ΤΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΟΘΕΣΗ ΤΗΣ «17 ΝΟΕΜΒΡΗ»

 

Εξάρθρωση σε δεύτερο βαθμό
 

Με εξαίρεση την «Ε» και ορισμένες σποραδικές αναφορές στον υπόλοιπο τύπο, τα μέσα ενημέρωσης απαξιούν να αναφερθούν στη δίκη για τη 17Ν. Αλλά τι να πουν άραγε μετά την καταιγίδα τής αντιτρομοκρατικής παραπληροφόρησης που διακίνησαν το καλοκαίρι του 2002; 

 

Η δίκη της 17Ν σε δεύτερο βαθμό έχει πάρει εδώ και μήνες τη μορφή της παρωδίας: Απόντες κατηγορούμενοι, απούσα η πολιτική αγωγή, απούσα στις κρίσιμες στιγμές και η δικονομία.
Θα ήταν, όμως, άδικο να ρίξει κανείς το βάρος αυτής της εξέλιξης στην πλάτη του δικαστηρίου. Το πλαίσιο διεξαγωγής της δίκης είχε τόσο ασφυκτικά προσδιοριστεί, ώστε οποιαδήποτε σύνθεση δεν θα μπορούσε να υπερβεί τα όρια της δικαιοδοσίας του: το δικαστήριο δεν εκλήθη -όπως κάθε τακτικό δικαστήριο- να αναζητήσει την αλήθεια στην υπόθεση, αλλά να επικυρώσει την ήδη καθορισμένη αλήθεια που συγκρότησαν οι υπηρεσίες ασφαλείας το καλοκαίρι του 2002.

Οποιαδήποτε απόκλιση από αυτή την αλήθεια θα έθετε υπό αμφισβήτηση όλο το οικοδόμημα της «εξάρθρωσης» και την προπαγανδιστική πλημμυρίδα εκείνης της περιόδου. Η απουσία, λοιπόν, δημοσιογραφικής κάλυψης δεν οφείλεται στην έλλειψη ενδιαφέροντος του κοινού (το οποίο ούτως ή άλλως χειραγωγείται σ' αυτά τα ζητήματα), αλλά στην ανάγκη να διεξαχθεί αυτή η «τελική» δίκη όσο γίνεται πιο μακριά απ' τα φώτα της δημοσιότητας, έτσι ώστε να πραγματοποιηθούν χωρίς σοβαρές ενστάσεις οι στόχοι της.

Η δίκη σε δεύτερο βαθμό

Αυτή η δεύτερη δίκη είχε ορισμένες χτυπητές διαφορές από την πρώτη, χωρίς όμως να αμφισβητεί πουθενά το σκεπτικό της πρωτόδικης απόφασης.

* Η δίκη αναλώθηκε στην ανάγνωση πρακτικών, προανακριτικών αλλά και τμημάτων της απόφασης διά χειρός του προέδρου κ. Μαργαρίτη.

Το βάρος της απόδειξης μέσα στο δικαστήριο φάνηκε πολύ δευτερεύον. Για παράδειγμα, όταν έφτασε η σειρά μαρτύρων υπεράσπισης του Αλέξανδρου Γιωτόπουλου, ενώ ο ίδιος είχε αποχωρήσει από τη διαδικασία, ακούσαμε την εισαγγελέα να λέει: «Τώρα υπάρχει ένα άλλο αίτημα από τους συνηγόρους (διορισμένους) του κυρίου Γιωτόπουλου, να κληθούν από το Δικαστήριό σας οι μάρτυρες υπεράσπισης. Δεν κρίνω ότι είναι αναγκαία η μαρτυρία τους. Μπορούν να αναγνωστούν οι καταθέσεις τους που περιέχονται στα πρακτικά...» (21/9/2006).

Εδώ η εισαγγελέας της έδρας προσδιορίζει ακριβώς τη φιλοσοφία της γι' αυτή τη δίκη-ανάγνωση. Εξάλλου, κατά τη διάρκεια της αποδεικτικής διαδικασίας, για ό,τι φαινόταν να ανατρέπεται από τις νέες μαρτυρίες, διαβαζόταν αμέσως κομμάτι των πρακτικών της πρώτης δίκης και μετά οι προανακριτικές καταθέσεις. Με αποτέλεσμα ο μάρτυρας κατηγορίας να τρομοκρατείται και να προσφεύγει στην επιβεβαίωση των παλαιών «αναγνωρίσεων».

* Από την πολιτική αγωγή ανασύρθηκαν ακόμα και τελευταίας στιγμής «στοιχεία» από άλλες υποθέσεις ή «έρευνες» προκειμένου να διαλυθούν κάποιες διαφοροποιημένες εντυπώσεις των δικαστών. Αυτό συνέβη τόσο για τον Η. Κωστάρη όσο και για τον Ν. Παπαναστασίου, που ανέτρεψαν σε μεγάλο βαθμό τις κατηγορίες και τις εντυπώσεις εις βάρος τους στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο. Η εισαγγελέας θεμελίωσε την άποψή της για την ενοχή του Κωστάρη και σε τέτοιο «στοιχείο» της τελευταίας στιγμής.

* Παρακολουθήσαμε μια δίκη αντιθέσεων και σκληρών διαλόγων μεταξύ κάποιων κατηγορουμένων, αλλά και των συνηγόρων τους. Ομως οι αυτονόητες διαφορές των υπερασπιστικών γραμμών τείνουν να ερμηνεύονται από την έδρα ως στοιχεία ενοχής, όπως ακριβώς δηλαδή θα είχε ερμηνευτεί και μια ενιαία στάση.

* Τα «αντιτρομοκρατικά» μέτρα χαλάρωσαν μέσα στην αίθουσα, με αποτέλεσμα να γίνεται πιο ανθρώπινη η διαδικασία και εύκολη η επαφή των παραγόντων. Εξω, βεβαίως, από την αίθουσα καταγράφηκαν όλα τα στοιχεία όποιου «τόλμησε» να παρακολουθήσει κάποιες συνεδριάσεις.

* Οι παράγοντες της δίκης (και κυρίως η έδρα) περιορίστηκαν σε λίγα λόγια, ενώ η πολιτική αγωγή ήταν μονίμως απούσα εκτός από την εκδίκαση των πλέον ηχηρών υποθέσεων. Η εξέταση των μαρτύρων κατηγορίας ήταν σχεδόν συνοπτική και χωρίς τα κλιμακούμενα ποσοστά αναγνωρίσεων που είχε εφαρμόσει ο κ. Μαργαρίτης.

Οσο για την εξέταση των μαρτύρων υπεράσπισης -τομέας όπου διέπρεψε το πρωτοβάθμιο με τις μεγάλες πολιτικές συζητήσεις που κάλυπταν με έξυπνο τρόπο τα κενά των αποδεικτικών στοιχείων- περιορίστηκε στα απαραίτητα. Οι φρονηματικού τύπου ερωτήσεις για τις απόψεις μαρτύρων και κατηγορουμένων («Καταδικάζετε;», «Εσείς πιστεύετε;» κ.λπ.) δεν επαναλήφθηκαν στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο παρά ελάχιστες φορές.

* Απορρίφθηκαν και πάλι όλες οι ενστάσεις της υπεράσπισης, καθιστώντας φανερή την πρόθεση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου να χαράξει αταλάντευτα την πορεία του στα χνάρια του πρωτοβάθμιου.

* Η δίκη σημαδεύτηκε από δύο ακραίες στιγμές:

* Η πρώτη, όταν εξαναγκάσθηκε ο κατηγορούμενος Χριστόδουλος Ξηρός να προσαχθεί βιαίως για να απαντήσει σε ερωτήσεις συγκατηγορουμένων του. Ενώ είχε αποχωρήσει από τη δίκη -μετά την απόρριψη της ένστασής του για την μη ανάγνωση της κατασκευασμένης κατ' αυτόν προανακριτικής του κατάθεσης- προσήχθη βιαίως και, ενώ δήλωσε ότι δεν θα μιλούσε, κρατήθηκε διά της βίας στο εδώλιο, πράγμα πρωτοφανές για ελληνικό δικαστήριο. Αυτό προκάλεσε και τις πολυδιαφημισμένες αντιδράσεις του.

Η δίκη συνεχίζεται χωρίς κανένα συνήγορό του, αφού παραιτήθηκαν και οι διορισμένοι. Στο ελληνικό δίκαιο δεν προβλέπεται δίκη για κακούργημα χωρίς την παρουσία συνηγόρου. Το δικαστήριο όφειλε να διορίσει νέους δικηγόρους, εξαντλώντας όλο τον κατάλογο που διαθέτει. Είναι ακόμα ζητούμενο το αιτιολογημένο σκεπτικό που πρέπει να διατυπώσει το δικαστήριο για να στηρίξει την πρωτοφανή αυτή απόφασή του.

* Η δεύτερη ακραία στιγμή ήταν η άρνηση του δικαστηρίου να δεχτεί το αίτημα του κατηγορούμενου Γιωτόπουλου να διορίσει ξανά συνηγόρους της επιλογής του από τη στιγμή που επέλεξε να επανέλθει στη διαδικασία. Ακόμα και η εισαγγελέας της έδρας κατάλαβε το προφανές αλλά το δικαστήριο δεν αποδέχτηκε το αίτημα, με αποτέλεσμα να συνεχιστεί η δίκη με τους διορισμένους συνηγόρους.

Τελικά, με τη «βολική» παραίτηση του ενός διορισμένου έχει ο Γιωτόπουλος ένα συνήγορο της επιλογής του και δύο άλλους διορισμένους με εικονική παρουσία.

**Η απουσία των ΜΜΕ δεν τα εμποδίζει κάθε τόσο να επανέρχονται πιέζοντας για βαριές καταδίκες, ιδιαίτερα μετά την έκρηξη της ρουκέτας στην πρεσβεία των ΗΠΑ.

**Κοινό χαρακτηριστικό και στις δύο δίκες παρέμεινε η «λογική του μισού». Το μισό όχι βέβαια «υπέρ του μαθητή», αλλά υπέρ της ενοχής.

Από τις προανακριτικές απολογίες το δικαστήριο μοιάζει να δέχεται μόνο τα μισά (όσα επιβαρύνουν κατηγορουμένους). Για το πότε εντάχθηκαν και πότε αποχώρησαν από την οργάνωση -όσοι το παραδέχονται- πάλι το δικαστήριο δέχεται τα μισά, δηλαδή την ένταξη, αμφισβητώντας την αποχώρηση. Μισή αλήθεια ή μισό ψέμα. Οταν ένας κατηγορούμενος ομολογεί στο δικαστήριο ότι ήταν μέλος και ότι έκανε μόνο την τάδε ενέργεια, αμέσως το δικαστήριο διαβάζει μια προανακριτική για να φανεί η συμμετοχή του και σε άλλη ενέργεια.

Οι απολογίες

Δέχεται το δικαστήριο ότι τα μέλη δεν μπορεί να έκαναν βόλτες στη 17Ν, όμως και όσων η συμμετοχή δεν αποδείχτηκε, πάλι ήταν μέλη. Μισή μαρτυρία από δω και μισή ομολογία από την άλλη προστίθενται για να ολοκληρώσουν τις κατηγορίες. Με τα μισά αποτυπώματα, τις μισές αναγνωρίσεις, τις μισές αλήθειες και τα μισά ψέματα μάλλον όμως προδιαγράφεται και η μισή απόδοση δικαιοσύνης.

* «Ανοιξε την εξώπορτα ο Σάββας Ξηρός, περάσαμε μέσα. Δίπλα μου ήταν ο Δημήτρης Κουφοντίνας, κατεβήκαμε μερικά σκαλιά, στρίψαμε αριστερά. Ανοιξε με τα κλειδιά του πάλι ο Σάββας Ξηρός, μπήκαμε μέσα και περίμενα στον προθάλαμο (...) το δωμάτιο πρέπει να ήταν εργαστήριο πλαστογραφίας με μονωμένα τζάμια, το σφραγισμένο σπίτι από όλο τον κόσμο. Μέσα άκουγα ομιλίες, ήταν αυτοί οι άνθρωποι που αργότερα φόρεσαν τις κουκούλες και με τους οποίους συζήτησα (...) Δεν μπορώ να ξέρω τι γινόταν στα άλλα δωμάτια.

»Στο δωμάτιο εκείνο πάντως εγώ ήμουν καθισμένος σε μια πολυθρόνα, αριστερά μου και δεξιά μου ήταν ο Σάββας Ξηρός και ο Δημήτρης Κουφοντίνας και απέναντί μου αυτοί οι τρεις άνθρωποι με τις κουκούλες. Μόνο μια λάμπα με ένα κίτρινο φως είχε και τα παράθυρα ήταν μονωμένα απολύτως (...). Στο τέλος δεν καταλήξαμε πουθενά. Σηκώθηκα, πήγα πάλι στον προθάλαμο, έβγαλα την κουκούλα, ήμουν καταϊδρωμένος, μου είπαν πάλι να κοιτώ τα παπούτσια μου, κοιτούσα πάλι κάτω, βγήκαμε από το διαμέρισμα, συνέχιζα να κοιτώ κάτω».

Με τα λόγια αυτά περιέγραψε ο κατηγορούμενος Τέλιος τη σκοτεινή συνάντησή του με την «ηγεσία» της 17Ν.

Επηρεασμένος ίσως κι αυτός από τις ταινίες για τον IRA, έδωσε πάλι με την απολογία του στο δικαστήριο την πολύτιμη στήριξη της ύπαρξης ανωτέρων στη 17Ν, οι οποίοι τηρούσαν μια ειδική ιεροτελεστία την ώρα των κρίσεων. Ολοι οι υπόλοιποι κατηγορούμενοι που ομολόγησαν ότι έφυγαν από την οργάνωση βεβαίωσαν ότι έκτοτε κανείς δεν τους ενόχλησε.

* Η ιστορία του Τέλιου δεν ταιριάζει με την ιστορία του επίσης αποχωρήσαντα Τσελέντη, που συναντούσε συχνότατα την «ηγεσία» χωρίς κουκούλες και μέρα μεσημέρι. Ισως όμως με τη λίγο θεατρική αφήγηση σχηματίζεται καλύτερα η εικόνα του ηθικού αυτουργού. Μια θεωρία βολική μέχρι και για τη σύγχρονη μεταχείριση διαφορετικών πολιτικών απόψεων, που δεν αρχίζει και κυρίως δεν τελειώνει με τη 17 Ν και τους φερόμενους ηθικούς «αυτουργούς» της.

**Το «ενδιαφέρον» στον τομέα της παραπέρα ενοχοποίησης άλλων περιορίστηκε κυρίως σε τρεις κατηγορούμενους που με αρνητικό ή με θετικό τρόπο επιβεβαίωσαν τις ενοχοποιητικές καταθέσεις τους, ζητώντας παράλληλα την εφαρμογή γι' αυτούς των ευνοϊκών διατάξεων του νόμου:

* Ο Παύλος Σερίφης ζήτησε να μην αναγνωστούν τα πρακτικά της πρώτης δίκης, όπου αναλυτικά εξηγούσε πώς τον ανάγκασαν να υπογράψει ό,τι του υπαγόρευε η Αντιτρομοκρατική χωρίς την παρουσία δικηγόρου και έπειτα από εξαντλητική για τη βεβαρημένη υγεία του ανάκριση.

- Ενώ στο πρώτο δικαστήριο είχε εξηγήσει πώς τον πίεσαν να μιλήσει για τον Γιάννη Σερίφη, να πει ψέματα για το πότε γνώρισε και πού τον Νίκο Παπαναστασίου κ.λπ., τώρα με σκυμμένο το κεφάλι στα γόνατα επίμονα αρνήθηκε να απαντήσει. Αντίθετα, αποδέχτηκε την ανάγνωση της προανακριτικής του στην οποία έκανε και τις «αναγνωρίσεις» αλλά και τις κατανομές των ρόλων στην οργάνωση.

* Ο Κώστας Τέλιος προχώρησε τις περιγραφές του τοποθετώντας και ο ίδιος τον «Λάμπρο» στη θέση του ηθικού αυτουργού χωρίς να παραλείψει την αναφορά του και σε άλλους, μια και έπειτα από τόσο χρόνο και χωρίς φόβο θυμήθηκε καθαρότερα.

Τόσο ο ένας όσο και ο άλλος, είτε με κλάματα είτε με μεταμέλεια, ζήτησαν την εύνοια του νόμου και απ' ό,τι φάνηκε μετά την αγόρευση των εισαγγελέων μάλλον θα την έχουν.

* Το ίδιο θα ισχύσει και για τον Πάτροκλο Τσελέντη, του οποίου η απολογία εμφάνισε σημαντικά σημεία βελτίωσης της μνήμης.

- Για παράδειγμα, από τη μία και μοναδική φορά που είχε συναντήσει τον Γιωτόπουλο στην προανακριτική και στην ανακριτική του κατάθεση πέρασε στις 40 στο πρωτοβάθμιο για να ανέβει πάνω από 50 στο εφετείο. Τώρα σε όλες τις αναφορές του στον Δημήτρη Κουφοντίνα βάζει δίπλα και το όνομα Αλέξανδρος Γιωτόπουλος. Τον τοποθετεί παρόντα σε όλες σχεδόν τις ενέργειες σε ρόλο ελεγκτή.

- Στην πρώτη δίκη είχε διευκρινίσει ότι και να ήθελε ο Γιωτόπουλος δεν είχε την εξουσία να υποβάλει άποψη στους άλλους και ότι οι αποφάσεις δεν ετίθεντο σε έγκριση στην «ανώτερη» ομάδα, αλλά μόνο σε γνώση της, πάντα δε με απαραίτητη προϋπόθεση την ομοφωνία. Θυμότανε στην πρώτη δίκη αόριστα την παρουσία του Γιωτόπουλου σε μια ληστεία, αλλά δεν θυμότανε συμμετοχή του σε άλλη ενέργεια. Ενώ στην προανακριτική του δεν γνώριζε ποιος έγραφε τις προκηρύξεις, στην πρώτη δίκη είπε ότι τις έγραφε ο Γιωτόπουλος. Είχε πει στην πρώτη δίκη ότι δεν γνώριζε αν ο Γιωτόπουλος κρατούσε όπλο.

Στην τωρινή όμως απολογία του ο Π. Τσελέντης συγκεκριμενοποιεί το ρόλο αυτού που συνήθως επιβλέπει στο πρόσωπο του Γιωτόπουλου.

- Στη δεύτερη αυτή απολογία παύει να υφίσταται καταστατικό. Παρ' όλο που ο ίδιος το είχε -όπως ομολόγησε- αντιγράψει, τώρα το βγάζει εντελώς εκτός λειτουργίας και μάλιστα το «αποθηκεύει» στα χέρια του Γιωτόπουλου και σε άγνοια των περισσότερων μελών. Είναι φανερό ότι όσο υπήρχε καταστατικό λειτουργίας που ανέφερε τον τρόπο λήψης αποφάσεων (ομόφωνα), τους κανόνες ασφάλειας των μελών, της προσεκτικής τήρησης των μέτρων συνωμοτικότητας κ.λπ. δεν θα υπήρχε λόγος να έχει αυτόν τον ενεργό ρόλο ένα συγκεκριμένο άτομο, δηλαδή ο Γιωτόπουλος και δευτερευόντως ο Κουφοντίνας.

- Αποδίδει όμως τώρα και τη σύνταξη του ανενεργού καταστατικού στον Γιωτόπουλο με βάση τις εμπειρίες του (από τη δικτατορία) αλλά και τις γνώσεις του. Εκείνος είναι που επιβλέπει όλες σχεδόν τις ενέργειες με όπλο στην τσάντα και με δικαιοδοσία να παρέμβει σε οποιοδήποτε κρίσιμο στάδιο της επιχείρησης.

- Αυτό το καταθέτει αποκλειστικά ο Τσελέντης και μάλιστα στη δεύτερη δίκη. Ο Γιωτόπουλος εμφανίζεται τώρα να πηγαίνει μαζί τους στις παρακολουθήσεις, να τους εξηγεί τα μέτρα προφύλαξης αλλά και τους επιπλήττει όταν κάτι δεν κάνουν σωστά. Στη δίκη αυτή ο Τέλιος και ο Τσελέντης έδωσαν το ακριβές περιεχόμενο στο γράμμα του νόμου που περιγράφει τη θεμελίωση της ηθικής αυτουργίας.

**Ενα κοινό χαρακτηριστικό και των δύο δικών είναι η μη απολογία του κεντρικού προσώπου αυτής της υπόθεσης, δηλαδή του Σάββα Ξηρού. Απλώς διαβάστηκαν και χρησιμοποιήθηκαν οι αρχικές απολογίες του και κυρίως οι... συνεντεύξεις του. Λείπει με τον τρόπο αυτό η βασική απολογία πάνω στην οποία «χτίστηκε» όλη η υπόθεση της εξάρθρωσης της «17 Νοέμβρη». Περίπου το ίδιο έγινε και με τον Χριστόδουλο Ξηρό.

Τη στιγμή που δεν είναι συνεργάσιμοι οι κατηγορούμενοι, φτάνουν και περισσεύουν οι αρχικές καταθέσεις σε όποιες συνθήκες κι αν δόθηκαν. Για τους κατηγορούμενους που αρνήθηκαν τα πάντα σε όλες τις φάσεις, όπως και για εκείνους που προσδιόρισαν τόσο τη δράση τους όσο και το χρόνο ένταξής τους χωρίς να επιβαρύνουν άλλους, θα αποτελέσει έκπληξη η υιοθέτηση από το Εφετείο της δικής τους αλήθειας και όχι εκείνης του κ. Μαργαρίτη.

Το τότε και το τώρα

Η απόφαση του κ. Μαργαρίτη δεν κατάφερε να στηρίξει πειστικά ούτε τη θεωρία του ηθικού αυτουργού ούτε τις επιλεκτικές ενοχές. Μην μπορώντας να στηριχτεί στα πενιχρά αποδεικτικά μέσα, πολλές φορές καταφεύγει ακόμα και σε άκομψες παρερμηνείες μαρτυρικών καταθέσεων. Οι συνήγοροι των κατηγορουμένων στο Εφετείο επισήμαναν δεκάδες σημεία τέτοιων ανακριβειών.

Επιπλέον η απόφαση υιοθέτησε ασμένως παραδοχές του τύπου «ο Λένιν έλεγε ότι δεν πρέπει να ομολογεί ο επαναστάτης τίποτα μπροστά στους δικαστές του και να αρνείται τα πάντα, ο Γιωτόπουλος αρνήθηκε τα πάντα, άρα ο Γιωτόπουλος είναι σκληρός ηγέτης της 17 Νοέμβρη».

**Το ίδιο σκληρός ηγέτης όμως θεωρήθηκε και ο Κουφοντίνας και παρ' όλο που παραδόθηκε και ανέλαβε την πολιτική ευθύνη αυτό δεν εμπόδισε τον προηγούμενο συλλογισμό. Αυτός ο τύπος της λογικής που πατάει σε δύο βάρκες ίσχυσε και για όλους τους κατηγορούμενους. Η απόφαση δέχεται την αρχή ότι «ένοχος ένοχον ου ποιεί» πλην όμως οι προανακριτικές ομολογίες θεωρήθηκαν νόμιμες και επαρκείς για να ενοχοποιήσουν τους κατηγορούμενους ανά δυάδες και τριάδες. Στην ανάγκη να συνδεθούν όλες οι πράξεις με συγκεκριμένα πρόσωπα, να προκύψει η ηλικιακή συνέχεια της οργάνωσης και να βρεθούν αρχηγοί και καθοδηγητές παραμερίστηκαν μικρές λεπτομέρειες, όπως το τεκμήριο αθωότητας, η αυτοενοχοποίηση και μαρτυριοποίηση κατηγορουμένων, το δικαίωμα σιωπής χωρίς αυτό να θεωρείται στοιχείο ενοχής κ.λπ.

Ισως κάποιοι βιάστηκαν να καταλογίσουν μεγάλο φταίξιμο στον πρώτο πρόεδρο κ. Μαργαρίτη για τις ανακρίβειες και την προχειρότητα της απόφασης. Ηταν επόμενο. Η ανάγκη επιβολής μεγάλων ποινών, η ανάγκη καταδίκης πολλών προσώπων που να δικαιολογούν κάπως την απόλυτη ανικανότητα των αρχών επί 27 χρόνια, η ανάγκη να πέσουν κάπως στα χαμηλά οι ποινές όσων δεν ανακάλεσαν τις ομολογίες τους και όσων πρόθυμα φρεσκάρισαν τη μνήμη τους για τους τέως συντρόφους αλλά κυρίως η ανάγκη ανάδειξης ενός αρχηγού οδήγησαν τη δικαιοσύνη στον χαοτικό τρόπο επιβολής των ποινών.

Μερικά ακραία παραδείγματα για την κατανόηση του προβλήματος: τιμωρείται με ισόβια κατηγορούμενος χωρίς κανένα στοιχείο πέρα από μία αυθαίρετη σύνδεση του προσώπου του με κάποιο ψευδώνυμο και «τη γλιτώνει» με πολυετή κάθειρξη άλλος που κατά ομολογία του όχι μόνο συμμετείχε αλλά και πυροβόλησε. Θεωρείται δεδομένο για κάποιον ότι λέει αλήθεια για το πότε αποχώρησε, αλλά για άλλον το ίδιο πράγμα εκλαμβάνεται σαν ψέμα. Θεωρείται αλήθεια ότι κάποιος κατηγορήθηκε άδικα για συμμετοχή και αθωώνεται, άλλος όμως με τα ίδια στοιχεία καταδικάζεται. Τσιλιαδόροι και οδηγοί τιμωρούνται με ισόβια.

Φορτώνεται τα πάντα ο Δημήτρης Κουφοντίνας με την επιλογή του να αναλάβει την πολιτική ευθύνη για τη δράση της 17Ν, αλλά αμφισβητούνται οι επανειλημμένες δηλώσεις του περί άδικης εμπλοκής νεαρών παιδιών σε ρόλους εκτελεστών.

Η δικαιοσύνη επιλέγει την τακτική τής σωρηδόν καταδίκης με τη λογική όσο πιο πολλά τόσο πιο καλά, διαπράττοντας δηλαδή αυτό για το οποίο ακριβώς κατηγορεί τη 17Ν στην επιλογή των στόχων της. Αυτό δυστυχώς είναι το μόνο ασφαλές συμπέρασμα για τη μέχρι στιγμής εξέλιξη της δικαστικής διαδικασίας.



Εισαγγελία τέχνας κατεργάζεται

Στην πολυήμερη αγόρευσή της η εισαγγελέας Ευτέρπη Κουτζαμάνη επιχείρησε να ολοκληρώσει την προσπάθεια του πρώτου δικαστηρίου να αποπολιτικοποιήσει τη δίκη και κυρίως να καλύψει τον πολιτικό χαρακτήρα των αδικημάτων ανεξάρτητα από την ποινική τους αντιμετώπιση. Η εισαγγελέας έκανε όμως άλλο ένα βήμα.

Εκεί που διακρινόταν στο πρώτο δικαστήριο μια δειλή τάση αποδοχής κάποιων πολιτικών κινήτρων και επομένως -σύμφωνα με τη δικονομία- «ευγενών», η εισαγγελέας συστηματικά προσπάθησε να πείσει ότι τα κίνητρα ήταν εντελώς ποταπά: η αεργία, η τεμπελιά, η τάση για πλουτισμό, η ροπή προς το έγκλημα. Ολα λοιπόν έγιναν για το χρήμα.

Κι όμως, τρεις φορές τόνισε η εισαγγελέας ότι ήταν τιμή της που ανέλαβε αυτή τη δίκη, τη χαρακτήρισε ιστορική και, παρ' όλη τη δυσκολία και την ογκώδη δικογραφία, αποδέχθηκε την τιμή να τη φέρει εις πέρας. Αραγε θα ήταν παρόμοια τιμή αν η δίκη αφορούσε την εταιρεία δολοφόνων ή μια συμμορία κοκαΐνης; Μέχρι στιγμής πάντως μόνο σε πολιτικού περιεχομένου δίκες οι δικαστές μιλούν για τιμή την οποία τους περιποιεί η πολιτεία.

* Ενδεικτική για τις παγίδες που έκρυβε για την ίδια την εισαγγελέα αυτή η απόλυτη τοποθέτησή της ήταν η καινοφανής ανάλυσή της για τη θεωρία του «δημοκρατικού συγκεντρωτισμού». Πρόκειται για τον «λενινιστικό» τρόπο οργάνωσης όλων των κομμάτων και οργανώσεων της αριστεράς, που προβλέπει δημοκρατικό τρόπο λήψης αποφάσεων και ενιαίο τρόπο δράσης. Οπως ισχυρίστηκε η κυρία Κουτζαμάνη, ο δημοκρατικός συγκεντρωτισμός είναι συγκεντρωτισμός που βάζουμε δίπλα τη λέξη δημοκρατικός για να τον εξωραΐσουμε! Αθελά της η εισαγγελέας με τη διατύπωση αυτή ενέταξε τη 17Ν στον (πολιτικό) χώρο των οργανώσεων της αριστεράς. Και ομολόγησε ότι η αντίθεσή της είναι πολιτική και ιδεολογική!

Το ότι αυτή η μέθοδος και τα συνωμοτικά μέτρα ίσχυαν στην αντιστασιακή οργάνωση ΛΕΑ, της οποίας μέλος ήταν και ο Γιωτόπουλος, είναι κατά την εισαγγελέα άλλη μία απόδειξη της ενοχής του. Τώρα αν όλες οι προδικτατορικές αλλά και μεταδικτατορικές πολιτικές οργανώσεις είχαν περίπου την ίδια δομή στη λειτουργία τους αυτό δεν το εξέτασε η εισαγγελική έδρα.

*Ενα άλλο στοιχείο πρωτοτυπίας της εισαγγελέως ήταν η ενοχοποίηση των κατηγορουμένων μέσα από τις καταθέσεις των μαρτύρων υπεράσπισης. Αυτό το έκανε για όλους σχεδόν τους δικαζόμενους, παραλείποντας κομμάτια των καταθέσεων ή ερμηνεύοντάς τις με εντελώς ανάποδο τρόπο. Οι καταθέσεις των μαρτύρων υπεράσπισης του Γιάννη Σερίφη για την πάντα ανοιχτή και μαζική δράση του και τη συνεχή παρακολούθησή του από τις αρχές, που απέκλειαν κάθε εμπλοκή του στη 17Ν, τον κατέστησαν στα μάτια της εισαγγελέως ικανό να διαφεύγει, να ρίχνει στάχτη στα μάτια με τη μαζική δράση του και να κάνει οικογένεια για να διασκεδάσει τις υποψίες!

*Τέλος από τις προτάσεις φάνηκε καθαρά η τάση για ευνοϊκή μεταχείριση εκείνων που το ζήτησαν και που με τις αναλυτικές καταθέσεις τους ενοχοποίησαν όσο έπρεπε τους συγκατηγορούμενους.

*Πέρα όμως από τις συνθετικές ακροβασίες της εισαγγελικής έδρας, πάντα με τη λογική της αποδοχής της μισής αλήθειας από μάρτυρες και κατηγορούμενους, αυτό που προκάλεσε πραγματικά αλγεινή εντύπωση ήταν η στήριξη της ενοχής μέσα από τις τωρινές σχέσεις των κατηγορουμένων. Η καθημερινή τους επαφή και οι προσωπικές συζητήσεις τους μέσα στην αίθουσα αλλά και στη φυλακή ερμηνεύθηκαν ως στοιχείο ενοχής και συμμετοχής στην οργάνωση. Δεκαπέντε, δηλαδή, άνθρωποι, που είναι κλεισμένοι σε μια φυλακή-αποθήκη τέσσερα χρόνια, απομονωμένοι από όλους τους άλλους κρατούμενους, έπρεπε κατά την κυρία Κουτζαμάνη να μη μιλιούνται, επειδή στις καταθέσεις τους κάποιοι επιβάρυναν τους άλλους. Αλλά, αν είναι τόσο πολλά τα ενοχοποιητικά στοιχεία, όπως ισχυρίστηκε η εισαγγελέας, γιατί χρειάστηκε για να στηρίξει ενοχές να καταφύγει σε τόσο απάνθρωπους συλλογισμούς;

Οταν ο κ. Μαργαρίτης μιλούσε για το σύνδρομο της Στοκχόλμης (δηλαδή την ανάπτυξη προσωπικών σχέσεων μεταξύ του δικαστηρίου και των κατηγορουμένων στην πρώτη δίκη) έπρεπε ίσως να προσέχει, γιατί με τη λογική αυτή μπορεί να βρεθεί κι αυτός με την κατηγορία της ηθικής αυτουργίας στην πλάτη του!



ΔΙΑΒΑΣΤΕ

Δημήτρης Μπελαντής
«Αναζητώντας τον εσωτερικό εχθρό»
(εκδόσεις «Προσκήνιο», Αθήνα 2004)
Με υπότιτλο «Διαστάσεις της αντιτρομοκρατικής πολιτικής», ο συγγραφέας περιγράφει τις μορφές «έκτακτης ανάγκης» στις οποίες καταφεύγει όλο και πιο συχνά το σύγχρονο κράτος προκειμένου να αντιμετωπίσει την όξυνση των ταξικών αντιθέσεων, στο όνομα της πάλης κατά του νέου εχθρού, της τρομοκρατίας. Περιγράφεται πώς η αστική εξουσία μεταμορφώνεται σε μια αυστηρά «ολιγαρχική» διακυβέρνηση με τη διατήρηση των βασικών συνταγματικών μορφών.

Ιπποκράτης Μυλωνάς
«Υπόθεση 17 Ν. Γιατί δεν ήταν δίκαιη η Δίκη»
(εκδόσεις «Προσκήνιο», Αθήνα 2004)
Ο συγγραφέας παρακολούθησε από τη θέση του υπερασπιστή και τις δύο δίκες για την υπόθεση της 17Ν. Το βιβλίο του στηρίζεται στην αναλυτική αγόρευσή του κατά την πρώτη δίκη και εξετάζεται αν η προδικασία, η διαδικασία στο ακροατήριο και η δικαστική απόφαση τηρούν τα στοιχεία που απαιτεί το άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.

Σάββας Ξηρός
«Η μέρα εκείνη...»
(ιδιωτική έκδοση, Αθήνα 2006)
Η περιγραφή των 1.560 ωρών που πέρασε ο Σάββας Ξηρός στην εντατική, που ο ίδιος αποκαλεί «το δικό μας Γκουαντάναμο». Ανεξάρτητα από τη γνώμη καθενός για την αξιοπιστία της προσωπικής αυτής μαρτυρίας, από το κείμενο τίθενται σοβαρά ερωτήματα για τη σκοτεινή εκείνη περίοδο.



ΕΠΙΣΚΕΦΘΕΙΤΕ

http://www.eksegersi.gr/efeteio/praktika.htm
Τα πλήρη πρακτικά της δεύτερης δίκης για τη 17Ν, ανά ημέρα συνεδρίασης.

 

 

Ελευθεροτυπία, 25/2/2007

 

www.iospress.gr