ΤΟΤΕ ΠΟΥ ΟΛΟΙ ΣΥΜΦΩΝΟΥΣΑΝ

 

17Ν: Πολιτική με άλλα μέσα;
 

Δημοσιογράφοι, πολιτικοί και αναλυτές συμφωνούσαν μέχρι το 2002 ότι η 17Ν ήταν πολιτική οργάνωση. Μετά τη σύλληψη όλοι μιλούν για ποινικούς εγκληματίες. Και πρώτος πρώτος ο ίδιος ο υπουργός Δικαιοσύνης.

 

Δεν άρχισε καλά καλά η δίκη για την υπόθεση της 17Ν στο Εφετείο του Κορυδαλλού και περίσσεψαν ήδη τα απαξιωτικά σχόλια για την προσωπικότητα και τη δράση των κατηγορουμένων. Κοινός τόπος η αναφορά στην εγκληματική φύση της οργάνωσης και η απόρριψη μετά βδελυγμίας κάθε επιχειρήματος που θα άφηνε να νοηθεί ότι υπάρχει κόκκος πολιτικής στην ιστορία της οργάνωσης 17Ν.

Ομως το τι λέει ο καθένας σήμερα λίγη σημασία έχει. Μετά τον συντονισμένο επικοινωνιακό καταιγισμό που συνόδευσε τις συλλήψεις το καλοκαίρι του 2002 και τον συλλογικό διασυρμό συλληφθέντων, υπόπτων, είτε απλώς συγγενών ή συνεπώνυμων των υπόπτων, ελάχιστοι είναι εκείνοι που τολμούν να επιμείνουν στην πολιτική διάσταση της υπόθεσης.

Κατά παράδοξο τρόπο, οι μόνοι που συνέχισαν μετά το 2002 να αναφέρονται στον πολιτικό χαρακτήρα της 17Ν -με την εξαίρεση μιας μικρής μερίδας αναλυτών της Αριστεράς- ήταν εκείνοι που βρίσκονται στον ιδεολογικό αντίποδα οποιασδήποτε επαναστατικής δράσης. Ακολουθώντας την παλιά καλή συνταγή της ταύτισης 17Ν με το βαθύ ΠΑΣΟΚ, εκπρόσωποι της παραδοσιακής σκληρής δεξιάς εξακολούθησαν για ένα διάστημα να επιχειρηματολογούν υπέρ της πολιτικής στοχοθεσίας της οργάνωσης. Οταν, μάλιστα, βγήκε δημόσια από το βήμα της Εκθεσης Θεσσαλονίκης ο τότε πρωθυπουργός Κώστας Σημίτης να χαρακτηρίσει τη 17Ν «μαφία» και τα μέλη της «εγκληματίες" και «λαθρεμπόρους της αριστερής ιδεολογίας» (8/9/02), έγινε και πάλι μια προσπάθεια «πολιτικοποίησης» της υπόθεσης από κύκλους της τότε αντιπολίτευσης. Με κύριο άρθρο της η εφημερίδα «Απογευματινή» διακήρυξε ότι είναι «Πολιτικοί εγκληματίες τα μέλη της 17Ν» (10/9/02), ενώ επιφανή στελέχη του σημερινού κυβερνητικού σχήματος αντέδρασαν στις δηλώσεις Σημίτη επιμένοντας ότι «τα εγκλήματα είχαν πολιτικό στόχο» (Απόστολος Ανδρεουλάκος), ότι «η παρουσίαση της 17Ν ως μαφιόζικης οργάνωσης δεν είναι δυνατόν να αλλοιώσει τον πολιτικό χαρακτήρα των δολοφονιών και των άλλων τρομοκρατικών χτυπημάτων» (Μιλτιάδης Βαρβιτσιώτης).

Αλλά και αυτές οι φωνές υποχώρησαν, όταν διαπίστωσαν ότι η αναγνώριση του πολιτικού χαρακτήρα της δράσης της 17Ν θα οδηγούσε αναπόφευκτα σε μια ιδεολογική και πολιτική αντιπαράθεση και σε διαφορετική ποινική μεταχείριση των συλληφθέντων, με πρώτη άμεση συνέπεια την εκδίκαση της υπόθεσης από ορκωτό δικαστήριο, όπως προβλέπει το Σύνταγμα για τα πολιτικά εγκλήματα. Το σύνθημα της υποχώρησης έδωσε ο κ. Εβερτ, ο οποίος παραδέχτηκε την ιδεολογική αφετηρία της 17Ν («μπορεί να ξεκίνησε τη δράση της με ιδεολογικό υπόβαθρο»), έσπευσε όμως να ταυτιστεί με την πρωθυπουργική ρήση: «είναι κοινοί εγκληματίες».

Αλλά είπαμε. Ελάχιστη αξία έχει το τι λέει καθένας σήμερα, μετά την εξάρθρωση-διάλυση της οργάνωσης. Σημασία έχει το τι λέγανε όλοι προτού πάρουν σάρκα και οστά τα μέλη της οργάνωσης-φάντασμα. Δημοσιεύουμε σήμερα ορισμένα χαρακτηριστικά αποσπάσματα δηλώσεων, άρθρων και αποκόμματα εφημερίδων, τα οποία μας επαναφέρουν στην πραγματική εικόνα που είχε η ελληνική κοινωνία για τη 17Ν μέχρι το 2002. Μέσα από αυτά τα αποσπάσματα επιβεβαιώνεται ότι η 17Ν αντιμετωπιζόταν από όλους ως πολιτική οργάνωση. Από τον σημερινό υπουργό Δικαιοσύνης Αναστάση Παπαληγούρα έως τους πιο συντηρητικούς αρθρογράφους και επιχειρηματίες, όλοι μιλούσαν για πολιτική δράση για πολιτικές συνέπειες, για πολιτική αντιμετώπιση.

Ας μην παρεξηγηθούμε. Λέγοντας ότι ο πολιτικός χαρακτήρας της δράσης της 17Ν ήταν περίπου κοινός τόπος για τους περισσότερους αναλυτές (πολιτικούς, δημοσιογράφους, διανοούμενους, κ.λπ.) στις τρεις σχεδόν δεκαετίες της δράσης της, δεν υπονοούμε ότι αυτή η δράση γινόταν ταυτόχρονα αποδεκτή. Υπήρξαν βέβαια κάποιες δημοσκοπήσεις που κατέγραψαν ένα σημαντικό ρεύμα πολιτικής συμπάθειας προς τη 17Ν, αλλά δεν μιλάμε γι’ αυτό. Αναφερόμαστε στην κοινή πεποίθηση όλων ότι είναι πολιτικό το υπόβαθρο της οργάνωσης, ανεξάρτητα από τη συμπάθεια ή απέχθεια που έτρεφε καθένας για την ένοπλη δράση της.

Οι τίτλοι και οι χαρακτηρισμοί των εφημερίδων που παραθέτουμε είναι δηλωτικοί. Στην ίδια κατεύθυνση βρίσκονται και οι επίσημες ανακοινώσεις πολιτικών και διανοουμένων που συνόδευαν τη δράση της 17Ν. Επιλέξαμε σκόπιμα δυο χτυπήματα της 17Ν σε έλληνες πολιτικούς για να μετρηθούν οι αντιδράσεις που προκλήθηκαν όταν ο στόχος της οργάνωσης ήταν οικείος. Και τα δυο αυτά χτυπήματα έγιναν μέσα στο ταραγμένο 1989.

Δυο μέρες μετά την αποτυχημένη απόπειρα εναντίον του Γιώργου Πέτσου, πολιτικοί από όλες τις πτέρυγες της Βουλής κλήθηκαν να απαντήσουν στην προτροπή που περιλαμβανόταν στην προκήρυξη της 17Ν προς τους ψηφοφόρους να επιλέξουν λευκό, αποχή ή άκυρο στις επικείμενες εκλογές («Ελευθεροτυπία», 10/5/89).

Ο σημερινός υπουργός Υγείας Νικήτας Κακλαμάνης, μέλος τότε της ΚΕ της ΝΔ ήταν σαφέστατος: «Η προτροπή αυτή είναι μια ευφυής πολιτική κίνηση, η οποία σίγουρα ευνοεί την ίδια την οργάνωση 17Ν, αφού έτσι, θεωρητικά τουλάχιστον, θα καρπωθεί αναπόφευκτα τις λευκές ψήφους, τις άκυρες και την αποχή, που πάντα υπάρχουν σε μια εκλογική αναμέτρηση. Εξίσου σίγουρα, όμως, δεν ευνοεί τη δημοκρατία και τις ομαλές πολιτικές εξελίξεις στη χώρα».

Πολιτική ήταν η αρνητική απάντηση και του Στάθη Παναγούλη, προέδρου τότε της ΕΣΠΕ: «Νομίζω ότι είναι πέρα για πέρα λάθος η προτροπή της Ε.Ο. 17Ν. Οπως πιστεύω ότι είναι πέρα για πέρα λάθος και ο τρόπος που έχει διαλέξει για να επιβάλει τις απόψεις της».

Ο βουλευτής του ΠΑΣΟΚ Δημήτρης Λιαροκάπης ήταν πιο συγκρατημένος: «Πιστεύω ότι πρέπει να ακολουθήσουμε τον ορθόδοξο τρόπο. Ο λαός πρέπει να ψηφίσει δημοκρατικά και να έχει ιδεολογικό περιεχόμενο με αρχές και ιδέες». Ο ιστορικός της Αριστεράς Τάσος Βουρνάς έθεσε το πρόβλημα στη θεωρητική του βάση: «Συνταγματικά είναι νόμιμο να ζητήσει κάποιος το λευκό ψηφοδέλτιο και την αποχή. Ωστόσο έτσι δεν καταλήγουμε σε αποτέλεσμα και δεν εκφράζεται η γνώμη του πολίτη ούτε η σαφής τοποθέτησή του».

Η βουλευτής Ρούλα Κακλαμανάκη προσπάθησε να βρει απάντηση στο ερώτημα ποιος οφελείται από τη σύσταση της 17Ν: «Είναι φανερό ότι η σύσταση αυτή βοηθάει τη Δεξιά και γενικότερα κάθε δεξιά πολιτική. Εκφράζει την τάση που θέλει τον πολίτη αδιάφορο, ουδέτερο και έξω από τα πράγματα». Πιο κατηγορηματική στη διαφωνία της ήταν η βουλευτής ΠΑΣΟΚ Σύλβα Ακρίτα: «Το λευκό ή η αποχή είναι άρνηση του δημοκρατικού πολιτεύματος. Αποτελεί άρνηση θέσης. Οποιοι υιοθετούν τέτοια στάση δεν συμβάλλουν στη λειτουργία των δημοκρατικών θεσμών. Το λευκό ή η αποχή συμφέρει αυτούς που δεν θέλουν να λειτουργεί ο τόπος με δημοκρατικές αρχές. Ποιοι είναι αυτοί; Κάποτε θα το μάθουμε».

Μετά την πρόσφατη περιπέτεια της «λευκής ψήφου» στο Εκλογοδικείο και στο Συμβούλιο της Επικρατείας ακούγονται λίγο παράξενα όλα αυτά περί «αντιδημοκρατικού» χαρακτήρα αυτής της ψήφου. Ομως η ουσία είναι ότι όλοι οι εκπρόσωποι των κομμάτων αντιμετωπίζουν ως πολιτικό αντίπαλο τη 17Ν.

Ακόμα πιο ενδιαφέρουσες είναι οι αντιδράσεις που προκλήθηκαν μετά τη δολοφονία του Παύλου Μπακογιάννη στις 26 Σεπτεμβρίου 1989 («Ελευθεροτυπία», 28/9/89).

Ο σημερινός κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος του ΠΑΣΟΚ Ανδρέας Λοβέρδος ανέλυε την οργάνωση με την ιδιότητα του συνταγματολόγου και ειδικευμένου στα ζητήματα του πολιτικού εγκλήματος: «Θεωρώ πως η 17Ν είναι ένα πολιτικό μόρφωμα που κινείται στο χώρο της παρανομίας, έχει χαρακτηριστικά που προσιδιάζουν στις ευρωπαϊκές τρομοκρατικές οργανώσεις της προηγούμενης δεκαετίας και στην παρούσα φάση, εγκαταλείποντας τη λογική της αυτοδικίας -για λογαριασμό του ελληνικού λαού- επιχειρεί να δράσει παράλληλα με την πολιτική κοινωνία και να αποτελέσει αυτοπροσδιοριστικό της παράγοντα».

Ο συγγραφέας Γιώργος Σκούρτης μας καλούσε να διαλέξουμε από δύο εκδοχές: «Η 17Ν είναι μια οργάνωση, της οποίας οι πράξεις και οι δηλώσεις μπορούν να ερμηνευτούν με δύο τρόπους. Ο πρώτος ότι η ηγεσία και τα μέλη της είναι παλαιορομαντικά ιδεολογικά, αλλά με σύγχρονες οπλικές μεθόδους, οι οποίοι ενεργούν όπως ενεργούν, μέσα στην πολιτική τους απελπισία και τα ιδεολογικά τους αδιέξοδα (και γνωρίζοντας φυσικά -και δυστυχώς- ότι δεν μπορούν να αλλάξουν τίποτα με τις μεθόδους τους). Η δεύτερη εκδοχή είναι ότι η οργάνωση καθοδηγείται από τα λεγόμενα 'κέντρα' των μεγάλων συμφερόντων, τα οποία με το πρακτορείο της 'επανάστασης' στην Ελλάδα του 1989 (αν είναι δυνατόν) προσπαθούν να επέμβουν στην πολιτική ζωή του τόπου προς όφελός τους».

Ο συνθέτης Νότης Μαυρουδής εξέφραζε την απογοήτευσή του: «Εως κάποια εποχή, πίστεψα πως η 17Ν έχει πολιτική 'άποψη' με θέσεις αριστερές. Οι τελευταίες ενέργειες μας πάγωσαν και υποστηρίζω πια πως είναι μια επιχείρηση δημοκρατικού αποπροσανατολισμού». Κάπως διφορούμενες ήταν οι δηλώσεις του θεατρικού συγγραφέα Γιώργου Διαλεγμένου: «Η οργάνωση 17Ν είναι δημιούργημα όλου του πολιτικού κόσμου που τώρα απολαμβάνει το δημιούργημά του».

Λίγες μέρες μετά από ένα τρίτο χτύπημα με στόχο Ελληνα (δολοφονία Βρανόπουλου), στο κύριο άρθρο της «Καθημερινής» ο Στάμος Ζούλας εντόπιζε «Το μυστικό όπλο της 17Ν» (28/1/94). Καταρχήν ξεκαθάριζε ότι η 17Ν δεν γέρνει προς ένα από τα δύο μεγάλα κόμματα: «Η οργάνωση αυτή δρα 20 ολόκληρα χρόνια, κατανέμοντας ισόμερα 'ζημιές' και 'οφέλη' στις δύο μεγάλες παρατάξεις που εναλλάσσονται στην εξουσία». Και ο αρθρογράφος απέδιδε την επιτυχία της 17Ν στην πολιτική άποψη που επικρατεί στην κοινή γνώμη:

«Σε μια μερίδα της κοινής γνώμης (καλλιεργείται η εντύπωση) ότι η ύπαρξη και η δράση της τρομοκρατίας στη χώρα μας οφείλεται σε συγκεκριμένα αίτια. Οπότε αν εξαλειφθούν οι 'λόγοι που την προκαλούν’, θα εκλείψει και η τρομοκρατία. (...) Αν εκλείψουν τα κρούσματα διαφθοράς στο δημόσιο βίο, αν η Δικαιοσύνη καταστεί στο σύνολό της άτεγκτη και αδέκαστη, αν εκριζωθεί κάθε ίχνος κοινωνικής αδικίας, τότε και η 17Ν θα καταθέσει αναγκαστικώς τα όπλα. (...) Αν αντιτείνει κανείς το επιχείρημα ότι με τη θεωρία αυτή νομιμοποιείται ως ύπατος κριτής του δημόσιου και κοινωνικού μας βίου και ως αυθαίρετος τιμωρός όσων η ίδια 'καταδικάζει', τότε πιθανώς θα ακούσει κάτι το εξωφρενικότερο. Φταίνε οι πολιτικοί που αλληλοκατηγορούνται για σκάνδαλα και διαφθορά. Φταίνε οι δημοσιογράφοι που ασκούν κριτική στα δημόσια πρόσωπα και 'υποδεικνύουν' στόχους στη 17Ν. Φταίει η Δικαιοσύνη, που δεν παρεμβαίνει με την ίδια ταχύτητα και 'τελεσιδικία', με την οποία ενεργεί η τρομοκρατία...»

Το επιστέγασμα όλων αυτών των τοποθετήσεων θα το βρούμε στον Μίκη Θεοδωράκη, ο οποίος μπορεί να μη φημίζεται για την πολιτική του σταθερότητα, αλλά επιδεικνύει πάντοτε μια εξαιρετική οξυδέρκεια στην αναγνώριση του κύριου μετώπου κάθε συγκυρίας και διατυπώνει με αφοπλιστική σαφήνεια το «σύνθημα» κάθε περιόδου. Στο πρώτο από μια σειρά άρθρων που έγραψε για την «Ελευθεροτυπία» λίγους μήνες προτού οριστεί υπουργός στην κυβέρνηση Μητσοτάκη(«Τι πιστεύω για την τρομοκρατία», «Ε» 30/10/89), ο κ. Θεοδωράκης μιλούσε χωρίς περιστροφές, ως νέος Κλαούζεβιτς:

«Επομένως, παρεμβαίνουν οι δολοφόνοι ή όχι στις πολιτικές εξελίξεις; Εγώ θα έλεγα ότι κάνουν πολιτική με άλλα μέσα, με την πολιτική τρομοκρατία».
 


Αναστάσης Παπαληγούρας:

 
"Η τρομοκρατία ως πολιτική πράξη"

Η πιο θαρραλέα παραδοχή ότι η δράση της 17 Νοέμβρη υπήρξε "πολιτική πράξη" έγινε το 1988 από τον κ. Αναστάση Παπαληγούρα. Η τοποθέτηση αυτή έχει ξεχωριστή σημασία γιατί διατυπώθηκε από τον άνθρωπο που διευθύνει σήμερα το υπουργείο Δικαιοσύνης και έχει συνεπώς την πολιτική ευθύνη για τη διεξαγωγή της δίκης της 17Ν.

Σε άρθρο του στην "Καθημερινή" με τίτλο "Ούτε η τρομοκρατία μας τρομάζει..." (31/7/88) ο κ. Παπαληγούρας, ένα μήνα μετά τη δολοφονία του αμερικανού ναυτικού ακολούθου Ουίλιαμ Νορντίν, υποστηρίζει ότι ο ελληνικός λαός ανέχεται την τρομοκρατία ως πολιτική πράξη:

"Το Κράτος απέδειξε την ανεπάρκειά του και οι πολιτικές δυνάμεις την ανυπαρξία τους. Και η κοινωνία; Η κοινωνία, για μια ακόμη φορά, επέδειξε την αδιαφορία της. Αν το Κράτος δεν μπορεί τίποτε το σοβαρό να κάνει, αν οι πολιτικές δυνάμεις δεν έχουν τίποτε το σοβαρό να πουν, σοβαρό είναι μόνο το φαινόμενο της γενικής απάθειας, που κάνει το σύνολο της κοινωνίας μας να μοιάζει με τυμπανιαίο πτώμα που δεν αντιδρά σε τίποτα. Στις τελευταίες, μάλιστα, τρομοκρατικές εκδηλώσεις και ειδικότερα στην περίπτωση της δολοφονίας του Αμερικανικού ακολούθου, η απάθεια αυτή υποδηλώνει μια βαθύτερη -αλλά εύκολα αισθητή από όλους μας- ανοχή του κοινωνικού σώματος έναντι της τρομοκρατίας ως πολιτικής πράξης. Ανοχή, που στην ουσία ισοδυναμεί με υπόθαλψη της τρομοκρατίας. Γιατί κανένα αστυνομικό μέτρο σε μια δημοκρατική χώρα, κανένα αντιτρομοκρατικό νομοσχέδιο ή ειδικό σώμα, δεν αρκεί για να εξαρθρώσει την πολιτική τρομοκρατία, όταν το ίδιο το κοινωνικό έδαφος δεν την αποβάλλει..."

Στο ίδιο άρθρο ο κ. Παπαληγούρας -ο οποίος τότε είχε διαγραφεί από τον κ. Μητσοτάκη- εξηγεί ότι η ανοχή της κοινωνίας μας "απέναντι στην εγκληματική τρομοκρατία υποδηλώνει μια 'εγκληματικότητα' που ελλοχεύει μέσα στον ίδιο τον ελληνικό κοινωνικό ιστό" και εκφράζει "την περιφρόνηση των πολλών απέναντι σε κάθε αρχή, σε κάθε νόμο ή διάταξη, προκειμένου να επιτύχουν τις επιδιώξεις τους. Ολα αυτά αποτελούν ένα είδος 'κοινωνικοποιημένης' εγκληματικότητας". Η κοινωνία είναι "διαποτισμένη από ένα είδος αλληλοτρομοκρατίας στις καθημερινές της συναλλαγές".

Φτάνει μάλιστα ο υπουργός να παραδεχτεί εμμέσως τη δυνατότητα της 17Ν να ξεσηκώσει την εθνική συνείδηση: "Θα μπορούσε η τρομοκρατία να προσφέρει τουλάχιστον μια αντανακλαστική 'υπηρεσία' στον εθνικό οργανισμό: αν τα πλήγματά της είχαν σαν συνέπεια την πραγματική συνειδητοποίηση της σημερινής κατάπτωσης, αν επέφεραν μια συλλογική ανάληψη της εθνικής ευθύνης".

Οι σκέψεις αυτές του σημερινού υπουργού Δικαιοσύνης βρίσκονται στον αντίποδα των δηλώσεών του μετά τις συλλήψεις του 2002. Σε άρθρο του στην "Ελευθεροτυπία" ο κ. Παπαληγούρας ξεχνάει κάθε αναφορά στην "ανοχή" του λαού, στον "πολιτικό" χαρακτήρα της τρομοκρατίας και στην "εγκληματικότητα" του κοινωνικού ιστού. Τώρα μοναδικός στόχος του είναι η δαιμονοποίηση του τρομοκράτη, ο οποίος "βρίσκεται στον αντίποδα κάθε μορφής κοινωνικής οργάνωσης και συλλογικής λειτουργίας. Παριστάνει το θεό αλλά είναι θηρίο. Βρίσκεται σε αγεφύρωτη σύγκρουση με όλα όσα συνιστούν και συνθέτουν τον ανθρώπινο πολιτισμό" ("Η 'ηθική' του τρομοκράτη", 16/9/02).

Αλλά το παλιό κείμενο παραμένει, να θυμίζει όσα έλεγε ο ίδιος -και πολλοί άλλοι- έως το 2002. Μόνο που, φρονίμως ποιών, ο κ. Παπαληγούρας απέφυγε να περιλάβει το κείμενο αυτό στις συλλογές άρθρων που δημοσίευσε από τότε. Κάτι ήξερε.
 


ΔΙΑΒΑΣΤΕ

Γιώργου Κασιμέρη
"Η Επαναστατική Οργάνωση 17 Νοέμβρη"

(μετάφραση Ερρίκος Μπαρτζινόπουλος, Γιώργος Κασιμέρης, εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 2002)
Το τελευταίο βιβλίο που κυκλοφόρησε (στα ελληνικά) λίγες μέρες πριν τις συλλήψεις του 2002. Μια σύγκριση μεταξύ των διατυπώσεων που χρησιμοποιεί ο συγγραφέας για τη 17Ν και τις αντίστοιχες που περιλαμβάνουν όλα τα σχετικά πονήματα (δημοσιογράφων κυρίως) που εκδόθηκαν τους μήνες που ακολούθησαν είναι απολύτως ενδεικτική για την επιχείρηση "αποπολιτικοποίησης" του φαινομένου. Για τον Κασιμέρη (ο οποίος βέβαια δεν εκφράζει κανενός είδους συμπάθεια προς την ένοπλη προπαγάνδα), "η βία της 17Ν πήγαζε από μια αναχρονιστική ερμηνεία των ελληνικών κομμουνιστικών παραδόσεων. (...) Η τρομοκρατική εκστρατεία της 17Ν επικεντρώθηκε στην ενστάλαξη των ιδανικών της επανάστασης στην ελληνική πολιτική ζωή. (...) Οι στόχοι που επέλεξε η οργάνωση αντανακλούσαν την ιδεολογία της που ήταν αντικαπιταλιστική, αντιιμπεριαλιστική, αντικαθεστωτική και αντιαπολυταρχική".

Γιάννη Πανούση (επιμ.)
"Η δίκη της 17Ν από τις στήλες των εφημερίδων"

(εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 2005)
Περιγραφική συλλογή αποσπασμάτων άρθρων και ρεπορτάζ από την περίοδο των συλλήψεων και της πρώτης δίκης της 17Ν. Χαρακτηριστική η μεταβολή της επιχειρηματολογίας των αρθογράφων, η περίσσεια απαξιωτικών χαρακτηρισμών, ακόμα και οι ύβρεις. Στο πρώτο κεφάλαιο αντιμετωπίζεται το δίλημμα "πολιτικό ή ποινικό έγκλημα" και υποστηρίζεται ότι "η μεγάλη πλειοψηφία των άρθρων προκρίνει την άποψη του αμιγώς ποινικού-εγκληματικού χαρακτήρα των πράξεων της οργάνωσης".

Αναστάση Παπαληγούρα
"Περί διαφθοράς ή η χαμένη τιμή της πολιτικής"

(προοίμιο Κώστας Καραμανλής, εκδόσεις Κάκτος, Αθήνα 2005)
Στη συλλογή άρθρων του ο υπουργός Δικαιοσύνης απέφυγε να περιλάβει εκείνο στο οποίο αναφέρεται στη δράση της 17Ν ως πολιτικής πράξης.

 

(Ελευθεροτυπία, 11/12/2005)

 

www.iospress.gr