ΝΕΑ ΕΠΙΤΕΥΓΜΑΤΑ ΤΗΣ ΚΡΥΦΗΣ ΚΑΜΕΡΑΣ

 

Ο πάτος του πηγαδιού
 

Ως πού μπορεί να φτάσει ο εθισμός δημοσιογράφων και τηλεθεατών στα προϊόντα κρυφής κάμερας; Πολύ μακριά. Σε σημείο να προκαλεί η δημοσιογραφική έρευνα τη διάπραξη του αδικήματος, το οποίο... προτίθεται να αποκαλύψει. 

 

«Ενα συγκλονιστικό ντοκουμέντο διαφθοράς εισαγγελέα» παρουσίασε προ ημερών στην εκπομπή του «Αποδείξεις» ο Νίκος Ευαγγελάτος (Antenna, 17.1.2007): μια συνεργάτρια της εκπομπής πλησιάζει έναν εισαγγελέα οπλισμένη με την κρυφή της κάμερα και του ζητάει να φερθεί με επιείκεια σε κάποιον κατηγορούμενο, τον οποίο παρουσιάζει για αδελφό της.

Ο εισαγγελέας εμφανίζεται πρόθυμος να την ακούσει και να ασχοληθεί.

Πολύ σύντομα, αρχίζει να την παρενοχλεί σεξουαλικά και να γίνεται όλο και πιο φορτικός, κάνοντας σαφές ότι, προκειμένου να προωθηθεί το αίτημά της, η κοπέλα οφείλει να ενδώσει στις ερωτικές του επιθυμίες.

Η κορυφαία σκηνή του ρεπορτάζ εκτυλίσσεται σ' ένα σκοτεινό δωμάτιο αθηναϊκού ξενοδοχείου, όπου ο εισαγγελέας κάνει ακόμη πιο ρητές τις ανήθικες προθέσεις του.

Η δημοσιογράφος τον αποκρούει και το ρεπορτάζ συμπληρώνεται με τη μάταιη απόπειρα συνεργατών της εκπομπής να εξασφαλίσουν μια δήλωση του εισαγγελέα, στον οποίο προηγουμένως έχουν αποκαλύψει την πικρή γι' αυτόν αλήθεια.

Η δημοσιογραφική έρευνα έχει ολοκληρωθεί και οι αρχές καλούνται να ασχοληθούν με τον επίορκο δικαστικό λειτουργό για τα περαιτέρω.

Πέρα από την κρυφή κάμερα

Κάπως έτσι θα συνόψιζαν το «συγκλονιστικό» ρεπορτάζ τους οι συντελεστές. Μήπως, όμως, τα πράγματα δεν είναι τόσο αυτονόητα όσο θέλησαν να μας τα παρουσιάσουν;

Η συνταγή της συγκεκριμένης «δημοσιογραφικής έρευνας» μοιάζει με μια πρώτη ματιά τετριμμένη:

*Οι τηλεοπτικές αποκαλύψεις αυτού του τύπου βασίζονται σχεδόν αποκλειστικά σε βίντεο τραβηγμένα με κρυφή κάμερα από συνεργάτες/συνεργάτριες της εκπομπής. Μέλη μιας πολυπρόσωπης συντακτικής ομάδας (σε 30 μόνιμους και περισσότερους από 200 έκτακτους συνεργάτες αναφέρεται η ιστοσελίδα των «Αποδείξεων»), οι δημοσιογράφοι αυτοί έχουν εθιστεί να θεωρούν απαραίτητο εξάρτημα της δουλειάς τους την κρυφή κάμερα και αποτελούν το «μακρύ χέρι» του υπεύθυνου της εκπομπής.

*Οι ίδιοι δεν εμφανίζονται ποτέ, ώστε να εξηγηθούν σε πρώτο πρόσωπο για το ρεπορτάζ τους. Η φωνή τους ακούγεται στα στιγμιότυπα που τράβηξαν με την κρυφή κάμερα, ενώ στα τελικά βίντεο που προβάλλονται στην εκπομπή το όνομά τους αναφέρεται συνήθως μαζί με το όνομα των υπεύθυνων για την «επιμέλεια» του θέματος.

*Στις περισσότερες περιπτώσεις, οι σκηνές που έχουν τραβηχτεί με κρυφή κάμερα δεν μιλούν -δεν μπορούν να μιλήσουν- από μόνες τους: οι συνθήκες της λήψης δεν το επιτρέπουν. Για να καταλήξουν οι εικόνες αυτές στη μικρή οθόνη περνούν από σειρά διαμεσολαβήσεων, οι οποίες υπαγορεύουν σε μεγάλο βαθμό τον τρόπο της πρόσληψής τους: το μοντάζ με τις συχνές επαναλήψεις των «καίριων» σημείων και τα συνεχή «μπρος-πίσω» καθιστά κυριολεκτικά αδύνατη την παρακολούθηση της χρονικής αλληλουχίας των γεγονότων, ενώ η συστηματική χρήση εντυπωσιακών τίτλων και υποβλητικής μουσικής αναλαμβάνει ξεχωριστό ρόλο στη δημιουργία του επιθυμητού αποτελέσματος.

*Ακόμη σημαντικότερος ο ρόλος του σπικάζ, το οποίο δομεί την αφήγηση, ερμηνεύοντας κάθε στιγμή όσα δείχνουν οι εικόνες, «βλέποντας» δηλαδή όσα οι τηλεθεατές δυσκολεύονται να διακρίνουν. Στη λογική αυτή, η εικόνα δεν καθιστά περιττές τις λέξεις. Αντιθέτως, χρειάζεται χίλιες λέξεις για να γίνει κατανοητή.

«Αντικειμενική» επιείκεια

Ως εδώ, ουδεμία έκπληξη. Παρά τις σοβαρότατες αντιρρήσεις που έχουν διατυπωθεί κατά καιρούς, η δημοσιογραφία της κρυφής κάμερας τείνει πλέον να θεωρηθεί ταυτόσημη με την τηλεοπτική δημοσιογραφία -τουλάχιστον με τις εκδοχές της εκείνες που έχουν ελπίδα να εξασφαλίσουν υψηλά ποσοστά τηλεθέασης. Μόνο που το ρεπορτάζ στο οποίο αναφερθήκαμε στην αρχή δεν εξαντλείται στη χρήση της κρυφής κάμερας: Προχωρεί ένα σοβαρό βήμα παραπέρα, συμμετέχοντας στη δημιουργία μιας παραβατικής συμπεριφοράς την οποία σκοπεύει μετά να «αποκαλύψει». Εισάγοντας άγνωστα μέχρι σήμερα ήθη στα τηλεοπτικά μας πράγματα, το «συγκλονιστικό» ρεπορτάζ των «Αποδείξεων» για τον ερωτύλο εισαγγελέα προαναγγέλλει τη μετάβαση σε μια νέα τηλεοπτική εποχή, προτείνοντας τη «δημοσιογραφία της ηθικής αυτουργίας» ως ανώτερο στάδιο της ξεπερασμένης πια δημοσιογραφίας της κρυφής κάμερας.

*Ας πιάσουμε το νήμα από την αρχή, προσεγγίζοντας την ιστορία με τα στοιχεία που μας παρέχει το ίδιο το ρεπορτάζ: δημοσιογράφος των «Αποδείξεων» πλησιάζει έναν εισαγγελέα για την ανάρμοστη συμπεριφορά του οποίου η εκπομπή είχε δεχθεί καταγγελίες από πολίτες. Τι του ζητάει ακριβώς; Στο σημείο αυτό, ο Νίκος Ευαγγελάτος είναι ρητός παρουσιάζοντας το πρώτο βίντεο της σειράς:

«Πάει λοιπόν μια κυρία στο γραφείο ενός εισαγγελέα ζητώντας του να κρίνει την υπόθεση αντικειμενικά και να δει ότι ο συγγενής της, ο αδελφός της, ας πούμε, είναι αθώος. [...] Ο συγκεκριμένος εισαγγελέας, λοιπόν, και οφείλω να σας πω ότι έχουμε ήδη ενημερώσει τις δικαστικές αρχές και το υπουργείο Δικαιοσύνης γι' αυτά που βλέπετε, με συγκεκριμένα στοιχεία, πιάνει κουβέντα. Αυτό που λέει είναι ότι θα κάνει ό,τι μπορεί, ότι θα εξαντλήσει όσα μέσα διαθέτει και, αντί να κλείσει εκεί η κουβέντα, σ' αυτό το βίντεο, ζητάει από την κυρία ένα δεύτερο ραντεβού. Εκτός δικαστικού χώρου».

*Ακολουθεί το πρώτο βίντεο: Η δημοσιογράφος συναντά τον εισαγγελέα στο προαύλιο των δικαστηρίων της Ευελπίδων και, απ' ό,τι ακούγεται να του λέει, τον παρακαλεί να ασχοληθεί με την υπόθεση του αδελφού της, κατηγορούμενου για ανθρωποκτονία εξ αμελείας. Ο εισαγγελέας εμφανίζεται πρόθυμος να συζητήσει μαζί της και, όπως προκύπτει από τα αποσπάσματα της κουβέντας τους, δεν έχει αναστολές να προχωρήσει σε ανεπίτρεπτες για τη θέση του διευκρινίσεις:

«Τι θέλετε; Να πέσει μαλακά;

- Με μία λέξη, επιείκεια!

- Γράψτε το όνομα και το τηλέφωνο.

- Ενα κινητό θα σας αφήσω...

- Ναι. Λοιπόν, εμείς να ιδωθούμε!»

*Στο υπόλοιπο μέρος αυτού του πρώτου βίντεο, ο εισαγγελέας υπόσχεται να φροντίσει την υπόθεση σε περίπτωση που βρεθεί άλλος συνάδελφός του στη θέση του, ζητάει εχεμύθεια και προσβλέπει σε μια νέα συνάντηση.

Δίχως συζήτηση, πρόκειται για έναν ασυνείδητο δικαστικό λειτουργό, πρόθυμο, στα λόγια τουλάχιστον, να τάξει το ρουσφέτι που του ζητάει μια νέα γυναίκα. Αν όλα όσα διαμείβονται στο πρώτο αυτό βίντεο αντιστοιχούν στην πρώτη συνάντηση του εισαγγελέα με τη δημοσιογράφο -το ερώτημα είναι εύλογο, καθώς στο ίδιο αυτό βίντεο ακούγονται και κάποια λόγια από μεταγενέστερη συνομιλία τους- το ρεπορτάζ θα μπορούσε να θεωρηθεί λήξαν.

Ασανσέρ για εισαγγελείς

Είναι προφανές ότι η δημοσιογράφος δεν του ζητάει να «κρίνει αντικειμενικά» την υπόθεση του αδελφού της, όπως υποστήριξε στην εισαγωγή του ο Νίκος Ευαγγελάτος. Του ζητάει «επιείκεια», δηλαδή ειδική μεταχείριση, κάτι που θα γίνει ακόμη σαφέστερο στη συνέχεια. Εκτός αυτού, ο εισαγγελέας βρίσκεται μπροστά σε μια παγίδα, για το στήσιμο της οποίας δεν πληροφορούμαστε το παραμικρό: Τι σημαίνει, άραγε, «επιλέξαμε μια τυχαία υπόθεση», όπως ακούγεται στο βίντεο; Είχε υπόψη του ο συγκεκριμένος κατηγορούμενος τι «παίχτηκε» με τον εισαγγελέα της δίκης του;

Οποια κι αν είναι η απάντηση, το πρόβλημα παραμένει: η «παγίδευση» του εισαγγελέα μπορούσε να οδηγήσει σε διακριτική μεταχείριση -θετική ή αρνητική- ενός υπόδικου με σάρκα και οστά και να υπονομεύσει την ανεπηρέαστη διεξαγωγή μιας σοβαρής δίκης.

*Επιστρέφουμε: Στη συζήτηση που προηγείται της προβολής του δεύτερου βίντεο, ο Νίκος Ευαγγελάτος απαντά σε σχετικά σχόλια των καλεσμένων του διευκρινίζοντας ότι η δημοσιογράφος που πλησίασε τον εισαγγελέα δεν είναι ψηλή, ξανθιά και γαλανομάτα: «Είναι μία κοπέλα γλυκύτατη, η οποία δεν είναι αυτό που θα έλεγε κανείς..., αυτό που εννοείτε. Μια αξιοπρεπέστατη κοπέλα, πάνω απ' όλα, κι εξαιρετικού χαρακτήρα».

Και παρακάτω: «Η συνεργάτις μας που πήγε εκεί, το ξαναλέω, είναι μια εξαιρετικά αξιοπρεπής κοπέλα. Ολες οι συζητήσεις οι οποίες έγιναν με τον εισαγγελέα σ' αυτό το κυνήγι του κυρίου προς τη συνεργάτιδά μας, που κράτησε ένα μήνα, μαρτύρησε ένα μήνα, ήταν στον πληθυντικό. Του μιλάει πάντα στον πληθυντικό».

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι διαβεβαιώσεις αυτές είναι ιδιαίτερα προσβλητικές για τη δημοσιογράφο που ανέλαβε τη διεκπεραίωση του συγκεκριμένου ρεπορτάζ. Εξίσου προφανής είναι ο στόχος των απαράδεκτων αυτών «εξηγήσεων». Ούτως ή άλλως, ο υπεύθυνος της εκπομπής δεν πρόκειται να αναφερθεί ούτε μία φορά στο όνομα της συνεργάτριάς του την οποία για ευνόητους λόγους αποκαλεί συχνά «η κυρία», ενώ η ίδια η δημοσιογράφος δεν θα εμφανιστεί στην εκπομπή προκειμένου να αφηγηθεί την υπόθεση από τη δική της σκοπιά.

*Στο δεύτερο βίντεο που ακολουθεί, ο εισαγγελέας συναντά τη δημοσιογράφο σε καφετερία ξενοδοχείου. Από τους διαλόγους γίνεται σαφές ότι η δημοσιογράφος ζητάει κάτι πολύ πιο απτό από την «αντικειμενική», ή έστω «επιεική», αντιμετώπιση του αδελφού της, ενώ ο εισαγγελέας δείχνει όλο και πιο πρόθυμος να την εξυπηρετήσει:

«Θέλουμε να μην μπει στη φυλακή.

- Να μην μπει στη φυλακή!

- Θα το φροντίσετε αυτό;

- Ναι, ναι, θα το παλέψουμε μαζί!»

Και λίγο αργότερα:

«Δεν μπορούμε να το κάνουμε αυτό; Δεν είναι εύκολο; Δηλαδή, εντάξει, αν μη τι άλλο... να μη φυλακιστεί!

- Ολα λογικά θα είναι».

Υπόσχεται πολλά ο εισαγγελέας στη δεύτερη αυτή συνάντηση: να προτείνει μικρή ποινή ώστε να υπάρχει δυνατότητα αναστολής, να μεσολαβήσει σε περίπτωση που δεν είναι ο ίδιος στην υπόθεση, να παρουσιάσει τον κατηγορούμενο για βαφτισιμιό του στον πρόεδρο του δικαστηρίου, να παρουσιάσει τη δημοσιογράφο για ανιψιά του σε συναδέλφους του κ.ο.κ.

*Η επόμενη σκηνή εκτυλίσσεται σ' ένα ασανσέρ, με την κρυφή κάμερα να στοχεύει την ευμεγέθη κοιλιά του:

«Αυτά τα φιλάκια, όμως, με φέρνουν σε δύσκολη θέση. Σας παρακαλώ, σας παρακαλώ...

- Φοράς και στηθόδεσμο;

- Να μη φοράω; Μα τι μου λέτε;

- Αφού είναι ωραία, είναι σφιχτά, είναι ολόρθα!»

Τα σχόλια περιττεύουν: και οι πλέον δύσπιστοι έχουν στο σημείο αυτό βεβαιωθεί για τις προθέσεις του εισαγγελέα. Κι όσο κι αν του μιλάει στον πληθυντικό, κι όσο κι αν του δηλώνει ότι τα «φιλάκια» του τη «φέρνουν σε δύσκολη θέση», η δημοσιογράφος γνωρίζει πια τι πρόκειται να επακολουθήσει σε περίπτωση που δεχθεί να τον ξανασυναντήσει. Γιατί, όμως, να συνεχίσει να υποβάλλεται σε μια τόσο εξευτελιστική για την ίδια διαδικασία;

Τι μπορεί ακόμη να εκμαιεύσει από τον απερίγραπτο δικαστικό λειτουργό με την ελαστική συνείδηση; Ακόμη και με τα πιο ακραία τηλεοπτικά κριτήρια, το ρεπορτάζ έχει ολοκληρωθεί με επιτυχία. Κι όμως συνεχίζεται...

Ρεπορτάζ στο κρεβάτι

*Με το τρίτο βίντεο πληροφορούμαστε ότι η δίκη αναβάλλεται, ενώ ο εισαγγελέας, προβλέποντας την αναβολή, δηλώνει ασθένεια. Σε νέα συζήτησή του με τη δημοσιογράφο, ο δικαστικός ισχυρίζεται ότι μίλησε σχετικά στην αντικαταστάτριά του και προσπαθεί να πείσει τη δημοσιογράφο ότι θα κάνει ό,τι μπορεί για να εκδικάσει ο ίδιος την υπόθεση του αδελφού της. Το επόμενο βίντεο εισάγεται με μια ακόμη σκηνή σε ασανσέρ:

«Μη φοβάσαι. Είσαι κουκλάκι!

- Αχ, αφήστε με όμως. Οχι, όχι... Κάθε φορά με στριμώχνετε μέσα στο ασανσέρ». Κι αμέσως μετά:

«Εδώ είπαμε δεν πρέπει να πάει στη φυλακή ο αδελφός μου ούτε μία μέρα. Το έχουμε πει αυτό, ε;

- Επειδή είναι ο αδελφός σου, επειδή είσαι εσύ!

- Ναι, θα το φροντίσετε αυτό.

- Θα το φροντίσω, αλλά εσύ δεν φροντίζεις εμένα!

- Τι να σας φροντίσω;

- Με ένα φιλάκι!»

*Στη συνέχεια, ο εισαγγελέας συστήνει τη δημοσιογράφο ως ανιψιά του σε δικαστικούς υπαλλήλους και η συνάντηση ολοκληρώνεται σε κοντινό εστιατόριο:

«Ηθελα να βρεθούμε μόνοι, να σε φιλήσω σε όλο σου το σωματάκι, σε όλο σου το χειλάκι! Και στα δεξιά και στ' αριστερά!». Και λίγο μετά:

«Και το στήθος σου είναι ωραίο!

- Κουκλάκι μου!

- Αχ, αφήστε με, όμως...»

*Και φτάνουμε στο τελευταίο μέρος του ρεπορτάζ: Προτού προβάλει την αδιανόητη συνέχεια, ο υπεύθυνος της εκπομπής προσπαθεί να δικαιολογήσει τα αδικαιολόγητα. Εξηγεί ότι το ρεπορτάζ έχει ολοκληρωθεί και ότι η δημοσιογράφος απομακρύνεται από τον εισαγγελέα, εκείνος όμως την πιέζει να συναντηθούν.

«Για λόγους πια δημοσιογραφικούς (sic)», υποστηρίζει ο Ν. Ευαγγελάτος, «αποφασίζουμε, μετά από πολλά τηλεφωνήματα κι αφού έχει μεσολαβήσει ένα διάστημα, να πάμε σε ένα ακόμα από τα ραντεβού». Ποιος ο στόχος; «Προφανής», κατά τον δημοσιογράφο. «Να δούμε τι γίνεται και πού είναι ο πάτος αυτού του πηγαδιού».

*Η τελευταία πράξη του απερίγραπτου ρεπορτάζ γράφεται στο δωμάτιο ενός ξενοδοχείου. Εκεί φανερώνεται και ο «πάτος του πηγαδιού» στους συντελεστές της εκπομπής, που, μόνοι αυτοί, αναρωτιούνταν ακόμη πού είναι ικανός να φτάσει ο εισαγγελέας.

Δεν πρόκειται να αναπαραγάγουμε ολόκληρο τον εμετικό διάλογο. Η δημοσιογράφος «δεν καταλαβαίνει» γιατί ο εισαγγελέας προτιμά να την οδηγήσει σε δωμάτιο κι όχι στην καφετερία του ξενοδοχείου, συνεχίζει να του μιλάει για τον αδελφό της την ώρα που αυτός, ημίγυμνος στο κρεβάτι, προσπαθεί να την πείσει να ενδώσει και τον παρακαλεί επανειλημμένα να σταματήσει:

Ανήθικη αυτουργία

«Γιατί πρέπει το χέρι σας να είναι στο στήθος μου για ν' ακούσετε αυτά που σας λέω...

- Ελα...

- Αχ, όχι! Σας παρακαλώ, σας παρακαλώ...»

*Κάπως έτσι ολοκληρώνεται -επιτέλους!- το ρεπορτάζ. Με τον εισαγγελέα σε ερωτική παράκρουση («Είσαι κουκλάρα και σε θέλω»), τη δημοσιογράφο να αμύνεται αλλά να κάνει ακόμη λίγη υπομονή χάριν της κρυφής κάμερας («Αχ, αφήστε με! Οχι, όχι, δεν θέλω») και τους τηλεθεατές, μέσα στ' άγρια μεσάνυχτα, σε ρόλο αποχαυνωμένου ηδονοβλεψία. Και καθώς η δεοντολογία επιβάλλει να ακουστεί και η άλλη πλευρά, συνεργάτες της εκπομπής -απ' ό,τι φαίνεται άντρες αυτή τη φορά- αποκαλύπτουν την αλήθεια στον εισαγγελέα και του ζητούν, ματαίως, μια δήλωση.

*Εχει γίνει, πιστεύουμε, σαφές ότι βρισκόμαστε μπροστά σε ένα είδος δημοσιογραφίας το οποίο προϋποθέτει τη χρήση της κρυφής κάμερας αλλά δεν αρκείται σ' αυτήν. Η δημοσιογραφική ομάδα των «Αποδείξεων» δεν συνέλαβε τον εισαγγελέα να παρανομεί. Του έστησε παγίδα, δημιουργώντας τις συνθήκες εκείνες που θα τον οδηγούσαν στην παρανομία!

Και σαν να μην έφτανε αυτό, το «ρεπορτάζ» συνεχίστηκε και αφού ο συγκεκριμένος δικαστικός τσίμπησε το δόλωμα, αφού δηλαδή και το ρουσφέτι υποσχέθηκε και με το αν φορά σουτιέν η δημοσιογράφος ασχολήθηκε.

Η εξωφρενική κατάληξη συνιστά μοναδικό δείγμα εξευτελισμού της δημοσιογραφίας στον βωμό της περιπόθητης τηλεθέασης.

*Μόνο που η υπόθεση έχει και το ποινικό της μέρος, γεγονός που οι παρόντες δικαστικοί και δικηγόροι, καλεσμένοι της εκπομπής, απέφυγαν να σχολιάσουν: Ο εισαγγελικός λειτουργός οδηγείται σε ποινικά κολάσιμη συμπεριφορά (άρθρο 239 του Π.Κ. περί κατάχρησης εξουσίας), ενώ η «δημοσιογραφική» παγίδευσή του εμπίπτει στο άρθρο 46 περί ηθικής αυτουργίας του Ποινικού Κώδικα, το οποίο (§ 2) προβλέπει τα εξής: «Οποιος με πρόθεση προκάλεσε σε άλλον την απόφαση να τελέσει κάποιο έγκλημα, με μοναδικό σκοπό να τον καταλάβει ενώ αποπειράται να τελέσει το έγκλημα ή ενώ επιχειρεί αξιόποινη προπαρασκευαστική του πράξη και με τη θέληση να τον ανακόψει από την αποπεράτωση του εγκλήματος, τιμωρείται με την ποινή του αυτουργού μειωμένη στο μισό». Πρόκειται για τον τύπο ηθικού αυτουργού που οι νομικοί ονομάζουν συνήθως agent provocateur («προβοκάτορα ηθικό αυτουργό») και για τον οποίο ο καθηγητής Γ. Α. Μαγκάκης αναφέρει, μεταξύ άλλων, τα εξής: «Η εξώθηση ενός άλλου στο έγκλημα με σκοπό "να αποκαλυφθεί ως εγκληματίας" αποτελεί κυνική αντιμετώπιση του ανθρώπου, ασυμβίβαστη με τον οφειλόμενο προς αυτόν σεβασμό. Γι' αυτό τέτοια μέθοδος καταπολέμησης της εγκληματικότητας είναι απαράδεκτη για μια δικαιοκρατική έννομη τάξη» («Ποινικό Δίκαιο», εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα 1982, σ. 417).

*Αυτά ως προς τις ποινικές πτυχές του ζητήματος. Παραμένει το σοβαρότερο κατά τη γνώμη μας πρόβλημα: ο εθισμός στη χρήση της κρυφής κάμερας ανοίγει τον δρόμο σε πρακτικές που οδηγούν στην απόλυτη απαξίωση του δημοσιογραφικού επαγγέλματος.



Χωρίς κρυφή κάμερα

Η μεταμφίεση αποτελεί παλιά δημοσιογραφική πρακτική. Ο/η δημοσιογράφος δηλώνει πλαστά στοιχεία ταυτότητας και υποδύεται για ένα διάστημα ένα διαφορετικό πρόσωπο προκειμένου να γνωρίσει από πρώτο χέρι καταστάσεις που δεν θα μπορούσε να προσεγγίσει διαφορετικά. Θεωρητικά, αυτός ο τύπος δημοσιογραφίας προϋποθέτει επίπονη προετοιμασία και πολύμηνη ενασχόληση με το συγκεκριμένο κάθε φορά ρεπορτάζ. Συνήθως, η δουλειά δεν είναι χωρίς κίνδυνο: αλλιώς γιατί θα είχε νόημα η υιοθέτηση ενός ψεύτικου προσωπείου; Σε κάθε περίπτωση, ακόμη κι όταν η μεταμφίεση αποτελεί τον μοναδικό τρόπο που μπορεί να οδηγήσει σε σημαντικές αποκαλύψεις, ο/η δημοσιογράφος που την επιλέγει πρέπει να εξηγήσει γιατί αποφάσισε να καταφύγει στο ψέμα. Ακόμη, οφείλει να θέσει σαφή όρια στο ρόλο που αποφάσισε να υποδυθεί. Και να τα τηρήσει.

Το όριο, για παράδειγμα, που έθεσε ο Γκίντερ Βάλραφ στη δουλειά του ήταν να μη θίξει σε καμία περίπτωση την προσωπική ζωή εκείνων που έβαλε κατά καιρούς στο στόχαστρό του.

Ο Γερμανός Γκίντερ Βάλραφ δικαίως θεωρείται ο πατριάρχης της δημοσιογραφικής αυτής σχολής: με τις έρευνές του έδωσε πολιτικό νόημα σ' ένα αμφιλεγόμενο είδος δημοσιογραφίας και έδειξε ότι, κάποιες φορές, η μεταμφίεση είναι απαραίτητη για την αποκάλυψη κοινωνικών πραγματικοτήτων που αλλιώς θα συνέχιζαν να παραμένουν στο σκοτάδι. Ας περιοριστούμε εδώ σε δύο από τις πολλές και σημαντικές έρευνές του: Το 1977, χρησιμοποιώντας το όνομα Χανς Εσερ, ο Βάλραφ δούλεψε ως συντάκτης της εφημερίδας «Μπιλντ» στο Ανόβερο και κατόρθωσε να συγκεντρώσει στοιχεία που αποδείκνυαν ότι η συγκεκριμένη εφημερίδα λειτουργούσε συστηματικά ως μηχανισμός παραγωγής ψεύδους και καταστροφής υπολήψεων. Παρά το κυνήγι που υπέστη στη συνέχεια από το συγκρότημα Σπρίνγκερ, ο Βάλραφ συνέχισε: για δύο χρόνια μεταμφιέστηκε σε τούρκο μετανάστη ονόματι Αλί προκειμένου να γνωρίσει από πρώτο χέρι τα μαρτύρια στα οποία υποβάλλουν οι σύγχρονες δουλεμπορικές εταιρείες τους μετανάστες που τους γυρεύουν δουλειά. (Βλ. «Ιός», 29.6.1997).

*Η επιτυχία του Βάλραφ ήταν λογικό να βρει μιμητές. Σοβαρούς και μη. Στις δύο τελευταίες δεκαετίες, αρκετοί επαγγελματίες δημοσιογράφοι, άνδρες και γυναίκες, δοκίμασαν την τύχη τους υποδυόμενοι ένα πρόσωπο που δεν ήταν το δικό τους. Πρόσφατα ακόμη, η μαροκινής καταγωγής Χιντ Φράιχι μεταμφιέστηκε σε φοιτήτρια και μοιράστηκε το δωμάτιο μιας νεαρής άνεργης μετανάστριας προκειμένου να διεισδύσει σε κύκλους ισλαμιστών στις Βρυξέλλες.

*Από τις πλέον ενδιαφέρουσες περιπτώσεις, η Γαλλίδα Αν Τριστάν ακολούθησε τα χνάρια του Βάλραφ για να ερευνήσει θέματα ξεχωριστού κοινωνικού και πολιτικού ενδιαφέροντος. «Εγκατέλειψα τα πάντα, την πόλη μου, τις συνήθειές μου, τους φίλους μου, για να ζήσω ανάμεσά τους, στις ίδιες συνθήκες μ' αυτούς», σημειώνει η Τριστάν μιλώντας για την απόφασή της να γίνει για ένα διάστημα μέλος του λεπενικού Εθνικού Μετώπου στη Μασσαλία. «Αλλαξα τη ζωή μου για να ζήσω τη δική τους. Θέλησα να τους ακούσω, να γνωρίσω τον κόσμο τους, να κατανοήσω το μυστικό τους: πώς είναι δυνατό, στη Γαλλία του 1987, να μισούν οι άνθρωποι κάποιους άλλους ανθρώπους απλώς και μόνο για το χρώμα του δέρματός τους, την καταγωγή τους, τη φυλή ή την κουλτούρα τους;».

Οταν ολοκλήρωσε το ρεπορτάζ της, η Τριστάν έφυγε κρυφά από τη Μασσαλία, κι όταν παρέδωσε το χειρόγραφο στον εκδότη έστειλε στους «συντρόφους» της του Εθνικού Μετώπου ένα γράμμα στο οποίο τους αποκάλυπτε την πραγματική της ταυτότητα και τους εξηγούσε γιατί τους είχε γελάσει. Η απάντηση ήταν βρισιές και απειλές -όλες ανώνυμες. Τα επόμενα χρόνια, η δημοσιογράφος συνέχισε να ζει τη ζωή των άλλων. Το 1993 εκδόθηκε το βιβλίο της η «Παράνομη», στο οποίο η Τριστάν περιγράφει όσα έζησε ως Σόνια, δομινικανή πρόσφυγας χωρίς χαρτιά σε αναζήτηση ασύλου στο Παρίσι. Ηταν η τελευταία της μεταμφίεση. Μετά τη Σόνια, η Τριστάν δεν άλλαξε πια τα στοιχεία της ταυτότητάς της, άλλαξε όμως δουλειά: εγκατέλειψε τη δημοσιογραφία για να γίνει εκπαιδευτικός.
 



ΔΙΑΒΑΣΤΕ

Γκίντερ Βάλραφ
«Αποκαλύψεις. Κείμενα ενός ανεπιθύμητου δημοσιογράφου»
(μετάφραση Δέσποινα Μάρκου, εκδόσεις «Μαύρη Λίστα», Αθήνα 1999).
Κείμενα του βασικού εισηγητή της «δημοσιογραφίας της μεταμφίεσης» για τη δικτατορία στην Ελλάδα, την εφημερίδα «Μπιλντ», τους μετανάστες στη Γερμανία κ.ά.

Gunter Wallraff
«Στο Περιθώριο»
(μετάφραση Γ. Πατσικαθεοδώρου, Κολονία 1986).
Μεταμφιεσμένος σε τούρκο εργάτη, ο συγγραφέας αποκαλύπτει τι συμβαίνει στην κουζίνα των ΜακΝτόναλντς, γίνεται πειραματόζωο της φαρμακοβιομηχανίας και υφίσταται τις απαράδεκτες συνθήκες δουλειάς των μεταναστών.

Αννα Τριστάν
«Στο Μέτωπο. Εξι μήνες στο κόμμα του Λεπέν»
(Εκδόσεις «Στάχυ», Κολονία 1989).
Αποκαλυπτικό όσο και συστηματικό ρεπορτάζ για την εσωτερική διάρθρωση και λειτουργία του Εθνικού Μετώπου. Η δημοσιογράφος έζησε αρκετούς μήνες ως μέλος του λεπενικού κόμματος στη Μασσαλία.

Anne Tristan
«Clandestine»
(Εκδόσεις «Stock», Παρίσι 1993).
Τη φορά αυτή, η δημοσιογράφος έχει μεταμφιεστεί σε δομινικανή πρόσφυγα χωρίς χαρτιά που αναζητά άσυλο στη Γαλλία.

Victoire Patrouillard, Isabelle Saint-Saens, Brigitte Tijou
«La citoyenne paradoxale. Entretien avec Anne Tristan»
(περιοδικό «Vacarme 20», καλοκαίρι 2002).
Ενδιαφέρουσα συνέντευξη της Αν Τριστάν, στην οποία η συγγραφέας εξηγεί, μεταξύ άλλων, τους λόγους που την οδήγησαν να μεταμφιέζεται προκειμένου να ερευνήσει διάφορα θέματα, αλλά και εκείνους που την έκαναν να εγκαταλείψει τελικά τη δημοσιογραφία.

Hind Fraihi
«Infiltree parmi les islamistes radicaux»
(Εκδόσεις «Luc Pire», 2006).
Δημοσιογράφος μεταμφιεσμένη σε φοιτήτρια αραβικής καταγωγής επιχειρεί να διεισδύσει σε ισλαμικούς κύκλους της βελγικής πρωτεύουσας.

 

 

Ελευθεροτυπία, 4/2/2007

 

www.iospress.gr