ΤΑΥΤΙΣΗ ΚΡΑΤΟΥΣ ΚΑΙ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ

 

Δημοκρατία υπό αίρεση
 

Η υπόθεση του Τάκι Αλεξίου που εκδικάζεται μεθαύριο σε β' βαθμό έγινε αφορμή να τεθεί μία ακόμα φορά το ζήτημα των σχέσεων Πολιτείας και Εκκλησίας. Το «έγκλημά» του ήταν ότι η Εκκλησία τον κατατάσσει στον κατάλογο των αιρετικών. Τι σήμαινε αυτό πριν αιώνες, το γνωρίζουμε. Τι σημαίνει, όμως, «αιρετικός» σε μια σύγχρονη ευρωπαϊκή χώρα;

 

Η συζήτηση για τη συνταγματική αναθεώρηση έκλεισε προτού καλά καλά ανοίξει. Αυτό ισχύει, τουλάχιστον, για μια από τις σοβαρότερες πλευρές της συνταγματικής υστέρησης της Ελλάδας, δηλαδή το περιώνυμο πρόβλημα του διαχωρισμού Εκκλησίας και Κράτους.

Προτού ακόμα διατυπωθεί επισήμως από τον πρωθυπουργό η κυβερνητική πρόθεση να τεθεί θέμα αναθεώρησης, είχαν ξεσηκωθεί φωνές για να προλάβουν και να αποκλείσουν από κάθε συζήτηση αυτό το ενδεχόμενο.

«Θα ήταν εθνικό έγκλημα ο διαχωρισμός Εκκλησίας και Κράτους», δήλωσε ο Μιλτιάδης Εβερτ στον Ραδιοσταθμό της Εκκλησίας (19/1/06), με το επιχείρημα ότι «όλη η ιστορία της Ελλάδος και η νεωτέρα κυρίως στηρίχθηκε στο ότι η Ορθοδοξία στηρίζει το Σύνταγμα, τους θεσμούς και την εθνική μας υπόσταση». Ανάλογα επιχειρήματα εξέφρασαν αρκετοί βουλευτές των δύο μεγάλων κομμάτων, θυμίζοντας έντονα το κλίμα της εποχής των ταυτοτήτων, όταν ελάχιστοι τολμούσαν να στηρίξουν την αυτονόητη εκσυγχρονιστική πρωτοβουλία Σημίτη-Σταθόπουλου.

Μετά από όλα αυτά, η δήλωση του αρχιεπισκόπου για ενδεχόμενο «βελούδινο διαζύγιο» μεταξύ Κράτους και Εκκλησίας ακούγεται μάλλον σαν συνέχεια των γνωστών ανεκδότων του. Αλλά κι αυτή η μάλλον ειρωνική δήλωση προκάλεσε την μήνιν των υπερορθοδόξων: «Δολιοφθορά εκ των Ενδον», τη χαρακτήρισε ο «Ορθόδοξος Τύπος» και κατήγγειλε ότι ο αρχιεπίσκοπος αυτομόλησε «προς το στρατόπεδο των (κατά δική του έκφραση) Γενιτσάρων» (24/2/06).

Αλλά κι ο μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Ανθιμος βρήκε ευκαιρία να αδειάσει τον κ. Χριστόδουλο, αρνούμενος κάθε μορφής χωρισμό «είτε είναι βελούδινος, είτε τρίχινος, είτε βάρβαρος».

Και όμως. Η υπόθεση αυτή είναι πολύ σοβαρή για να σκεπαστεί κάτω από τα απλοϊκά επιχειρήματα, τους αφορισμούς και τις κατάρες.

Η άνθηση του ανορθολογισμού

Τις απαράδεκτες συνέπειες του σφιχταγκαλιάσματος Κράτους και Εκκλησίας στη σημερινή Ελλάδα αναδεικνύει το πρόβλημα των λεγόμενων «αιρέσεων». Είναι πραγματικό γεγονός αυτό που σημειώνει ο Φώτης Τερζάκης. Οτι, δηλαδή «σήμερα, τη στιγμή ακριβώς που ο εξορθολογισμένος και οικουμενικοποιημένος κόσμος μας προσκρούει στο απώτατο όριο της ανάπτυξής του, παράγοντας κοινωνική εξαθλίωση και οικολογική εντροπία σε βαθμούς που δεν είχε τολμήσει να φανταστεί η διαφωτιστική αισιοδοξία, φαίνεται σαν οι κοινωνίες μας να κάνουν και πάλι μια τεράστια βουτιά στον ανορθολογισμό που ξεπερνά οτιδήποτε θεωρούσαμε ως τέτοιον στην παραδοσιακή κοινωνία» (σ. 12).

Αυτός ο μοντέρνος ανορθολογισμός εκδηλώνεται με δύο αντίθετες όψεις: Από τη μια γινόμαστε μάρτυρες μιας σκοτεινής λατρείας της επιστήμης και της τεχνικής, αλλά από την άλλη διαπιστώνουμε ότι πολλαπλασιάζονται τα κάθε είδους εκλαϊκευμένα και ανορθολογικά συστήματα πεποιθήσεων: από την αστρολογία, τον εσωτερισμό, τον νεοπαγανισμό και το «new age» έως τις αναβιώσεις των μεγάλων θρησκευτικών ρευμάτων που καταλήγουν σε αμιγώς πολιτικά ρεύματα, αυτά που ονομάζουμε φονταμενταλιστικά.

Οι λεγόμενες νέες αιρέσεις ανήκουν σ' αυτή την κατηγορία. Τα κράτη άρχισαν να ενδιαφέρονται ιδιαίτερα για τις κινήσεις αυτές μετά τη διαπίστωση ότι ορισμένες από τις διδασκαλίες αυτές καταλήγουν σε ακραίες μορφές ομαδικής αυθυποβολής που εκδηλώνονται με εγκληματικές πράξεις ή σε αυτοκτονίες. Πρώτο μεγάλο δείγμα ήταν η ομαδική αυτοκτονία-δολοφονία 923 μελών του «Ναού του Λαού» στη Γουιάνα το 1978. Ακολούθησε το πογκρόμ με τους 88 νεκρούς «Δαβιδιστές» στο Ουέικο του Τέξας (19/4/93), τους 53 ανεξιχνίαστους θανάτους του «Ναού του Ηλιου» στην Ελβετία και τον Καναδά (4/10/94) και την επίθεση της ομάδας του Αούν στο μετρό του Τόκιο που προκάλεσε 11 νεκρούς και 5.000 τραυματίες (5/3/95).

Υποστηρίχτηκε, λοιπόν, η ανάγκη επιτήρησης, ελέγχου ή και διάλυσης πολλών από τις ομάδες προτού καταστούν επικίνδυνες για τη ζωή των μελών τους ή άλλων πολιτών. Αλλά πέρα από αυτές τις ακραίες εκδοχές του φαινομένου και σε πολλές άλλες περιπτώσεις διαπιστώνεται χρήση παράνομων μεθόδων προσηλυτισμού μελών, χειραγώγησης της δράσης τους ή και οικονομικής τους εκμετάλλευσης.

Ομως ο έλεγχος των ομάδων δεν μπορεί να αφορά τα πιστεύω των μελών τους ούτε είναι δυνατόν ένα μη φονταμενταλιστικό κράτος να απαγορεύει τις προσωπικές θρησκευτικές απόψεις των πολιτών του, όσο κι αν αποκλίνουν από τα πλειοψηφικά δόγματα. Ο όποιος έλεγχος πρέπει να αφορά συγκεκριμένες παράνομες πράξεις: απάτη, οικονομική εκμετάλλευση, παράνομα μέσα προσηλυτισμού κ.λπ.

Στην Ελλάδα, εξαιτίας ακριβώς της ταύτισης Κράτους και Εκκλησίας, αυτός ο έλεγχος είναι αδύνατος. Γιατί η Εκκλησία που τον έχει αναλάβει δεν μπορεί (όπως και κάθε θρησκευτικό δόγμα) να κρίνει τη νομιμότητα μιας πράξης, παρά μόνο τη συμφωνία ή την απόκλιση ενός συστήματος ιδεών από το δικό της.

Ο κατάλογος «αιρέσεων» που συντάσσει η αρμόδια Επιτροπή Αιρέσεων της Ιεράς Συνόδου είναι απολύτως κατανοητός στο πλαίσιο της δογματικής αυτοπροστασίας που είναι σύμφυτη με κάθε θρησκευτική ομάδα ή Εκκλησία, αλλά και απολύτως ασύμβατος με την έννοια της δημοκρατικής τάξης και της αρχής της ανεξιθρησκίας.

Τον Αύγουστο του 1993 προκλήθηκε μεγάλο σκάνδαλο όταν η «Ε» αποκάλυψε ότι υπάρχει άκρως απόρρητη έκθεση της ΕΥΠ με καταγραφή λίστας «αιρέσεων», τις οποίες θεωρούσε «επικίνδυνες για την εθνική ασφάλεια».

Αμέσως η τότε ηγεσία της ΕΥΠ αναδιπλώθηκε. Η έκθεση αποδόθηκε σε κάποιον υπάλληλο, ο οποίος υποτίθεται ότι έδρασε «ερήμην των προϊσταμένων του». Ο διοικητής της ΕΥΠ έσπευσε να την ακυρώσει, υπογραμμίζοντας ότι «ύστερα από μεταγενέστερη προσεκτική μελέτη κρίθηκε ως εξωπραγματικό το περιεχόμενό της και άκρως λανθασμένα τα διατυπωνόμενα συμπεράσματα και προτάσεις».

Αλλά ο «αντιαιρετικός αγώνας» δεν σταμάτησε. Απλώς μετακόμισε σε άλλους μηχανισμούς ασφαλείας, όπως π.χ. το «Τμήμα Αιρέσεων της Κρατικής Ασφάλειας» που συγκρότησε η ΕΛ.ΑΣ. Το ρόλο του ειδικού πραγματογνώμονα επί των αιρέσεων διατήρησε η εκκλησιαστική ιεραρχία. Αλλά, όπως είπαμε, η Εκκλησία είναι ακατάλληλη να κρίνει τη νομιμότητα της δράσης κάποιας ομάδας. Μπορεί μόνο να ελέγξει δογματικά τη διδασκαλία της. Η υιοθέτηση από τους θεσμούς της πολιτείας (διωκτικές αρχές, Δικαιοσύνη) των εκκλησιαστικών κριτηρίων οδηγεί σε αδιέξοδο.

Το ζήσαμε στην περίπτωση της δίκης των λεγόμενων «σατανιστών». Είδαμε τότε εκπροσώπους της Εκκλησίας να υπερασπίζονται τη θεωρία της «επιρροής του Σατανά», βοηθώντας τους κατηγορουμένους να πέσουν στα μαλακά, ενώ οι συγγενείς των θυμάτων διαμαρτύρονταν ότι πρόκειται για κοινά εγκλήματα. Είναι γνωστό ότι στη δίκη εκείνη κατέθεσε ως μάρτυρας υπεράσπισης του Κατσούλα ο αρχιμανδρίτης Μάρκος Μανώλης, εκδότης τότε της υπερορθόδοξης εφημερίδας «Ορθόδοξος Τύπος».

Προσκόμισε μάλιστα στο δικαστήριο ιδιόχειρη επιστολή του κ. Χριστόδουλου, ακόμα τότε μητροπολίτη Δημητριάδος, προς τον Κατσούλα. Για την υπόθεση συνέγραψε πόνημα και ο τότε υπεύθυνος της Επιτροπής Αιρέσεων της Ιεράς Συνόδου Αντώνιος Αλεβιζόπουλος, με συνεντεύξεις «πρώην σατανιστών» στις οποίες -μεταξύ άλλων- καταγράφεται και η άποψη ότι τα δισκάδικα είναι τόποι υψηλής επικινδυνότητας, γιατί εκεί στρατολογούν οι σατανιστές τα υποψήφια μέλη τους.

Ο ίδιος ο όρος «αιρέσεις» που χρησιμοποιείται γι' αυτό το φαινόμενο είναι παραπειστικός, διότι υπονοεί μια παρέκκλιση από κάποιο ορθό δόγμα. Ο όρος σέχτα (sect) που χρησιμοποιείται διεθνώς είναι καλύτερος, αλλά κι αυτός δεν έχει καμιά νομική βαρύτητα σε χώρες που υποτίθεται ότι δεν διώκουν το θρησκευτικό φρόνημα.

Από την άλλη μεριά, οι συνηθέστερες μορφές αδικημάτων που διαπράττονται στο πλαίσιο αυτών των ομάδων (π.χ. προσηλυτισμός άβουλων ατόμων ή ανηλίκων και οικονομική εκμετάλλευση γερόντων) δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί παρά μόνο περιπτωσιακά. Αλλιώς κινδυνεύουμε να κηρύξουμε παράνομη κάθε είδους θρησκευτική ή παραθρησκευτική δραστηριότητα.

Διότι και η επίσημη Εκκλησία δεν βρίσκεται έξω από αυτή την υπόθεση. Οι περιπτώσεις νεαρών μοναχών που έχουν αποσπαστεί υπό αδιευκρίνιστες συνθήκες από τις οικογένειές τους είναι συχνό τηλεοπτικό θέαμα.

Εξίσου γνωστή είναι και η μετατροπή πολλών προσκυνημάτων σε εμπορικές επιχειρήσεις, ενώ η κερδοσκοπική εκμετάλλευση των μυστηρίων είναι καθημερινή πρακτική σε όλες τις βαθμίδες. Ακόμα και εν ενεργεία μητροπολίτης έχει κατηγορηθεί από υπεύθυνα χείλη για αθέμιτη επιρροή πάνω σε άτομα του «ποιμνίου» του με σκοπό την ιδιοποίηση της περιουσίας τους μετά το θάνατό τους (καταγγελία της Ελένης Κούρκουλα για τον μητροπολίτη Αιγιαλείας Αμβρόσιο).

Υπόθεση Αλεξίου

Την περίοδο που η ΕΥΠ δήλωνε ότι καταργεί τη λίστα αιρέσεων, ο αριθμός των καταγεγραμμένων ομάδων περιοριζόταν σε 127. Σήμερα η Εκκλησία διατηρεί στην ιστοσελίδα της λίστα 496 ομάδων!

Είναι γνωστή στους αναγνώστες της στήλης η υπόθεση του κ. Τάκι Αλεξίου, αρχιτέκτονα και ζωγράφου, που καταδικάστηκε σε 25 μήνες φυλάκισης από το Τριμελές Πλημμελειοδικείο της Ρόδου με την κατηγορία της «ηθικής αυτουργίας» σε διαμάχη ενός διαζευγμένου ζευγαριού.

Μετά το σχετικό δημοσίευμα του «Ιού» («Ο αντιαιρετικός αγώνας ως κακή πεθερά», 22/10/05) ακολούθησαν δύο αποκαλυπτικά ρεπορτάζ, το ένα στα ΝΕΑ («Διώξεις από την εκκλησιαστική ΚΥΠ», της Α. Πελώνη, 5/12/05) και ένα στο Εθνος («Αντιαιρετικός αγών με μεθόδους... ΚΥΠ», του Π. Παπαβασιλείου).

Η Διεθνής Αμνηστία απηύθυνε στις 2/12/05 στον υπουργό Δικαιοσύνης της Ελλάδας επιστολή «εκφράζοντας την ανησυχία της για την ποινή» και επισήμαινε ότι «οι κατηγορίες εναντίον του καθηγητή Αλεξίου απαγγέλθηκαν όταν ένας κάτοικος της Σύμης κάλεσε ως μάρτυρα έναν μοναχό, τον Αρσένιο Βλιαγκόφτη, μέλος της Συνοδικής Επιτροπής επί των Αιρέσεων, η οποία θεωρεί την Επιτροπή Ρούμι Ελλάδας την οποία ίδρυσε ο Αλεξίου σέκτα (υπ' αριθμόν 105 στον κατάλογο της Επιτροπής) και υποστηρίζει ότι οι "αιρέσεις" που διαδίδει απειλούν να διαφθείρουν τη θρησκευτική και εθνική ταυτότητα της Ελλάδας. Η Επιτροπή Ρούμι Ελλάδας μελετά τα φιλοσοφικά και ποιητικά έργα του Μεβλάνα Τζελαλεντίν Ρούμι. Το 1989 η UNESCO συμπεριέλαβε τα έργα αυτού του ανθρωπιστή του 13ου αιώνα στον κατάλογο των παγκόσμιων λογοτεχνικών θησαυρών, μέρος της παγκόσμιας πολιτισμικής κληρονομιάς της ανθρωπότητας.

»Η πρωτόδικη καταδίκη σε βάρος του καθηγητή Αλεξίου αντιβαίνει όχι μόνο στο άρθρο 13 παρ. 1 του ελληνικού Συντάγματος που εγγυάται την ελευθερία του θρησκεύματος και της έκφρασης, αλλά και στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προστασία των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Θεμελιωδών Ελευθεριών, την οποία επικύρωσε η Ελλάδα το 1974. Σε περίπτωση που η ποινή επικυρωθεί στο Εφετείο και ο καθηγητής Αλεξίου φυλακιστεί, η Διεθνής Αμνηστία θα τον θεωρήσει κρατούμενο συνείδησης και θα ζητήσει την άμεση και χωρίς όρους αποφυλάκισή του».

Ο Φώτης Κουβέλης του ΣΥΝ κατέθεσε στις 21/12/05 ερώτηση προς τους υπουργούς Δικαιοσύνης και Παιδείας, στην οποία αναφέρει τον «Κατάλογο Αιρέσεων» που έχει καταρτίσει η Ιερά Σύνοδος και ζητά «να προστατευθούν δικαιώματα των πολιτών που αναφέρονται στον Κατάλογο».

Απαντώντας, ο υπουργός Δικαιοσύνης Αν. Παπαληγούρας (27/12/05) και ο υφυπουργός Παιδείας Γ. Καλός (3/1/06) αποφεύγουν να υπερασπιστούν τη διατήρηση του καταλόγου αιρέσεων και παραπέμπουν τον βουλευτή στην Ανεξάρτητη Αρχή Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων.

Η υπόθεση έφτασε και στο Ευρωκοινοβούλιο με γραπτή ερώτηση του Δημήτρη Παπαδημούλη:

«Η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδας έχει δημιουργήσει ένα "κατάλογο αιρέσεων", ο οποίος δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα της Εκκλησίας της Ελλάδος και περιλαμβάνει επωνυμίες θρησκευτικών δογμάτων και κοσμοθεωρητικών τάσεων και τα ονόματα αρχηγών ή εκπροσώπων αυτών. Δεδομένου ότι ο προαναφερθείς κατάλογος συνεκτιμήθηκε ως στοιχείο δικογραφίας στη δίκη εναντίον του κ. Τάκι Αλεξίου (Τριμελές Πλημμελειοδικείο Ρόδου, 1.7.2005) και ότι περιέχει προσωπικά δεδομένα σχετικά με θρησκευτικές και φιλοσοφικές πεποιθήσεις, θεωρεί η Επιτροπή ότι παραβιάζονται οι προαναφερθείσες οδηγίες; Αν ναι, τι μέτρα προτίθεται να λάβει προκειμένου να διαφυλαχθεί το δικαίωμα στην ιδιωτική ζωή των ελλήνων πολιτών;»

Στην απάντησή του ο αρμόδιος επίτροπος κ. Φρατίνι στις 21/2/06 υιοθετεί το σκεπτικό της ερώτησης, αλλά πετάει το μπαλάκι στην ελληνική Αρχή Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων: «Η οδηγία 95/46/ΕΚ του Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 24ης Οκτωβρίου 1995 για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών, στο άρθρο της 8 παράγραφος 1 απαιτεί από τα κράτη-μέλη να απαγορεύουν την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που παρέχουν πληροφορίες για τη φυλετική ή εθνική καταγωγή, τα πολιτικά φρονήματα, τις θρησκευτικές ή φιλοσοφικές πεποιθήσεις, τη συμμετοχή σε συνδικαλιστικές οργανώσεις και την υγεία ή τη σεξουαλική ζωή.

»Η οδηγία, στο άρθρο της 8 παράγραφος 2 στοιχεία (α) και (ε) ορίζει ότι αυτή η απαγόρευση δεν ισχύει εφόσον το πρόσωπο στο οποίο αναφέρονται τα δεδομένα έχει δώσει ρητά τη συγκατάθεσή του για την επεξεργασία των εν λόγω δεδομένων ή η επεξεργασία αφορά δεδομένα τα οποία προδήλως δημοσιοποιούνται από το πρόσωπο στο οποίο αναφέρονται. Η Ελληνική Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα είναι υπεύθυνη για την παρακολούθηση της εφαρμογής των διατάξεων που εκδόθηκαν βάσει της οδηγίας στην Ελλάδα. Η Επιτροπή θα αναφέρει το εν λόγω ζήτημα στην Ελληνική Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, η οποία θα αξιολογήσει εάν πληρούνται οι προαναφερθείσες προϋποθέσεις και ιδίως εάν η δημοσίευση του ονόματος του κ. Αλεξίου στον κατάλογο των αιρέσεων αντιβαίνει στον ελληνικό νόμο για την προστασία των δεδομένων, που εκδόθηκε βάσει της οδηγίας».

Διά χειρός Λινού

Το κακό είναι ότι δεν πρόκειται για μια μεμονωμένη απόφαση ενός δικαστηρίου, το οποίο στο κάτω κάτω της γραφής έχει δικαίωμα να σφάλλει.

Αυτή η ανάμειξη των προσωπικών πεποιθήσεων του κ. Αλεξίου με τη νομιμότητα ή όχι εντελώς άσχετων πράξεων, τον ακολουθεί εδώ και χρόνια.

Ακόμα και ο σημερινός εισαγγελέας του Αρείου Πάγου Δημήτριος Λινός, ένας από τους κατά τεκμήριο επαρκέστερους νομικούς του χώρου της Δικαιοσύνης (όσο κι αν διαφωνεί ο κ. Μαρκογιαννάκης) υπογράφει πριν από λίγα χρόνια έκθεση προς τον Αρειο Πάγο (2/11/98), στην οποία αναμειγνύονται οι πεποιθήσεις του κ. Αλεξίου και ο Ρούμι, ενώ αναφέρονται εν παρόδω και «τα εγκλήματα ανθρωποκτονίας τα οποία τελευταίως διαπράχθηκαν από μέλη παραθρησκευτικών ομάδων ή τους λεγόμενους σατανιστές».

Είναι φανερό ότι η υπόθεση Αλεξίου δείχνει το πού μπορεί να οδηγήσει η ταύτιση Εκκλησίας και Κράτους σε μια σύγχρονη ευρωπαϊκή κοινωνία. Βέβαια, δεν ήταν ανάγκη να φτάσουμε στο 2006 για να καταλάβουμε ότι το Κράτος δεν μπορεί να διώκει όποιους θεωρεί (και είναι δικαίωμά της) η Εκκλησία αιρετικούς, παρά μόνο να ελέγχει τις ενδεχόμενες παρανομίες. Μας το είπε ξεκάθαρα εδώ και τρεις αιώνες ο Τζον Λοκ, στην περίφημη «Επιστολή για την Ανεξιθρησκία»:

«Ο ηγεμόνας δεν μπορεί να απαγορεύσει στις θρησκευτικές συνελεύσεις οποιασδήποτε εκκλησίας τις ιερές τελετές και τον τύπο λατρείας που αυτή ακολουθεί, γιατί μ' αυτό τον τρόπο θα κατέστρεφε την ίδια την εκκλησία, που σκοπός της είναι να λατρεύει τον Θεό ελεύθερα σύμφωνα με τον τρόπο που επιδοκιμάζει. Θα πεις: Λοιπόν, αν θέλουν να θυσιάσουν νήπια, αν -όπως κάποτε εσφαλμένα κατηγορήθηκαν οι χριστιανοί- θέλουν να βυθιστούν σε κοινή διαφθορά, θα πρέπει ο ηγεμόνας να ανεχθεί αυτές και άλλες τέτοιες πρακτικές, επειδή λαμβάνουν χώρα σε θρησκευτικές συνάξεις;

Απαντώ: Αυτά τα πράγματα δεν είναι νόμιμα ούτε στην οικογενειακή ούτε στην πολιτική ζωή. Συνεπώς δεν είναι νόμιμα ούτε στη λατρεία ούτε σε μια θρησκευτική σύναξη» (σ. 175).

Αυτά τα αυτονόητα του 1689 αναζητούμε το 2006.


 

Θρησκευτική ελευθερία και οι «αιρέσεις»

Η θρησκευτική ελευθερία, όπως έχει πλέον ερμηνευθεί σε διεθνές και ιδίως σε ευρωπαϊκό επίπεδο με την πάγια νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, έχει την έννοια ότι καθένας δικαιούται να πρεσβεύει όποια θρησκευτική δοξασία ή μεταφυσική φιλοσοφία θέλει, να είναι αγνωστικιστής ή ακόμη και άθεος. Επομένως, η έννοια του «αιρετικού» αποκλείεται από το ευρωπαϊκό δικαϊκό σύστημα.

Εκείνο που όχι μόνο επιτρέπεται αλλά επιβάλλεται είναι η απαγόρευση λειτουργίας «θρησκεύματος» που προτρέπει σε εγκληματικές πράξεις ή/και η τελετουργία του περιέχει πράξεις αντίθετες με τον Ποινικό Κώδικα ή τις διεθνώς παραδεδεγμένες αρχές Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΔΑ). Σημειωτέον ότι οι αξιόποινες πράξεις που καθιερώνουν οι ποινικοί κώδικες στην ουσία τους είναι προσβολές καθιερωμένων ΔΑ (της ζωής, της ελευθερίας κάθε είδους, της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, της απαγόρευσης βασανιστηρίων, της ιδιοκτησίας κ.λπ.) ώστε η «αίρεση» όχι μόνο δεν νοείται ως παραβίαση ΔΑ, αλλά ο χαρακτηρισμός κάποιας μεταφυσικής δοξασίας ως αιρετικής αυτός αποτελεί παραβίαση ανθρώπινου δικαιώματος, της θρησκευτικής ελευθερίας.

Συνεπώς προς τα παραπάνω, όχι μόνο θεωρώ ότι η αίρεση είναι έννοια ξένη προς το σύγχρονο δικαϊκό σύστημα, αλλά και απαγορευτέα ως προσβλητική του ανθρώπινου δικαιώματος στη θρησκευτική ελευθερία.

Εντέλει, δεν θεωρώ άσκοπο να προσθέσω ότι ώρα είναι και η ίδια η Εκκλησία να αποκλείσει την ορολογία αυτή που επαναφέρει την ανάμνηση σωρείας βαρύτατων εγκλημάτων που ακόμα και χριστιανικές Εκκλησίες διέπραξαν κατά «αιρετικών» (βασανισμούς, Ιερά Εξέταση με καύση ζωντανών ακόμη και φιλοσόφων και επιστημόνων που δόξασαν την ανθρωπότητα κ.ά.). Και που τροφοδότησαν και τροφοδοτούν και σήμερα φοβερούς πολέμους.

Αλίκη Γιωτοπούλου-Μαραγκοπούλου
Καθηγήτρια, πρόεδρος του Ιδρύματος Μαραγκοπούλου για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου.




Διαζύγιο αλά γαλλικά;

Το παράδειγμα της γαλλικής πολιτείας επικαλούνται με κάθε ευκαιρία οι εκπρόσωποι της ελληνικής Εκκλησίας για να αποδείξουν την υστέρηση του ελληνικού κράτους στον τομέα της καταπολέμησης των αιρέσεων. Κάθε λίγο και λιγάκι αναφέρουν τη σύσταση ειδικής κρατικής επιτροπής μελέτης των αιρέσεων στη Γαλλία το 1995 και την υιοθέτηση -ομόφωνα- του πορίσματός της από τη Γαλλική Εθνοσυνέλευση. Προσθέτουν ότι το 1999 συστάθηκε διυπουργική επιτροπή παρά τω πρωθυπουργώ για το ίδιο ζήτημα. Από τότε υπάρχει και σχετική λίστα αιρέσεων οι οποίες βρίσκονται υπό επιτήρηση.

Η Γαλλία, λοιπόν, θεωρείται διεθνώς μια από τις πρώτες χώρες που ελέγχουν τόσο συστηματικά τις αιρέσεις, σε σημείο που η γνωστή ετήσια Εκθεση του Στέιτ Ντιπάρτμεντ για τις θρησκευτικές ελευθερίες στον κόσμο την κατατάσσει μεταξύ των χωρών με έλλειμμα ελευθερίας.

Ολα αυτά είναι σωστά. Μόνο που ξεχνούν -ή μάλλον αποσιωπούν- οι εκπρόσωποι της Συνοδικής Επιτροπής των Αιρέσεων που τα επικαλούνται, ότι το γαλλικό κράτος είναι απολύτως διαχωρισμένο από κάθε εκκλησία ή θρησκευτική πίστη. Η απόφαση της Γαλλικής Εθνοσυνέλευσης δεν έχει, λοιπόν, καμιά σχέση με υπόδειξη, διαπλοκή ή συνεργασία οποιασδήποτε Εκκλησίας. Συμβαίνει το αντίθετο: Η Καθολική Εκκλησία στη Γαλλία είναι θορυβημένη και διαφωνεί με κάθε γενίκευση του «αντιαιρετικού» αγώνα.

Με άρθρο του στο επίσημο περιοδικό της Καθολικής Εκκλησίας «SNOP», ο αιδεσιμότατος Ζαν Βερνέτ (τ. 1086, 15/1/01) αντιτίθεται στην πρόταση νόμου που προβλέπει ένα ιδιώνυμο αδίκημα για ορισμένες αιρέσεις και υποστηρίζει ότι αρκεί το ισχύον νομοθετικό πλαίσιο για την αντιμετώπιση των παράνομων πράξεων που διαπράττονται από ορισμένα μέλη αιρέσεων.

Ο λόγος που κρατά αυτή τη στάση η Καθολική Εκκλησία της Γαλλίας είναι πολύ απλός: Μέσα στη λίστα των αιρέσεων που οφείλουν να επιτηρούν οι αρχές ασφαλείας της χώρας περιλαμβάνονται και ορισμένοι γνωστοί οργανισμοί της ίδιας της Καθολικής Εκκλησίας! Μεταξύ άλλων αναφέρονται οι παραεκκλησιαστικές οργανώσεις Focolari, Beatitudes, Chemin Neuf, Buisson Ardent, Communaute Chretienne de Formation, ακόμα και η περιβόητη Opus Dei και οι Legionnaires du Christ. Ο καθολικός ιερωμένος εκφράζει το φόβο του ότι «ορισμένοι επιθυμούν να μετατρέψουν τον αντιαιρετικό αγώνα σε αντιεκκλησιαστικό αγώνα».

Στους φόβους αυτούς έδωσε βάση ο γάλλος πρωθυπουργός Ζαν-Πιερ Ραφαρέν και με εγκύκλιο που κυκλοφόρησε στις 27/5/05 αναθεώρησε την προγενέστερη κυβερνητική απόφαση και ουσιαστικά κατάργησε τη λίστα των αιρετικών ομάδων: «Η εμπειρία μας έδειξε ότι η προσπάθεια του κράτους να χαρακτηριστεί ως αίρεση κάποια ομάδα και η στήριξη των ενεργειών του πάνω σ' αυτόν και μόνο το χαρακτηρισμό δεν εξασφαλίζει την απαραίτητη ισορροπία μεταξύ της ανάγκης να αντιμετωπιστεί η δράση κάποιων ομάδων και του σεβασμού των ελευθεριών και της αρχής του λαϊκού κράτους».

Αλλωστε, η έννοια της «αίρεσης» δεν υφίσταται στο γαλλικό δίκαιο. Σύμφωνα με την ίδια Εκθεση περί Αιρέσεων του 1995, «αυτή η απουσία νομικού ορισμού απορρέει από τη γαλλική έννοια του λαϊκού κράτους, εφόσον η Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και το γαλλικό σύνταγμα εγγυώνται την ισότητα των πολιτών έναντι του νόμου χωρίς διάκριση καταγωγής, φυλής ή θρησκείας, καθώς και την ουδετερότητα του κράτους. Η αρχή της ουδετερότητας του κράτους σημαίνει ότι οι θρησκευτικές πεποιθήσεις δεν αποτελούν δημόσιο θέμα, υπό την προϋπόθεση ότι τηρείται η δημόσια τάξη».

Ας μη μιλούν, λοιπόν, για τη Γαλλία οι εκπρόσωποι της Συνοδικής Επιτροπής Αιρέσεων. Πρόκειται για μια χώρα όπου δεν υπάρχει ειδική προστασία καμιάς θρησκευτικής πίστης ή δοξασίας. Είναι η μόνη χώρα της Ευρώπης όπου δεν υπάρχει νόμος κατά της βλασφημίας, ενώ θεωρείται αδιανόητη κάθε επίδειξη θρησκευτικών συμβόλων σε κρατικά ιδρύματα. Αυτό που ισχύει για τη μουσουλμανική μαντίλα επισήμως ισχύει και για το σταυρό. Είναι στ' αλήθεια αυτό που θα ήθελαν να ισχύει και στη χώρα μας;



ΔΙΑΒΑΣΤΕ

Φώτης Τερζάκης
«Ανορθολογισμός, Φονταμενταλισμός και Θρησκευτική Αναβίωση: τα Χρώματα της Σκακιέρας»
(εκδ. Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 1998)
Εξαιρετική σύνοψη του σύγχρονου ανορθολογισμού και της «νέας θρησκευτικότητας». Φονταμενταλισμός και ορθοδοξία.

John Locke
«Επιστολή για την Ανεξιθρησκία»
(εισαγωγή, μετάφραση, σχόλια Γιάννης Πλαγγιέσης)
Το κλασικό κείμενο κριτικής στον θρησκευτικό φανατισμό και τη μισαλλοδοξία με κεντρικό επιχείρημα ότι η ταύτιση Εκκλησίας και κράτους συγκαλύπτει «την καταδιωκτική τάση και την αντιχριστιανική σκληρότητα» των ηγεμόνων.

Raoul Vaneigem
«La Resistance au Christianisme»
(Fayard, Paris 1993)
Η γένεση των αιρέσεων ως στοιχείου αντίστασης στην κρατική επιβολή του χριστιανισμού στην Ευρώπη.

Ελληνική Ενωση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου
«Πολιτεία-Εκκλησία, επιτέλους ρόλοι καθαροί»

Υλικό για την πρωτοβουλία του ιστορικού σωματείου να θέσει το θέμα διαχωρισμού κράτους και Εκκλησίας. http://www.hlhr.gr/kratos-ekkl.htm

Πηνελόπη Φουντεδάκη
«Σχέσεις Κράτους και Εκκλησίας στον ευρωπαϊκό χώρο»
(περ. «Το Σύνταγμα», τ. 4-5/2000)
Συγκριτική μελέτη του προβλήματος στις ευρωπαϊκές χώρες. http://tosyntagma.ant-sakkoulas.gr/theoria/item.php?id=12


ΔΕΙΤΕ

Λουίς Μπουνιουέλ
«Ο Γαλαξίας»
(La voie lactee, 1968)
Ξεκαρδιστική σάτιρα των αιρέσεων αλλά και του επίσημου χριστιανικού δόγματος με χρήση αυτούσιων αποσπασμάτων των Ιερών Κειμένων. Η αδύνατη σχέση ελευθερίας και εξουσιαστικής πίστης. Οι συνέπειες του δογματικού ελέγχου της πίστης από την εκάστοτε χωροφυλακή.

 

 

(Ελευθεροτυπία, 12/3/2006)

 

www.iospress.gr