ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΛΟΓΟΚΡΙΣΙΑ ΣΤΟ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟ ΙΔΡΥΜΑ
Μήν ενοχλείτε την Ακαδημία
Με την ευκαιρία της επετείου από την γερμανική επίθεση κατά της Ελλάδας, φιλοξενούμε σήμερα το κείμενο του ιστορικού Χάγκεν Φλάισερ για τις ελληνογερμανικές μεταπολεμικές σχέσεις που ζητήθηκε από την Ακαδημία Αθηνών, αλλά ...δεν της άρεσε.
Στην «Ε» της 13-1-2007, ο ‘Ιός’ αναφέρθηκε στη
‘δήλωση μετανοίας’ της Ακαδημίας Αθηνών, η οποία «επιτέλους αναγνώρισε την
Εθνική Αντίσταση» με την όψιμη βράβευση του Μανώλη Γλέζου και του Λάκη Σάντα. Σε
αντιδιαστολή το άρθρο της «Ε» παρέπεμψε με αποκαλυπτικά αποσπάσματα στην
αυτοβιογραφική «Λογοδοσία μιας ζωής» του Κωνσταντίνου Τσάτσου, ο οποίος
περιγράφει κυνικά τους ‘κόπους’ του για να ‘σώσει’ στα χρόνια 1981-1984 τη
σύγχρονη ελληνική ιστορία από «αριστερή συνωμοσία», εμπλέκοντας σε αυτήν ακόμη
και τον Παναγιώτη Κανελλόπουλο.
Η έγκυρη γαλλική «Επιθεώρηση Ιστορίας του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου», έχοντας σκοπό
να αφιερώσει επιτέλους ένα τεύχος στην ελληνική πολεμική εμπειρία, προσέγγισε το
1980 τον αείμνηστο Παναγιώτη Κανελλόπουλο –πρόεδρο τότε της επιτροπής Β’
Παγκοσμίου Πολέμου της Ακαδημίας και με άμεση συμμετοχή στα γεγονότα. Εκείνος
αγωνιζόταν ώστε το συγκεκριμένο Ιδρυμα να απαγκιστρωθεί από την ψυχροπολεμική
μονομέρεια με την οποία είχε αντιμετωπίσει την ιστορία της δεκαετίας του ’40,
όταν π.χ. βράβευε βιβλία συγγραφέων με ακροδεξιές τοποθετήσεις. Για τη
συγκεκριμένη γαλλική πρωτοβουλία ο Κανελλόπουλος σχεδίαζε μια συλλογική
προσπάθεια όπου νέοι ερευνητές θα αναλάμβαναν τέσσερα κεφάλαια (Πόλεμος 1940/41,
εξόριστες και δωσίλογες κυβερνήσεις, Μέση Ανατολή, Αντίσταση). Μιας που είχε
γνωριστεί με τον γράφοντα τα χρόνια της χούντας και είχε προλογίσει το βιβλίο
του για την Ελλάδα 1941-1944, του εμπιστεύθηκε το, κατά Τσάτσον, «μήλο της
έριδος», τη μελέτη δηλ. της ιστορίας της Αντίστασης. Επίσης ζήτησε τη γνώμη του
για πρόσωπα στα οποία θα μπορούσε να ανατεθούν οι άλλες μελέτες.
Ωστόσο, το εν λόγω σχήμα υπονομεύτηκε από την παλαιά φρουρά της Ακαδημίας που
επέμεινε στην ορολογία του «Συμμοριτοπολέμου» και που πλειοψηφούσε στην
επιτροπή. Για να απομακρυνθούν οι –πάλι κατά Τσάτσον- «καταρτισμένοι αλλά
ακροαριστεροί» ιστορικοί συντάκτες, τους ζητήθηκε ξαφνικά να υποβάλουν
περιλήψεις για προέγκριση. Ιδίως το τετρασέλιδο κείμενο του γράφοντος προκάλεσε
αντιδράσεις αφού αναφέρθηκε και στις κατά καιρούς δοσοληψίες του Ζέρβα με τους
Γερμανούς, ενώ έκλεινε με τη σαφώς ‘ακροαριστερή’ προτροπή: «Χάρη στο νέο πνεύμα
που επικρατεί μετά τη μεταπολίτευση και τις θαρραλέες πρωτοβουλίες διακεκριμένων
προσωπικοτήτων σχεδόν όλων των ‘παρατάξεων’ υπάρχει η ελπίδα ότι σύντομα το
ελληνικό αντιστασιακό κίνημα στο σύνολό του –μηδέ εξαιρουμένης της μεγαλύτερης
οργανώσεως– θα αποκτήσει, αναγνωρισμένο επίσημα, τη θέση που του ανήκει».
Τέτοιες απόψεις προκαθόρισαν την απόρριψη, αφού ο Τσάτσος ακόμη και στην
αυτοβιογραφία του καταδικάζει την «αμνήστευση» του ΕΑΜ, εννοώντας την
αναγνώριση. Ετσι αναγκάστηκαν ο Κανελλόπουλος και μαζί του ο Αγγελος
Αγγελόπουλος να παραιτηθούν από την επιτροπή. Τότε, ο γράφων σταμάτησε και τη
σύνταξη επιτομών των γερμανικών κατοχικών εγγράφων που είχε ξεκινήσει κατόπιν
προτροπής του Κανελλόπουλου με προοπτική την έκδοση ενός χρονολογίου. Με τον νέο
ισχυρό άνδρα, τα κείμενα θα παραχώνονταν σε κάποιο συρτάρι της Ακαδημίας, αφού
δεν ήταν τα πολιτικώς «ορθά» και επιθυμητά.
Αυτά όλα είχα κατά νού, όταν πέρυσι διευθυντής ερευνών του Κέντρου Νεώτερου
Ελληνισμού της Ακαδημίας με κάλεσε να συμμετάσχω σε ειδικό αφιέρωμα που ετοίμαζε
το Κέντρο σχετικά με τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Με πολλές επιφυλάξεις δέχθηκα
τελικά υπό τον όρο η συμμετοχή μου να καλύπτει τα θέματα της ‘κληρονομιάς’ του
πολέμου (κάθαρση, αποζημιώσεις, ιστορικές παραλείψεις, κλπ) που παρουσιάζουν τα
μεγαλύτερα κενά στην έρευνα. Ο όρος αυτός έγινε αμέσως δεκτός και έτσι παρέδωσα
εντός της προθεσμίας τη μελέτη με τον προφητικό –όπως απεδείχθη- τίτλο «Ο
σωφρονισμός της μνήμης».
Το κείμενό μου αναφερόταν στις συστηματικές προσπάθειες των μεταπολεμικών
κυβερνήσεων της Αθήνας να επιδείξουν στους άλλοτε κατακτητές και νύν συμμάχους
μια «καλπάζουσα αμνησικακία» ως προς το πρόσφατο παρελθόν, όπως ειπώθηκε σε
κοινοβουλευτική συζήτηση το 1959 σχετικά με την ντέ φάκτο αμνήστευση όχι βέβαια
του ΕΑΜ, αλλά των Γερμανών εγκληματιών πολέμου.
Προφανώς ορισμένοι ενοχλήθηκαν. Μετά από αρκετές εβδομάδες έλαβα ηλεκτρονικό
μήνυμα ότι «αποφασίστηκε να περιοριστεί η ύλη [του αφιερώματος] στο αυστηρό
χρονικό πλαίσιο του Πολέμου», ‘λησμονώντας’ σκόπιμα τη βάση της σχετικής
συνεννόησης με τον αρμόδιο της έκδοσης... Αυτό μου θύμισε τη στάση του Κ.
Τσάτσου 25 χρόνια νωρίτερα, ο οποίος τουλάχιστον είχε το ‘θάρρος’ να διατυπώσει
γραπτώς πως «διαφώνησε με τα σχεδιάσματα» που είχε ζητήσει για προληπτική
λογοκρισία.
Παρακάτω ακολουθούν χαρακτηριστικά αποσπάσματα της μελέτης που ενόχλησε. Θα
συμπεριληφθεί εξ ολοκλήρου ως αυτοτελές κεφάλαιο σε υπό έκδοση μονογραφία μου
(*).
Χάγκεν Φλάισερ
(*) Μνήμες και πολιτική. Ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος
στη σύγχρονη ‘δημόσια ιστορία’. Εκδ. Νεφέλη, 2007.
Ο σωφρονισμός της μνήμης
Ελληνογερμανικές σχέσεις 1945-2006
Mε τα δεδομένα του Ψυχρού πολέμου, οι κυβερνήσεις των Αθηνών έβαζαν τις μνήμες
των κατοχικών δοκιμασιών σε δεύτερη μοίρα, πίσω από τις στρατηγικές ανάγκες και
προτεραιότητες, όπως τις αντιλαμβάνονταν. Οι κατευναστικές στρατηγικές όλων
σχεδόν των πολιτικών φορέων της Αθήνας απέναντι στον όψιμο, αλλά βαρυσήμαντο,
εταίρο της Δυτικής Συμμαχίας απάλλαξε τον τελευταίο σε μεγάλο βαθμό από την
οδυνηρή υποχρέωση να αναθεωρεί, να τροποποιεί ή τουλάχιστον να καμουφλάρει
καλύτερα τη συχνά αμετανόητη στάση του, όπως αναγκαζόταν συνήθως να κάνει στις
άλλες πρώην εχθρικές ή γερμανοκρατούμενες χώρες.
Συχνά έχουμε αναφερθεί στις προσπάθειες των Γερμανών κυβερνώντων να αποδράσουν
από την ηθική και οικονομική ομηρία του παρελθόντος με στρατηγικές που απωθούσαν
τις συγκεκριμένες μνήμες. Διαφορετικά όμως κρίνεται η διαχρονική πολιτική
κατευνασμού της επίσημης Ελλάδας, η οποία αποσκοπούσε στο να σωφρονίσει τις
πολιτικά μη ορθές μνήμες (και πρακτικές επιπτώσεις) του κατοχικού παρελθόντος
που θα έθεταν σε κίνδυνο το ειδύλλιο με τον άλλοτε κατακτητή.
Τον Μάρτιο του 1948, πριν ακόμα επανιδρυθεί γερμανικό κράτος, το Συμβούλιο
Πολιτικών Υποθέσεων της ελληνικής κυβέρνησης συνεδρίασε για το «Γερμανικό
ζήτημα». Ο προεδρεύων Παναγιώτης Πιπινέλης έκανε σαφές ότι ως συνέπεια του
Ψυχρού πολέμου οι διεθνείς συσχετισμοί άλλαζαν και ως εκ τούτου έπρεπε να
αλλάξουν και τα σχέδια για τη μεταχείριση της Γερμανίας. Δεν επρόκειτο πλέον για
«σχέση νικητού κράτους προς ηττημένον», αλλά: «Προς το συμφέρον της Ευρώπης
ολοκλήρου γενικώς, και της Ελλάδος ειδικώτερον, η Γερμανία -δηλαδή η χώρα
ακριβώς εκείνη η οποία εγκλημάτισε κατά της πατρίδος μας- πρέπει να ανορθωθή και
...εις την προσπάθειαν [αυτήν] έχομεν συμφέρον να βοηθήσωμεν και ημείς».
Την ίδια περίοδο η Αθήνα ήδη προέβαινε σε υγειονομική ταφή της πρόσφατης
ιστορίας απέναντι στην Ιταλία, επειδή εκείνη είχε δείξει ‘σωστή’ στάση στον
ελληνικό Εμφύλιο. Ετσι, το 1947-1949 οι δύο πλευρές εσύναψαν τρεις άκρως
απόρρητες προφορικές συμφωνίες ως προς την απονομή χάριτος σε ιταλούς
εγκληματίες πολέμου και δωσίλογους. Με το νεοϊδρυθέν δυτικογερμανικό κράτος (ΟΔΓ)
οι διπλωματικές επαφές άρχισαν το 1950. Ο πρωθυπουργός Σοφοκλής Βενιζέλος έφθασε
στο σημείο να απαλλάξει τη Βέρμαχτ από τις ευθύνες της για «τα δυσάρεστα
γεγονότα της Κατοχής» τα οποία βάρυναν, υποτίθεται, μόνο «τους Ναζί και τη
Γκεστάπο». Αναλόγως αντέδρασαν οι ταγοί του πολιτικού κόσμου όλου σχεδόν του
φάσματος μετά την άφιξη της γερμανικής διπλωματικής αποστολής. Ολοι τους
συναγωνίζονταν στο να εξάρουν την επιτακτική ανάγκη μιας συμβολής της ΟΔΓ στην
άμυνα του Ελευθέρου Κόσμου, αφού και οι δύο χώρες βρίσκονταν πια στους ίδιους
προμαχώνες. Ενδεικτικές ήταν οι φιλοφρονήσεις του Παπάγου προς τον πρέσβη
Grundherr -ο οποίος το 1952 θα έφευγε άρον-άρον μετά τις αποκαλύψεις για το
παρελθόν του- με την ιδιότητά του ως «τέως αξιωματικού της Βέρμαχτ, του
καλύτερου στρατού του κόσμου». Και αργότερα, ο στρατάρχης εξήρε τις
«στρατιωτικές αρετές» του γερμανικού λαού που δεν έπρεπε να μείνουν
ανεκμετάλλευτες. Αλλωστε, η Αθήνα ήταν η πιο θερμή συνήγορος για γρήγορη ένταξη
της Γερμανίας στο ΝΑΤΟ και στους διάφορους εν εξελίξει οργανωτικούς σχηματισμούς
της Δυτικής Ευρώπης. Ανώτατοι αξιωματούχοι και φιλοκυβερνητικές εφημερίδες δεν
δίσταζαν να εγκωμιάζουν το γεγονός ότι ο γερμανικός στρατός διοικούνταν από
αξιωματικούς που είχαν πολύτιμη πολεμική πείρα για τον κοινό εχθρό, την ΕΣΣΔ.
Και για αυτόν το λόγο η Αθήνα αποφυλάκισε, αρχές του ‘52, τον τελευταίο κατάδικο
της Βέρμαχτ, τον τετράκις ‘ισοβίτη’ στρατηγό Andrae για τον οποίο «μεγάλα
οικονομικά συμφέροντα της χώρας ημών ως και κατευθύνσεις της εξωτερικής ημών
πολιτικής επιβάλλουσιν ήδη την υπό πνεύμα πλήρους ευμένειας» απονομή χάριτος.
Δεν ήταν λοιπόν μόνον οι συντηρητικές κυβερνήσεις Παπάγου και Καραμανλή που
υπέκυπταν σε γερμανικές πιέσεις στον βωμό της νέας φιλίας. Ηδη οι κεντρώοι
προκάτοχοί τους είχαν επισημάνει την «γενικωτέραν ανάγκην προσαρμογής» του
«ζητήματος της διώξεως των γερμανών εγκληματιών πολέμου [...] προς τάς εξελίξεις
και κατευθύνσεις της εξωτερικής ημών πολιτικής ως και των συναφών προς ταύτην
οικονομικών ζητημάτων μας». Κατά συνέπεια «η εύνοια θα έδει να περιλάβει όλας
τάς κατηγορίας των γερμανών εγκληματιών». Εφόσον το Ελληνικό Εθνικό Γραφείο
Εγκλημάτων Πολέμου με υπεύθυνο τον ακούραστο εφέτη Ανδρέα Τούση δίσταζε να
ανταποκριθεί «καταλλήλως», τον Μάιο του ’52 ο Σοφ. Βενιζέλος απαίτησε «το
συντομώτερον να τεθή τέρμα εις μίαν κατάστασιν, η οποία ενώ ουδεμίαν πιθανότητα
έχει να δώση την πρέπουσα ηθικήν ικανοποίησιν εις το εθνικόν αίσθημα, τουναντίον
αποτελεί εμπόδιον εις την ανάπτυξιν των μετά των ενδιαφερομένων χωρών ημετέρων
συμφερόντων».
Η επιθυμία των κυβερνώντων να φανούν αρεστοί στην οικονομικά ισχυρή ΟΔΓ, η
αυτολογοκρισία της επίσημης Ελλάδας, διατηρήθηκαν σχεδόν αμείωτες επί δεκαετίες.
Κάποια φραστικά σχήματα άλλωστε φάνηκαν χρήσιμα και στις δύο πλευρές, όπως ο
ισχυρισμός του βασιλέως Παύλου, ότι ο συμμοριτοπόλεμος στοίχισε πολύ περισσότερα
θύματα απ' ότι η Κατοχή.
Ετσι, δεν εκπλήττει το γεγονός ότι η Βόννη άρχισε να παραπέμπει στα έξοδα
επανεξοπλισμού και στη γενικότερη αμυντική προσφορά της ΟΔΓ στον Ελεύθερο Κόσμο
ως υποκατάστατο (και μάλιστα σημαντικότερο) της ενδεχομένης καταβολής
αποζημιώσεων -όπως έπραξε το γερμανικό ΥΠΕΞ ‘ενημερώνοντας’ μέσω της πρεσβείας
τον δήμαρχο της μαρτυρικής Κλεισούρας, ο οποίος είχε ζητήσει μια κάποια ενίσχυση
(π.χ. με τη μορφή αναδοχής εκ μέρους γερμανικής πόλης) που θα ελάφρυνε τις
συνέπειες της άγριας σφαγής του 1944.
Τον Απρίλιο του 1957 οι ελληνικές αρχές με πρωτοβουλία του Τούση συνέλαβαν τον
δικηγόρο Μαξ Μέρτεν, από τους πρωταγωνιστές άλλοτε της κατοχικής διοίκησης στη
Μακεδονία. Η γερμανική κυβέρνηση απαιτούσε την άμεση αποφυλάκισή του. Στην
περίπτωση που δεν θα ενέδιδαν οι Ελληνες, οι αξιωματούχοι της Βόννης συζητούσαν
ακόμη και τη λήψη αντιποίνων: π.χ. ένα άτυπο τουριστικό μποϋκοτάζ της Ελλάδας με
τη μορφή προειδοποιητικής οδηγίας προς το γερμανικό κοινό, παραπέμποντας στο
πάθημα του ‘αμέριμνου τουρίστα’ Μέρτεν...
Οταν τον Νοέμβριο του 1958 ο Κωνσταντίνος Καραμανλής επισκέφθηκε τη Βόννη για να
διαπραγματευτεί δάνειο 200 εκατομμυρίων μάρκων προς την Ελλάδα, χρειάστηκε να
επιδείξει καλή θέληση –και δεν έκανε καμία ‘αντισταθμιστική’ αναφορά στο
περίφημο Κατοχικό Δάνειο που χρωστούσε η Γερμανία. Αντ' αυτού, οι οικοδεσπότες
του απέσπασαν τη δέσμευση για την όσο το δυνατόν γρηγορότερη αποφυλάκιση του
Μέρτεν, καθώς και για την οριστική παύση της δικαστικής δίωξης των εκατοντάδων
υποθέσεων για εγκλήματα πολέμου, οι οποίες ακόμα εκκρεμούσαν στην Ελλάδα.
Απέρριψε όμως ο Καραμανλής τις περαιτέρω γερμανικές πιέσεις για παραίτηση της
Ελλάδας σχετικά με τις επανορθώσεις (*).
Παρά την καταδίκη του Μέρτεν σε 25 χρόνια κάθειρξη οι αρμόδιοι υπουργοί της
κυβέρνησης υποσχέθηκαν και πάλι την αποφυλάκισή του, εφόσον θα είχε περάσει
κανένα εξάμηνο για να μετριαστεί ο σάλος στην κοινή γνώμη -ενόψει μάλιστα του
γεγονότος ότι την ίδια χρονική στιγμή ένας πρωτεργάτης της Αντίστασης, ο Μάν.
Γλέζος, είχε και πάλι φυλακιστεί με βαριές κατηγορίες. Συνεπής στη δέσμευση
αυτή, η κυβερνώσα παράταξη απέλασε όχι μόνο τον Μέρτεν στα τέλη του 1959, αλλά
«τροποποίησε» και τη σχετική νομοθεσία με αποτέλεσμα να «αναστέλλεται
αυτοδικαίως [...] πάσα δίωξις Γερμανών υπηκόων φερομένων ως εγκληματιών
πολέμου». «Αντίγραφα των δικογραφιών αποστέλλονται εις τάς Γερμανικάς δικαστικάς
αρχάς».
Μολονότι θα αποδεικνυόταν σύντομα ότι οι Γερμανοί, παρά την ανειλημμένη
υποχρέωση της δικαστικής εξέτασης των υποθέσεων, δεν δίκασαν ούτε έναν
κατηγορούμενο για εγκλήματα που είχαν διαπραχθεί στην Ελλάδα, η «αναστολή»
διατηρείται έως σήμερα -ανεπηρέαστη από τις όποιες πολιτειακές και κυβερνητικές
αλλαγές. Μετά τη μεταπολίτευση μάλιστα, το 1975, εκποιήθηκαν τα έγγραφα του
Εθνικού Γραφείου Εγκλημάτων Πολέμου σχεδόν εξ ολοκλήρου προς πολτοποίηση με
απόφαση του τότε Υπουργού Δικαιοσύνης! Προηγήθηκε σχετικό πρακτικό της οικείας
Επιτροπής, «ήτις δεν ησχολήθη εν αυτώ περί της ιστορικής τυχόν αξίας των
δικογραφιών τούτων, ώστε να γνωματεύση υπέρ της διατηρήσεώς των», όπως χρόνια
αργότερα ο αρμόδιος εισαγγελέας εφετών θα σχολιάσει επικριτικά.
Η κραυγαλέα έλλειψη ενδιαφέροντος αποτυπώνεται και στην ενδοϋπηρεσιακή
αλληλογραφία όταν το Συμβούλιο της Ευρώπης και ο ΟΗΕ επανειλημμένα εισηγήθηκαν,
συζήτησαν και τελικά αποφάσισαν τη μη παραγραφή εγκλημάτων κατά της
ανθρωπότητας. Ακλόνητα, οι εκάστοτε ελληνικές κυβερνήσεις αποφάνθηκαν αρνητικά
παραπέμποντας στη νομική ρύθμιση του 1959. Το ίδιο συνέβαινε από το 1985 όταν
έγινε γνωστό ότι ο δήμιος της Θεσσαλονίκης Αλόις Μπρούνερ ζούσε και βασίλευε στη
Δαμασκό. Εις βάρος του εκδόθηκαν εντάλματα συλλήψεως λόγω συνέργειας στη
δολοφονία 130.000 Εβραίων σε έξι χώρες. Εντούτοις έμεναν άκαρπες οι αλλεπάλληλες
εκκλήσεις ξένων χωρών και οργανισμών, αλλά και εγχώριων παραγόντων προς τους
εκάστοτε Υπουργούς Δικαιοσύνης της χώρας μας, να εγείρουν προς τη Συρία αίτημα
έκδοσης, ή τουλάχιστον να δικάσουν τον Μπρούνερ ερήμην, ακολουθώντας το
παράδειγμα της Γαλλίας. Οποτε ετίθετο το ζήτημα –κυρίως εκ μέρους του Κεντρικού
Ισραηλιτικού Συμβουλίου Ελλάδος (ΚΙΣ)- οι αρμόδιοι Έλληνες υπουργοί και των δύο
μεγάλων κομμάτων απαντούσαν αρνητικά, όταν απαντούσαν. Από τον Απ. Κακλαμάνη έως
τον Αν. Παπαληγούρα, όλοι τους –ή εκείνοι που απάντησαν αντ' αυτών- παρέπεμψαν
στην υποτιθέμενη αναρμοδιότητα του ελληνικού κράτους, εφόσον με τη ρύθμιση του
1959 το δικαίωμα ποινικής δίωξης των εγκληματιών ναζί είχε μεταβιβαστεί στις
γερμανικές αρχές -και στις ελληνικές καλένδες.
Εδώ ο γράφων αισθάνεται και πάλι την υποχρέωση να κάνει τις εξής παρατηρήσεις:
Πρώτον, στη χώρα με την παροιμιώδη συχνότητα των νομοθετικών αλλαγών, λίγοι
νόμοι έχουν να επιδείξουν τέτοια μακροβιότητα όπως τα περίφημα Νομοθετικά
Διατάγματα 3933 και 4016 του 1959. Με το δεύτερο Ν.Δ. ιδίως «αναστέλλεται
αυτοδικαίως [...] πάσα δίωξις Γερμανών υπηκόων φερομένων ως εγκληματιών
πολέμου». Ωστόσο, το γεγονός ότι η lex Merten όρισε αναστολή και όχι οριστική
παύση της δίωξης των εγκληματιών της κατοχής θα διευκόλυνε μάλιστα μια άρση,
ακύρωση ή έστω τροποποίηση του σχετικού διατάγματος. Δεύτερον, ακόμη και με
αυτούς τους νόμους ξενικής προέλευσης η αναστολή της δίωξης περιορίζεται στους
εγκληματίες γερμανικής υπηκοότητας. Στην προκείμενη περίπτωση, όμως, η επίμονη
άρνηση όλων των ελληνικών κυβερνήσεων να προβούν σε δίωξη του κατά συρροήν
δολοφόνου υιοθετεί αβασάνιστα τους κανόνες του ‘Τρίτου Ράιχ’, αφού ο Μπρούνερ
είναι και ήταν πάντοτε Αυστριακός –με μοναδική εξαίρεση την επταετία της
ναζιστικής ‘Μεγάλης Γερμανίας’ 1938-1945.
Χάγκεν Φλάισερ
(*) Βλ. σχετικά: Hagen Fleischer και Despina
Konstantinakou, "Ad calendas graecas? Griechenland und die deutsche
Wiedergutmachung", στο: H.G. Hockerts et al. (επιμ.), "Grenzen der
Wiedergutmachung. Die Entschadigung fur NS-Verfolgte in West- und Osteuropa
1945-2000", Gottingen 2006, σ. 375–457. Θα κυκλοφορήσει σε επαυξημένη μορφή ως
μονογραφία (Εκδ. ‘Πόλις’)
Απ’ τον Πιττακό στον Παττακό
«Οι Ακαδημίες παντού αποτελούν μια κορυφαία ενσάρκωση του κατεστημένου», από τις
οποίες «είναι υπερβολή να ζητάμε πρωτοποριακά τολμήματα». Η εκτίμηση αυτή δεν
ανήκει σε κάποιον προοδευτικό «φωταδιστή», στοχοποιημένο από τους ευαγγελιστές
του «εθνικού χώρου». Προέρχεται από ένα κατεξοχήν συντηρητικό ακαδημαϊκό: τον
πρώην πρόεδρο της Δημοκρατίας, Κωνσταντίνο Τσάτσο. Και γράφτηκε σαν υπεράσπιση
της Ακαδημίας Αθηνών, που «κατηγορείται, και δικαίως, ότι δεν εξέλεξε τον
Σικελιανό και τον Καζαντζάκη» ως μέλη της («Λογοδοσία μιας ζωής», σ.385-6).
Αρκετά εύγλωττος όσον αφορά το συντηρητισμό της Ακαδημίας είναι ο Τσάτσος στις
σελίδες των απομνημονευμάτων του που αφορούν τα χρόνια της χούντας. Εξηγεί ότι
το ίδρυμα «συμμορφώθηκε» με τους επίσημους εορτασμούς της 21ης Απριλίου,
εξυμνώντας τελετουργικά την κατάλυση της Δημοκρατίας, έστω και «κατά τρόπο που
κυριολεκτικά εξευτέλιζε το θεσμό». Το αντίτιμο ήταν ο «σεβασμός» του από τη
χούντα: «Σε καμιά περίπτωση δεν επενέβησαν οι δικτάτορες στην εκλογή
ακαδημαϊκού, ούτε εμμέσως, και πάντα εκύρωναν τις εκλογές που έκανε η Ακαδημία
και ποτέ δεν της αρνήθηκαν πιστώσεις για τη λειτουργία της» (όπ.π., σ.395).
Για το περιεχόμενο αυτής της «συμμόρφωσης», αποκαλυπτικά είναι τα επίσημα
«Πρακτικά της Ακαδημίας Αθηνών». Εκεί, η υπόκλιση της ανώτατης πνευματικής
ηγεσίας του έθνους στους πραξικοπηματίες διατρανώνεται πανηγυρικά.
«Η ημέρα αύτη αποτελεί ασφαλώς ορόσημον εις την ιστορίαν της Νεωτέρας Ελλάδος»,
διακηρύσσει π.χ. για την 21η Απριλίου ο πρόεδρος της Ακαδημίας Ερρίκος Σκάσσης
(2.5.68). «Αι προσπάθειαι της Εθνικής Κυβερνήσεως εις πλείστους τομείς έσχον
αξιόλογα και εν πολλοίς σωτήρια αποτελέσματα, ώς της Παιδείας με την αποσόβησιν
του κινδύνου ανεπανορθώτου εξανδραποδισμού της Ελληνικής νεότητος. Η Ακαδημία
Αθηνών εύχεται εις τάς αόκνους προσπαθείας της επαναστάσεως της 21ης Απριλίου
και της ενσαρκούσης το πνεύμα ταύτης Κυβερνήσεως καλήν μέχρι τέλους επιτυχίαν
εις τους σκοπούς αυτής επ’ αγαθώ του Έθνους και του λαού».
««Από τον κίνδυνον εκ της αναρχίας και του ελλοχεύοντος κομμουνισμού
επροστάτευσεν την χώραν την 21ην Απριλίου 1967 ο ελληνικός στρατός, ο οποίος
αποτελεί την σταθεράν εγγύησιν δια την ελευθερίαν και ανεξαρτησίαν της
Πατρίδος», διαπιστώνει ο Γεώργιος Μέγας στις 3.5.1970.
Τον πιο ενθουσιώδη πανηγυρικό εκφώνησε όμως ο Σπύρος Μαρινάτος (2.5.68). Με
λεξιλόγιο κι επιχειρήματα αρκετά οικεία στους σημερινούς αναγνώστες:
«Σήμερον εορτάζομεν μίαν νέαν επέτειον εις την δολιχοδρομίαν του Ελληνικού
Εθνους, του παλαιοτέρου ιστορικού έθνους επί του εδάφους της Ευρώπης και ενός εκ
των δύο ή τριών παλαιοτάτων εθνών επί του πλανήτου. Είναι η επέτειος της 21ης
Απριλίου.
Πιστεύομεν όλοι, όσοι εζήσαμεν το χάος της αναρχίας μόλις πρό ενός έτους, ότι
απεφύγομεν την τελευταίαν στιγμήν τα στυγερά επακόλουθα του οκρυόεντος εμφυλίου
πολέμου. Ολοι υπήρξαμεν μάρτυρες των καθημερινών σκηνών του πεζοδρομίου. Όλοι οι
έμποροι ενθυμούνται ότι ημέραν πάρ’ ημέραν ήσαν αναγκασμένοι να κλείουν τα
καταστήματά των. Ολοι ημείς οι καθηγηταί ενθυμούμεθα ότι τα μαθήματα και τα
καθήκοντά μας δεν ηδυνάμεθα να τα ασκήσωμεν, όταν δεν το ήθελον ωρισμένοι
φοιτηταί και ούτω καθ’ εξής. Ιδού διατί η Πανελλήνιος ανακούφισις, όταν η 21η
Απριλίου έθεσε τέρμα εις την αβεβαιότητα και την αγωνίαν της επαύριον».
«Εις την ιδεώδη δημοκρατίαν, έλεγεν ο Πιττακός, ούτε εις τους πονηρούς
επιτρέπεται το άρχειν, ούτε εις τους καλούς το μη άρχειν. Εδώ και πάλιν
διασταυρούται η σοφία των προγόνων μας προς την γεννεσιουργόν αιτίαν της 21ης
Απριλίου».
Και για όσους δεν κατάλαβαν:
«Η μορφή και το τυπικόν όνομα των καθεστώτων δεν έχει μεγάλην σημασίαν. Υπήρξαν
πανάθλιαι δημοκρατίαι εξαχρειώσασαι τους λαούς και υπήρξαν δεσποτείαι
δημιουργήσασαι χρυσούν αιώνα δια τους λαούς. [...] Το καθεστώς της 21ης Απριλίου
αποτελείται από άνδρας φιλοκινδύνους, άνδρας αγαθούς, άνδρας φιλοπάτριδας.
Απέδειξαν ήδη από της πρώτης ημέρας οι άνδρες ούτοι οι περιβληθέντες πάσας τάς
εξουσίας, ότι είναι καλοί γνώσται των σοφών αρχών του άλλοτε Αρχιδάμου της
Σπάρτης, διακηρύττοντος ότι προτιμότερον να νικώμεν με την φρόνησιν μάλλον παρά
με την ισχύν. Δεν πιστεύω να υπάρχει ο δυνάμενος να αμφισβητήση την χρηστήν
φρόνησιν και την χρηστήν μετριοπάθειαν των πρωτεργατών της 21ης Απριλίου».
ΔΙΑΒΑΣΤΕ
Χάγκεν Φλάισερ «Στέμμα και Σβάστικα. Η Ελλάδα της
Κατοχής και της Αντίστασης» (2 τ.,
Αθήνα 1990 & 1995, έκδ. Παπαζήσης). Η κλασική δουλειά του καθηγητή Ιστορίας στο
Πανεπιστήμιο Αθηνών, σχετικά με τη διαμόρφωση των αντίπαλων στρατοπέδων της
κατοχικής περιόδου.
Hagen Fleischer, «The Past beneath the Present: the resurgence of World War
II Public History after the Collapse of Communism: a stroll through the
International Press» (περιοδικό «Historein», τ. 4, 2003-4, σ.45-130). Η
"λαϊκή" ιστοριογραφία του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου, όπως (ξανά)γράφεται στα
μεταψυχροπολεμικά χρόνια από τα ΜΜΕ των χωρών που πήραν μέρος σ' αυτόν.
Κωνσταντίνος Τσάτσος, «Λογοδοσία μιας ζωής» (Αθήνα 2001, Οι εκδόσεις των
φίλων). Δίτομη αυτοβιογραφία του γνωστού ακαδημαϊκού, πολιτικού και προέδρου της
Ελληνικής Δημοκρατίας. Αγρίως λογοκριμένη από τους επιμελητές όσον αφορά όσον
αφορά την ερωτική ζωή του συγγραφέα, αποκαλυπτικότατη ωστόσο όσον αφορά τον
συντηρητισμό του ίδιου και του (πολιτικού, ακαδημαϊκού κλπ) περιβάλλοντός του.
Ακαδημία Αθηνών «Πρακτικά της Ακαδημίας Αθηνών» (τ.43-47, 1968-1973, έκδ.
Γραφείον Δημοσιευμάτων της Ακαδημίας Αθηνών). Στο τεύχος Δ΄ κάθε χρονιάς
(«Λόγοι, εκθέσεις, παρουσιάσεις βιβλίων, πράξεις και αποφάσεις της Ακαδημίας»)
περιλαμβάνονται και οι πανηγυρικοί που εκφωνήθηκαν προς τιμήν της 21ης Απριλίου.
Οι επίσημοι εορτασμοί του πραξικοπήματος έγιναν στις 2.5.68, 24.4.69, 3.5.70,
28.4.71, 28.4.72 και 3.5.73.
Ελευθεροτυπία, 7/4/2007