ΤΑ ΠΟΛΛΑ ΓΥΝΑΙΚΕΙΑ ΠΡΟΣΩΠΑ ΤΟΥ ΕΘΝΙΚΟΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟΥ

 

Οι γυναίκες του Τρίτου Ράιχ
 


ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ

 

1. / 2.   



Η συζήτηση γύρω από το νέο κινηματογραφικό πορτρέτο του Χίτλερ συσκοτίζει μια εξαιρετικά σημαντική ιστορικοπολιτική διαμάχη σχετικά με τα βιώματα των Γερμανών, αλλά και των Γερμανίδων, της «διπλανής πόρτας» την εποχή του ναζισμού και, κυρίως, το βαθμό της συνενοχής τους στα ναζιστικά εγκλήματα.
 

Η «Πτώση» του Ολιβερ Χίρσμπιγκελ που προβάλλεται ήδη στις κινηματογραφικές αίθουσες και αναφέρεται στις τελευταίες ημέρες του Χίτλερ βασισμένη σε μεγάλο βαθμό στις αναμνήσεις της γραμματέως του Τράουντλ Γιούνγκε, υπήρξε μια ακόμη αφορμή για την αναζωπύρωση μιας συζήτησης που δεν λέει να καταλαγιάσει. Στο επίκεντρο της αντιπαράθεσης, δύο ζητήματα που συνεχίζουν να προκαλούν εντάσεις τόσο εντός όσο και εκτός των γερμανικών συνόρων: το πρώτο αφορά το κατά πόσον είναι θεμιτή μια προσέγγιση που να εξετάζει και τις «ανθρώπινες» πλευρές των πρωταιτίων του ναζισμού, κατά πόσον δηλαδή πρέπει να θεωρηθεί πλέον νόμιμος ο «εξανθρωπισμός του κτήνους». Το δεύτερο, αν και δεν προκύπτει άμεσα από την ταινία, επαναφέρει κατά κάποιον τρόπο στην επικαιρότητα, «εκσυγχρονίζοντάς» την, την παλιά διαμάχη για το είδος και το βαθμό της συνενοχής των Γερμανών «της διπλανής πόρτας» στα ναζιστικά εγκλήματα: πώς πρέπει να «εκτιμηθεί» η εκ των υστέρων καταγραφή των γεγονότων από τη νεαρή τότε γραμματέα του Χίτλερ; Με άλλα λόγια: τι έχουν να μαρτυρήσουν τόσο οι αναμνήσεις της Τράουντλ Γιούνγκε όσο και η πρόσληψη και χρήση τους για τους μηχανισμούς με τους οποίους οι συμπατριώτες της επιχειρούν στη σημερινή συγκυρία να διαχειριστούν το παλιό τραύμα της συλλογικής τους ευθύνης;

Αν τα ερωτήματα αυτά σχετίζονται με κάποιες λίγο πολύ γνωστές και στην Ελλάδα διαστάσεις του προβλήματος, στην αφάνεια συνεχίζει να παραμένει μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα πτυχή της όλης συζήτησης, η οποία έχει δώσει ήδη σημαντικά δείγματα γραφής, ανανεώνοντας τις γνώσεις μας για το ναζισμό και ανατρέποντας πολλές από τις ιστοριογραφικές βεβαιότητες για τους τρόπους με τους οποίους οι γερμανοί πολίτες έζησαν, συνεισέφεραν ή αντέδρασαν στην εγκαθίδρυση και επιβίωση του ναζιστικού καθεστώτος. Ο λόγος για τη σχέση των γυναικών με το ναζισμό, καθώς και για τους τρόπους με τους οποίους το φύλο (δηλαδή οι σημασίες του ανδρισμού και της θηλυκότητας) επηρέασε, διαμορφώνοντάς τις, κρίσιμες πλευρές της ναζιστικής πολιτικής.

Διαμάχη ανδρών...

Οπως είναι γνωστό, στα μέσα της δεκαετίας του '80, κορυφαίοι γερμανοί ιστορικοί και κοινωνικοί επιστήμονες συμμετείχαν σε μια έντονη δημόσια συζήτηση για τα χαρακτηριστικά του ναζιστικού καθεστώτος, τη μοναδικότητα ή μη του Ολοκαυτώματος και τις επιπτώσεις της ναζιστικής εμπειρίας στη διαμόρφωση της σχέσης των γερμανών πολιτών με το παρελθόν τους. Πρόκειται για τη λεγόμενη «διαμάχη των ιστορικών» («Historikerstreit»). Πολύ σύντομα, η συζήτηση πέρασε τα γερμανικά σύνορα και συμπαρέσυρε και μελετητές εκτός Γερμανίας, καθώς εκδοχές του ιστορικού σχετικισμού που υποστηρίχθηκε από μερίδα γερμανών επιστημόνων εμφανίστηκαν και αλλού -κατά κύριο λόγο στη Γαλλία. Επιστημονική και ταυτόχρονα άμεσα πολιτική η διαμάχη, εύκολα μπορεί να ανιχνευτεί στις αναλύσεις για τη συγκεκριμένη ιστορική περίοδο που ακολούθησαν έκτοτε.

Οι γυναίκες -τόσο οι γυναίκες ιστορικοί όσο και οι γυναίκες ως υποκείμενα της ιστορίας- απουσίαζαν από τη συζήτηση. Ουδεμία πρωτοτυπία: σε στιγμές πόλωσης, όταν τα ζητήματα που διακυβεύονται μοιάζουν ιδιαιτέρως «σοβαρά», οι γυναίκες γίνονται και πάλι αόρατες. Εξαφανίζονται μέσα σε λόγους που θέλουν να εμφανίζονται σαν γενικευτικοί, επομένως άφυλοι. (Βλέπε χαρακτηριστικά και την τρέχουσα εγχώρια αντιπαράθεση των ιστορικών με θέμα την εμφύλια βία, στην οποία το φύλο παραμένει εξοργιστικά αόρατο.)

Το παράδοξο στη γερμανική περίπτωση είναι ότι στα μέσα της δεκαετίας του '80 η ιστορία των γυναικών είχε ήδη δώσει ενδιαφέροντα δείγματα γραφής για την περίοδο του ναζισμού, θίγοντας ευαίσθητα θέματα τα οποία θα μπορούσαν να συμβάλουν σοβαρά στην όλη συζήτηση. Για παράδειγμα είχε ήδη τεθεί το κρίσιμο, όπως φάνηκε και στη συνέχεια, ζήτημα της συνδρομής ή μη των γυναικών στο ναζιστικό καθεστώς, με ορισμένες αναλύσεις να υποστηρίζουν ότι οι γυναίκες συγκαταλέγονται στα θύματα του ναζισμού και άλλες να διατείνονται ότι οι γυναίκες πρέπει να συμπεριληφθούν στους θύτες της περιόδου. Είχαν δημοσιευτεί ακόμη μελέτες που προσέγγιζαν τη γυναικεία συνενοχή όχι ως απόρροια των πράξεων των ίδιων των γυναικών, αλλά ως αποτέλεσμα της (δεδομένης) εξάρτησής τους από τους άνδρες και της (βολικής) συμμόρφωσής τους με τις ανδρικές επιλογές, αποδίδοντας τα ναζιστικά εγκλήματα στην πατριαρχική δομή του καθεστώτος.

Σύντομα, ωστόσο, οι πρώτες συμβολές φεμινιστριών ιστορικών στο ζήτημα θα φάνταζαν όλο και περισσότερο απλοϊκές, ή, τουλάχιστον, ανεπαρκείς: δεν έμοιαζε πλέον πειστική η έμφαση στην απολιτική στάση των γυναικών, η «αθώωσή» τους μέσα από τα δεινά που υπέστησαν -και το κουράγιο που επέδειξαν- στο τέλος του πολέμου. Οι εικόνες των γυναικών που αγωνίζονταν για την επιβίωση στους σωρούς των βομβαρδισμένων σπιτιών, των "Truemmerfrauen", δεν μπορούσαν πια να εξουδετερώσουν τα ερωτήματα για τα χαρακτηριστικά ενός ενδεχόμενου γυναικείου αντισημιτισμού. Ταυτόχρονα, νέες θεωρητικές φεμινιστικές αναζητήσεις για έναν λιγότερο άκαμπτο ορισμό της πατριαρχίας έθεταν ήδη σε αμφισβήτηση τις οπτικές εκείνες που εξαντλούνταν στην κατάφαση της εξουσίας του πατέρα αφήνοντας κατά μέρος την όποια εξουσία της μητέρας.

...αλλά και γυναικών

Οπως και να έχει, λίγο καιρό μετά την περίφημη «διαμάχη των ιστορικών», η οποία, όπως ήδη αναφέρθηκε, δεν καταδέχθηκε να ασχοληθεί με ερωτήματα «ελάσσονος» σημασίας, έμελλε να ακολουθήσει μια εξίσου έντονη συζήτηση, μεταξύ γυναικών αυτή τη φορά ιστορικών, η οποία θα έθετε στο επίκεντρό της το αγνοημένο από τους άνδρες ιστορικούς ζήτημα της σχέσης των γυναικών με το ναζισμό. Με την αναμενόμενη διαφορά ότι η δεύτερη αυτή διαμάχη δεν επρόκειτο να πάρει τη δημοσιότητα της πρώτης, η οποία σε μεγάλο βαθμό πέρασε μέσα από τον ημερήσιο γερμανόφωνο Τύπο. Το γεγονός δεν σχετίζεται και πάλι με τη σημασία του αντικειμένου της ή την επιστημονική ποιότητα των εμπλεκόμενων ιστορικών, αλλά με τον περιθωριακό ρόλο που συνέχιζε και, δυστυχώς, συνεχίζει να διαδραματίζει η ιστορία των γυναικών. Γιατί τα ζητήματα που απασχόλησαν τη «γυναικεία» εκδοχή της διαμάχης σε καμία περίπτωση δεν συνιστούν ένα επιμέρους, έστω συμπληρωματικό, υποκεφάλαιο της συζήτησης των «ανδρών»: θέτοντας τις γυναίκες -καλύτερα το φύλο- στην καρδιά της ιστορικής αναζήτησης, οι γυναίκες ιστορικοί αξιοποιούσαν αδούλευτες ίσαμε τότε πηγές και επιχειρούσαν ερμηνείες που σχετίζονταν με τη φύση του ναζιστικού καθεστώτος, τις συνέχειες ή τις τομές με όσα προηγήθηκαν και εκείνα που ακολούθησαν, τη σύνδεση των μέτρων κοινωνικής πρόνοιας, δηλαδή της ναζιστικής «φυλετικής υγιεινής», με τις διαδικασίες εξόντωσης των «κατώτερων φυλών» κ.ο.κ.

Αν και στην πραγματικότητα πολυφωνική, η διαμάχη των γυναικών ιστορικών επικεντρώθηκε στην αντιπαράθεση δύο προσεγγίσεων, οι οποίες καθόρισαν λίγο πολύ και το περίγραμμα της συζήτησης, δίνοντας ταυτόχρονα την εντύπωση ότι πρόκειται για έναν "καβγά" μεταξύ Γερμανίδων από τη μία πλευρά και Αμερικανίδων εβραϊκής καταγωγής από την άλλη. Οι δύο διαφορετικές αυτές προσεγγίσεις διατυπώθηκαν για πρώτη φορά συνεκτικά σε δύο έργα που εκδόθηκαν περίπου ταυτόχρονα, την εποχή ακριβώς που βρισκόταν σε εξέλιξη η διαμάχη των (ανδρών) ιστορικών: το πρώτο είναι η μελέτη της Γερμανίδας Γκίζελα Μποκ για την υποχρεωτική στείρωση την εποχή του εθνικοσοσιαλισμού (1986) και το δεύτερο το βιβλίο της Αμερικανίδας Κλόντια Κουνζ με θέμα τη μητρότητα, την οικογένεια και τη ναζιστική πολιτική (1986).

Σύμφωνα με την ανάλυση της Μποκ, βασική καινοτομία του ναζιστικού καθεστώτος υπήρξε, παρά την περί του αντιθέτου ρητορεία του, η πολιτική του κατά των γεννήσεων, η οποία δυνάμει θυματοποιούσε όλες ανεξαιρέτως τις γυναίκες πλήττοντας τη (βιολογική και κοινωνική) μητρική τους ταυτότητα. Από την άποψη αυτή, οι υποχρεωτικές εκτρώσεις και η στείρωση των «ανεπιθύμητων» υπήρξε το αναγκαίο πρώτο βήμα που θα οδηγούσε σύντομα στις μαζικές δολοφονίες και τη γενοκτονία. Βασισμένη σε διαφορετικές πηγές, η Κουνζ υποστήριξε από την πλευρά της ότι η πλειονότητα των γυναικών (όπως εξάλλου και των ανδρών) συνεργάστηκε με το καθεστώς: δεν πρόκειται μόνο για εκείνες που προσχώρησαν στις ναζιστικές γυναικείες οργανώσεις και άντλησαν οφέλη από τους ναζιστικούς κρατικούς θεσμούς. Και όσες δεν ενίσχυσαν ενεργητικά το καθεστώς συνέβαλαν στην εδραίωσή του, αποδεχόμενες τις θέσεις του για μια ξεχωριστή, ουδέτερη πολιτικά, γυναικεία σφαίρα, έναν γυναικείο «ζωτικό χώρο», ο οποίος επέτρεπε στις γυναίκες να αναλάβουν το βάρος για τη διατήρηση και βελτίωση της «φυλής».

Παρόλο που οι μισές περίπου από τις 400.000 υποχρεωτικές στειρώσεις αφορούσαν άνδρες, η Μποκ διατύπωσε την άποψη ότι οι γυναίκες υπήρξαν τα κύρια θύματα αυτής της πολιτικής, όχι μόνο επειδή το 90% των ατόμων που υπέκυψαν στο χειρουργείο κατά τη στείρωσή τους ήταν γυναίκες, αλλά κυρίως επειδή η στέρηση της μητρότητας είναι κατά τη γνώμη της περισσότερο επώδυνη από τη στέρηση της πατρότητας. Στη λογική αυτή, η αναπαραγωγική πολιτική του ναζιστικού καθεστώτος μετέτρεπε όλες τις γυναίκες σε θύματα, απειλώντας τες με έκτρωση ή στείρωση στην περίπτωση που δεν συμμορφώνονταν με τους όρους του για τη φυλετική καθαρότητα και δεν αποδέχονταν το ρόλο που τους είχε ανατεθεί για την επίτευξή της.

Θύτες και θύματα

Εγκληματική λοιπόν άρνηση της μητρότητας ή συνειδητή -και βολική για τις γυναίκες- εργαλειοποίησή της; Οι διαφωνίες δεν σταματούσαν εδώ. Η Μποκ υπογράμμιζε για παράδειγμα ότι οι γυναίκες δεν επωφελήθηκαν από τα προγράμματα του καθεστώτος για ενίσχυση των επιθυμητών γεννήσεων (προγαμιαία δάνεια κ.ο.κ.), ενώ η Κουνζ και ακόμη εντονότερα η Γερμανίδα Ούτε Φρέβερτ τόνισαν ότι η κοινωνική πολιτική των ναζί βρήκε ανταπόκριση σε εκατομμύρια γυναίκες, όπως συνάγεται από την αύξηση των γάμων και των γεννήσεων μετά το 1933. Αλλά και μέσα στις ναζιστικές γυναικείες οργανώσεις, σύμφωνα με την ανάλυση της Μποκ, οι γυναίκες, και κυρίως οι μητέρες, στάθηκαν λιγότερο εύπιστες από τους άνδρες στη ναζιστική προπαγάνδα, ενώ η Κουνζ, η Φρέβερτ, η Α. Κουν και άλλες υποστήριξαν ότι τα τρία εκατομμύρια τριακόσιες χιλιάδες γυναίκες που κατείχαν κάποια θέση στις οργανώσεις αυτές δεν μπορεί παρά ως ένα βαθμό να συναινούσαν στις επιλογές του καθεστώτος.

Αλλο σημείο τριβής υπήρξε η ερμηνεία της στάσης εκείνων των γυναικών που συμμετείχαν άμεσα και ενεργητικά στα εγκλήματα που διαπράχθηκαν στα στρατόπεδα του θανάτου: κατά την Μποκ επρόκειτο για γυναίκες χωρίς οικογένεια που προσπάθησαν να εκμεταλλευτούν την πολιτική συγκυρία για να βελτιώσουν την επαγγελματική τους θέση. Στη λογική αυτή, η συνεισφορά τους στη ρατσιστική πολιτική του ναζισμού υπήρξε απόρροια της μίμησης ανδρικών προτύπων. Μεταγενέστερες αναλύσεις θα εστίαζαν στις γυναίκες αυτές, δείχνοντας όχι μόνο ότι η στάση τους υπήρξε αποτέλεσμα συνειδητής επιλογής, αλλά και ότι η τύχη που τους επιφυλάχθηκε μετά τον πόλεμο πρέπει άμεσα να συναρτηθεί με το φύλο τους: μην πιστεύοντας ότι οι γυναίκες ήταν δυνατόν να ευθύνονται για σοβαρά εγκλήματα, οι νικητές του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου δεν «είδαν» την ενοχή τους και τις τιμώρησαν πολύ ελαφρύτερα από τους άνδρες.

Η σχέση των μεσοπολεμικών γυναικείων οργανώσεων με τον εθνικοσοσιαλισμό την περίοδο της ανόδου του αποτελεί ένα ακόμη κρίσιμο κεφάλαιο της διαμάχης. Ασφαλώς και ήταν ήδη γνωστή η αναγκαστική αποχώρηση των εβραίων γυναικών από την Ενωση Γερμανικών Γυναικείων Οργανώσεων (Bund Deutscher Frauenvereine) στα 1933 και η σιωπηρή αποδοχή της από την πλειονότητα των γυναικείων οργανώσεων της εποχής. Η ερμηνεία ωστόσο της Κουνζ προχωρούσε ένα βήμα παραπέρα, εντοπίζοντας συγγένειες μεταξύ του φεμινιστικού και του εθνικοσοσιαλιστικού λόγου - τη χρήση για παράδειγμα της ναζιστικής έννοιας του «ζωτικού χώρου» (Lebensraum) από τις γυναικείες οργανώσεις της εποχής. Στην ανάλυσή της, το γεγονός ότι οι Γερμανίδες, ακόμη και εκείνες που συμμετείχαν στο γυναικείο κίνημα, θεωρούσαν ότι οι ρόλοι των φύλων οφείλουν να απορρέουν από τη βιολογική τους διαφορετικότητα, διευκόλυνε τις γυναίκες που ταυτίστηκαν με το ναζισμό να εμφανίσουν τις ακραίες θέσεις τους ως συνέχεια των επεξεργασιών του μεσοπολεμικού γυναικείου κινήματος.

Φύλο και φυλή

Οσα προηγήθηκαν είναι ελάχιστες μόνον όψεις μιας αντιπαράθεσης εξαιρετικά ενδιαφέρουσας, βασισμένης σε αναγνώσεις ανεκμετάλλευτων έως τότε πηγών, η οποία έθιγε θεμελιώδη ζητήματα φεμινιστικής θεωρίας και πολιτικής. Στα χρόνια που ακολούθησαν, τη δεκαετία δηλαδή του '90, νεότερες μελέτες πήραν τη σκυτάλη τροφοδοτώντας μια συζήτηση που συνεχίζεται ακόμη. Στην πορεία αυτή, ιδιαίτερη σημασία έχει η προσπάθεια για υπέρβαση της διχοτομικής πρόσληψης των σχέσεων των γυναικών με το ναζισμό. Στη θέση της απλουστευτικής εμμονής «συνεργοί ή θύματα», νεότερες προσεγγίσεις επιχειρούν να αντιληφθούν το εύρος, την ποικιλία αλλά και την αντιφατικότητα των γυναικείων εμπειριών της περιόδου, ανοίγοντας νέα πεδία έρευνας: από τα αποσιωπημένα έμφυλα χαρακτηριστικά των γυναικείων βιωμάτων στα στρατόπεδα συγκέντρωσης έως την εξίσου αποσιωπημένη σεξουαλική βία που υπέστησαν οι γυναίκες από τα συμμαχικά στρατεύματα κατοχής στη Γερμανία του 1945.

Στη νέα αυτή φάση, ιδιαίτερα μετά τις ανατροπές που ακολούθησαν την ένωση των δύο γερμανικών κρατών, η κατασκευή της μνήμης και η μεταβίβασή της αποκτούν έναν ιδιαίτερο ρόλο, ενώ η ιστορική αναζήτηση δανείζεται από την ψυχανάλυση εργαλεία για την κατανόηση των ψυχικών διεργασιών μέσα από τις οποίες το τραύμα της μητέρας μπορεί να κρύβεται πίσω από τις ενοχές της κόρης. Διόλου τυχαία, όπως έχει παρατηρηθεί, οι ιστορικοί της δεκαετίας του '90, γυναίκες 40 ή 50 ετών, επέμεναν ακόμη να θέτουν τα ερωτήματά τους από την πλευρά της κόρης που αναζητά τρόπους για να συμφιλιωθεί με το παρελθόν της μητέρας της, δηλαδή με ό,τι μία από αυτές τις ιστορικούς ονομάζει «αρνητική κληρονομιά» της.

Στον αντίποδα τώρα των γυναικών που αναγκάστηκαν να απωθήσουν, ως φιλοναζιστικά, τα βιώματά τους, μια άλλη κατηγορία γυναικών, εκείνες που επέζησαν από το Ολοκαύτωμα, υποχρεώθηκαν σιωπηλά να σβήσουν από τη μνήμη τους την «ειδική» μεταχείριση που τους επιφυλάχθηκε από τους βασανιστές τους. Το πρόβλημα των «αγνοημένων αναμνήσεων» που μετατρέπονται σε «λησμονημένες μνήμες» συνδέεται ευθέως, όπως έδειξαν πρόσφατες μελέτες, με την ασυνείδητη άρνηση των ιστορικών του Ολοκαυτώματος να φανταστούν τη γενοκτονία (και) με όρους φύλου, επομένως με την αδυναμία τους να «ακούσουν» όσα έχουν ή όσα θα μπορούσαν να τους πουν οι συνομιλήτριές τους.

Στο μεταξύ, τη διαμάχη για το κατά πόσον οι γυναίκες πρέπει να προσμετρηθούν στα θύματα ή να συγκαταλεχθούν στους συνεργούς του ναζιστικού καθεστώτος υποκατέστησε ως ένα βαθμό η συζήτηση σχετικά με το αν το φύλο ή η φυλή συνιστά το προνομιακό εργαλείο για την κατανόηση των μεθόδων άσκησης της ναζιστικής πολιτικής. Ιστορικοί που συγκρούστηκαν παλαιότερα για τη σχέση των γυναικών με το ναζισμό έρχονταν τώρα να συμφωνήσουν ότι πρωταρχικός στόχος των εθνικοσοσιαλιστών δεν στάθηκε ο έλεγχος ή/και η καταπίεση των γυναικών, αλλά μια νέα ευρωπαϊκή τάξη βασισμένη σε μια άκαμπτη φυλετική ιεραρχία. Η φυλή κρίνεται έτσι σημαντικότερη από το φύλο, ο ρατσισμός από το σεξισμό.

Και πάλι τα προβλήματα παραμένουν: δεν πρόκειται απλώς για το προφανές, δηλαδή για το ότι ο ρατσιστικός λόγος επιστρατεύει πάντοτε μεταφορές της έμφυλης διαφοράς προκειμένου να τους αναθέσει την απόδειξη της υποτιθέμενης κατωτερότητας του "έκφυλου", καθότι "θηλυπρεπούς", «άλλου». Η γενική κατηγορία «φυλή» τείνει αφενός να συσκοτίσει τις τεράστιες διαφορές μεταξύ των ομάδων που κρίθηκαν «φυλετικά ακατάλληλες» και αφετέρου να σχετικοποιήσει την ιδιαιτερότητα του αντισημιτισμού. Εκτός αυτού, με την υποβάθμιση του φύλου ως αναλυτικής κατηγορίας χάνεται και πάλι από τον ορίζοντα η κεντρική θέση των γυναικών που, αν μη τι άλλο, ως αρμόδιες για την αναπαραγωγή βρέθηκαν θέλοντας και μη στην καρδιά των «βιοκοινωνικών» πολιτικών του καθεστώτος.

Είναι βέβαιο ότι η διερεύνηση των τρόπων με τους οποίους η κατηγορία φυλή συνυφαίνεται με την κατηγορία φύλο στη ναζιστική ρητορεία και πράξη συνιστά την πλέον ενδεδειγμένη μεθοδολογικά απάντηση στο πρόβλημα. Γιατί, πράγματι, κάποιες γυναίκες θεωρήθηκαν φυλετικά ανώτερες και ενισχύθηκαν να ζήσουν όψεις της θηλυκότητάς τους, κάτι που απαγορεύτηκε σε κάποιες άλλες -Εβραίες, Τσιγγάνες, ξένες εργάτριες κ.ο.κ. Το ξεδιάλεγμα ωστόσο αυτό, αν και βασισμένο σε κριτήρια φυλετικά, διέθετε πάντοτε τη διάσταση του φύλου. Τα κριτήρια της επιλογής -καταναγκαστικά έργα ή θάνατος, στρατόπεδο συγκέντρωσης ή εξόντωσης- διαφοροποιούνταν βάσει της εθνικότητας και του φύλου. Κι αν η διαδικασία που οδηγούσε στο Αουσβιτς υπαγορευόταν από τα δόγματα της ναζιστικής φυλετικής πολιτικής, εκεί, στον τόπο του μαρτυρίου, οι γυναίκες και οι άνδρες χωρίζονταν και οι γυναίκες με μικρά παιδιά καθώς και οι έγκυες οδηγούνταν αυτομάτως στο θάνατο.

 

(Ελευθεροτυπία, 27/3/2005)

 

www.iospress.gr                                                                                    ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΣΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ