Ο ΥΠΕΥΘΥΝΟΣ ΤΗΣ ΚΥΠ ΓΙΑ ΤΟ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟ ΥΠΕΡΑΣΠΙΖΕΤΑΙ ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ

 

Διάλογος με την ΚΥΠ
 

Μέρα που είναι σήμερα, είπαμε να δώσουμε το λόγο σε έναν τυπικό εκπρόσωπο της μεταπολεμικής εθνικοφροσύνης. Αλλωστε ο κ. Σωτηρόπουλος ήταν ο μόνος που -αν και συνταξιούχος- είχε τα υπηρεσιακά κότσια να επιμείνει στους κατασκευασμένους μύθους της εθνικής προπαγάνδας για το Μακεδονικό.

 

Πριν από μερικές εβδομάδες, στον απόηχο της παραφιλολογίας περί δημοψηφίσματος για το «Σκοπιανό», ασχοληθήκαμε με τους δέκα μύθους που έχουν επιβληθεί επ’ αυτού στην ελληνική κοινή γνώμη («Ιός» 23.10.2005). Στόχος μας ήταν να δείξουμε το μέγεθος της παραπληροφόρησης που διοχετεύθηκε στην ελληνική κοινωνία το 1992-93, με την αναβίωση των προπαγανδιστικών μηχανισμών της μετεμφυλιακής εθνικοφροσύνης και την ανεξέλεγκτη προσφυγή στα «μυστικά κονδύλια» της «υπηρεσίας ενημέρωσης» του ΥΠΕΞ (και όχι μόνο).

Από τους τότε υπεύθυνους, ο μόνος που μπήκε στον κόπο να μας απαντήσει ήταν η ...ΚΥΠ. Με εξασέλιδο δακτυλογραφημένο κείμενό του, ο πρώην τομεάρχης της Κεντρικής Υπηρεσίας Πληροφοριών Χαράλαμπος Σωτηρόπουλος επιχειρεί να ανασκευάσει τα επιχειρήματά μας και να στηρίξει την αντίστοχη «εθνική γραμμή». Για λόγους χώρου, η επιστολή του δημοσιεύεται εδώ με κάποιες περικοπές, που δεν θίγουν την ουσία των ισχυρισμών του. Οσοι αναγνώστες ενδιαφέρονται, μπορούν ν' αναζητήσουν το πλήρες κείμενο στην ιστοσελίδα του «Ιού».

Παλιός γνώριμος της στήλης (βλ. «Ιός» 4.8.1996), ο επιστολογράφος δεν είναι τυχαίο πρόσωπο. Στο πρόσωπό του συμπυκνώνεται, πάνω απ' όλα, η συνέχεια της κρατικής πολιτικής. Ξεκίνησε την καριέρα του το 1956, ως πολιτικός υπάλληλος του νεοσύστατου τότε «Τμήματος Εθνικών Θεμάτων» της ΚΥΠ, τη διεύθυνση του οποίου ανέλαβε το 1969. Στη θέση αυτή παρέμεινε μέχρι τη συνταξιοδότησή του το 1986, όταν η ΚΥΠ μετονομάστηκε σε ΕΥΠ. Η υπηρεσιακή του ενασχόληση με το Μακεδονικό ολοκληρώθηκε το 1991-93, όταν χρημάτισε «ειδικός σύμβουλος» του ΥΠΕΞ για το θέμα. Το κείμενό του ισοδυναμεί ως εκ τούτου με υπεράσπιση της γραμμής τού 1991-93 από ένα βασικό συντελεστή της.

Σε διπλανή στήλη ασχολούμαστε με το πρώτο σημείο, που θίγει το κεντρικό ζήτημα της ονομασίας των γειτόνων μας. Για τα υπόλοιπα, οι απαντήσεις μας είναι αναγκαστικά συνοπτικές.

Σε δυο σημεία (2 & 3) ο κ. Σωτηρόπουλος επιβεβαιώνει ουσιαστικά την ανάλυσή μας, επιχειρώντας ταυτόχρονα τον εξωραϊσμό των αντίστοιχων μύθων.

Ισχυρίζεται π.χ. ότι η Δαρδανία ήταν απλώς τμήμα της αρχαίας Μακεδονίας. Ομως η ταύτισή της (από την εθνική επιχειρηματολογία) με τη σημερινή ΠΓΔΜ έχει εντελώς διαφορετικό περιεχόμενο. Το ξεκαθαρίζει το ΥΠΕΞ, όταν εν έτει 1884 κάλεσε τον Παπαρρηγόπουλο να στηρίξει την «νέαν της Μακεδονίας οριοθέτησιν», ώστε τα όριά της να συμπίπτουν «προς το μέρος εκείνο της χώρας ταύτης εις το οποίον ο Ελληνισμός δύναται να παρασταθή επικρατών». Με βάση το ίδιο σκεπτικό οι ημιεπίσημοι εκφραστές της εθνικής γραμμής παρότρυναν κατά καιρούς τους γείτονές μας να μετονομάσουν τη χώρα τους σε «Δαρδανία» («Μακεδονική Ζωή» 9.1971). Κάποιοι τέλος πήραν φόρα και, ξεχνώντας ότι οι Σλάβοι κατέβηκαν στα Βαλκάνια τον 6ο αιώνα μ.Χ., προσέδωσαν στο επιχείρημα εθνολογικές διαστάσεις: στο «Βήμα» της 9.2.1992 ομάδα διαπρεπών πανεπιστημιακών, μ' επικεφαλής τον πρόεδρο της Ακαδημίας Αθηνών Μιχ. Σακκελαρίου, κατατροπώνει τους «Σκοπιανούς» με τη θεωρία ότι είναι «απόγονοι των κατοίκων της αρχαίας Δαρδανίας», δηλ. των «πανάρχαιων εχθρών» των αρχαίων Μακεδόνων!

Προβληματικότερη είναι η απόφανση του κ. Σωτηρόπουλου ότι «κανείς δεν υποστηρίζει σοβαρά πως το πραγματικό όνομα της ΠΓΔΜ είναι 'Βαρντάρσκα Μπανοβίνα'». Να υποθέσουμε ότι δεν έχει διαβάσει το σχετικό κείμενο του κ. Παπαθεμελή («Ε» 17.3.01) ή τις δεκάδες σχετικές επιστολές που κατακλύζουν τακτικά τον αθηναϊκό Τύπο;

Σε δυο άλλα κρίσιμα σημεία, ο επιστολογράφος μας σιωπά: για τον προσεταιρισμό των σλαβομακεδόνων εθνικιστών του ΒΜΡΟ από το δίκτυο του στρατηγού Γρυλλάκη (αρ.8) και για τα σχέδια «διάλυσης» ή «διαμελισμού» του «ψευδοκράτους» (αρ.10). Εξίσου διακριτικά παρακάμπτει τη συμβολή του ελληνικού εθνικισμού στην καλλιέργεια της ιδέας ότι οι σλαβόφωνοι κατάγονται από τους αρχαίους Μακεδόνες (αρ.5). Θεωρεί βολικότερο να σκιαμαχήσει με την «μακεδονοποίηση» του μεσαιωνικού τσάρου Σαμουήλ. Αν και είναι άσχετο με το άρθρο μας, τον πληροφορούμε πως -κι εδώ- οι «Σκοπιανοί» αντέγραψαν απλώς την ημέτερη βιβλιογραφία: τον «μακεδονικό» χαρακτήρα του κράτους του Σαμουήλ πρώτοι υποστήριξαν, για «εθνικούς» πάντοτε λόγους, διαπρεπείς έλληνες συγγραφείς όπως ο διευθυντής του ΥΠΕΞ Βασίλειος Κολοκοτρώνης («La Macedoine et l' Hellenisme», Παρίσι 1919, σ.206-31) και -διακριτικότερα- ο πανεπιστημιακός Κων/νος Αμαντος («Οι βόρειοι γείτονες της Ελλάδος», Εν Αθήναις 1923, σ.34).

Συζητήσιμος είναι επίσης ο ισχυρισμός ότι το προοίμιο του Συντάγματος της ΠΓΔΜ «διατυπώνει απαιτήσεις σε βάρος μας» (αρ.4). Πρόκειται για αναφορά σε δυο ιστορικές διακηρύξεις του σλαβομακεδονικού εθνικού κινήματος (του 1903 και του 1944!), που από την ελληνική διπλωματία θεωρήθηκαν «αλυτρωτικές» και με την ενδιάμεση συμφωνία του 1995 η ΠΓΔΜ αποκήρυξε πανηγυρικά κάθε τέτοια ερμηνεία τους. Ενδιαφέρουσα είναι αντίθετα η τοποθέτηση του πρώην ηγετικού στελέχους της ΚΥΠ σχετικά με την αναγνώριση σλαβομακεδονικής μειονότητας (αρ.4), όπως και η αποδοκιμασία από μέρους του των συλλαλητηρίων του 1992-94 (αρ.7).

Για το ζήτημα της αόρατης ελληνικής μειονότητας, επισημαίνουμε απλώς ότι η παράθεση κάποιων αριθμών του 1910 δεν αποδεικνύει τίποτα για το σήμερα. Επίσημες πηγές δέχονται ότι «το μεγαλύτερο μέρος των Ελλήνων» της Σερβικής Μακεδονίας (5.000 άτομα) μετανάστευσε στην Ελλάδα το 1913 (Α.Α. Πάλλης, «Στατιστική μελέτη περί των φυλετικών μεταναστεύσεων Μακεδονίας και Θράκης», Αθήναι 1925, σ.6). Ούτε είναι σοβαρό στοιχείο οι αναφορές ΚΥΠατζήδων περί θετικής απήχησης του ...πραξικοπήματος του 1967 στους «κρυπτοέλληνες» της Γιουγκοσλαβίας. Οσο για τις συγκρίσεις με την (υπαρκτή και ευδιάκριτη) ελληνική μειονότητα της Αλβανίας, καλύτερα να μην τις σχολιάσουμε.

Οπως επισημαίνει ο επί τρεις δεκαετίες εμπειρογνώμων του ΥΠΕΞ, Ευάγγελος Κωφός, «αφότου άρχισε να λειτουργεί μετά τον πόλεμο το Γενικό Προξενείο Σκοπίων, κανείς από τις περίπου δυο δεκάδες προξένους που υπηρέτησαν εκεί δεν κατέγραψε ελληνική μειονότητα παρόμοιων διαστάσεων στην περιοχή. Υπήρχαν μερικά απομεινάρια Ελλήνων Βλάχων, αν και οι περισσότεροι ή είχαν 'μακεδονοποιηθεί' ή προέβαλλαν χωριστή 'βλάχικη' ταυτότητα» («Αντί» 3.1.1997). Η εικόνα αυτή δεν άλλαξε μέχρι σήμερα. Οι μόνοι πολίτες της ΠΓΔΜ που διεκδικούν δημόσια τη σχέση τους με την Ελλάδα, είναι οι σλαβόφωνοι πολιτικοί πρόσφυγες του Εμφυλίου που, ως «μη Ελληνες το γένος», αποκλείστηκαν από τον ελεύθρο επαναπατρισμό του 1982.

Αφήσαμε για το τέλος το σημαντικότερο (αρ.6). Πολύ λογικό, ένα πρώην στέλεχος της ΚΥΠ να αισθάνεται ότι το επίσημο κράτος, οι διπλωμάτες κι η επιστημονική κοινότητα «αδράνησαν» επί δεκαετίες, «αδιαφορώντας» για τον «βομβαρδισμό πληροφοριών» (και -υποθέτουμε- υποδείξεων) εκ μέρους του ίδιου και της υπηρεσίας του. Αυτό που δεν είναι καθόλου προφανές, ωστόσο είναι η «ισχνότητα» της ελληνικής απάντησης. Αρκεί μια βόλτα σε βιβλιοπωλεία και βιβλιοθήκες για να διαπιστώσει κανείς το ακριβώς αντίθετο.

Αν ο κ. Σωτηρόπουλος βρέθηκε το 1992 χωρίς προπαγανδιστικό υλικό, αυτό μάλλον οφειλόταν στην απότομη, ριζική ανατροπή της εθνικής στοχοθεσίας που σημειώθηκε επί των ημερών του: πώς να μοιράσει τα (πολυτελή) φυλλάδια της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών και του Κέντρου Απόδημων Μακεδόνων, που είχαν τυπωθεί το 1988 αναφερόμενα σε «Γιουγκοσλαβική Μακεδονία» και «Σλαβομακεδόνες», όταν η νέα γραμμή διεκδικούσε την ελληνική αποκλειστικότητα τόσο πάνω στην επίμαχη λέξη όσο και στα «παράγωγά» της;

 

 

"Οι μύθοι είναι αλήθειες"

Οι μύθοι του «Ιού» είναι, στην πραγματικότητα, αλήθειες, όπως περιληπτικά απαριθμούνται παρακάτω.

Αλήθεια 1η
Η ονομασία «Μακεδόνες» των Σλάβων του κρατιδίου των Σκοπίων εμφανίστηκε για πρώτη φορά το 1943-44 από τον Τίτο, με τη διαφορά ότι αυτός την επέλεξε από το 1937, όταν έγινε γραμματέας του Κ.Κ. Γ/βίας. Τότε δεν τόλμησε να ανακοινώσει τις σκέψεις του, για την ομοσπονδιακή συγκρότηση του Γ/βικού κράτους (Ηνωμένο βασίλειο Σέρβων, Κροατών και Σλοβένων) διότι θα ερχόταν σε πλήρη αντίθεση με την περί Βαλκανικής ομοσπονδίας θέση του Βούλγαρου Δημητρώφ την οποία είχε αποδεχθεί και ο πατερούλης Στάλιν. Φανέρωσε τις επιλογές του το 1943 όταν πλέον ο Δημητρώφ είχε χάσει την εύνοια της Μόσχας και ο ίδιος ο Τίτο ήταν ο αδιαφιλονίκητος αντάρτης των Βαλκανίων, χαϊδεμένο παιδί του πατερούλη. Βάφτισε τους Σκοπιανούς Μακεδόνες και όχι Σλαβομακεδόνες που θα ήταν η πραγματική τους ονομασία, επιδιώκοντας ταυτόχρονα δύο στόχους. Να ενισχύσει το έντονο τοπικιστικό συναίσθημα των σλαβοφώνων κατοίκων της περιοχής, οι οποίοι αυτοαπεκαλούντο Μακεδόνες ανέκαθεν, όπως για παράδειγμα οι Κρητικοί, οι Ηπειρώτες, οι Θεσσαλοί αλλά και οι Κύπριοι, χωρίς αυτό να σημαίνει σε καμιά περίπτωση προσδιορισμό εθνικής ταυτότητας, και να τους απομακρύνει από την επιρροή των Ελλήνων και των Βουλγάρων, εθνότητες με τις οποίες συνήθως εταυτίζοντο κατά την περίοδο της διαμάχης στον μακεδονικό χώρο. Ταυτόχρονα ονόμασε και το νότιο τμήμα της Σερβίας «Δημοκρατία της Μακεδονίας» (2-8-1944).
Αν υπήρχε Μακεδονικό έθνος κάπου θα ήταν καταγραμμένο. Ολες όμως οι στατιστικές καταγράφουν στην Μακεδονία Τούρκους, Βουλγάρους, Σέρβους, Αλβανούς κλπ πλην Μακεδόνων. [...] Ενα έθνος δεν πέφτει από τον Ουρανό ξαφνικά και μάλιστα σε ευρωπαϊκό χώρο. Βέβαια οι Σκοπιανοί έχουν το δικαίωμα να ανήκουν σε ένα έθνος και αυτό δεν θα το προσδιορίσουμε εμείς. Ομως δεν είναι δικαίωμά τους να επιλέγουν ονομασίες που ανήκουν και σε άλλους και κυρίως περικλείουν διεκδικήσεις ιστορικών δικαιωμάτων άλλων, τα οποία καταγράφηκαν στην ιστορία πριν καν εμφανισθούν Σλάβοι στην περιοχή που ζουν σήμερα. [...]
Μέχρι και το 1955 περίπου κανένας σλαβόφωνος μετανάστης στην Αμερική και τον Καναδά δεν δήλωσε ποτέ ότι είναι μακεδονικής εθνότητας. Βούλγαροι και Ελληνες δήλωναν οι άνθρωποι και Βουλγαρικές και ελληνικές κοινότητες και εκκλησίες εδημιουργούσαν, ανεξάρτητα αν τις ονόμαζαν βουλγαρομακεδονικές ή ακόμα και μακεδονικές. Αυτό φαίνεται ολοφάνερα από τα όσα εγράφοντο τότε, ακόμα και σήμερα, στις εφημερίδες και τα περιοδικά τους. Μόνο από το 1955 περίπου ιδρύθηκαν στον Καναδά (Τορόντο) εκκλησίες, οργανώσεις και κοινότητες φιλικές προς τα Σκόπια, ύστερα από μεγάλες προσπάθειες των Σκοπιανών.

Αλήθεια 2η
Τα όρια της αρχαίας Μακεδονίας δεν ήσαν πάντοτε τα ίδια. [...] Με βάση τις ιστορικά βεβαιωμένες αυξομειώσεις της μακεδονικής περιοχής, καταλήγει η επιστήμη στην άποψη ότι η αρχαία Μακεδονία επεκτείνεται κάτι παραπάνω από τα σημερινά ελληνικά σύνορα. Η αρχαία Δαρδανία δεν αποτελεί σόφισμα για εσωτερική κατανάλωση, ήταν για κάποιο διάστημα όντως μία από τις είκοσι περίπου επαρχίες της Μακεδονίας. Εκεί ήταν και τα Σκόπια. [...]

Αλήθεια 3η
Η περιοχή του κρατιδίου των Σκοπίων και μόνον αυτή ποτέ δεν λεγόταν Μακεδονία. Μακεδονία ήταν και λεγόταν ολόκληρος ο μακεδονικός χώρος. Δεν υποστηρίζει κανείς σοβαρά ότι το πραγματικό όνομα της ΠΓΔΜ πρέπει να είναι 'Βαρντάρσκα Μπανόβινα'. Το σωστό και δίκαιο θα ήταν η ονομασία της ΠΓΔΜ να είναι Σλαβομακεδονική Δημοκρατία και μάλιστα στα σλαβικά [...].

Αλήθεια 4η
Τα ιστορικά εκπαιδευτικά βιβλία των Σκοπιανών αμφισβητούν πλήρως την ελληνικότητα των αρχαίων Μακεδόνων. [...] Δεν ομιλούν μόνο για ύπαρξη μειονότητας στον δικό μας μακεδονικό χώρο. Ακόμα και στο προΰμνιο [sic] του Συντάγματός τους, το οποίον δεν άλλαξαν, διατυπώνουν απαιτήσεις σε βάρος μας. Οσον αφορά την ύπαρξη ή μη μειονότητος Σκοπιανών στο δικό μας χώρο, βεβαίως και υπάρχει υποχρέωσή μας να την αναγνωρίσουμε, αν όντως υπάρχει, αλλά όχι σαν μακεδονική, διότι Μακεδόνες αυτοαποκαλούνται όλοι οι έλληνες της Μακεδονίας μας, αλλά σαν Σλαβομακεδόνες. Τίποτε πιο απλό και ξεκάθαρο.

Αλήθεια 5η
Σε όλα σχεδόν τα εκπαιδευτικά τους βιβλία τονίζεται ευθέως ότι είναι πολύ φυσικό οι Σλάβοι που κατοίκησαν στην Μακεδονία να διαδεχθούν τους αρχαίους Μακεδόνες και να κληρονομήσουν την ταυτότητά τους, λόγω επιμειξίας με αυτούς. [...]
Πολλά από αυτά που πιστεύουν είναι δημιουργήματα άλλων και ανήκουν σε άλλους. Η ιστορία πουθενά δεν αναφέρει ότι ο Σαμουήλ ήταν Μακεδόνας τύπου Σκοπίων και το κράτος του μακεδονικό. Θα τρίζουν τα κόκαλά του. Ομως οι Σκοπιανοί αυτό υποστηρίζουν, το πιστεύουν και δεν δέχονται άλλη θέση.

Αλήθεια 6η
Δεν είναι μύθος ότι το ελληνικό κράτος αδιαφόρησε επί μισό αιώνα για τις δραστηριότητες των Σκοπίων. Είναι πέρα για πέρα αλήθεια. Αυτή η αδιαφορία, που συνεχίζεται ακόμα και σήμερα, αναφέρομαι στη διεξαγόμενη σκοπιανή προπαγάνδα, αποτέλεσε το μέγα όπλο και ουσιαστικά την αιτία της αποδοχής των Σκοπιανών θέσεων διεθνώς. Οχι μόνο αδιαφόρησε το ελληνικό κράτος, αλλά κοιμόταν ολόκληρο. Είναι αλήθεια ότι οι διπλωματικές υπηρεσίες και όχι μόνο εδέχοντο, επί σειράν ετών, βομβαρδισμό πληροφοριών για την δράση της σκοπιανής προπαγάνδας σε όλο τον κόσμο, ακόμα και μέσα στο δικό μας μακεδονικό χώρο. Η αδιαφορία αυτή δεν ήταν γνώρισμα μόνο των δικών μας υπηρεσιών αλλά και ολόκληρου του επιστημονικού δυναμικού της χώρας. Στα χιλιάδες πολυτελή έντυπα των διαφόρων ιδρυμάτων των Σκοπίων, κανένα αντίστοιχο ελληνικό δεν υπήρξε ποτέ, με μια μικρή εξαίρεση την ισχνή δράση του ΙΜΧΑ και της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών, ιδρύματα όμως που δεν είχαν ούτε τους μισθούς των υπαλλήλων τους να πληρώσουν και ούτε σήμερα έχουν τα αναγκαία.
Θα αναφέρω ένα μόνο παράδειγμα, για να γίνει κατανοητό το μέγεθος της αδιαφορίας μας. Οταν την περίοδο έξαρσης του προβλήματος (1990-93) ξένοι δημοσιογράφοι, ερχόμενοι από τα Σκόπια και εφοδιασμένοι με πολυτελείς εκδόσεις των Σκοπίων για το πρόβλημα, ζητούσαν να ενημερωθούν και για τις ελληνικές θέσεις, οι αρμόδιες υπηρεσίες δεν είχαν τίποτα το αξιόλογο να τους δώσουν. Τότε τυπώθηκαν μερικά διαφωτιστικά έντυπα για τη Μακεδονία, στα γρήγορα και κατ’ οικονομία.

Αλήθεια 7η
Δεν είναι μύθος ότι η ηγεσία των Σκοπίων, όποια και αν ήταν, υπήρξε σταθερά αδιάλλακτη στο θέμα του ονόματος. Από πουθενά δεν βεβαιώνεται ότι πρότειναν ή αποδέχθηκαν ονομασία διάφορη από αυτή που αναφέρεται στο σύνταγμά τους. [...] Οι αναφερόμενες στον «Ιό» βολιδοσκοπήσεις του Μάλεφσκι δεν επιβεβαιώνονται, αλλά και αν έγιναν δεν απέβλεπαν σε επίλυση του προβλήματος, διότι αν κάτι τέτοιο ήθελαν τα Σκόπια θα μπορούσαν να το κάνουν από μόνα τους, ακόμα και τώρα, με έναν απλό τρόπο, αλλάζοντας το αναφερόμενο στο σύνταγμά τους όνομα. [...]
Βέβαια ήταν μεγάλο λάθος οι κινητοποιήσεις στην περίοδο Σαμαρά, όχι αυτές καθ' εαυτές αλλά σχετικά με συνθηματολογία. Λάθος είναι και σήμερα τα συνθήματα ότι η Μακεδονία είναι ελληνική κλπ τέτοιες ανοησίες, διότι δεν έχουν απήχηση στο εξωτερικό. Επιπλέον οι ξένοι, ιδίως της εποχής εκείνης, δεν ήταν δυνατόν να κατανοήσουν πώς μπορούν τα μικρά και απολύτως αδύναμα Σκόπια να απειλούν την Ελλάδα. Τα συνθήματα και οι κιντοποιήσεις, έστω και καθυστερημένα, πρέπει να αναφέρονται στα απαράδεκτα σημεία της σκοπιανής προπαγάνδας και σε ιστορικά και επιστημονικά δεδομένα.

Αλήθεια 8η
Η επεκτατική πολιτική των Σκοπίων, όπως καθορίστηκε από τον Τίτο, παραμένει αμετάβλητη μέχρι τις μέρες μας και δεν είναι γνώρισμα ή στόχος εθνικιστικών κύκλων της χώρας αυτής. Αυτή η πολιτική εκφράζει το σύνολο της πολιτικής, επιστημονικής, εκκλησιαστικής ηγεσίας αλλά και του σλαβομακεδονικού πληθυσμού. [...]

Αλήθεια 9η
Η παρουσία Ελλήνων στο κρατίδιο των Σκοπίων δεν είναι ανυπόστατη κατασκευή αλλά πραγματικότητα. Οταν η περιοχή περιήλθε το 1913 στη Σερβική κατοχή, στο Μοναστήρι με πληθυσμό 42.000 οι 14.000 ήταν Ελληνες [...]. Το Μεγάροβο με πληθυσμό 2.410 κατοίκων ήταν εξ ολοκλήρου ελληνικό, όπως και η Μιλόβιστα με 2.150, καθώς και η Νιζόπολις με 1.890, το Τύρνοβο με 2.430, το Μπούκοβο με 1.474 Ελληνες, το Ντράγκος με 717, η Ρέσνα με 1.000 Ελληνες, το ηρωικό Κρούσοβο με 3.218 Ελληνες επί πληθυσμού 4.918 και τόσες άλλες περιοχές. Αυτοί οι Ελληνες που αποκόπηκαν εντός της προπολεμικής Σερβίας δεν μετακινήθηκαν ποτέ επίσημα προς την Ελλάδα (ανταλλαγές πληθυσμών) όπως συνέβη με τους Ελληνες της Τουρκίας αλλά και όσους είχαν απομείνει στη Βουλγαρία. Επίσης δεν εφαρμόστηκε εις βάρος τους σκληρός διωγμός, αλλά οι περισσότεροι έφυγαν από μόνοι τους λόγω κυρίως της κατάργησης όλων των προνομίων που απολάμβαναν επί τουρκοκρατίας (κυρίως σχολεία, γλώσσα, σύλλογοι κλπ). Τελικά αρκετοί έμειναν στους τόπους που γεννήθηκαν και έζησαν σ’ αυτούς και ζουν ακόμα και σήμερα, συνήθως κρυπτόμενοι και μη δυνάμενοι να εκδηλώσουν τα πραγματικά τους φρονήματα. [...]
Χαρακτηριστικές ήταν οι κινήσεις των κρυπτοελλήνων της περιοχής στις πρώτες ημέρες της χούντας. Πίστεψαν ότι ο ελληνικός στρατός θα βάδιζε προς βορράν και άρχισαν να βγάζουν από τις κρύπτες ελληνικές σημαίες, ό,τι ακριβώς έκαναν και οι βορειοηπειρώτες κατά τον ελληνοϊταλικό πόλεμο, υποδεχόμενοι τα προελαύνοντα ελληνικά στρατεύματα.
Ασφαλώς και υπάρχουν Ελληνες στην ΠΓΔΜ. Δεν έχει σημασία αν είναι 18% του πληθυσμού ή λιγότεροι. Σημασία έχει ότι δεν τολμούν να δηλώσουν το εθνικό τους φρόνημα, γιατί οι σκοπιανοί καραδοκούν. Τρανό δείγμα του σεβασμού των μειονοτήτων, για μια χώρα που διεκδικεί την είσοδό της στην Ε. Ενωση.

Αλήθεια 10η
Βεβαίως και ήταν ενδοτική η στάση της Αθήνας απέναντι στα Σκόπια. Οταν λέμε Αθήνα εννοούμε την πολιτική των ελληνικών κυβερνήσεων από την απελευθέρωση και μετά. Από την μια πιστεύαμε το παραμύθι του Τίτο ότι το Βελιγράδι δεν εναρμονίζεται με τις εκδηλώσεις των σκοπιανών, αλλά αναγκάζεται να δείχνει χαλαρή στάση λόγω εσωτερικών αναγκών και προβλημάτων. Από την άλλη υποχωρούσαμε στις υποδείξεις των Αμερικανών να μη δημιουργούμε προβλήματα στον Τίτο με αντιδράσεις μας για το μακεδονικό, επειδή ο στρατάρχης ήταν ο πρώτος αποστάτης του σοβιετικού στρατοπέδου. Για να μας χρυσώνουν το χάπι μεθόδευαν, κάθε τόσο, άκαπνες δηλώσεις πολιτικών τους παραγόντων και αποφάσεις της Γερουσίας που, αν όντως τις πίστευαν, ακόμα και σήμερα, θα τις τιμούσαν έναντι των απαράδεκτων αλλά και προκλητικών δηλώσεων των Σκοπίων. Απεναντίας, εξυπηρετώντας τα σχέδιά τους στον βαλκανικό χώρο, προσφέρουν και σήμερα πλουσιοπάροχα στους σκοπιανούς, ενώ ταυτόχρονα μεθοδεύουν, ευθέως ή εμμέσως, εκβιασμούς προς την υπνώττουσα ελληνική πλευρά, η οποία, σαν κυβέρνηση ή αντιπολίτευση και σαν επιστήμη και διανόηση ή και δημοσιογραφία ασχολείται με μικροκομματικές κονταρομαχίες και αντιπαραθέσεις πεζοδρομίου, δυστυχώς για τη μοίρα της ταλαίπωρης αυτής πατρίδας.

Χαράλαμπος Σωτηρόπουλος
πρώην Διευθυντής του Τμήματος Εθνικών Θεμάτων της ΚΥΠ, νυν ΕΥΠ (1956-1986)


 


Η γενεαλογία των «ανύπαρκτων»

Η σπονδυλική στήλη της επιστολής του κ. Σωτηρόπουλου σχετίζεται με τα χαρακτηριστικά της (σλάβο)μακεδονικής εθνογένεσης. Οπως εξηγούσαμε στις 23.10.05, τόσο ο αυτοπροσδιορισμός «Μακεδόνες» (Μακεντόντσι) όσο και η πρόταξη διακριτής εθνικής ταυτότητας απέναντι σε Ελληνες, Σέρβους και Βουλγάρους από μέρους μιας μερίδας (τουλάχιστον) του επίμαχου πληθυσμού χρονολογούνται αρκετές δεκαετίες πριν από την εμφάνιση του Τίτο, που υποτίθεται ότι «κατασκεύασε» το όλο ζήτημα.

Ο επιστολογράφος μας παραδέχεται πως «οι σλαβόφωνοι κάτοικοι της περιοχής αυτοαπεκαλούντο ανέκαθεν Μακεδόνες», απορρίπτει όμως το ενδεχόμενο αυτός ο όρος να είχε εθνικό χαρακτήρα πριν από το 1944. Δεν φταίμε αν εντελώς διαφορετική ήταν η υπηρεσιακή εκτίμηση -εν έτει 1905- του επίσημου χαρτογράφου του ελληνικού μηχανισμού, που παραθέτουμε στο άρθρο μας.

Ταυτόχρονα, ο κ. Σωτηρόπουλος υποστηρίζει ότι «μέχρι το 1955 περίπου, κανένας σλαβόφωνος μετανάστης από το χώρο της Μακεδονίας, στην Αμερική και τον Καναδά δεν δήλωσε ποτέ ότι είναι μακεδονικής εθνότητας». Πρόκειται για χοντρό λάθος, όπως μπορεί να διαπιστώσει επισκεπτόμενος την ιστοσελίδα του μουσείου του Ελις Αϊλαντ και «ξεφυλλίζοντας» τις σχετικές καταστάσεις της αμερικανικής υπηρεσίας μετανάστευσης (www.ellisisland.org). Μέσα στις πρώτες 100 ημέρες του 1904, π.χ., 323 νεοαφιχθέντες μετανάστες στο ερώτημα «φυλή ή λαός» απάντησαν «Μακεδόνας».

Aπό τη σχετική ιστορική έρευνα γνωρίζουμε επίσης ότι η αποδοχή της συγκεκριμένης ταυτότητας αποτέλεσε εκείνη την εποχή αντικείμενο ενδοϋπηρεσιακού προβληματισμού των αρμόδιων υπηρεσιών των ΗΠΑ. Το σχετικό «Λεξικό» της Επιτροπής Μεταναστεύσεως, που εκδόθηκε το 1911, αποφαινόταν π.χ. λακωνικά ότι «Μακεδόνας ίσον Βούλγαρος» (Keith Brown, "Friction at the Archives: Nations and Negotiations on Ellis Island, 1904-10", Σικάγο 1996). Ανάλογες παλινδρομήσεις συναντάμε και στις επίσημες οδηγίες της Στατιστικής Υπηρεσίας προς τους απογραφείς: το 1910 δεν αποδέχονται την ύπαρξη «μακεδονικής» γλώσσας (όπως δεν δέχονται ούτε «τσέχικη», «ουκρανική» ή «κουτσοβλάχικη» - η τελευταία θεωρείται απλά ρουμανική») ενώ το 1920 την συγκαταλέγουν ρητά μεταξύ των «βασικών ξένων γλωσσών» που μιλιούνται στις ΗΠΑ.

Αυτά όσον αφορά το -όντως λεπτό και συχνά διφορούμενο- ζήτημα του αυτοπροσδιορισμού των Σλαβομακεδόνων σε παλιότερες εποχές. Περισσότερο απλά είναι τα πράγματα με τις βαλκανικές στατιστικές. Οι ελληνικές, βουλγαρικές και σερβικές στατιστικές που κυκλοφόρησαν πριν από το 1912 αποτελούσαν τμήμα του προπαγανδιστικού οπλοστασίου των αντίστοιχων κρατών κι όχι αποτύπωση του όποιου αυτοπροσδιορισμού των κατοίκων. Οι επίσημες οθωμανικές απογραφές, πάλι, κατέγραφαν όχι «έθνη» αλλά «μιλέτια» -επίσημα αναγνωρισμένες δηλαδή θρησκευτικές κοινότητες, βάσει των οποίων οργανωνόταν η υπαγωγή των κατοίκων της Αυτοκρατορίας στην κρατική εξουσία. Βουλγαρικό μιλέτι δεν υπήρχε πριν από το 1870, ούτε σερβικό πριν από το 1903. «Μακεδονικό» μιλέτι ουδέποτε αναγνωρίστηκε από την Υψηλή Πύλη και, κατ' επέκταση, ουδέποτε καταγράφηκε.

Από ένα επιτελικό στέλεχος ασχολούμενο κατ' επάγγελμα με τα «σλαβοκομμουνιστικά» ήδη από τη δεκαετία του '50, όπως ο επιστολογράφος μας, θα περιμέναμε τέλος λιγότερα λάθη πάνω στο κύριο αντικείμενό του. Πώς είναι δυνατόν να ισχυρίζεται λ.χ. ότι η ονομασία «Μακεδόνες» επιλέχθηκε για πρώτη φορά από τον Τίτο το 1937 κι υιοθετήθηκε από τον Στάλιν μόλις το 1943, ξεχνώντας ότι η ύπαρξη αυτοτελούς μακεδονικού έθνους είχε αναγνωριστεί πανηγυρικά από την Κομμουνιστική Διεθνή ήδη από το Φεβρουάριο του 1934; Αν μη τι άλλο, η εν λόγω απόφαση αποτελεί το πρώτο από τα ντοκουμέντα που επιστρατεύθηκαν για να στηρίξουν την εθνική επιχειρηματολογία στο «Σκοπιανό» («Η επεκτατική πολιτική των Σκοπίων», εκδ. ΙΜΧΑ, Θεσ/νίκη 1993, σ.27-8). Την εποχή, ακριβώς, που ο κ. Σωτηρόπουλος ήταν ειδικός σύμβουλος του ΥΠΕΞ για το ζήτημα...
 


ΔΙΑΒΑΣΤΕ

Χαράλαμπου Κ. Σωτηρόπουλου, «Αι σλαβικαί οργανώσεις και η ανθελληνική των προπαγάνδα»

(Αθήναι, Αύγουστος 1960). Χαρτογράφηση των σλαβομακεδονικών οργανώσεων της διασποράς από τον επιστολογράφο μας, χωρίς αναφορά στην ιδιότητά του ως στελέχους της ΚΥΠ. Αναλυτική ταξινόμηση των οργανώσεων με βάση τον πολιτικό τους προσανατολισμό («κομμουνιστικαί»-«εθνικιστικαί») ή τον εθνικό τους χαρακτήρα («αυτονομιστικαί»-«μεγαλοβουλγαρικαί»).

Χαράλαμπου Κ. Σωτηρόπουλου, «Η ανθελληνική προπαγάνδα των Σλάβων και το 'Μακεδονικόν Ζήτημα'»

(Αθήναι 1961). Υπηρεσιακή επισκόπηση του Μακεδονικού από τον ίδιο, με δεδηλωμένο σκοπό «την αποκάλυψιν εις την κοινήν γνώμην της κακοβούλου εκμεταλλεύσεως η οποία γίνεται επί ενός ανυπάρκτου θέματος» από τους «ανικανοποίητους» βόρειους γείτονές μας. «Αφ’ ής τεχνηέντως και υπό τρίτων αφυπνίσθησαν εκ του χρονίου ληθάργου των και εδημιουργήθησαν ως κράτη ανεξάρτητα, υπακούοντες εις τα κελεύσματα των κυρίων των και εις τα ίδια αυτών αρπακτικά ένστικτα», υποστηρίζει, Βούλγαροι και Γιουγκοσλάβοι «μετέρχονται παν μέσον ίνα επιτύχουν την απόσπασιν των εδαφών της Μακεδονίας μας, τα οποία ανέκαθεν υπήρξαν Ελληνικά και εις τα οποία ήνθιζεν ο Ελληνικός πολιτισμός όταν οι σημερινοί διεκδικηταί των έζων εις τας στέπας του Βορρά και ετρέφοντο με ρίζες δένδρων και ωμόν κρέας ζώων». Ολόκληρο κεφάλαιο είναι, τέλος, αφιερωμένο στον εσωτερικό εχθρό: «Παραλλήλως θα αποκαλύψωμεν και το μέγεθος της προδοσίας των Ελλήνων κομμουνιστών, η διαστροφή και η πόρωσις των οποίων έφθασε μέχρι του σημείου να αρνούνται και αυτό το ιστορικώς αποδεδειγμένον πλέον γεγονός, ότι η Μακεδονία είναι Ελληνική και κατοικείται μόνον από Ελληνες» (σ.9).

Evangelos Kofos, «Greece’s Macedonian Adventure: the Controversy over FYROM’s Independence and Recognition»

(στο συλλογικό «Greece and the New Balkans», Ν. Υόρκη 1999, εκδ. Pella). Εντονα κριτικός απολογισμός της κρίσης του 1991-95 από τον επί τρεις δεκαετίες (1963-95) εμπειρογνώμονα του ΥΠΕΞ για το Μακεδονικό.
 

(Ελευθεροτυπία, 4/12/2005)

 

www.iospress.gr