποιοτικά χαρακτηριστικά του
καθεστώτος που υπηρετούσαν.
Στα μέσα του 1945 η αντιχιτλερική συμμαχία εξακολουθούσε ν' αποτελεί (τυπικά
τουλάχιστον) τη βάση των μεταπολεμικών διευθετήσεων, η δε χιτλερική ηγεσία είχε
συλληφθεί και παραπεμφθεί στη Νυρεμβέργη. Οσο για την κήρυξη του Ψυχρού Πολέμου,
αυτή απείχε τουλάχιστον μια διετία: ο Τσόρτσιλ μίλησε για "σιδηρούν παραπέτασμα"
μόλις το Μάρτιο του 1946, ενώ το Δόγμα Τρούμαν και η Κομινφόρμ προέκυψαν το
1947.
Καθόλου περίεργο, λοιπόν, που η αρχική αυτή φάση ενσωμάτωσης της "Οργάνωσης
Γκέλεν" στον αμερικανικό κατοχικό μηχανισμό χαρακτηρίζεται από ολοκληρωτική
απουσία γραπτών ντοκουμέντων -όπως, ήδη το 1948, διαπίστωσε ο τότε σταθμάρχης
της CIA στο Μόναχο, Τζέιμς Κρίτσφιλντ.
Η αρχική απόφαση για την "αξιοποίηση" του Γκέλεν και των συνεργατών του
αποδίδεται στο στρατηγό Εντουϊν Σίμπερτ, επικεφαλής του Α2 της 12ης αμερικανικής
στρατιάς (κι εν συνεχεία των αμερικανικών δυνάμεων στην Ευρώπη). Αυτός όμως, σε
μεταγενέστερη ενδοϋπηρεσιακή κατάθεσή του (1970) αποποιείται κάθε ευθύνη:
διαψεύδει ότι είχε καταλήξει σε "προφορική συνεννόηση" με τον Γκέλεν το 1945,
ισχυριζόμενος ότι συναντήθηκε μαζί του για πρώτη φορά τον Αύγουστο του 1946 (και
για τελευταία ένα μήνα μετά) και ότι ουδέποτε μίλησε με τους Βέσελ και Μπάουν. Ο
τελευταίος, ωστόσο, στο προσωπικό ημερολόγιό του αναφέρεται επανειλημμένα σε
"αποφάσεις" του Σίμπερτ για διάφορα ζητήματα.
Εκεί που όλοι συμφωνούν, είναι στον καθοριστικό ρόλο που έπαιξε ένα συγκεκριμένο
πρόσωπο: ο λοχαγός Τζον Μπόουκερ, γόνος βιομηχάνων της Ν. Υόρκης και απόφοιτος
του Γέιλ, με ισχυρές διασυνδέσεις σε πολιτικούς παράγοντες της Ουάσινγκτον. Χάρη
στη δική του παρέμβαση κι εμμονή, αποφεύχθηκε η "διάχυση" των αρχείων του FHO
στις αρμόδιες υπηρεσίες Ιστορίας του αμερικανικού στρατού, όπως αρχικά
προβλεπόταν.
"Οι ανακρίσεις αρκετών υψηλόβαθμων γερμανών αξιωματικών που είχαν διοικήσει
μονάδες στο Ανατολικό Μέτωπο, είχαν χωρίς αμφιβολία ξυπνήσει μέσα μου αυτό που
ήταν ήδη μια λανθάνουσα αντιπάθεια για τους Σοβιετικούς", διαβάζουμε στη δική
του ενδοϋπηρεσιακή κατάθεση. Εκεί, ο Μπόουκερ εξηγεί πώς αγωνίστηκε να "σώσει"
διάφορες μονάδες πληροφοριών του χιτλερικού στρατού: "Υπέδειξα τη μεταφορά
ολόκληρης της ομάδας μαζί με τα ντοκουμέντα της στην Ουάσιγκτον, [...] Επισήμανα
επίσης ότι μεγάλο μέρος της αξίας των ντοκουμέντων θα χανόταν, χωρίς ενδελεχή
ανάκριση του δευτεροβάθμιου προσωπικού που τα είχε παραγάγει". Προσπάθησε,
τέλος, να εμποδίσει την ανάκριση των συλληφθέντων από το σώμα αντικατασκοπίας (CIC)
του αμερικανικού στρατού, καθώς θεωρούσε ότι "αρκετοί από το προσωπικό του CIC
ήταν το λιγότερο φιλοσοβιετικοί στις αποκλίσεις τους".
Την ίδια τακτική ακολούθησε όταν, τον Ιούνιο του 1945, ανέλαβε την ανάκριση του
Γκέλεν. Μετά από μια φιλική συζήτηση "σχετικά με την πιθανή ευθυγράμμιση της
Δύσης κατά των Σοβιετικών", ο τελευταίος αποκάλυψε στον Μπόουκερ την ύπαρξη των
κρυμμένων αρχείων και τα σχέδιά του. "Του απάντησα ότι είμαι πεισμένος για την
αξία της δουλειάς του και πιστεύω ότι το προσωπικό και οι φάκελλοι θα πρέπει να
ανασυσταθούν το ταχύτερο, πρέπει όμως να πείσουμε τις ανώτερες αμερικανικές
αρχές". Αποκορύφωμα της συνεννόησης ήταν η εξομολόγηση του ανακριτή στον
ανακρινόμενο, ότι "στα αμερικανικά επιτελεία υπήρχε μια τρομακτική αντίθεση στη
συλλογή πληροφοριών εναντίον των σοβιετικών συμμάχων μας".
Τελικά, η επιμονή του αξιωματικού που έβλεπε "φιλοκομμουνιστές" ακόμη και στο
σκληρό πυρήνα των αμερικανικών υπηρεσιών, έφερε αποτελέσματα. Η ομάδα του Γκέλεν
μεταφέρθηκε μεν αεροπορικά τον Αύγουστο στις ΗΠΑ, παρέμεινε όμως συγκροτημένη
(μαζί με τα αρχεία της) στο Φορτ Χαντ της Βιρτζίνια. Πίσω στη Γερμανία έμειναν
οι Μπάουν και Βέσελ, που ανέλαβαν να συγκεντρώσουν παλιούς τους συνεργάτες,
ανασυγκροτώντας ουσιαστικά ένα μέρος του μηχανισμού της Abwehr.
Η καθοριστική τομή θα έρθει το Γενάρη του 1946 με την έναρξη της "επιχείρησης
Ράστι", ενός προγράμματος συλλογής πληροφοριών από τη σοβιετική ζώνη (αλλά και
"αντικατασκοπίας" στον αμερικανικό τομέα), υπό την καθοδήγηση και κάλυψη του
αμερικανικού Α2. "Η απόφαση αυτή ήταν καθοριστική, καθώς σηματοδότησε μια ριζική
τομή σε σχέση με την ώς τότε πρακτική της συγγραφής μελετών με βάση παλιούς
φακέλλους της Βέρμαχτ", εξηγεί ο λοχαγός Ερικ Ουόλντμαν, που στο επόμενο
διάστημα επρόκειτο να αναλάβει επικεφαλής του "αμερικανικού τμήματος" της
οργάνωσης.
Τον Ιούλιο του 1946, η ομάδα του Γκέλεν επιστρέφει στη Γερμανία και το πρόγραμμα
οργανώνεται σε σταθερή βάση. Υστερα από τριάμισι χρόνια ζυμώσεων ανάμεσα στις
διαδοχικές αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες της εποχής (SSU - CIG - CIA), και
παρά τις ενστάσεις που γεννά η de facto αυτονόμησή της, η "Οργάνωση" θα υπαχθεί
την 1η Ιουλίου 1949 κανονικά στη CIA.
Καθοριστική σ' αυτή την επιλογή θα είναι η διαπίστωση του σταθμάρχη του Μονάχου,
το Δεκέμβριο του 1948, ότι το όλο δίκτυο της επιχείρησης, στις τάξεις του οποίου
είχαν ήδη στρατολογηθεί "τουλάχιστον 4.000 Γερμανοί", συνιστούσε πια ένα
"τετελεσμένο".
Κράτος εν κράτει
Το δεύτερο χαρακτηριστικό της "Οργάνωσης Γκέλεν" που εντυπωσιάζει, είναι η
σχεδόν ολοκληρωτική αυτοτέλεια του μηχανισμού της απέναντι στην προϊστάμενή της
αμερικανική διοίκηση.
Σύμφωνα με την Ντιρεκτίβα της 13.10.48, το μοναδικό γραπτό ντοκουμέντο στο οποίο
κωδικοποιήθηκαν οι όροι της εκατέρωθεν συνεργασίας, ο αμερικανός διοικητής του
προγράμματος ήταν υπεύθυνος για την παροχή γενικών κατευθύνσεων και τη
χρηματοδότηση, ενώ ο γερμανός διοικητής (δηλαδή ο Γκέλεν) υπεύθυνος για την
πρακτική εφαρμογή των οδηγιών και τη διαχείριση των σχετικών κονδυλίων. Στον
Γκέλεν ανήκε επίσης αποκλειστικά η "πειθαρχική εξουσία" πάνω στην οργάνωση, ο δε
αμερικανός προϊστάμενός του μπορούσε απλώς να (του) ζητήσει την αποβολή κάποιου
μέλους. Οι ίδιες διατάξεις διατηρήθηκαν και στο "βασικό σύμφωνο" του 1949 για τη
"συνεργασία" του όλου μηχανισμού με τη CIA.
Στην πράξη, τα πράγματα ήταν ακόμη απλούστερα. "Το αμερικανικό σκέλος" της
οργάνωσης, διαπιστώνει το 1948 η έκθεση Κρίτσφιλντ, "ασχολείται πρωταρχικά με
την παροχή οικονομικής και λογιστικής υποστήριξης, καθώς και με την αντιμετώπιση
προβλημάτων νομιμοποίησης, στέγασης, κάλυψης και μεταφοράς του γερμανικού
σκέλους". Το τελευταίο, αντίθετα, "δεν μπορεί πλέον να περιγραφεί επακριβώς σαν
μια επιχείρηση συλλογής πληροφοριών", καθώς "στην πραγματικότητα έχει εξελιχθεί
σε κανονική Γερμανική Υπηρεσία Πληροφοριών, στελεχωμένη με πρώην αξιωματικούς
της Abwehr και του ΓΕΣ".
Η ίδια έκθεση σκιαγραφεί αναλυτικά τις δραστηριότητες του δικτύου. Προτεραιότητά
του αποτελεί η κατασκοπεία στην Ανατολική Γερμανία και ακολουθούν κατά σειρά η
Πολωνία, η Τσεχοσλοβακία, η Ρουμανία και η Ουγγαρία. Ο μηχανισμός της οργάνωσης
στη Γιουγκοσλαβία, αντίθετα, επρόκειτο να καταργηθεί μετά τη ρήξη Τίτο-Στάλιν
αλλά και την εξάρθωση μεγάλου μέρους του από τις γιουγκοσλαβικές υπηρεσίες.
Εντελώς δευτερεύουσα ήταν η δουλειά στη Βουλγαρία, τη Βαλτική και τη Δυτική ΕΣΣΔ
(κυρίως εντοπισμός πιθανών στόχων για την αμερικανική αεροπορία), ενώ υπήρχαν
συμπληρωματικά δίκτυα υπό ενεργοποίηση στο μεσανατολικό "υπογάστριο" της ΕΣΣΔ.
Ειδικότερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η διείσδυση της οργάνωσης στα σώματα ασφαλείας
της Δυτικής Γερμανίας. Ο Κρίτσφιλντ καταγράφει "συντονισμένες προσπάθειες"
τέτοιων στρατολογιών, καθώς και την πρόσφατη απόπειρα διορισμού ενός μέλους της
οργάνωσης "με ατυχές κομματικό παρελθόν" (δηλαδή υψηλόβαθμο στέλεχος των ναζί)
στο κρίσιμο πόστο του διοικητή των "συνοριακών φρουρών" της Βαυαρίας.
Οι παρενέργειες αυτής της διαπλοκής ήταν αναμενόμενες. Τον Ιούλιο του 1948, ο
σταθμάρχης της CIA στο Μόναχο καταγγέλλει την "ανάμιξη του 'Ράστι' στην εφαρμογή
του νόμου, ιδίως στις διαδικασίες της αποναζιστικοποίησης και των συλλήψεων",
επισημαίνοντας ότι τα ειδικά πιστοποιητικά με τα οποία εφοδιάζουν τους πράκτορες
του Γκέλεν οι αμερικανικές υπηρεσίες χρησιμοποιούνται όχι μόνο ως "μέσα
κοινωνικής προβολής" αλλά "και για τον πειθαναγκασμό των αμερικανικών και
γερμανικών αστυνομικών αρχών".
Λιγότερο διακριτικός θα είναι τον επόμενο μήνα ο αναπληρωτής σταθμάρχης της CIA
στην Καρλσρούη: "Ορισμένοι από τους πράκτορες που απασχολούνται είναι πρώην μέλη
των SS με γνωστό ναζιστικό μητρώο [...]. Οι μέθοδοι στρατολόγησης αφήνουν να
διαφανεί μια έντονα εθνικιστική ομάδα Γερμανών που εύκολα θα μπορούσε να γίνει ο
πυρήνας σοβαρής ανατρεπτικής δραστηριότητας εναντίον οποιασδήποτε κατοχικής
δύναμης. Ταυτόχρονα, η διανομή των εφοδίων, χρημάτων κ.λπ. είναι τόσο χαλαρή κι
εξεζητημένη, ώστε έχει σοβαρή επίδραση στη μαύρη αγορά".
Για τις λεπτομέρειες αυτής της ανασύστασης των παλιών ναζιστικών δικτύων,
αποκαλυπτική είναι μια μεταγενέστερη (22.8.52) αναφορά της CIA: επικεφαλής του
παραρτήματος του Εσεν είναι ένα πρώην στέλεχος των SS (Καρλ Σούετς) που θεωρούσε
ότι "το μόνο προσόν για έναν αστυνομικό ανακριτή ήταν ένα κομματικό βιβλιάριο
του ναζιστικού κόμματος με μικρό αύξοντα αριθμό".
Καθόλου περίεργο, λοιπόν, που -όπως γνωρίζουμε από άλλες πηγές- μια σειρά
πρωτοκλασάτοι εγκληματίες πολέμου, όπως ο Κλάους Μπάρμπι ή ο Αλόις Μπρούνερ,
πέρασαν τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια από τις γραμμές της "Οργάνωσης Γκέλεν". Για
τον Εμίλ Αουγκσμουργκ πάλι, στέλεχος της οργάνωσης (και παλιότερα του
Ινστιτούτου Βανσέε των SS, που σχεδίασε το Ολοκαύτωμα), ο αποχαρακτηρισμένος
φάκελλός του στη CIA περιορίζεται να διαπιστώσει ότι είναι "τίμιος και
ιδεαλιστής" που "απολαμβάνει το καλό φαΐ και ποτό" και -κυρίως- ότι "έχει μυαλό
χωρίς προκαταλήψεις".
Πολύ φυσικά, λοιπόν, η οργάνωση επιχείρησε να περιβάλει το έργο της με ακραία
μυστικότητα. Στα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, τα περισσότερα στελέχη της είχαν
ταυτότητες με ψευδώνυμα (ο Γκέλεν π.χ. εμφανιζόταν -και υπέγραφε- ως "Δρ
Σνάιντερ"), ενώ ακόμη και κατά τις διαπραγματεύσεις τους με τις επίσημες
δυτικογερμανικές αρχές (που κατέληξαν στην ίδρυση της BND) απέφευγαν να δηλώνουν
τα ονόματά τους.
Παράπλευρες απώλειες
Τελικά, το εγχείρημα του Γκέλεν είχε αίσιο τέλος: τον Απρίλιο του 1956 η
οργάνωσή του μετασχηματίστηκε σε επίσημη δυτικογερμανική Υπηρεσία Πληροφοριών
και ο ίδιος έμεινε επικεφαλής της μέχρι τον Απρίλιο του 1968. Πέθανε το 1979 σε
ηλικία 77 ετών, αφού πρώτα κυκλοφόρησε βιβλίο με τα (αυτολογοκριμένα, ως
είθισται) απομνημονεύματά του.
Η αξία του έργου του παραμένει αμφιλεγόμενη. Ηδη από τον Οκτώβριο του 1946, η
CIG εκτιμούσε λ.χ. ότι το κόστος των κατασκοπευτικών υπηρεσιών της οργάνωσης
ήταν ασύμφορο (πολλαπλάσιο, γαρ, των αντίστοιχων δαπανών των αμερικανικών
υπηρεσιών) και ζητούσε τη διάλυσή της.
Απείρως σημαντικότερη, από ιστορική άποψη, έμελλε να αποδειχθεί ωστόσο η σημασία
των "στρατηγικών" αναλύσεων του δικτύου -που επί χρόνια τροφοδοτούσε τις
αμερικανικές υπηρεσίες με υπερβολικές εκτιμήσεις για τις διαστάσεις της
"σοβιετικής απειλής" (αλλά και της αντικομμουνιστικής "ένοπλης αντίστασης" στις
χώρες της Ανατ. Ευρώπης). Οι διαστρεβλώσεις αυτές της πραγματικότητας μπορεί να
οφείλονταν σε ευσεβείς πόθους στρατευμένων ακροδεξιών, μπορεί και στη συνειδητή
προσπάθειά τους να διευρύνουν όσο γίνεται το χάσμα ΗΠΑ-ΕΣΣΔ που διασφάλιζε τη
δική τους μακροημέρευση. Το σίγουρο είναι, πάντως, ότι συνέβαλαν καθοριστικά
τόσο στη δρομολόγηση όσο και στην παράταση του Ψυχρού Πολέμου.
Κλείνοντας αυτή την περιδιάβαση, δεν μπορούμε παρά να αναρωτηθούμε για την
"αξιοποίηση" που οι αμερικανικές υπηρεσίες επιφύλαξαν, μισόν αιώνα αργότερα,
στους αντίστοιχους μηχανισμούς των ηττημένων του Ψυχρού Πολέμου. Πόσοι και ποιοι
από τους ανατολικοευρωπαίους πράκτορες κλήθηκαν να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους
στη Νέα Τάξη των Μπους και Σία;
Αν κάνουμε υπομονή καμιά πενηνταριά χρονάκια, κάτι μπορεί να μάθουμε και γι'
αυτή την ιστορία...
(Ελευθεροτυπία, 27/2/2005)
www.iospress.gr ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΣΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ |