Η ΡΑΤΣΙΣΤΙΚΗ ΔΟΛΟΦΟΝΙΑ ΤΟΥ 17ΧΡΟΝΟΥ ΣΤΟ ΡΕΘΥΜΝΟ

 

Για ένα πουκάμισο αδειανό
 

Μια σκοτεινή νύχτα στην Κρήτη. Μια ματωμένη Πρωτοχρονιά στο Ρέθυμνο. Ενα έγκλημα προμελετημένο. Ενα παιδί 17 χρόνων νεκρό για ένα... πουκάμισο με την αλβανική σημαία. Ενα πουκάμισο που το φορούσε κάποιος άλλος.

 

Μάρτυρας στα γεγονότα που σημάδεψαν την Πρωτοχρονιά στο Ρέθυμνο, η Λιλιάνα Σαλίαϊ, εκπρόσωπος του Αλβανικού Φόρουμ. Μια νέα γυναίκα δραστήρια, γελαστή και άφοβη, μακριά από τη στερεότυπη εικόνα του μετανάστη. Φώναζε από καιρό ότι τα πράγματα είχαν αγριέψει, και με τα κείμενά της στον τοπικό και φοιτητικό τύπο διαμαρτυρόταν για την προκατάληψη και για το σκοτεινό ρόλο των ΜΜΕ στην υπόθαλψη του μίσους ενάντια στους αλβανούς μετανάστες.

Χωρίς υπερβολές και με σεβασμό σε όλες τις πλευρές, εξιστορεί τη δική της εικόνα για τη νύχτα της ντροπής:

«Η φετινή Πρωτοχρονιά μάς σημάδεψε όλους για πάντα. Χτυπήσανε την πιο δυστυχισμένη οικογένεια. Τις τραγικές διαστάσεις αυτής της σύγκρουσης τις συνειδητοποιήσαμε εκ των υστέρων. Υπάρχει τρομερό μίσος, ειδικά σ' αυτές τις ομάδες της παλιάς πόλης με τα νυχτερινά μαγαζιά, τρομερή σύγκρουση με τα νεαρά αλβανόπουλα. Οχι για κλοπές ή ερωτικές αντιζηλίες. Μόνο λόγω εθνικότητας. Τους θίγουν την εθνικότητα κι αυτοί αντιδρούν, φορώντας μπλούζες με σημαίες. Καταγγέλλανε συνεχώς τα δικά μας παιδιά ξυλοδαρμούς, βρισιές, διωξίματα από τα μαγαζιά. Κι εμείς στο στέκι μας με τις αντιρατσιστικές ανησυχίες και το κρασάκι μας.

»Την Πρωτοχρονιά με ειδοποίησαν στο τηλέφωνο και μέσα στο σοκ και στα κλάματα έτρεξα στο νοσοκομείο. Κλάψαμε με τον άτυχο πατέρα, αλλά αμέσως μετά έπρεπε να βρούμε τι έγινε και να συγκρατήσουμε τον κόσμο μας. Βρήκαμε όσους ήταν μπροστά και είχαν ζήσει τα γεγονότα, τους φίλους του Εντισόν Γιάχαϊ, αλλά και μάρτυρες Ελληνες που βρέθηκαν εκεί.

»Αλλος ήτανε ο Αλβανός που είχανε βάλει στόχο και στη θέση του σκότωσαν τον Εντισόν, ξέροντας το σπίτι του και την εθνικότητά του. Αυτός ο άλλος Αλβανός είναι γνωστός, λίγο προβληματικός, και επειδή τον έχουν στο φτύσιμο, αντιδράει κι αυτός φορώντας την μπλούζα με τη σημαία. Βγήκαν έξω από το κέντρο και του την έπεσαν, και μάλιστα ο στρατιώτης που δολοφόνησε τον Εντισόν δεν ήταν εκεί από την αρχή. Του τηλεφωνήσανε και ήρθε.

»Τον δέρνανε 6-7 άτομα, τον κάνανε κομμάτια κι έφυγε τρέχοντας με τα αίματα, πληγωμένος. Ο στρατιώτης εκεί που τον χτύπαγε έπεσε κάτω και χτύπησε στο φρύδι. Αυτό το βεβαιώνουν όλοι όσοι ήταν μπροστά. Ο Εντισόν ήταν σε μια άκρη και όταν δύο παιδιά φίλοι του πήγαν να τους χωρίσουν, τις έφαγαν κι αυτοί.

»Η ομάδα του δράστη ήξερε ότι την Πρωτοχρονιά δεν υπήρχαν στην Κρήτη ούτε αναρχικοί ούτε φοιτητές κι έτσι βρήκαν την ευκαιρία να δράσουν. Ολοι νόμιζαν ότι εκεί τελείωσε όλη η φάση, όμως αυτοί πήρανε μαχαίρια, τηλεφωνήσανε και στον πατέρα του στρατιώτη να πάνε να βρούνε τον Αλβανό για να τον καθαρίσουνε.

»Πήγαν στο νοσοκομείο, μήπως και είχε πάει εκεί μετά το ξύλο και δεν τον βρήκανε. Μετά πήγανε στο σπίτι του Εντισόν. Μπήκε η συμμορία μέσα και τον λιντσάρισε μ' αυτόν τον φρικτό τρόπο μπροστά στα μάτια του άρρωστου πατέρα του. Προσπαθούσα να καλμάρω τις αντιδράσεις των παιδιών. Ηρθε και η αστυνομία εκεί και μας προέτρεψαν να είμαστε ήρεμοι, ότι τους έχουν πιάσει όλους κι ότι θα κάνουν τη δουλειά τους. Τους απαντήσαμε ότι θα μείνουμε μέχρι να φτάσει η αλήθεια ώς το τέλος.

»Ούτε "ξεκαθάρισμα λογαριασμών", ούτε "φταίει ο Αλβανός", ούτε "υπό την επήρεια αλκοόλ", ούτε τίποτα. Ενα καθαρά ρατσιστικό έγκλημα με θύμα Αλβανό, όπως Αλβανός ήταν και ο αρχικός στόχος των νταήδων».

Η αγωνία τους ήταν να καταφέρουν να πείσουν με αυτή τη διαμαρτυρία τους όλο τον κόσμο ότι αυτό το έγκλημα, παρόμοιο με εκείνα της ρατσιστικής Κου Κλουξ Κλαν, τους αφορούσε όλους, αφορούσε τη δημοκρατία. Οτι, επιτέλους, έπρεπε να μείνουν στην άκρη οι αφορισμοί και να δούνε όλοι το πρόβλημα:

Η διαδήλωση

«Τους ενημέρωσα τότε ότι στις 5 το απόγευμα θα γινόταν διαδήλωση. Ο διοικητής της αστυνομίας αμέσως έκανε μια πολύ καλή δήλωση και άφησε στην άκρη τα ξεκαθαρίσματα λογαριασμών. Το είπαμε και στα κανάλια και καλέσαμε όλη την κοινωνία να σταματήσει αυτό το μίσος. Ητανε φοβερή αυτή η διαδήλωση-διαμαρτυρία των Αλβανών. Εβλεπες παιδάκια τρομαγμένα, να τρέχουν δάκρυα στα μάτια τους. Ενας φόνος με "λάθος" θύμα και με μόνη αφορμή μια μπλούζα με την αλβανική σημαία επάνω.

Κάναμε αυτήν την πορεία αποφασισμένοι να μην απαντήσουμε σε καμιά πρόκληση. Να μην χάσουμε το δίκιο μας, να φανεί η αλήθεια. Ηταν τόσο σοκαρισμένοι όλοι, σαν να τους είχες κόψει το κεφάλι. Καμιά σύγκρουση δεν έγινε. Μόνο όταν γυρίσαμε προς το σπίτι του Εντισόν είδαμε στα μπαλκόνια κάποιες γυναίκες, κάποιες μανάδες να μας κοροϊδεύουν και να γελάνε. Τι ντροπή για μια μάνα να γελάει με το θάνατο ενός παιδιού! Οταν πήγαμε προς το λιμάνι, μας πετάξανε ένα μπουκάλι γυάλινο στα πόδια και φωνάζανε στους αστυνομικούς ότι ήταν ντροπή που μας άφηναν να διαδηλώνουμε. Ενας αστυνομικός τούς φώναξε πολύ θυμωμένος "μαλάκες, έπρεπε να σας αφήσω στα χέρια των Αλβανών τώρα".

»Τις πρώτες τρεις μέρες ήμασταν εντελώς μόνοι. Μετά όμως ήρθαν όλοι. Η στάση της αστυνομίας ήταν πραγματικά καταλυτική. Φοβόντουσαν κι αυτοί. Αν είχε συμβεί το αντίθετο και ο Αλβανός είχε σκοτώσει Ελληνα σε μια συμπλοκή, θα μας είχαν καθαρίσει όλους. Εμείς, όμως, θέλαμε να αποδοθεί δικαιοσύνη, τίποτε άλλο. Και να σταματήσει η βία.

»Οι έλληνες κάτοικοι αντιδρούσαν και δεν ήθελαν να ταυτιστεί η πόλη με αυτή την ακραία ομάδα. Τα ΜΜΕ όμως ήταν άλλη ιστορία. Με είχε καλέσει ο Αυτιάς να μιλήσω στην εκπομπή και αισθανόμουνα την ευθύνη ότι, αν κάτι πήγαινε στραβά, θα άναβε η φλόγα. Αρχισα να βλέπω από τις 6 τηλεόραση περιμένοντας να βγω κι εγώ στον αέρα στις 8. Ακουγα λοιπόν να λένε ότι το θύμα τραυμάτισε σε επεισόδιο τον θύτη και μετά έγινε το κακό. Ενας κύριος έλεγε ότι καλά του κάνανε κι ότι οι Αλβανοί έχουν σηκώσει κεφάλι.

»Οπως ήμουνα κουρασμένη κι εκτεθειμένη, πήρα τηλέφωνο στο κοντρόλ και κλαίγοντας τους έλεγα να σταματήσουν να λένε αυτά τα ψέματα, διότι δεν φτάνει που δηλητηριάζουν από τα κανάλια τον κόσμο είκοσι χρόνια τώρα αλλά ρίχνουν και λάδι στη φωτιά. Οταν πήγα στην εκπομπή, δεν μιλούσα. Μόνο κουνούσα το κεφάλι μου, και μου λέει ο Αυτιάς "Κυρία μου, γιατί κουνάτε το κεφάλι;" και του απάντησα ότι ο τρόπος που τα παρουσιάζανε διαστρέβλωνε την πραγματικότητα κι ότι ο Εντισόν σκοτώθηκε από μια ρατσιστική συμμορία και δεν ήταν ένα μεμονωμένο περιστατικό.

»Ηταν το αποκορύφωμα όλων των ενεργειών που είχαν προηγηθεί. Αρχισε ο κ. Γείτονας και ο κ. Καμένος να λένε ότι οι Αλβανοί πρέπει να με πετάξουν έξω, γιατί είμαι ακραίο στοιχείο. Τότε κλαίγοντας πέταξα τα μικρόφωνα και φώναξα ότι και μόνη μου να μείνω θα φωνάζω την αλήθεια. Φυσικά, αυτά δεν τα έδειξαν. Είχαν κλείσει την εκπομπή. Εμαθα όμως ότι πολλοί παίρνανε τηλέφωνα και διαμαρτυρήθηκαν για τον τρόπο που μου φέρθηκαν εκεί. Εκείνες τις μέρες όλο το Ρέθυμνο ήταν ανάστατο. Μια λάθος κίνηση να γινότανε δεν ξέρω πού θα κατέληγε. Ευτυχώς μεταδόθηκε μια εξαιρετική εκπομπή στο ΚΡΗΤΗ TV στις 10 Ιανουαρίου μία μέρα πριν από την πορεία και βοήθησε στο ήρεμο κλίμα. Μου έλεγε αργότερα ο υπεύθυνος ότι στη διάρκεια της εκπομπής έπαιρναν οι Χρυσαυγίτες και τον απειλούσαν που με είχε στο κανάλι.

Ο κύκλος του ρατσισμού

»Υπήρχε και εκπρόσωπος του ΛΑΟΣ στην κουβέντα και τον κάνανε όλοι οι άλλοι τόσο ρεζίλι που δεν χρειάστηκε εγώ να μιλήσω. Φαινόταν στη συζήτηση τόσο ακίνδυνος, τόσο αδύναμος, κι ας ήταν μεγαλόσωμος. Η πορεία την άλλη μέρα ήταν πολύ μεγάλη και ήρεμη. Είχαν έρθει όλες οι φοιτητικές παρατάξεις και αυτό ήταν πολύ σημαντικό. Την παραμονή που κολλάγαμε αφίσες μάς ρίξανε μέχρι και ριπές στο δρόμο για εκφοβισμό. Τα καταφέραμε όμως. Μετά την πορεία έχουμε πολύ μεγαλύτερη ανταπόκριση από τους απλούς Ρεθυμνιώτες. Τώρα το θέμα είναι να φτάσει η απόδοση δικαιοσύνης ώς το τέλος και να βοηθηθεί και η πάμφτωχη οικογένεια του Εντισόν. Προσπαθήσαμε να οργανώσουμε μια συναυλία με αλβανούς και έλληνες καλλιτέχνες για να βοηθήσουμε την οικογένεια και να δείξουμε σε όλους μιαν άλλη όψη. Ακόμα δεν βρήκαμε ανταπόκριση, αλλά ελπίζω ότι θα το καταφέρουμε».

**Πώς έφτασαν τα πράγματα σ' αυτή την ακραία μορφή ρατσιστικού μίσους;

«Ηρθαν πάρα πολλοί μετανάστες και ο πληθυσμός δεν προλάβαινε να αφομοιώσει την παρουσία τους. Στην Αλβανία όλα έγιναν σε μια στιγμή. Χάσαμε ξαφνικά το έδαφος κάτω από τα πόδια μας. Θελήσαμε να φύγουμε.

»Εδώ παίζει ρόλο το πόσο καταπιεσμένος ήτανε ο αλβανικός λαός. Μας λέγανε ότι πίσω από τα σύνορα της Αλβανίας ο κόσμος ήταν στην κυριολεξία ζούγκλα. Μια κοινωνία καπιταλιστική, διεφθαρμένη, με ναρκωτικά, με πορνεία και μαθαίναμε ότι αυτό είναι η δημοκρατία του καπιταλισμού, το χάος. Τότε, λοιπόν, ο κάθε Αλβανός που βγήκε από τις φυλακές είπε μέσα του ότι θα πάω εκεί και θα κάνω ό,τι θέλω, είναι δημοκρατία, άρα και κλέβεις και παίρνεις ναρκωτικά και σκοτώνεις ακόμα. Να ξεκαθαρίσουμε όμως με την εγκληματικότητα. Σκεφτείτε να άνοιγε ξαφνικά ο Κορυδαλλός και να έβγαιναν όλοι έξω. Τι θα γινόταν; Δεν είναι ότι αυτοί ήρθαν και εγκλημάτησαν στην Ελλάδα. Αυτοί τα κάνανε τα εγκλήματα και στην Αλβανία.

»Από την άλλη, σίγουρα ένα κομμάτι αντιδράει στην εκμετάλλευση και στην αδικία με ακραίο τρόπο. Δεν ξέρουν πώς να αντισταθούν. Δουλεύανε και δεν τους πληρώνανε. Ο εργοδότης για να μη δώσει τα λεφτά τούς κάρφωνε στην αστυνομία. Τους απελαύνανε. Τους αναγκάζανε να αλλάξουν όνομα, να γίνουν ορθόδοξοι για να επιβιώσουν. Εγώ έλεγα στην αστυνομία ότι είμαι Αλβανίδα και δύο φορές πήγαν να με απελάσουνε. Επρεπε να μην είμαι η Λιλιάνα αλλά η Μαρία, η Φωτεινή!».

**Καθοριστικός ήταν ο ρόλος των ΜΜΕ για να δηλητηριαστεί η κοινή γνώμη με παράλογες γενικεύσεις για όλους τους αλβανούς μετανάστες. Οι αλβανικές κυβερνήσεις έπαιζαν το δικό τους παιχνίδι στις πλάτες των μεταναστών, ενώ δημιουργήθηκε και μια σκόπιμη σύγχυση μεταξύ ακραίων μελών του ΟΥΤΣΕΚΑ και των νεαρών μεταναστών που διεκδικούσαν μια καλύτερη ζωή στην Ελλάδα.

«Αρχισε αυτός ο φαύλος κύκλος της καχυποψίας. Οι Ελληνες κατάπιναν ό,τι τους πουλούσαν για μας και οι Αλβανοί αναρωτιόντουσαν "μα ποιοι νομίζουν ότι είναι, γιατί φέρονται έτσι;". Οταν με έχεις απέναντι όλη μέρα και μου λες είσαι ψεύτρα, είσαι κλέφτρα, είσαι υποψήφιος εγκληματίας, τότε κι εγώ τι θα κάνω; Ομως θα ήταν προς το συμφέρον της Ελλάδας να χρησιμοποιούσε την κοινότητα των αλβανών μεταναστών σαν γέφυρα ανάμεσα στους δύο λαούς. Τότε η Ελλάδα την Αλβανία θα την είχε του χεριού της.

»Μιλάτε για εθνικισμό των Αλβανών. Αυτοί τα έδιναν όλα για μια βίζα, για να φύγουν. Να σας δώσω ένα παράδειγμα: Κάνει η δημοσιογράφος Ελλη Στάη ένα ρεπορτάζ για τα σύνορα. Από τη μια λέει ότι κινδυνεύουν όλοι οι γέροι που έχουν παραμείνει στα χωριά από αλβανούς λαθρομετανάστες, και δείχνει να καλούν όλο τον κόσμο να πάρει τα όπλα και το νόμο στα χέρια, κι από την άλλη έχει την εικόνα τριών αλβανών λαθρομεταναστών τόσο φοβισμένων, τόσο αδύναμων και ταλαιπωρημένων που ήταν τραγικό και κωμικό μαζί. Οι εγκληματίες και οι επικίνδυνοι δεν έρχονται από τα βουνά και τα χιόνια. Ερχονται κατευθείαν στα αεροδρόμια! Αυτό που παρουσίαζε η Στάη σαν κίνδυνο ήταν τρεις φουκαράδες. Αυτοί οι άνθρωποι ήταν οι εκτεθειμένοι στον κίνδυνο και τους έδειχνε να αλλάζουν τα κουρέλια τους με παπούτσια για να μπορέσουν να περάσουν απαρατήρητοι.

»Πόσους δεν δολοφόνησαν έτσι, για το τίποτα. Μικρά παιδιά που θέλανε λίγο ψωμί. Υπάρχει θυμός, γι' αυτό και τα κατασκευασμένα ψέματα έχτισαν αυτό το χάσμα. Θυμάμαι τότε στο STAR να λένε ότι κατά πάσα πιθανότητα Αλβανοί έκαψαν την ελληνική σημαία. Ομως όταν είδα το λάθος στο σύνθημα που γράψανε αυτοί που έκαψαν τη σημαία κατάλαβα ότι δεν ήταν Αλβανοί. Αυτός που το έγραψε δεν ήξερε αλβανικά».

**Η Λιλιάνα Σαλίαϊ μάς περιγράφει το περιστατικό με τους «πανηγυρισμούς» στο Ρέθυμνο μετά τη νίκη της αλβανικής ομάδας. Πώς τα μέλη της ΟΕΡ (Ομάδα Εθνικιστών Ρεθύμνου) τρομοκρατούσαν τον κόσμο το βράδυ.

Είχαν γράψει οι εφημερίδες ότι ομάδα Αλβανών προσπάθησε να κατεβάσει στον Αγνωστο Στρατιώτη την ελληνική σημαία. Τα παιδιά του Φόρουμ το έψαξαν για να το καταδικάσουν, βρήκαν μάρτυρες, ήταν όλα ψέματα. Το βράδυ εκείνο οι Αλβανοί έφαγαν πολύ ξύλο στο Ρέθυμνο. Οι ειδικοί φρουροί φώναζαν ότι δεν μπορούσαν να ελέγξουν τους ΟΕΡίτες.

**Μίλησε η Λιλιάνα Σαλίαϊ στο ραδιόφωνο για να εξηγήσει ότι δεν υπήρξε καμία ενέργεια με τη σημαία. Ενας Χρυσαυγίτης στον αέρα άθελά του κατέγραψε το περιστατικό:


«Αυτή λέει ψέματα! Στον Αγνωστο ήμασταν 150 Χρυσαυγίτες και είδαμε τους δύο Αλβανούς».

«Είδανε, δηλαδή, 150 μέλη της ΟΕΡ δύο Αλβανούς να προσπαθούν να κατεβάσουν την ελληνική σημαία και δεν τους έκαναν φέτες; Με αυτό όλοι κατάλαβαν ότι ήταν ένα κατασκευασμένο ψέμα.

»Και συνέχισε ο Χρυσαυγίτης, λέγοντας ότι είναι οι Αλβανοί άτιμη φάρα και πρέπει όλοι να τους κάψουμε! Αυτά τα έλεγε στον αέρα και ο δημοσιογράφος του είπε να σταματήσει. Τότε κάψανε και το στέκι μεταναστών.

»Βέβαια, το τραγικό είναι ότι δεν είχαμε πάρει χαμπάρι κι εμείς πόσο έντονο ήταν το πρόβλημα. Επρεπε να γίνει αυτό το φρικτό έγκλημα για να ξεσκεπαστεί όλη η κατάσταση. Πριν από δυο χρόνια είχαν σκοτώσει πάλι έναν Αλβανό σε ένα χωριό για το τίποτα. Επειδή κοίταξε χωρίς λόγο έντονα έναν νταή. Ποτέ δεν δικάστηκε κανείς».

* Φτάνοντας στο τέλος, η συνομιλήτριά μας θέλησε να εκφράσει ξανά την αγωνία της για το παράλογο αυτό ρατσιστικό μίσος: «Δεν ξέρω αν βγήκε το πιο σοβαρό για μένα στην κουβέντα μας. Με προβληματίζει, βέβαια, η Χρυσή Αυγή και το ΛΑΟΣ,- αλλά την κύρια ευθύνη έχουν όσοι δεν υιοθέτησαν μια μεταναστευτική πολιτική που να μην αφήνει έρμαιο το μετανάστη είτε στους φορείς του κράτους είτε σε μεμονωμένα άτομα. Φταίει η έλλειψη μιας αντιρατσιστικής παιδείας που δεν θα ευνοεί τις προκαταλήψεις. Η ειρηνική συμβίωση είναι για το καλό όλων. Οι κοινότητες των μεταναστών έχουν πλούτο, έχουν πνευματικότητα, μπορούν να προσφέρουν. Το φοβερό όμως πρόβλημα είναι η δηλητηρίαση των ανθρώπων από τα ΜΜΕ τόσα χρόνια. Το πρόβλημα που κρύβεται πίσω από τέτοιες εγκληματικές πράξεις δεν τους ενδιαφέρει. Οι Αλβανοί πληγώθηκαν, θίχτηκε η αξιοπρέπειά μας. Κάθε κακό που γινότανε μας έβαζαν να απολογηθούμε. Πνιγόμαστε, προσπαθώντας να διαμαρτυρηθούμε όταν μας αντιμετωπίζουν όλους σαν απατεώνες και εγκληματίες. Αυτό είναι το πιο επικίνδυνο κι αυτό είναι που φοβάμαι. Κι αυτό το κρύβουν όλοι και αύριο μπορεί πάλι να πάρει τραγικές διαστάσεις.

»Λίγες μέρες μετά το φόνο του Εντισόν μεταδίδεται η είδηση -σαν να είναι το νέο της χρονιάς- ότι ένας Αλβανός έκαψε δύο Βούλγαρους στην Κρήτη και είναι αποτέλεσμα αυτό, -όπως έλεγε η κυρία Τρέμη-, της αλβανικής μαφίας που ελέγχει όλη την Κρήτη. Εμείς βρήκαμε ότι το παιδί αυτό ήταν γνωστό, ελληνικής καταγωγής, κι όχι Αλβανός, όπως τον παρουσίασαν. Αφού, λοιπόν, τις είχε φάει από τους δύο Βούλγαρους γιατί αυτός σαν Βορειοηπειρώτης έπαιρνε 40 ευρώ ενώ εκείνοι 20, πήγε και τους κατάγγειλε στην αστυνομία και αντί να σταματήσει εκεί, τους πέταξε το καυστικό υγρό. Μα, φυσικά, το καταδικάζουμε, αλλά ποια αλβανική μαφία; Εργάτες ήταν όλοι στο θερμοκήπιο. Κι όταν κάνει ένας Βορειοηπειρώτης-Ελληνας ένα έγκλημα τον λέμε Αλβανό κι όταν κερδίζει μετάλλια ο Αλβανός τον κάνουμε Ελληνα.

»Ανησυχώ όχι για μένα, αλλά γιατί η Κρίστη η κόρη μου που παίζει με το Δημητράκη και το Μαράκι και είναι τώρα φιλαράκια, αύριο θα τους βάλουνε να γίνουνε εχθροί. Κι εμείς, όμως, οι μετανάστες πρέπει να δείξουμε ποιοι είμαστε στα αλήθεια. Εχουν έρθει εδώ τόσοι διανοούμενοι, τόσοι επιστήμονες Αλβανοί. Πρέπει να βγουν να μιλήσουν, να πείσουν. Εγώ έχω εναντίον μου και τους εθνικιστές της Αλβανίας, αλλά πιστεύω ότι μαζί με τους Ελληνες πρέπει να νικήσουμε το ρατσισμό και την προκατάληψη. Αλλιώς, οι Εντισόν θα πληθαίνουν και ο κίνδυνος θα μεγαλώνει».



Από την Αλβανία στο Ρέθυμνο


Η Λιλιάνα Σαλίαϊ ήρθε στην Ελλάδα πριν από δώδεκα χρόνια, το 1994, κατευθείαν στο Ρέθυμνο. Η μικρή της ιστορία δεν διαφέρει από τις ιστορίες εκατομμυρίων μεταναστών σε όλο τον κόσμο:

«Είχαν προηγηθεί τα αδέλφια και ο πρώην άντρας μου. Στις αλβανικές οικογένειες που μεταναστεύουν φεύγουν πρώτα οι άντρες και μετά οι γυναίκες. Ηρθα, λοιπόν, με το κοριτσάκι μου, την Κρίστη, όταν ήταν ενάμιση χρόνου. Εγώ ήθελα να σπουδάσω φιλολογία. Τότε ήταν που ισοπεδώθηκαν όλα στην Αλβανία. Δεν υπήρχαν ούτε οικονομικές δυνατότητες, ούτε επιλογές. Παντρεύτηκα, έκανα και το μωρό και έμεινε πίσω το όνειρο του πανεπιστημίου για την Ελλάδα. Ζορίστηκα πολύ, οι κάτοικοι είχαν πάθει σοκ από τα κύματα των μεταναστών και κυρίως από την προπαγάνδα των ΜΜΕ. Ηταν τρομερό. Ενώ μέχρι τότε η σχέση μας με την Ελλάδα ήταν ό,τι μαθαίναμε από τον αρχαίο πολιτισμό στα σχολεία, μας περιφρονούσαν.

Εμείς λόγω συστήματος δεν μεγαλώσαμε με τον εθνικισμό που προέκυψε τελευταία στην Αλβανία για πολιτικές σκοπιμότητες. Εμείς λόγω ιδεολογίας μεγαλώσαμε θεωρώντας για όλα υπεύθυνο τον καπιταλισμό και ότι οι λαοί είναι κατά βάση καλοί και φίλοι, θύματα.

Οι Βορειοηπειρώτες συμβάλανε πολύ αρνητικά με το θέμα της μειονότητας. Το έκαναν για να κερδίσουν οίκτο από τους Ελληνες και να μπορέσουν να βολευτούν. Το έπαιξαν καταπιεσμένοι και κακόμοιροι, ενώ αυτό είναι ψέμα. Εάν στην Αλβανία καταπατούσανε τα ανθρώπινα δικαιώματα, αυτό ίσχυε για όλους. Αντίθετα, το σύστημα έδινε προνόμια στις μειονότητες γιατί αυτή ήταν μέθοδος προπαγάνδας. Στα μέρη της Αλβανίας όπου ζούσαν Ελληνες βλέπαμε ότι ήταν πιο καλά οικονομικά, ζούσαν πιο άνετα. Κάθε Αλβανίδα ονειρευόταν τότε να παντρευτεί Βορειοηπειρώτη. Οι ομογενείς, όμως, για να εξασφαλίσουν την παραμονή τους, έλεγαν πως τους φέρονταν άσκημα, πως τους καταπίεζαν, ενώ δεν ήταν έτσι. Ολος ο κόσμος στην Αλβανία υπέφερε το ίδιο. Ετσι όμως άρχισε να χτίζεται η προκατάληψη...

»Ηρθα να βρω τον άντρα μου με το μικρό μου και δεν μας νοίκιαζαν στο Ρέθυμνο κανένα σπίτι. Μας λέγανε ότι δεν δίνουνε στους Αλβανούς σπίτι. Οταν έγινε τόσο μαζική έξοδος, ακόμα κι από τις φυλακές, χωρίς έλεγχο, ήτανε φυσικό να έρθουν και κακοποιοί. Ιδίως όταν όλοι οι άνθρωποι τότε άλλαζαν τα ονόματά τους για να επιβιώσουν στην Ελλάδα, ανάμεσά τους μπήκανε εύκολα και κακοποιοί. Να πάρουμε υπόψη ότι τότε ήταν που ξεκίνησε και η ιδιωτική τηλεόραση και τα κανάλια θέλανε ακροαματικότητα κι αυτό ήταν "εύκολο" θέμα. Το αγαπημένο τους θέμα ήταν τι τέρατα που είναι οι Αλβανοί!

Ο πρώην άντρας μου ήταν αλβανός ορθόδοξος και λεγόταν Σπύρου. Ο κόσμος νομίζει ότι όσοι έχουν ορθόδοξο επίθετο είναι Βορειοηπειρώτες. Φυσικά δεν ισχύει αυτό. Θυμάμαι μια γειτόνισσα κάποτε τον ρώτησε: "Καλά, ρε Πολυχρόνη, δεν βρήκες μια Ελληνίδα, την Αλβανίδα παντρεύτηκες;"

Για να γυρίσω λίγο πίσω, ξεκίνησα δουλειά τη δεύτερη μέρα που ήρθα. Πάρα πολύ σκληρή δουλειά, 12 και 14 ώρες για 4.000 δρχ. την ημέρα. Μου είχε κάνει εντύπωση ο πρώτος μου εργοδότης, που αποκαλούσε τον εαυτό του κομμουνιστή. Αυτός ήταν ο χειρότερος εργοδότης που έχω ζήσει στο Ρέθυμνο, τόσο σκληρός, τόσο εκμεταλλευτής. Τελικά, έφυγα σε ένα μήνα γιατί είχα και πρόβλημα να γυρνάω στις 5 και 6 το πρωί στο μωρό μου. Σιγά σιγά, όμως, άρχισα να γνωρίζομαι και να προσαρμόζομαι. Είχα και τα αδέλφια μου κοντά. Δούλεψα σε σπίτια, σε ταβέρνες και, αφού άρχισα τις διαπροσωπικές σχέσεις, τα πράγματα άλλαξαν. μέχρι που πήγα και στο πανεπιστήμιο. Από τότε δραστηριοποιήθηκα και στο Φόρουμ, με σύμμαχο πάντα και τη μικρή κόρη μου, την Κρίστη».



Βοήθεια στην οικογένεια

Το Αλβανικό Φόρουμ του Ρεθύμνου κάνει έκκληση σε όλους τους συμπολίτες μας, ανεξάρτητα από εθνικότητα, να ενισχύσουν την οικογένεια του 17χρονου Εντισόν Γιαχάι, που δολοφονήθηκε την Πρωτοχρονιά μέσα στο σπίτι του από ομάδα 7 ελλήνων κατοίκων της πόλης.
Η οικογένεια του άτυχου νέου στηριζόταν στην εργασία του, διότι ο πατέρας του έχει σοβαρό πρόβλημα υγείας (αριθμός λογαριασμού: ΑΤΕ 374010387 0840).
 

 

(Ελευθεροτυπία, 19/3/2006)

 

www.iospress.gr