ΜΕΙΟΝΟΤΗΤΕΣ ΥΠΟ ΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗ
Τα δικαιώματα στο εδώλιο
Η διάκριση των εξουσιών φαίνεται ότι δεν ισχύει όταν η εκτελεστική όπως και η νομοθετική εξουσία «αναθέτουν» στη δικαστική να βγάλει το φίδι από την τρύπα. Τότε, τα ανθρώπινα δικαιώματα πρέπει να καμφθούν μπροστά στις γνωστές «εθνικές αναγκαιότητες».
Πριν από ένα μήνα επισκέφτηκε επισήμως την περιοχή
της Θράκης η υπουργός Εξωτερικών. Στην περιοδεία δόθηκε μεγάλη προβολή και
επισημάνθηκαν ορισμένα θετικά ανοίγματα της κυβέρνησης στον τομέα της ισονομίας
και ισοπολιτείας των μελών της μειονότητας με τους υπόλοιπους συμπολίτες τους,
ενώ εκφράστηκαν διαφωνίες για ορισμένα άλλα. Στο επίκεντρο βρέθηκε η κριτική που
δέχτηκε η κυρία Μπακογιάννη για το γεγονός ότι από θεσμική άποψη είναι
απαράδεκτο να εξαγγέλλει μέτρα για έλληνες πολίτες η εκπρόσωπος του υπουργείου
Εξωτερικών.
Από το υπουργείο Εξωτερικών δόθηκαν δύο αποκλίνουσες -αλλά ελάχιστα πειστικές-
απαντήσεις: Σύμφωνα με την απάντηση, η κυρία Μπακογιάννη επισκέφτηκε τη Θράκη με
την ιδιότητα του κυβερνητικού στελέχους και άφησε στην Αθήνα το συγκεκριμένο
κυβερνητικό της πόστο. Σύμφωνα με τη δεύτερη, τα δικαιώματα της μειονότητας
καθορίζονται από τη Συνθήκη της Λοζάνης, οπότε πρέπει να έχει λόγο το υπουργείο
στο οποίο ανήκει η τήρηση των διεθνών συνθηκών.
Υπάρχει μια τρίτη απάντηση, που κανείς κυβερνητικός εκπρόσωπος δεν την
επικαλέστηκε. Αλλά αυτή είναι και η πραγματική: η περιοχή της Δυτικής Θράκης και
η μειονότητα συνεχίζουν να τελούν υπό την άτυπη αλλά σιδηρά διοίκηση του
«Γραφείου πολιτικών υποθέσεων», που υπάγεται στον (εκάστοτε) υπουργό Εξωτερικών.
Μπορεί να έχει ξεπεραστεί η περίοδος που έλυνε και έδενε το «Γραφείο
πολιτιστικών (sic) υποθέσεων», το οποίο συντόνιζε τις διοικητικές διακρίσεις εις
βάρος της μειονότητας μέσα στο νομαρχιακό κτίριο της Κομοτηνής, αλλά το
υπουργείο Εξωτερικών συνεχίζει να έχει τον πρώτο λόγο, διαιωνίζοντας μια
διοικητική αυθαιρεσία που καμιά κυβέρνηση δεν τόλμησε μέχρι σήμερα να
επανορθώσει.
Η κυρία Μπακογιάννη, λοιπόν, πήγε στη Θράκη ως καθ' ύλην αρμόδια, όσο κι αν δεν
θέλει να το παραδεχτεί η ίδια και η κυβέρνηση. Αλλά και οι εκπρόσωποι του ΠΑΣΟΚ
ας μην ρίχνουν με ευκολία το λίθο του αναθέματος εναντίον της, διότι είναι οι
ίδιοι που δεν άλλαξαν αυτό το καθεστώς.
Ο ρόλος των δικαστηρίων
Κακά τα ψέματα. Η μειονότητα της Θράκης και όλες οι άλλες μειονότητες στον
ελλαδικό χώρο παραμένουν για την ελληνική πολιτεία ένα ταμπού, ένας τοίχος, στον
οποίο σπάνε τα μούτρα τους όλες οι φιλελεύθερες διακηρύξεις των δύο μεγάλων
κομμάτων.
Το κακό είναι ότι για να αποφύγουν τις ευθύνες που έχουν αναλάβει υπογράφοντας
τις διεθνείς συνθήκες για τα ανθρώπινα δικαιώματα, οι εκάστοτε κυβερνώντες
κρύβονται πίσω από τη δικαστική εξουσία, στην οποία έχουν αναθέσει το ρόλο του
«εθνικού μπαμπούλα» -ενώ οι ίδιοι, απλώς, εμφανίζονται υποχρεωμένοι να τηρήσουν
δικαστικές αποφάσεις.
Στην πραγματικότητα πρόκειται για μια ευθεία μετάθεση πολιτικών ευθυνών στη
δικαιοσύνη, πράγμα που ισοδυναμεί με απροκάλυπτη κατάργηση της διάκρισης των
εξουσιών.
Το γνωστότερο αγκάθι για την προσαρμογή της ελληνικής πολιτείας σε όσα
προβλέπουν οι διεθνείς συνθήκες για τις μειονότητες είναι η άρνησή της να
αναγνωρίσει το δικαίωμα του αυτοπροσδιορισμού σε έλληνες πολίτες που διεκδικούν
μια διαφορετική εθνοτική ταυτότητα. Εχει βέβαια εφευρεθεί η έννοια του «ατομικού
αυτοπροσδιορισμού», την οποία δήθεν αποδέχονται τα δύο μεγάλα κόμματα.
Αλλά πώς είναι δυνατόν να αποκλείει κανείς την ένωση κάποιων ανθρώπων, οι οποίοι
«ατομικώς» αυτοπροσδιορίζονται ως κάτι διαφορετικό; Η πιο πολυσυζητημένη σχετική
περίπτωση είναι η απαγόρευση από την ελληνική πολιτεία να υπάρχουν σωματεία στη
Θράκη με τον επιθετικό προσδιορισμό «τουρκικός». Αλλά για να το πετύχει αυτό, η
κυβέρνηση κρύβεται πίσω από τον Αρειο Πάγο.
*Στις 24 Ιανουαρίου ο πρωθυπουργός Κώστας Καραμανλής μίλησε στην ολομέλεια του
Συμβουλίου της Ευρώπης στο Στρασβούργο και δέχτηκε ερωτήσεις από βουλευτές των
κρατών-μελών. Η κυρία Ιντσεκάρα από την Τουρκία τον ρώτησε σχετικά με την
απαγόρευση της χρήσης του όρου «τουρκικός» από σωματεία στη Θράκη και ζήτησε την
άποψη της κυβέρνησης:
«Κύριε πρωθυπουργέ προτίθεται η κυβέρνηση να αλλάξει αυτή την πολιτική; Και αν
ναι, πότε;».
Ο κ. Καραμανλής, απαντώντας, μίλησε μόνο για... δικαστήρια: «Τη δεκαετία του '80
ο Αρειος Πάγος κλήθηκε να ασχοληθεί με τη διάλυση ενός σωματείου που ονομαζόταν
Τουρκική Ενωση. Καταρχήν (το σωματείο) αναφερόταν στην Τουρκία, πράγμα που
σήμαινε καθαρά ότι υπάρχει μια τουρκική μειονότητα στην Ελλάδα, σε αντίθεση με
τις προβλέψεις της Συνθήκης της Λοζάνης, η οποία μιλά για μια μουσουλμανική
μειονότητα. Επίσης, στο άρθρο 8 του καταστατικού του σωματείου, αναφερόταν,
μεταξύ άλλων, ως σκοπός της η διάδοση των πολιτιστικών και θρησκευτικών
μεταρρυθμίσεων που είχαν προκύψει από την τουρκική επανάσταση. Τούτο σημαίνει
την προώθηση των πολιτικών στόχων μιας άλλης χώρας. Ο Αρειος Πάγος αποφάνθηκε
υπέρ της διάλυσης αυτής της Ενωσης».
Μ' άλλα λόγια, ο πρωθυπουργός καλύπτεται πίσω από την απόφαση του Αρείου Πάγου
για να δικαιολογήσει την απαγόρευση των σωματείων με τον προσδιορισμό
«τουρκικός» στην ελληνική επικράτεια. Οπως αποκαλύπτουμε στις διπλανές στήλες,
τον όρο «τουρκικός» και «Τούρκος» για τον προσδιορισμό της μειονότητας τον
χρησιμοποιούσε κατά τον πιο επίσημο τρόπο ο άλλος Κωνσταντίνος Καραμανλής, και
μάλιστα σε συνομιλίες με τον τούρκο ομόλογό του.
Η επιλογή, λοιπόν, είναι καθαρά πολιτική και δεν έχει σχέση με κάποιες δήθεν
δικαστικές δεσμεύσεις. Ισχύει το ακριβώς αντίθετο. Η πολιτική εξουσία φορτώνει
στη δικαιοσύνη αποφάσεις οι οποίες θα την έφερναν σε αντίθεση με τις διεθνείς
συμβάσεις για τα ανθρώπινα δικαιώματα.
*Οσο για την περίφημη απόφαση του Αρείου Πάγου, την οποία επικαλείται ο
σημερινός πρωθυπουργός, αυτή εκδόθηκε στις 13/1/2005 από την ολομέλεια του
Ανώτατου Δικαστηρίου, και έδωσε τέλος στο αίτημα των εκπροσώπων της «Τουρκικής
Ενωσης Ξάνθης». Οι τελευταίοι ζητούσαν να ακυρωθεί η απόφαση διάλυσης του
σωματείου τους που είχε επιβληθεί από το νομάρχη Ξάνθης από το 1984.
Ο Αρειος Πάγος δέχτηκε το σκεπτικό του εφετείου που επικύρωσε τη διάλυση,
θεωρώντας ότι με το σωματείο αυτό «επιχειρείται απροκάλυπτα να εμφανισθεί η
ύπαρξη στην Ελλάδα (περιοχή Δ. Θράκης) εθνικής τουρκικής μειονότητας, ενώ με τις
συμβάσεις αυτές, μόνο η ύπαρξη θρησκευτικής μουσουλμανικής μειονότητας
αναγνωρίζεται στην εν λόγω περιοχή».
Το ενδιαφέρον είναι ότι αυτή η απόφαση του Αρείου Πάγου πάρθηκε κάτω από
απροκάλυπτες πιέσεις των μέσων ενημέρωσης. Αρχικός εισηγητής της υπόθεσης ήταν ο
αρεοπαγίτης Νικόλαος Κασσαβέτης. Κατά περίεργο τρόπο διέρρευσε στα μέσα
ενημέρωσης η είδηση ότι η εισήγηση επρόκειτο να δικαιώνει τους προσφεύγοντες και
να επιτρέπει τη χρήση των όρων «Τούρκος», «τουρκικός».
Ξεσηκώθηκε τότε θύελλα διαμαρτυριών στον τύπο, με προεξάρχον το «Βήμα», το οποίο
παρουσίασε την είδηση ως «Βόμβα για τη μειονότητα στη Θράκη» (2/10/03). Περιττό
να πούμε ότι την τελική εισήγηση την έκανε άλλος αρεοπαγίτης και η απόφαση ήταν
τελικά αρνητική.
*Αλλά δεν αρκούσε, φαίνεται, εκείνη η απόφαση. Ο Αρειος Πάγος ένα χρόνο αργότερα
εκλήθη να αποφασίσει για το αν έχει δικαίωμα νόμιμης ύπαρξης στην Ελλάδα το
σωματείο «Σύλλογος Νεολαίας Μειονότητας Νομού Εβρου», με έδρα το Γονικό της
Κοινότητας Μικρού Δερείου Νομού Εβρου. Σ' αυτή την περίπτωση δεν υπήρχε καν ο
όρος «τουρκικός».
Ομως και πάλι ο Αρειος Πάγος (Δ' Πολιτικό Τμήμα, απόφαση 58/2006) απαγόρευσε την
ίδρυση του σωματείου, με τη δικαιολογία ότι εφόσον δεν αναφέρεται ρητά ο όρος
«μουσουλμανική», μπορεί να υπονοηθεί ο όρος «τουρκική»! Το απόσπασμα που
ακολουθεί είναι χαρακτηριστικό:
Οι ανύπαρκτες γλώσσες
«Το βασικότερο, όμως, είναι ότι, ενώ, οι αναιρεσείοντες, δεν στερούνταν της
δυνατότητας να ιδρύσουν σωματεία με ευθύ και ακριβολόγο και όχι παραπλανητικό
τίτλο-επωνυμία, στοχεύουν και μάλιστα σκόπιμα, όπως αναφέρεται στην απόφαση, να
δημιουργήσουν σύγχυση και αμφιβολία ως προς το αν το σωματείο εκπροσωπεί εθνική
(τουρκική) μειονότητα, εντός των ορίων της Ελληνικής Επικράτειας, της οποίας
(μειονότητας) το Σωματείο θέλει να καλλιεργήσει και να προασπίσει τα ιδανικά της
ελευθερίας, της δημοκρατίας, των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των ανθρωπίνων αξιών
[...] αγαθά όμως τα οποία προστατεύονται πλήρως, για όλους αδιακρίτως τους
πολίτες, από τους κείμενους νόμους και το Σύνταγμα.
Υπό αυτά τα δεδομένα η μη αναγνώριση του εν λόγω σωματείου εμφανίζεται με το
επιβαλλόμενο μέτρο περιορισμού της σωματειακής ελευθερίας, αφού τα μέλη του υπό
σύσταση σωματείου έχουν τη δυνατότητα να επιδιώξουν, όπως προαναφέρθηκε, την
αναγνώριση σωματείου με όρους και επωνυμία, που να μην είναι αντικειμενικά
πρόσφορα να δημιουργήσουν παραπλανητική εικόνα ή σύγχυση ως προς την ταυτότητα
των μελών του.
»Περαιτέρω, η μη αναγνώριση του Σωματείου, εμφανίζεται με το επιβαλλόμενο
αναγκαίο μέτρο περιορισμού της σωματειακής ελευθερίας, εν όψει των δυνατοτήτων
που παρέχονται στους αιτούντες να συστήσουν σωματείο με σαφώς προσδιοριστική της
ταυτότητάς τους επωνυμία, περί της οποίας έγινε ειδικότερα ανωτέρω λόγος».
Πρόκειται ασφαλώς για ακραίο παράδειγμα του πού μπορεί να οδηγήσει η λογική της
στρουθοκαμήλου. Σύμφωνα μ' αυτή την απόφαση, όποιος αναφέρει τη λέξη μειονότητα
στην Ελλάδα και δεν τη συνοδεύει με το επίθετο «μουσουλμανική» θα βρίσκεται
αυτομάτως και εκτός νόμου.
*Δυστυχώς τα ίδια προβλήματα συναντούμε και σε ζητήματα που δεν έχουν ούτε
πολιτική φόρτιση όπως αυτά της μειονότητας της Θράκης, αλλά ούτε μπορούν άμεσα
να συσχετιστούν με διακρατικά προβλήματα της Ελλάδας. Πιο χαρακτηριστική
περίπτωση είναι η περιπέτεια του αρχιτέκτονα Σωτήρη Μπλέτσα, ο οποίος είχε την
ατυχή έμπνευση να επιδείξει σε ένα αντάμωμα Βλάχων το 1995 ένα έντυπο του EBLUL
(Ευρωπαϊκού Γραφείου Λιγότερο Διαδεδομένων Γλωσσών), όπου αναφέρονταν (όπως και
για όλες τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες) οι γλώσσες που μιλιούνται στην Ελλάδα πέρα
από τα ελληνικά.
Ο παρευρισκόμενος βουλευτής της Ν.Δ. Ευ. Χαϊτίδης θεώρησε υποχρέωσή του να
υποβάλει μήνυση (!) στον κ. Μπλέτσα και ασκήθηκε δίωξη για «διασπορά ψευδών
ειδήσεων».
Η υπόθεση είναι γνωστή στους αναγνώστες, εφόσον η έρευνα του «Ιού» βρέθηκε στο
επίκεντρο της δικαστικής διαμάχης: Κάτω από την πίεση των «εθνικών σκοπιμοτήτων»
και ακούγοντας τους πύρινους λόγους του κ. βουλευτή και εκπροσώπων βλάχικων
σωματείων το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών καταδίκασε στις 2/2/01 σε
δεκαπέντε μήνες φυλάκιση τον κ. Μπλέτσα (ποινή μεγαλύτερη απ' αυτή που είχε
ζητήσει ο εισαγγελέας) και μαζί μ' αυτόν καταδίκασε ως «ψευδείς ειδήσεις» όσα
ανέφερε το φυλλάδιο του EBLUL. Δηλαδή, ότι στην Ελλάδα μιλιούνται σε κάποιες
περιοχές και άλλες γλώσσες (τούρκικα, αρβανίτικα, βλάχικα, σλαβομακεδόνικα,
πομάκικα). Από όλη τη διαδικασία στο ακροατήριο έγινε σαφής η αγωνία της έδρας
να ανταποκριθεί σε κάποια αόρατη «εθνική επιταγή».
Είναι χαρακτηριστικά τα λόγια της μιας δικαστού κατά την εξέταση κάποιου
μάρτυρα: «Εντάξει, μιλιούνται όλα αυτά. Θα πρέπει όμως εμείς να το λέμε; Ιδίως
αν λάβουμε υπόψη μας όσα έχουν συμβεί τα τελευταία χρόνια με το Μακεδονικό, που
μας προσέβαλαν βαθύτατα ως Ελληνες;».
Μια άλλη χαρακτηριστική παρατήρηση της έδρας ήταν το μόνιμο ερώτημα προς τους
μάρτυρες υπεράσπισης: «Και πού ξέρετε εσείς ότι μιλιούνται αυτές οι γλώσσες στην
Ελλάδα; Για παράδειγμα τα τούρκικα».
Ακόμα και η προφανής απάντηση ότι τα τούρκικα τα διδάσκει επισήμως η ελληνική
πολιτεία δεν στάθηκε ικανή να μεταπείσει το δικαστήριο.
Η απόφαση αυτή προκάλεσε μεγάλο πρόβλημα στον κ. Μπλέτσα, τον οποίο άφησε έκθετο
σε κάθε λογής προσωπικές επιθέσεις. Αλλά ήταν τόσο αδύναμη η αιτιολογία της
απόφασης ώστε έπειτα από λίγους μήνες, στις 18/12/01, το Εφετείο της Αθήνας
αθώωσε πανηγυρικά τον κ. Μπλέτσα δεχόμενο την αυτονόητη αλήθεια ότι «τα πέντε
γλωσσικά ιδιώματα που ανέφερε ο κατηγορούμενος ομιλούνται περιορισμένα σε
μερικές περιοχές της Ελλάδας και η υπογράμμιση εκ μέρους του κατηγορουμένου του
γεγονότος ότι μεταξύ αυτών ομιλείται στην περιοχή Θεσσαλίας, Πίνδου και Ηπείρου
και η μητρική του γλώσσα, που είναι τα βλάχικα (αρμανέστι), δεν προκάλεσε
ανησυχία στους πολίτες ούτε αυτός είχε πρόθεση να δημιουργήσει μειονοτικά
προβλήματα».
*Τέλος καλό, όλα καλά; Οχι βέβαια. Οπως διαπιστώσαμε σε πρόσφατη δίκη στο
Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών (25/1/07) ο κ. Χαϊτίδης αμφισβητεί ευθέως την
απόφαση του Εφετείου και την αποδίδει στον... κακό καιρό. Διαβάζουμε στις
προτάσεις που υπέβαλε διά του συνηγόρου του, απαντώντας σε αγωγή του κ. Μπλέτσα:
«Ο αντίδικός μου δεν αθωώθηκε αλλά απηλλάγη ελλείψει μαρτύρων κατηγορίας, αφού
εκμεταλλεύτηκε τη μη κάθοδο των βορειοελλαδιτών βλαχοφώνων λόγω των ακραίων
καιρικών φαινομένων και του αποκλεισμού λόγω της σφοδρής χιονόπτωσης ολοκλήρου
της Ελλάδος κατά την ημέρα της εκδίκασης της υπόθεσης».
Σε άλλο σημείο του ίδιου δικογράφου ο κ. Χαϊτίδης επαναλαμβάνει: «Ανακρίβεια
είναι επίσης ότι ο ενάγων "πανηγυρικά αθωώθηκε βέβαια" στο Εφετείο, ενώ είναι
γνωστό ότι στο Δικαστήριο εκείνο ήταν μόνος αυτός με το δικηγόρο του και τους
μάρτυρες υπερασπίσεώς του. Δηλαδή "Γιάννης κερνάει και Γιάννης πίνει"».
Το εντυπωσιακό και πρωτοφανές είναι ότι από την πλευρά του βουλευτή γίνονται και
αυστηρές υποδείξεις προς τον πρόεδρο του δικαστηρίου:
«Υπενθυμίζω δε ότι η ευπρέπεια και οι χαμηλοί τόνοι της διεξαγόμενης δίκης
λειτούργησαν μονομερώς και ιδία από την πλευρά του υπογράφοντος συνηγόρου του
εναγομένου, όχι δε από την πλευρά του διευθύνοντος τη συζήτηση που με τις οξείες
υποδείξεις του εμείωνε το επαγγελματικό κύρος του συνηγόρου και τα δικαιώματα
του εναγομένου βουλευτή, ενώ δεν επέτρεψε στον βουλευτή ούτε να ακουστεί.
Στέρησε δε τη δίκη από την ψύχραιμη και απαθή συμπεριφορά τού δικάζοντος δικαστή
που δέον να είναι πάντοτε απροσωπόληπτη».
Πώς, λοιπόν, να κρίνει για τέτοια ζητήματα η δικαιοσύνη, όταν από πάνω της έχει
την άμεση πίεση της πολιτικής εξουσίας;
Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο
Η κατάληξη όλων αυτών των ελληνικών «ιδιαιτεροτήτων» στην εφαρμογή των συμβάσεων
για τα ανθρώπινα δικαιώματα είναι βέβαια μία και μόνη: το Δικαστήριο Ανθρωπίνων
Δικαιωμάτων του Συμβουλίου της Ευρώπης. Είναι σίγουρο ότι καμιά από τις
αποφάσεις «εθνικής σκοπιμότητας» των ελληνικών δικαστηρίων δεν μπορεί να αντέξει
τον έλεγχο της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Είναι γνωστό,
άλλωστε, ότι οι θιγόμενοι από τις αποφάσεις του Αρείου Πάγου που προαναφέραμε
έχουν ήδη προσφύγει στο Στρασβούργο.
Αλλά ακόμα και η δικαίωσή τους από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο δεν σημαίνει και την
αυτόματη αποκατάσταση των δικαιωμάτων τους στην Ελλάδα.
*Η πιο χαρακτηριστική περίπτωση που μας αποδεικνύει ότι ισχύει το αντίθετο,
είναι η υπόθεση της Στέγης Μακεδονικού Πολιτισμού: Από το 1998 έχει εκδοθεί η
απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου με την οποία δικαιώνονται οι πολίτες που
επιχείρησαν το 1990 να ιδρύσουν το σωματείο αυτό στη Φλώρινα και συνάντησαν την
άρνηση όλων των βαθμών της ελληνική δικαιοσύνης. Η αιτία της απόρριψης
κωδικοποιήθηκε από το Εφετείο: «Υφίσταται κίνδυνος εκμεταλλεύσεως της
ανωριμότητας νεαρών ατόμων και παγιδεύσεως αυτών στην εθνολογικά ανύπαρκτη και
ιστορικά αποκρουστέα σλαβομακεδονική μειονότητα».
Η δικαίωση από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο δεν σήμανε πολλά πράγματα για την
ελληνική έννομη τάξη: Οταν οι ιδρυτές του σωματείου επανέφεραν την αίτησή τους
κανείς δικηγόρος της περιοχής δεν αναλάμβανε την υπόθεση. Χρειάστηκε η παρέμβαση
του Συνηγόρου του Πολίτη για να δεχτεί τελικά ο δικηγορικός σύλλογος της
Φλώρινας να αναλάβει.
Αλλά και πάλι το Πρωτοδικείο της πόλης αρνήθηκε την αναγνώριση (12/12/03),
απόφαση που επικυρώθηκε και στο Εφετείο της Κοζάνης με την απόφαση 243/2005,
στην οποία, μεταξύ άλλων, γίνεται επίκληση εθνικόφρονος αρθρογραφίας, παραπομπή
στον Αριστοτέλη, τον Στράβωνα, τον Τίτο, τους «Σκοπιανούς γλωσσολόγους», κ.λπ.,
ενώ υποστηρίζεται ότι εφόσον «οι ολίγοι εναπομείναντες στην Ελλάδα σλαβόφωνοι
εδήλωσαν ελληνική εθνικότητα, έπαυσε να υπάρχει θέμα σλαβικής μειονότητας».
Το πολυσέλιδο σκεπτικό θυμίζει περισσότερο άρθρο πολιτευτή της ελληνικής
Μακεδονίας των αρχών του '90, παρά δικαστική απόφαση.
Σε όλες αυτές τις χαρακτηριστικές δικαστικές υποθέσεις που αναφέραμε τα ελληνικά
δικαστήρια εκλήθησαν να αποφανθούν με «πειστήρια» δηλώσεις ή κείμενα κάποιων
πολιτών, ενώ ως αποδεικτικά μέσα χρησιμοποιήθηκαν βιβλία ιστορίας, ερμηνείες
διεθνών συνθηκών, απόρρητα έγγραφα μυστικών υπηρεσιών, και κυρίως οι μαρτυρίες
υπερεθνικοφρόνων ανησυχούντων, έτσι ώστε να τεκμηριωθούν οι κατηγορίες.
Μπορεί να ξεπεράσαμε την υστερική αντίδραση με τις αθρόες διώξεις αντιφρονούντων
που σημειώνονταν στις αρχές της δεκαετίας του '90, αλλά αυτή η μετάθεση των
πολιτικών ευθυνών για τα ζητήματα των μειονοτήτων στις πλάτες της δικαιοσύνης
έχει δημιουργήσει -όπως παρατηρεί η Γιάννα Κούρτοβικ σε σχετική της μελέτη
(«Δικαιοσύνη και μειονότητες»)- μια ανελαστική νομολογία «για να εκφοβίζει, να
προβληματίζει και να είναι έτοιμη προς κάθε χρήση σε κάθε πιθανή μελλοντική
ζήτηση».
Αλλά μ' αυτό τον τρόπο έχει παγιδευτεί η ίδια η πολιτική τάξη που αδυνατεί
-ακόμα και στα σημεία που το επιθυμεί- να ξεπεράσει τους δικαστικούς φραγμούς
που η ίδια προκάλεσε.
Ο Καραμανλής και οι «Τούρκοι της Θράκης»
Το πιο επίσημο ελληνικό ντοκουμέντο για τον προσδιορισμό της μειονότητας στη
Θράκη ως «τουρκικής» περιλαμβάνεται στα Αρχεία του θεωρούμενου ως «Εθνάρχη» της
μεταπολεμικής Ελλάδας, του Κωνσταντίνου Καραμανλή. Στη συνάντηση που είχε ως
πρωθυπουργός της Ελλάδας με τον πρωθυπουργό της Τουρκίας Μπουλέντ Ετσεβίτ στο
Μοντρέ της Ελβετίας, στις 10-11 Μαρτίου του 1978, ο Καραμανλής αναφέρεται ρητά
σε «τουρκική μειονότητα», ενώ όλο τον πληθυσμό της μειονότητας από την εποχή της
υπογραφής της Συνθήκης της Λοζάνης μέχρι σήμερα τον ορίζει ως «Τούρκους».
Πρόκειται για μια σαφή δήλωση που ανατρέπει όλη τη γνωστή επίσημη γραμμή των
μεταπολιτευτικών ελληνικών κυβερνήσεων στο ζήτημα αυτό και αποτελεί κόλαφο για
όσους εξακολουθούν να παίζουν την κολοκυθιά με την επωνυμία της μειονότητας.
Αντιγράφουμε από την επίσημη έκδοση των Αρχείων (τ.10, σ.134-5) τη συγκεκριμένη
δήλωση του Κωνσταντίνου Καραμανλή:
«Σε ό,τι αφορά το πρόβλημα των μειονοτήτων, η δική μας πλευρά είναι εκείνη που
θα πρέπει να εγείρει θέμα. Η εξέλιξις του προβλήματος αυτού έχει ως εξής: Οταν
υπεγράφη η Συνθήκη της Λωζάννης, υπήρχαν 111.000 Ελληνες εις την Τουρκία και
106.000 Τούρκοι εις Ελλάδα. Σήμερα υπάρχουν 10.000 Ελληνες στην Κωνσταντινούπολη
και 120.000 Τούρκοι στην Ελλάδα. Με αποτέλεσμα η ισορροπία που προεβλέπετο στην
Συνθήκη της Λωζάννης ανετράπη εναντίον μας. Το μόνο θέμα που μπορεί να εγερθεί
στο σημείο αυτό είναι η επαναφορά της ισορροπίας αυτής. Δεν είχα ποτέ την
πρόθεση, ως Κυβέρνησις, να ενοχλήσω την τουρκική μειονότητα. Στην Ελλάδα
υπάρχουν 300 τουρκικά δημοτικά σχολεία, 2 γυμνάσια, 280 τεμένη, 7 περιοδικά στην
τουρκική και 2 βουλευτές, αμφότεροι στην αντιπολίτευση, ένας του φιλοχουντικού
κόμματος και ένας του κόμματος του Κέντρου. Επαναλαμβάνω ότι, αν σημειώθηκαν
οποιεσδήποτε υπερβολές απ' τις τοπικές αρχές, είμαι πρόθυμος να τις συζητήσω.
Αυτό δεν σημαίνει ότι η Κυβέρνησις έχει πολιτική διωγμού. Σας διαβεβαιώ ότι θα
κάνω το καλύτερο δυνατό για να προλάβω τέτοιες υπερβολές»
Το ντοκουμέντο δεν μπορεί να αμφισβητηθεί ούτε να αποδοθεί σε «παραδρομή»,
«φραστικό λάθος» ή «παρανόηση». Ο Καραμανλής είναι σαφής για ένα σαφές ζήτημα.
Θυμίζουμε ότι δύο στελέχη της μειονότητας, ο Αχμέτ Σαδίκ και ο Ιμπράμ Σερίφ,
κάθισαν στις 25/1/90 στο εδώλιο του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου της Κομοτηνής με
την κατηγορία της πρόκλησης των πολιτών σε διχόνοια επειδή είχαν κυκλοφορήσει
ένα κείμενο στο οποίο αναφέρονταν οι όροι «Τούρκοι» και «τουρκική μουσουλμανική
μειονότητα». Οι δύο κατηγορούμενοι καταδικάστηκαν σε 18 μήνες χωρίς δικαίωμα
μετατροπής ή αναστολής και οδηγήθηκαν στις φυλακές.
Το Εφετείο επικύρωσε την καταδίκη δυο μήνες αργότερα, απλώς τη μετέτρεψε σε
εξαγοράσιμη. Η επιχειρηματολογία των δικαστικών αυτών αποφάσεων ήταν ότι «οι
κατηγορούμενοι από πρόθεση επιχείρησαν να χαρακτηρίσουν τους Ελληνες
μουσουλμάνους το θρήσκευμα της περιοχής Ροδόπης ως Τούρκους, καίτοι εγνώριζαν
ότι με τη Συνθήκη της Λοζάνης στην περιοχή της Θράκης έχει αναγνωριστεί μόνο
μουσουλμανική μειονότητα και όχι τουρκική... Με την παραπάνω ενέργειά τους
σκόπευαν ενσυνείδητα να ενσταλάξουν το σπέρμα του διχασμού και της εχθρότητας
προς τους Ελληνες χριστιανούς και έτσι πέτυχαν να προκαλέσουν και να διεγείρουν
τους πολίτες σε αμοιβαία διχόνοια, με συνέπεια να διαταραχθεί η κοινή ειρήνη...»
Είναι σαφές ότι το κείμενο από το Αρχείο Καραμανλή εμπίπτει ακριβώς στην ίδια
κατηγορία. Να περιμένουμε, άραγε, την αυτεπάγγελτη δίωξη των υπευθύνων του
Ιδρύματος «Κωνσταντίνος Καραμανλής» που έχει την ευθύνη για την έκδοση του
Αρχείου; Μήπως κινδυνεύει να συλληφθεί ο πρόεδρός του Πέτρος Μολυβιάτης με την
κατηγορία ότι «διεγείρει σε αμοιβαία διχόνοια τους πολίτες»;
Ασφαλώς αστειευόμαστε. Απλώς περιμένουμε τουλάχιστον να έχουν το πολιτικό θάρρος
οι εκπρόσωποι των δύο μεγάλων κομμάτων και να αναγνωρίσουν την πραγματικότητα
της Θράκης και να πάψουν να κρύβονται πίσω από δικαστικές διώξεις, απαγορεύσεις
και διαστροφή της ιστορικής αλήθειας.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ
«Κωνσταντίνος Καραμανλής: Αρχείο, γεγονότα και
κείμενα»
(Ιδρυμα Κωνσταντίνος Γ. Καραμανλής, Εκδοτική
Αθηνών, 1997)
Το δωδεκάτομο έργο περιλαμβάνει τις επίσημες θέσεις για την «τουρκική
μειονότητα» που εξέφρασε ο Κωνσταντίνος Καραμανλής στο Μοντρέ το 1978, κατά τις
συζητήσεις με τον τούρκο ομόλογό του.
Γιάννα Κούρτοβικ
«Δικαιοσύνη και μειονότητες» (στο «Μειονοτικό φαινόμενο στην Ελλάδα», επιμ.
Κ. Τσιτσελίκης, Δ. Χριστόπουλος, εκδ. «Κριτική», Αθήνα 1997)
Η δικαιοσύνη στον ρόλο του ρυθμιστή της μειονοτικής πολιτικής της ελληνικής
πολιτείας στα τέλη της δεκαετίας του '80 και τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του
'90. Οι δικαστικές παρεμβάσεις και οι δίκες των μειονοτικών σωματείων και των
εκπροσώπων των μειονοτικών πληθυσμών.
ΕΠΙΣΚΕΦΘΕΙΤΕ
www.kemo.gr
Ο δικτυακός τόπος του Κέντρου Ερευνών Μειονοτικών Ομάδων φιλοξενεί και σχολιάζει
ορισμένες από τις σημαντικότερες δικαστικές αποφάσεις σχετικά με τις μειονότητες
στην Ελλάδα. Ανάμεσά τους οι αποφάσεις του Αρείου Πάγου για την απαγόρευση των
σωματείων της θρακικής μειονότητας και του Εφετείου Κοζάνης για τη Στέγη
Μακεδονικού Πολιτισμού.
http://www.coe.int/T/E/Human_Rights/Minorities
Η ιστοσελίδα του Συμβουλίου της Ευρώπης περιλαμβάνει τη Σύμβαση-Πλαίσιο για τις
μειονότητες και παρακολουθεί την υπογραφή και την κύρωσή της από τα κράτη-μέλη.
www.greekhelsinki.gr/pdf/rainbow-greek.pdf
Ο δικτυακός τόπος του Ελληνικού Παρατηρητηρίου των Συμφωνιών του Ελσίνκι
περιλαμβάνει αυτούσια την έκδοση «Ελλάδα κατά μακεδονικής μειονότητας, Η δίκη
του Ουράνιου Τόξου» που εκδόθηκε το 1998, με όλα τα υλικά και τη δικογραφία της
δίωξης του κόμματος αυτού που δικαιώθηκε πρόσφατα από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο.
Ελευθεροτυπία, 4/3/2007