ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΤΟΥ ΚΑΘΗΓΗΤΗ Ι. ΧΑΣΙΩΤΗ ΚΑΙ ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΤΟΥ «ΙΟΥ»
Αρμένιοι: «φίλοι» ή «εχθροί»;
ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ
1. / 2.
Τελικά, το ρεπορτάζ του «Ιού» για τις ελληνοαρμενικές τριβές του παρελθόντος («Κ.Ε.»
24.4.05) προκάλεσε ανεπάντεχες αντιδράσεις. Ορισμένοι Αρμένιοι της Αθήνας ενοχλήθηκαν από την αποκάλυψη της αρνητικής εικόνας που, σε παλιότερες εποχές και κάτω από πολύ διαφορετικές συνθήκες, είχε διαμορφώσει για την κοινότητά τους η ελληνική εθνικοφροσύνη. Πρόθεσή μας δεν ήταν, φυσικά, να δώσουμε υπόσταση στα όποια αρνητικά στερεότυπα, αλλά να τονίσουμε πόσο αυθαίρετη είναι η φαντασιακή κατασκευή διαχρονικών συλλογικών «εχθρών» και «φίλων» του έθνους. Υποψιαζόμαστε πάντως ότι, σε πενήντα ή εκατό χρόνια από σήμερα, πολλοί από τους απογόνους των σημερινών οικονομικών μεταναστών, δομικά ενσωματωμένοι πλέον στην ελληνική κοινωνία της εποχής τους, θα αντιμετωπίζουν με ανάλογη φρίκη κάθε αναφορά στα σημερινά κυρίαρχα στερεότυπα των «γηγενών» εις βάρος των προγόνων τους...
Πιο συγκροτημένη υπήρξε η αντίδραση του (ειδικευμένου στο ζήτημα) καθηγητή Ιωάννη Χασιώτη, δημοσιεύματα του οποίου χρησιμοποιήθηκαν ως μία από τις πηγές του άρθρου μας. Σε μακροσκελή επιστολή του προς τον «Ιό» καταθέτει τη δική του άποψη για το θέμα μας. Παραθέτουμε αυτούσιο το κείμενό του και, σε διπλανή στήλη, την απάντησή (και κάποιες συμπληρωματικές παρατηρήσεις) μας.
Η επιστολή Χασιώτη
Αξιότιμοι Κύριοι,
Στον «Ιό» της Κυριακάτικης Ελευθεροτυπίας (24 Απρ.) δημοσιεύσατε ένα εκτενές μελέτημα για τις ελληνοαρμενικές σχέσεις με αρκετές ενδιαφέρουσες πληροφορίες. Αλλά η «επιλεκτική» «σταχυολόγηση» (τα εισαγωγικά κατά κανόνα σε λέξεις και φράσεις του δημοσιεύματος) ορισμένων κατά περίσταση πηγών (προξενικών και αστυνομικών αναφορών, άρθρων του τύπου κ.λπ.) δεν αποδίδει τελικά, κατά τη γνώμη μου, την «εκάστοτε επικρατούσα αντίληψη περί "εχθρών" και "φίλων"».
Οι πηγές που επιλέχτηκαν -όλες αρνητικές- δεν μπορούν να θεωρηθούν αντιπροσωπευτικές των «συγκεκριμένων κάθε φορά στιγμών του παρελθόντος», επειδή, απομονωμένες από όσα προηγήθηκαν ή επακολούθησαν, αποστερούν τον αναγνώστη από τη δυνατότητα να σχηματίσει ολοκληρωμένη εικόνα του ζητήματος.
Επειδή μερικές από τις πληροφορίες σας προέρχονται και από δικές μου μελέτες, θεωρώ υποχρέωσή μου να προσθέσω (καταφεύγοντας συχνά σ' αυτές) και την άλλη όψη του νομίσματος. Για λόγους συντομίας θα αναφερθώ, ακολουθώντας τη δική σας σειρά, σε μερικές μόνο ενδεικτικές αναφορές:
α Ο ελληνο-αρμενικός οικονομικός ανταγωνισμός στα αστικά κέντρα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας από το δεύτερο μισό του 19ου ώς τις αρχές του 20ού αιώνα ήταν «προφανής στις ελίτ και των δυο λαών», αλλά δεν εμπόδισε τελικά την προσέγγισή τους. Ετσι, την ίδια εποχή έχουμε σημαντικότατα δείγματα συνεργασίας, τόσο στον εκκλησιαστικό τομέα (που άρχισε γύρω στα 1850 με πρωτοβουλία των οικουμενικών πατριαρχών Κωνσταντίου Α' και Γερμανού Δ') όσο, κυρίως, στον πολιτικό, που ενδιαφέρει εδώ περισσότερο.
Η συνεργασία σημειώνεται σε ποικίλους τομείς: στο οθωμανικό Κοινοβούλιο τον Ιούνιο του 1877 με πρωτεργάτες Ελληνες βουλευτές, στο Λονδίνο το Μάιο του 1878, με τις ευλογίες του Ελληνα πρεσβευτή Γενναδίου, αλλά και στην Αθήνα, όπου στα 1890-1894 «φιλοξενήθηκε» (με την ανοχή των αστυνομικών αρχών) η ηγεσία της ριζοσπαστικής αρμενικής επαναστατικής οργάνωσης «Χιντσάκ».
Ας προστεθεί ότι την ίδια εποχή και παρά τις διαμαρτυρίες της Υψηλής Πύλης, πραγματοποιήθηκαν στην ελληνική πρωτεύουσα πολλές φιλοαρμενικές εκδηλώσεις (διαλέξεις, έρανοι, συλλαλητήρια), κατά κανόνα με την στήριξη του ελληνικού τύπου (με πρωτοστάτρια την «Εστία») και της ελληνικής διανόησης («The Greeks and the Armenian Massacres», σ. 71-2, 77-9, 88 κ.ε.).
β Η αρμενοβουλγαρική συνεργασία είχε τουρκικούς, όχι ελληνικούς στόχους. Ακόμα και στην εμφανώς φιλοβουλγαρική μελέτη του Duncan Μ. Perry, «The Macedonian Revolutionary Organization's Armenian Connection», Armenian Review, 42/1 (1989), σ. 61-70, δεν βρήκα συγκεκριμένες πληροφορίες για φιλοβουλγαρική δράση Αρμενίων στην ελληνική Μακεδονία.
Η αρμενοβουλγαρική βέβαια συνεργασία έκανε αναπόφευκτα καχύποπτη την Αθήνα έναντι του αρμενικού εθνικού κινήματος. Τα δείγματα, ωστόσο, που παραθέτετε από τα αντιαρμενικά δημοσιεύματα του αθηναϊκού τύπου (μετά την ανακάλυψη, το καλοκαίρι του 1905 στον Πειραιά, εκρηκτικών, που είχαν μεταφερθεί από τη Μασσαλία για να αποσταλούν κρυφά στη Σμύρνη), μένουν μονοδιάστατα χωρίς αναφορά και σε όσα επακολούθησαν.
Καταρχήν οι συλλήψεις Αρμενίων της Αττικής έγιναν μετά από πιέσεις της Πύλης (που με τον ειδικό της απεσταλμένο, Σαΐτ πασά, επέβλεπε ακόμα και τις ανακρίσεις). Παρ' όλα αυτά, όταν αποκαλύφθηκε ότι τα εκρηκτικά δεν προορίζονταν για τους Βουλγάρους, αλλά για αρμενικές επαναστατικές ομάδες που δρούσαν στην Τουρκία, το κλίμα άλλαξε (και στα δημοσιεύματα του αθηναϊκού τύπου: «Αστυ», «Εστία» κ.λπ.).
Ακολούθησαν παρεμβάσεις υπέρ των συλληφθέντων εκ μέρους διαφόρων φιλελεύθερων προσωπικοτήτων και άλλων αντιπάλων του χαμιτικού καθεστώτος στην Αθήνα, οι οποίες συντέλεσαν στην πανηγυρική αθώωση όλων των κατηγορούμενων Αρμενίων σε μια επεισοδιακή δίκη στη Λαμία, και στην ανακήρυξή τους σε «μάρτυρες της ελευθερίας» (λεπτομέρειες της υπόθεσης στα απομνημονεύματα ενός πρωταγωνιστή της υπόθεσης αυτής: Μαλχάς, «Για τα σαράντα χρόνια της Αρμενικής Επαναστατικής Ομοσπονδίας» (αρμεν.), τόμ. 1, Βοστώνη 1931, σ. 386-395).
Η ελληνική συμπαράσταση προς τους Αρμενίους εκδηλώθηκε και κατά τις σφαγές των Αδάνων (Απρ. 1909), με παραστάσεις Ελλήνων προκρίτων και εκκλησιαστικών στις οθωμανικές αρχές και στους ξένους προξένους υπέρ των θυμάτων, με απόκρυψη διωκόμενων Αρμενίων σε ελληνικά σπίτια, με δημόσιες καταγγελίες των ηθικών υπαιτίων κ.λπ. (Η πρώτη μάλιστα διεθνής καταγγελία των σφαγών έγινε λίγους μόνο μήνες μετά τη διάπραξή τους από έναν Ελληνα, τον Αναστ. Αδοσίδη: Armeniens et Jeunes Turcs: Les massacres de Cilicie, Παρίσι 1910 - το βιβλίο γράφτηκε το Δεκ. του 1909). Την ίδια εποχή, με εντολή του ελληνικού υπουργείου Εξωτερικών άρχισε η προσέγγιση των Ελλήνων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας με τις μη τουρκικές εθνότητες και ιδιαίτερα τους Αρμενίους. Από το φθινόπωρο του 1910 ώς το τέλος του 1911 ο ελληνοαρμενικός «συνασπισμός» (όπως αποκλήθηκε τότε) εκδηλώθηκε με κοινές ενέργειες των δύο Πατριαρχείων προς την Πύλη για την άρση των στρατολογικών, εκπαιδευτικών και των άλλων εκτουρκιστικών μέτρων των Νεοτούρκων, με την έκδοση (με ελληνική πρωτοβουλία) ειδικής εφημερίδας για τα δίκαια των εθνοτήτων της αυτοκρατορίας («Tribune des Nationalites»), με τη συσπείρωση των πολιτικών εκπροσώπων των δύο λαών γύρω από τον ελληνικό «Πολιτικό Σύνδεσμο» και με συντονισμό των παρεμβάσεων των Ελλήνων και Αρμενίων βουλευτών στην οθωμανική Βουλή (τα σημειώνει ένας από τους πρωτεργάτες του «Συνδέσμου»: Αθανάσιος Σουλιώτης-Νικολαΐδης, Οργάνωσις Κωνσταντινουπόλεως, επιμ. Θ. Βερέμης-Κ. Μπούρα, Αθήνα 1984, σ. 112-117, 201, 232, 302-304, 329).
Εκείνο που γνωρίζουμε για την αρμενική συμμετοχή στους Βαλκανικούς Πολέμους είναι ότι οι Αρμένιοι της Βουλγαρίας πολέμησαν υπό τον Αντρανίκ εναντίον των Τούρκων κατά τον πρώτο βαλκανικό πόλεμο, αλλά αρνήθηκαν να έρθουν σε αντιπαράθεση με τους ομόθρησκούς τους, Ελληνες και Σέρβους, κατά τον δεύτερο, γι' αυτό και πολέμησαν στο βουλγαρο-τουρκικό μέτωπο της Θράκης (Α. Chalabian, General Andranik, Southfield, Miness., 1988, σ. 199-204).
γ Η στάση του ελληνικού στοιχείου της Μ. Ασίας κατά την αρμενική Γενοκτονία του 1915 ήταν γενικά παθητική: Οι εντολές της Αθήνας ήταν σαφείς: αποφυγή εκμέρους των ομογενών -που ακόμα δεν είχαν συνέλθει από τις δικές τους περιπέτειες του 1913-14- οποιασδήποτε πρωτοβουλίας, που θα προκαλούσε τους σφαγείς. Υπάρχουν, πάντως, και δείγματα χαιρεκακίας για τα παθήματα των Αρμενίων από μερικούς κοντόφθαλμους (ανάμεσά τους και 2-3 Ελληνες πρόξενοι), που δεν αντιλαμβάνονταν ότι τα γεγονότα προμήνυαν την καταστροφή και του ελληνορθόδοξου στοιχείου. Μετά τη γενίκευση, ωστόσο, των σφαγών η στάση των Ελλήνων άλλαξε δραστικά, όπως δείχνουν μερικά σωζόμενα αυτοβιογραφικά κείμενα και αρκετές προξενικές εκθέσεις (μνεία στα «Ιστορικά» της «Ελευθεροτυπίας», αριθ. 23/27 Απρ. 2000, σ. 42-45).
δ Στις κοινές «προκλήσεις» που είχαν να αντιμετωπίσουν οι ηγεσίες των δυο εθνοτήτων μετά την κατάρρευση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (1918) ανήκει και το ζήτημα της διανομής των βορειο-ανατολικών επαρχιών της.
Οι Ελληνες του Πόντου προέβαλλαν (με περισσή αισιοδοξία) την ενσωμάτωση των παράλιων νομών στη «Δημοκρατία του Πόντου», οι Αρμένιοι (εξίσου αιθεροβάμονες) την ένσωμάτωσή τους στην υπό κατασκευή (ουσιαστικά στους διπλωματικούς χάρτες) «Μεγάλη Αρμενία». Οσα λοιπόν αρνητικά γράφτηκαν για τους Αρμενίους από Ελληνες δημοσιολόγους της εποχής (μερικά στο σημείωμά σας - υπάρχουν αρνητικά και από την άλλη πλευρά) αντανακλούν αυτήν ακριβώς την ασυμφωνία, η οποία μάλιστα δεν είχε και αντίκρισμα.
Περισσότερη βαρύτητα είχε η στάση του Ελ. Βενιζέλου, ο οποίος στο ζήτημα του Πόντου τασσόταν υπέρ της λύσης της ελληνο-αρμενικής Ομοσπονδίας ή ακόμα και υπέρ της προσάρτησης της επαρχίας της Τραπεζούντας (ως αυτόνομης περιοχής) στην επικράτεια της νεότευκτης Αρμενικής Δημοκρατίας του Εριβάν. Γενικά ο Βενιζέλος ήταν ο Ελληνας πολιτικός που, από κοινού με τους στενότερους συνεργάτες του (Σταυριδάκη, Καθενιώτη, Πολίτη κ.λπ.), επιδίωξε συστηματικά και μακροπρόθεσμα την ελληνο-αρμενική πολιτική και στρατιωτική ακόμα συνεργασία, τόσο στη Δύση όσο και στον Καύκασο (τα στοιχεία στη μελέτη μου, που χρησιμοποιήσατε και που δεν φέρει τυχαία τον τίτλο: «Shared Illusions»).
ε Οι αρνητικοί για τους Αρμενίους χαρακτηρισμοί που συναντούμε στις αστυνομικές αναφορές, τόσο της περιόδου του Μεσοπολέμου όσο, κυρίως, του Ψυχρού Πολέμου, θα πρέπει να ερμηνευτούν με βάση τα δεδομένα της εποχής. Καταρχήν παρουσιάζουν πλήρη αναλογία με όσα «στερεότυπα» γράφτηκαν από τις ίδιες πένες για τους Ελληνες πρόσφυγες, ιδιαίτερα τους Ποντίους (που παρομοιάζονταν με μιάσματα του μπολσεβικισμού κ.λπ.). Δόθηκαν βέβαια και αφορμές εκμέρους μερικών Αρμενίων, ιδίως της Δ. Θράκης, που αμέσως σχεδόν μετά την καταφυγή τους στην Ελλάδα, ήρθαν σε σοβαρές συγκρούσεις με τους μουσουλμάνους της περιοχής (ας μην ξεχνούμε ότι οι πληγές της Γενοκτονίας ήταν ακόμα ανοιχτές), γεγονός που ανάγκασε τις ελληνικές αρχές να εκτοπίσουν το 1924 αρκετούς στη νότια Ελλάδα (οι εκτοπισμοί ανακόπηκαν μετά τις αντιδράσεις ελληνικών ανθρωπιστικών οργανώσεων).
Η απροθυμία επίσης των Αρμενίων κατά τον Μεσοπόλεμο να πάρουν την ελληνική υπηκοότητα που τους είχε προσφέρει απλόχερα ο Βενιζέλος είχε να κάνει με την (ανεδαφική, όπως αποδείχτηκε) προσδοκία της σύντομης επιστροφής τους στις προγονικές εστίες (γι' αυτά: «Armenians», αλλά και στο κάπως αναλυτικότερο «Οι Αρμένιοι της Ελλάδας», περιοδ. «Ιστωρ», αριθ. 8, Δεκ. 1995, σ. 85-113).
Στα σχετικά με τη συνεργασία ορισμένων Αρμενίων με τις δυνάμεις του Αξονα (που δεν αμφισβητούνται) θα πρέπει κανείς να λάβει υπόψη και μερικά δεδομένα: ότι, παρά τη διάσπαση της αρμενικής Διασποράς στη διάρκεια του Πολέμου (ένα τμήμα της επένδυσε στη γερμανική προέλαση προς τα ανατολικά τις αρμενικές προσδοκίες για την απελευθέρωση της Αρμενίας), ο αριθμός των Αρμενίων δωσιλόγων ήταν εξαιρετικά περιορισμένος (ανάλογα άλλωστε φαινόμενα παρουσιάστηκαν ακόμα και στο εβραϊκό στοιχείο της Θεσσαλονίκης, για να μην αναφερθούμε στον ελληνικό δωσιλογισμό) και ότι, αντίστροφα, είχαμε πολύ αξιόλογη συμμετοχή Αρμενίων και στον πόλεμο του '40 και, όπως το σημειώσατε κι εσείς, στην Αντίσταση (μερικά δείγματα στο απολογητικό βιβλιαράκι του Ντ. Αλεξανιάν, «Οι Αρμένιοι παρά το πλευρό των Ελλήνων», Αθήνα 1945).
Η στάση επίσης των ελληνικών αρχών έναντι του «επαναπατρισμού» των Αρμενίων στην ΕΣΣΔ στα 1946-49 δεν θα πρέπει να χαρακτηρίζεται εύκολα «εθνοκάθαρση διά επαναπατρισμού». Δεν ήταν ελληνική η πρωτοβουλία του «επαναπατρισμού», αλλά αρμενική ή μάλλον σοβιετική: Σημαντικό τμήμα της αρμενικής Διασποράς, ιδιαίτερα της ανατολικής Μεσογείου, ανταποκρίθηκε θετικά στην πρόσκληση της σοβιετικής κυβέρνησης να μετοικήσει στη Σοβιετική Αρμενία (Cl. Mοuradian, «L'immigration des Armeniens de la Diaspora vers la RSS d'Armenie, 1946-1962», Cahiers du monde russe et sovietique, 20/1 [1979], σ. 79-110). Η ενθάρρυνση της μετοικεσίας εκμέρους των τότε ελληνικών κυβερνήσεων θα πρέπει να συνδυαστεί με την επιθυμία τους να απαλλαγούν και από ένα κοινωνικά ανήσυχο και πολιτικά ριζοσπαστικό στοιχείο και από ενδεχόμενους μειονοτικούς «πονοκεφάλους».
Τελικά, πολλοί από τους Αρμενίους, που «παλιννόστησαν», συμμερίστηκαν στα 1948-49 την τύχη χιλιάδων Ελλήνων της Υπερκαυκασίας, που είχαν ήδη αρχίσει (από το 1941) να εκτοπίζονται μαζικά προς τις κεντροασιατικές Δημοκρατίες (πρβλ. Οι Ελληνες της Ρωσίας και της Σοβιετικής Ενωσης, επιμ. Ι. Κ. Χασιώτης, Θεσσαλονίκη 1997, σ. 440-446).
Εχοντας υπόψη τα δεδομένα αυτά (που μπορούν να πολλαπλασιαστούν) δεν μπορώ να δεχθώ για την περίπτωσή μας ούτε τον παραπλανητικό τίτλο του δημοσιεύματός σας («Ξεχασμένος "εθνικός εχθρός"») ούτε το γενικό σας συμπέρασμα ότι «φιλίες και εχθρότητες εναλλάσσονται, ανάλογα με τις ισορροπίες και τους βραχυπρόθεσμους στόχους της συγκυρίας».
Στις ελληνο-αρμενικές σχέσεις, πέρα από τα γεωπολιτικά δεδομένα (που δεν είναι ποτέ αμελητέα), πρέπει να συνεκτιμηθούν οι μακροχρόνιες ιστορικές διαδικασίες, που υπερτερούν των «βραχυπρόθεσμων στόχων». Η συγκριτική προσέγγιση της ελληνικής και της αρμενικής ιστορίας των τελευταίων 170 τουλάχιστον χρόνων δείχνει ότι τόσο οι παράγοντες που διαμόρφωσαν την εσωτερική εξέλιξη των δύο λαών, όσο και η ίδια η ιστορική τους πορεία σε σχέση με τους επί αιώνες κυριάρχους τους και με την εξάρτησή τους από τις ευρωπαϊκές Δυνάμεις, παρουσιάζουν σταθερές αναλογίες. Γι' αυτό και η θετική ελληνική ανταπόκριση στο εθνικό κίνημα των Αρμενίων δεν θα μπορούσε με κανέναν τρόπο να χαρακτηριστεί ως «συγκυριακή».
Το ίδιο αφορά και την ελληνική συμμετοχή στις εκδηλώσεις των επετείων της Γενοκτονίας, που είναι επίσης σταθερή από τότε που άρχισαν να πραγματοποιούνται (από το 1965 και εξής). Υπήρχαν βέβαια (και υπάρχουν ακόμα) πρόσωπα -ανιστόρητα και πολιτικά μυωπικά- που δεν ήταν (και δεν είναι) σε θέση να συνειδητοποιήσουν τη σημασία του φαινομένου. Αλλά οι περιπτώσεις τους αποτελούν την εξαίρεση, όχι τον κανόνα.
Η αποκλειστική, συνεπώς, και «ιοβόλος» προβολή των αρνητικών δειγμάτων, εκτός του ότι αποδίδει, όπως προσπάθησα να δείξω, ένα τμήμα μόνο του ζητήματος, τείνει να εξυπηρετήσει σε τελευταία ανάλυση αυτό ακριβώς που απεχθάνονται η εφημερίδα και η στήλη σας: τις θεωρίες περί εθνικών χαρακτηριστικών, και μάλιστα με βάση ιδεολογικά «στερεότυπα».
Με τιμή
Ι. Κ. Χασιώτης
Καθηγητής Νεότερης Ιστορίας
Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσ/νίκης
Η απάντηση του «Ιού»
Οπως επισημαίνουμε και στην εισαγωγή του σημερινού άρθρου, δεν μπορούμε παρά να είμαστε ευχαριστημένοι από την επιστολή του κ. Χασιώτη. Αν μη τι άλλο, το ρεπορτάζ μας της 24ης Απριλίου φαίνεται ότι πέτυχε το στόχο του: να προκαλέσει έναν πρώτο δημόσιο διάλογο για μια σελίδα της Ιστορίας που μέχρι σήμερα αποτελούσε ταμπού. Πόσο μάλλον αφού ο (κατεξοχήν ειδήμονας του αρμενικού ζητήματος εν Ελλάδι) επιστολογράφος μας προσθέτει, κι αυτός, μερικές ακόμη ψηφίδες στην εικόνα που φιλοτεχνήσαμε.
Από κει και πέρα, ωστόσο, δεν μπορούμε παρά να εκπλαγούμε με τις (διακριτικές, είναι αλήθεια) αιτιάσεις του κ. Χασιώτη περί «επιλεκτικής σταχυολόγησης». Πρόθεσή μας, ρητά διατυπωμένη, δεν ήταν η εξιστόρηση των ελληνοαρμενικών σχέσεων εν γένει, αλλά η καταγραφή των τριβών που οδήγησαν στην κατασκευή ενός (κατά καιρούς κυρίαρχου) στερεότυπου που ήθελε τους Αρμενίους να συνιστούν έναν ακόμη «εθνικό εχθρό» των Ελλήνων.
Για την ύπαρξη αυτού του στερεότυπου δεν μπορεί να υπάρχει η παραμικρή αμφιβολία: η εικόνα π.χ. του γενικευμένου αρμενικού «δωσιλογισμού» στη βουλγαροκρατούμενη Ανατολική Μακεδονία και Θράκη (1941-44) είναι πολύ περισσότερο διαδεδομένη (στις τοπικές κοινωνίες, την επίσημη εθνικιστική βιβλιογραφία αλλά και σε ανώτερα κλιμάκια του κρατικού μηχανισμού) απ' ό,τι αφήνει να διαφανεί ο απολογισμός τής (σχετικά περιορισμένης) μεταπολεμικής εκκαθάρισης συνεργατών του κατακτητή.
Στα βιβλία π.χ. του κατοχικού Γενικού Διοικητή (και μεταπολεμικού εθνικόφρονος προπαγανδιστή) Αθανασίου Χρυσοχόου, που εξέδωσε το 1952 η άκρως επίσημη Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών, οι Αρμένιοι παρουσιάζονται συλλήβδην ως «φανατικοί μισέλληνες» με «κακούργα ένστικτα», οι οποίοι αφέθηκαν από τις βουλγαρικές αρχές «ελεύθεροι να οργιάσωσιν εις βάρος του Ελληνισμού», «ημιλλώντο προς τους Βουλγάρους εις όργια και εγκλήματα κατά του ελληνικού πληθυσμού, διήρπαζον τα σιτηρά και τα ζώα αυτού και εβίαζον νεάνιδας», καθώς «διήτρεχον την ύπαιθρον ένοπλοι, φέροντες οπλισμόν και μάχαιραν χιαστί και επιδιδόμενοι ανενοχλήτως εις ληστρικάς κατά των Ελλήνων πράξεις» («Η Κατοχή εν Μακεδονία», τ.Δ1, σ. 11 & 19).
Χάρη στο άρθρο μας -και την επιστολή του κ. Χασιώτη- οι αναγνώστες έχουν τη δυνατότητα να πληροφορηθούν αυτή την εν πολλοίς αγνοημένη ιστορία, αλλά και να διαπιστώσουν πόσο σχετικά είναι τα εκάστοτε φιλοτεχνούμενα εθνικιστικά στερεότυπα περί προαιώνιων «εχθρών» και «φίλων». Η περίπτωση των Αρμενίων είναι βέβαια οριακή - και, γι' αυτό ακριβώς, ενδεικτική της επιλεκτικότητας των σχετικών «διαχρονικών» απλουστευτικών αφηγήσεων. Ακόμη πιο αποκαλυπτική θα ήταν ίσως επ' αυτού η καταγραφή της αντίστοιχης (και πολύ πιο ακραίας) μετάλλαξης της εικόνας των Κούρδων στη νεοελληνική συλλογική συνείδηση.
Με το κείμενό του, ο καθηγητής κ. Χασιώτης συμβάλλει κι αυτός σ' αυτή τη συζήτηση - καταθέτοντας, μάλιστα, στοιχεία τα οποία δεν συναντάμε στη μέχρι σήμερα «εκλαϊκευτική» αρθρογραφία του. Η αναφορά του λ.χ. σε «δείγματα χαιρεκακίας για τα παθήματα των Αρμενίων» από έλληνες προξένους (κατά την πρώτη φάση της γενοκτονίας του 1915) είναι μια πρωτότυπη κατάθεση, η οποία αξίζει να συγκριθεί με την ολοκληρωτική απουσία οποιασδήποτε σχετικής νύξης στα κείμενά του που δημοσιεύθηκαν στο αφιέρωμα «Η Αρμενία και ο Ελληνισμός» («Καθημερινή-Επτά Ημέρες» 5.2.1995). Εκεί, αντίθετα, ο αναγνώστης πληροφορείται ότι «η ελληνική ανταπόκριση στις περιπέτειες του "αδελφού" λαού δεν μπορούσε παρά να είναι προκαταβολικά φιλοαρμενική» (σ. 5), καθώς και ότι «στις εκθέσεις τους για τη Γενοκτονία, οι (έλληνες) πρόξενοι συχνά δεν κάνουν διάκριση μεταξύ των διώξεων του ενός και του άλλου στοιχείου, αφού πραγματοποιούνταν σχεδόν ταυτόχρονα και, μερικές φορές, σε απόλυτο συνδυασμό μεταξύ τους» (σ. 10). Ηταν αυτού του είδους η -επιλεκτική κι επί της ουσίας παραπλανητική- ωραιοποίηση του παρελθόντος που μας προκάλεσε να βγάλουμε από τη ναφθαλίνη το όλο θέμα.
(Ελευθεροτυπία, 22/5/2005)
www.iospress.gr ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΣΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ |