ΥΠΕΡΑΤΛΑΝΤΙΚΕΣ ΔΙΑΜΑΧΕΣ ΓΙΑ ΤΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ
 

Ο πόλεμος της Ιστορίας
 

Η διδασκαλία της Ιστορίας ανάβει φωτιά στον κόσμο. Στις ΗΠΑ, η κυβέρνηση Μπους έχει κηρύξει εκστρατεία για μια σχολική Ιστορία που να υμνεί τον «απαράμιλλο αμερικανικό πολιτισμό», να προβάλλει τις «αμερικανικές αξίες» και να καλλιεργεί τον «αμερικανικό πατριωτισμό». 



Θα φανεί ίσως παράδοξο, αλλά η πρόσφατη αντιπαράθεση με αφορμή το βιβλίο της ΣΤ' Δημοτικού δεν αποτελεί ελληνική αποκλειστικότητα. Μπορεί να εμφανίζεται με διαφορετικές μορφές, να κινητοποιεί άλλες πολιτικές δυνάμεις και να ακουμπά σε ιδιαίτερα κατά περίπτωση «εθνικά» ταμπού, ωστόσο η συζήτηση για το πώς πρέπει να διδάσκεται η ιστορία προκαλεί τριγμούς στο εκπαιδευτικό σύστημα -και όχι μόνον σ' αυτό- δεκάδων χωρών.

Ανάμεσά τους και οι Ηνωμένες Πολιτείες, όπου η κυβέρνηση Μπους έχει αποδυθεί σε μια λυσσαλέα επίθεση -επίθεση που έφτασε ώς την πολτοποίηση ενός «αμαρτωλού» βιβλίου- εναντίον εκείνων που, υπονομεύοντας τις «πατροπαράδοτες αμερικανικές αξίες» και υποβαθμίζοντας τα «απαράμιλλα επιτεύγματα του αμερικανικού λαού», δηλητηριάζουν τους μαθητές με «κοσμοπολίτικες δοξασίες» και θέτουν σε κίνδυνο την «πατριωτική διαπαιδαγώγησή» τους. Μήπως μας θυμίζουν τίποτα όλα αυτά;

Τον Σεπτέμβριο του 2002, στην 215η επέτειο από την υπογραφή του Συνταγματικού Χάρτη της χώρας και έναν ακριβώς χρόνο μετά το χτύπημα στους Δίδυμους Πύργους, ο Τζορτζ Μπους ανακοίνωνε με κάθε επισημότητα τα νέα μέτρα του για την ενίσχυση της «ορθής» διδασκαλίας της ιστορίας στα σχολεία της χώρας.

«Ιδέα της Αμερικής»


Στην ομιλία του, η γνώση της αμερικανικής ιστορίας παρουσιαζόταν ως απαραίτητη προϋπόθεση για την καλλιέργεια του πατριωτισμού των παιδιών και συσχετιζόταν άμεσα με τις πρόσφατες εξελίξεις: «Κατά τη διάρκεια αυτού του χρόνου, τα παιδιά μας είδαν ότι το κακό είναι υπαρκτό, αλλά και ότι το κουράγιο και το δίκαιο έχουν τη δύναμη να θριαμβεύσουν», ανέφερε μεταξύ άλλων.

«Είδαν ότι η Αμερική είναι μια δύναμη του καλού, μια δύναμη που φέρνει ελπίδα και ελευθερία στον κόσμο. (...) Είδαν τους Αμερικανούς να παλεύουν για τη χώρα τους. Πρέπει όμως να μάθουν γιατί η πατρίδα τους αξίζει ώστε να παλεύει κανείς γι' αυτήν».

Ως αφήγηση της αέναης πάλης του καλού με το κακό, η αμερικανική ιστορία ερχόταν έτσι να προσφέρει άλλοθι στις επεμβάσεις του αμερικανικού στρατού σε τρίτες χώρες:

«Τα παιδιά μας οφείλουν να γνωρίζουν πως η Αμερική απελευθέρωσε την Ευρώπη κατά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο ή γιατί κατέρρευσε το Τείχος του Βερολίνου. Αυτή τη στιγμή, οι Αμερικανοί αγωνίζονται σε ξένες χώρες για τις αρχές που θεμελίωσαν αυτή τη χώρα και κάθε Αμερικανός -ιδιαίτερα κάθε παιδί στην Αμερική- έπρεπε να αντιλαμβάνεται αυτές τις αρχές».

Εχοντας διαγράψει το πλαίσιο μέσα στο οποίο οφείλει να κινείται η διδασκαλία της ιστορίας στο σχολείο, ο Τζορτζ Μπους προχώρησε την ίδια ημέρα στην εξαγγελία τριών συγκεκριμένων πρωτοβουλιών: η πρώτη, το πρόγραμμα με τίτλο «Εμείς ο Λαός», περιλαμβάνει σεμινάρια για δασκάλους και μαθητές, σειρά ομιλιών για τις μεγάλες προσωπικότητες της αμερικανικής ιστορίας από «εγκεκριμένους» ιστορικούς, βράβευση μαθητών και δασκάλων για την επίδοσή τους.

Η δεύτερη με τίτλο «Τα ντοκουμέντα μας» αφορά τη χρήση του Διαδικτύου για τη μελέτη μέσα στις σχολικές τάξεις εκατό βασικών τεκμηρίων της αμερικανικής ιστορίας και η τρίτη τη διοργάνωση ενός Φόρουμ για την Ιστορία και την Αγωγή του Πολίτη στον Λευκό Οίκο προκειμένου να ανταλλαγούν απόψεις για τη βελτίωση της διδασκαλίας της ιστορίας σε όλες τις εκπαιδευτικές βαθμίδες.

Είναι προφανές ότι ο Τζορτζ Μπους και το επιτελείο του είχαν αποφασίσει να προσαρμόσουν το μάθημα της ιστορίας στην «αντιτρομοκρατική εκστρατεία» που εξαπέλυσε η κυβέρνηση την επαύριο της 11ης Σεπτεμβρίου.

Στο κλίμα της εποχής, οι αντιδράσεις υπήρξαν μάλλον χαμηλόφωνες. Δεν έλειψαν, ασφαλώς, οι ιστορικοί που εξέφρασαν τις επιφυλάξεις τους για τις άμεσες πολιτικές στοχεύσεις του όλου εγχειρήματος, ενώ κάποιοι τόλμησαν να εκφράσουν φόβους για τη χρήση της ιστορίας ως εργαλείου νομιμοποίησης των επιχειρήσεων που σχεδιάζονταν ως «απάντηση» στα γεγονότα της 11ης Σεπτεμβρίου.

Περισσότερο συγκρατημένη, η αντίδραση στελεχών της Οργάνωσης των Αμερικανών Ιστορικών εντοπιζόταν στον αποκλεισμό των επαγγελματιών ιστορικών από την προεδρική πρωτοβουλία και επιχειρούσε να της αντιπαραθέσει την καλλιέργεια ενός «πραγματικού πατριωτισμού», βασισμένου σε μια «κριτική» και «σύνθετη» αντιμετώπιση του παρελθόντος.

Παρά τις όποιες διαφωνίες των επαγγελματιών ιστορικών, το Φόρουμ του Λευκού Οίκου πραγματοποιήθηκε την Πρωτομαγιά του 2003 όπως είχε σχεδιαστεί: ο πρόεδρος απηύθυνε χαιρετισμό από μια γιγαντοοθόνη, ενώ για τη διδασκαλία της ιστορίας μίλησαν στους 300 επίλεκτους καλεσμένους (κυβερνητικούς αξιωματούχους, πανεπιστημιακούς, δασκάλους και μαθητές) η Λόρα Μπους και η Λιν Τσέινι, σύζυγος του αντιπροέδρου και πρόσωπο-κλειδί στην προσπάθεια «διάσωσης» της «ορθής» ιστορικής μνήμης.

Η «εθνικά ορθή» Ιστορία

Κατά τη διάρκεια της συνάντησης ανακοινώθηκε ότι θα ζητηθεί από το Κογκρέσο ειδικό κονδύλι για την ενίσχυση του όλου σχεδίου, εκφωνήθηκε ομιλία με θέμα «Ηρωες της Ιστορίας», ενώ η Λόρα Μπους απένειμε τα πρώτα έξι μετάλλια «Ιδέα της Αμερικής» σε μαθητές που διακρίθηκαν στο μάθημα της ιστορίας.

Είναι σαφές ότι η όλη πρωτοβουλία συνιστά μια κίνηση που, παρακάμπτοντας τα εγκεκριμένα σχολικά προγράμματα, επιχειρεί να χειραγωγήσει τη διδασκαλία της ιστορίας στα σχολεία μέσα από «άτυπες» διαδικασίες καθοδηγούμενες από ιδρύματα συνδεόμενα άμεσα με τον Λευκό Οίκο.

Στην πραγματικότητα, πρόκειται για μια απόπειρα «υπέρβασης» της διαμάχης που έχει ξεσπάσει από χρόνια στις ΗΠΑ με αντικείμενο τα σχολικά εγχειρίδια της ιστορίας, ακριβέστερα για μια προσπάθεια επαναφοράς από το παράθυρο μεθόδων διδασκαλίας της ιστορίας που επισήμως έχουν από καιρό καταργηθεί ως ξεπερασμένες και επιζήμιες. Θα ήταν, ωστόσο, λάθος να θεωρήσουμε ότι οι σχετικές κυβερνητικές παρεμβάσεις αυτοπεριορίζονται στο στήσιμο παράλληλων μηχανισμών προβολής και διάδοσης της «εθνικά ορθής» ιστορίας, αυτής που εμφανίζεται ως μόνη ικανή να καλλιεργήσει την «πατριωτική συνείδηση» των μαθητών.

Ταυτόχρονα, δεν λείπουν και κάποιες εξωθεσμικές επιθέσεις από αρμόδιους και μη κυβερνητικούς παράγοντες με στόχο ακόμη και το ίδιο το υπουργείο Παιδείας, όταν κρίνεται ότι η πολιτική του σε ζητήματα διδασκαλίας της ιστορίας δεν είναι η ενδεδειγμένη. Δεν πάει πολύς καιρός που με παρέμβαση της Λιν Τσέινι πολτοποιήθηκαν 300.000 αντίτυπα ενός εγχειριδίου προκειμένου, όπως θα δούμε στη συνέχεια, να απαλειφθούν μερικές μόνον αράδες που δεν ήταν της αρεσκείας της.

Πώς κι έτσι, η κυρία αντιπροέδρου;

Η Λιν Τσέινι έχει αναλάβει την εκλαΐκευση της κυβερνητικής πολιτικής για την «αναβάθμιση» της ιστορίας και της διδασκαλίας της και, ιδιαίτερα μετά την 11η Σεπτεμβρίου, έχει αποδειχθεί ιδιαίτερα αποτελεσματική στην εκτέλεση των μάλλον ιδιότυπων αυτών καθηκόντων της.

Συγγραφέας πολλών βιβλίων με θέματα αντλημένα από την αμερικανική ιστορία («Στην Αμερική: Ενα πατριωτικό Αλφαβητάρι», «Ας πούμε την αλήθεια: Γιατί τα σχολεία μας, ο πολιτισμός μας και η πατρίδα μας σταμάτησαν να έχουν νόημα και τι μπορούμε να κάνουμε γι' αυτό» κ.ο.κ.), η Λιν Τσέινι υπήρξε επικεφαλής του Εθνικού Ιδρύματος για τις Ανθρωπιστικές Σπουδές (1986-1993) και στη συνέχεια διετέλεσε διευθυντικό στέλεχος της Λόκχιντ (1993-2001).

Ως σύζυγος του αντιπροέδρου απέκτησε τη δυνατότητα, σύμφωνα με τα ίδια της τα λόγια, να ασχοληθεί με τη διάδοση των απόψεών της για τη «μεγάλη πατρίδα», βάζοντας στόχο να πάψουν επιτέλους οι αμερικανοί μαθητές και φοιτητές «να είναι ανίκανοι να διακρίνουν τα λόγια του Καρλ Μαρξ από εκείνα του αμερικανικού Συνταγματικού Χάρτη». Διαθέτοντας την ικανότητα να παρουσιάζει με ένα αρκετά σύγχρονο όσο και συναισθηματικά φορτισμένο περιτύλιγμα τις εξαιρετικά παραδοσιακές ιδέες της για την ιστορία και τη διδασκαλία της, η Τσέινι δεν δίστασε να θεωρήσει την 11η Σεπτεμβρίου ως την αδιαμφισβήτητη εκείνη τομή που υποχρεώνει τους Αμερικανούς να πορευτούν αντλώντας περηφάνια από το «μοναδικό» παρελθόν τους, από το γεγονός ότι «ενέπνευσαν τόσους άλλους να αντιταχθούν στην τυραννία», «έσωσαν την Ευρώπη από τη βαρβαρότητα στους δύο Παγκόσμιους Πολέμους» ή ότι «νίκησαν με μέσα ειρηνικά τον σοβιετικό κομμουνισμό, το πλέον δολοφονικό σύστημα που γνώρισε η ανθρωπότητα». Κατά την κυρία Τσέινι, η εμπειρία της 11ης Σεπτεμβρίου και η «εθνική κρίση» που υπήρξε το αυτονόητο αποτέλεσμά της επιβάλλουν τη σταθερή προσήλωση του αμερικανικού έθνους στα θετικά διδάγματα που μπορεί να αντλήσει από την «ασύγκριτη» ιστορία του.

«Το τέλος της Ιστορίας»

Παίρνοντας, λοιπόν, σβάρνα πανεπιστήμια, εκπαιδευτικά ιδρύματα, διαδικτυακούς τόπους διαλόγου και μέσα ενημέρωσης, η Λιν Τσέινι προπαγανδίζει θέσεις που έρχονται σε κατάφωρη αντίθεση με βασικές αρχές της σύγχρονης αμερικανικής -και όχι μόνον- ιστοριογραφίας, τουλάχιστον της πιο σοβαρής μερίδας της, αλλά και με τις γενικές κατευθύνσεις που έχουν υιοθετηθεί εδώ και χρόνια από τους επίσημους εκπαιδευτικούς και πολιτειακούς θεσμούς της χώρας ως προς τη διδασκαλία της ιστορίας.

Ετσι κι αλλιώς, η κόντρα της Τσέινι με τους αρμόδιους για τη διδασκαλία της ιστορίας είναι παλιά και, από την άποψη αυτή, η χρήση της 11ης Σεπτεμβρίου κατά την πρόσφατη εκστρατεία της είναι καθαρά προσχηματική. Θυμίζουμε ότι το 1992 το Κογκρέσο είχε εγκρίνει τη σύνταξη ενός εγχειριδίου με αντικείμενο τις κατευθυντήριες γραμμές που θα έπρεπε να διέπουν το μάθημα της ιστορίας.

Ως επικεφαλής του Εθνικού Ιδρύματος για τις Ανθρωπιστικές Σπουδές, η Λιν Τσέινι ανέθεσε τότε την εποπτεία του εγχειρήματος στο Εθνικό Κέντρο για τη Σχολική Ιστορία του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνιας. Οι Κατευθύνσεις Για Την Εθνική Ιστορία δόθηκαν στη δημοσιότητα το φθινόπωρο του 1994. Παρά το γεγονός ότι οι Κατευθύνσεις είχαν εξασφαλίσει την έγκριση δεκάδων ενδιαφερόμενων οργανώσεων αλλά και του αρμόδιου εθνικού συμβουλίου, τα περισσότερα μέλη του οποίου είχαν επιλεγεί από την ίδια, η κυρία Τσέινι θεώρησε απαράδεκτο το τελικό προϊόν και έκανε γνωστή τη ριζική διαφωνία της με άρθρο της τιτλοφορούμενο «Το τέλος της ιστορίας» που δημοσιεύτηκε στη «Γουόλ Στριτ Τζέρναλ». Η επίθεση αυτή διευκόλυνε τη συσπείρωση των φορέων των πλέον συντηρητικών απόψεων στο ζήτημα της διδασκαλίας της ιστορίας, πυροδότησε μια άνευ προηγουμένου διαμάχη στα μέσα ενημέρωσης και οδήγησε σε μια αναθεωρημένη έκδοση του εγχειριδίου στα 1996.

Και πάλι, το αποτέλεσμα δεν ικανοποίησε την κυρία Τσέινι. «Εχοντας δώσει τα μισά λεφτά (σ.σ.: τα άλλα μισά προέρχονταν από το υπουργείο Παιδείας), θεωρούσε ότι είχε δικαίωμα να απαιτήσει τις Κατευθύνσεις της αρεσκείας της, αυτές δηλαδή που θα υμνούσαν τους παραδοσιακούς ήρωες, θα παρουσίαζαν ως ανέφελο το αμερικανικό παρελθόν και θα διακήρυσσαν το θρίαμβο του δυτικού πολιτισμού», σημειώνει σχετικά ο Γκάρι Νας, επίτιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνιας και υπεύθυνος του προγράμματος.

Συνοψίζοντας τις αντιρρήσεις της για τις Κατευθύνσεις στο βιβλίο της «Ας πούμε την αλήθεια», η Λιν Τσέινι υποστηρίζει μια ακραία συντηρητική αντίληψη για την ιστορία και τη διδασκαλία της. Επισήμως, επιτίθεται στις υποτιθέμενες ακρότητες του ρεύματος της «πολιτικής ορθότητας». Στην πραγματικότητα, θεωρεί ανυπόστατη κάθε κριτική που ασκήθηκε τις τελευταίες δεκαετίες στην παραδοσιακή ιστορική αφήγηση και επιχειρεί να γελοιοποιήσει τις ενστάσεις που έχουν διατυπωθεί κατά καιρούς από την αφροαμερικανική κοινότητα, τις διάφορες μειονότητες, τις φεμινίστριες, τους οικολόγους κ.ο.κ. Δηλώνει ακόμη ευθαρσώς ότι διαφωνεί με την αναφορά στις «δυσάρεστες» σελίδες της αμερικανικής ιστορίας. Ετσι, καταγγέλλει ότι στις Κατευθύνσεις η Κου Κλουξ Κλαν μνημονεύεται 17 φορές και ο Μακάρθι και ο Μακαρθισμός 19, ενώ προβάλλονται άλλοι πολιτισμοί και υποβαθμίζονται τα επιτεύγματα του αμερικανικού. Κρίνει αδιανόητο το γεγονός ότι οι μαθητές καλούνται να διαβάσουν για μια μικρή Γιαπωνέζα, θύμα της ατομικής βόμβας στη Χιροσίμα, χωρίς να τους εξηγείται γιατί οι αμερικανοί ηγέτες αποφάσισαν να καταφύγουν στη χρήση των ατομικών όπλων.

Εξίσου ανατριχιαστική βρίσκει την αναφορά στην περίοδο του ψυχρού πολέμου, «που παρουσιάζεται σαν θανάσιμος ανταγωνισμός δύο εξίσου ένοχων υπερδυνάμεων. Ετσι αγνοείται το πλέον προφανές γεγονός: ότι επρόκειτο για πάλη μεταξύ του κομμουνιστικού ολοκληρωτισμού της Σοβιετικής Ενωσης από τη μια και της ελευθερίας που προσέφεραν οι ΗΠΑ από την άλλη». Επεται το αναμενόμενο «διά ταύτα»: η συστηματική υποτίμηση της αμερικανικής ιστορίας οδηγεί στην άμβλυνση του πατριωτισμού των παιδιών και τα καθιστά επιρρεπή σε επικίνδυνες «κοσμοπολίτικες» αντιλήψεις, αποφαίνεται η κυρία Τσέινι, απηχώντας τις απόψεις πολλών εγχώριων πολεμίων της - και, όλως παραδόξως, πολεμίων και του βιβλίου της ΣΤ' Δημοτικού.

Στην πυρά

Με τους όρους αυτούς, η διαμάχη που ακολούθησε πήρε σύντομα διαστάσεις που υπερβαίνουν κατά πολύ το πρόβλημα της διδασκαλίας της ιστορίας, πνίγοντας σε μεγάλο βαθμό τις νηφάλιες εκείνες φωνές που επιχειρούν κατά καιρούς να μετατοπίσουν τη συζήτηση σε όσα πραγματικά ζητήματα θέτει μια σύγχρονη, «μη εθνοκεντρική» προσέγγιση της διδασκαλίας της ιστορίας.

Καθώς, πάντως, κάθε Πολιτεία έχει τη δυνατότητα να υιοθετήσει τις γενικές Κατευθύνσεις ή να επεξεργαστεί δικές της, η σχετική αντιπαράθεση εμφανίζεται με διαφορετικές κατά περιοχή μορφές, εξαρτώμενη σε μεγάλο βαθμό από τις τοπικές πολιτικές ισορροπίες, όπως αυτές αντανακλώνται στη σύνθεση των αρμόδιων εκπαιδευτικών συμβουλίων. Ετσι, η διαμάχη μεταφέρεται συχνά στα σχολικά βιβλία ιστορίας, τα περιεχόμενα των οποίων μπαίνουν όλο και συχνότερα στο στόχαστρο των «εθνικώς ανησυχούντων». Ας διευκρινιστεί, στο σημείο αυτό, ότι η διαδικασία επιλογής ενός σχολικού εγχειριδίου στις Ηνωμένες Πολιτείες δεν θυμίζει σε τίποτα όσα γνωρίζουμε από την ελληνική εμπειρία: τα σχολικά βιβλία παράγονται από εκδοτικούς κολοσσούς και συνιστούν εξαιρετικά επικερδή επιχείρηση με μεγάλα περιθώρια κέρδους.

Κάθε πολιτεία διαθέτει το δικό της σύστημα επιλογής των βιβλίων που θα διδαχθούν στα σχολεία της. Τριάντα περίπου πολιτείες αναθέτουν σε τοπικές εκπαιδευτικές επιτροπές ή σχολεία να διαλέξουν τα βιβλία που θα χρησιμοποιηθούν, ενώ είκοσι πολιτείες επιλέγουν κεντρικά τα εγχειρίδια που θα διδαχθούν σε όλες τις περιφέρειές τους. Στο Ουισκόνσιν, πάλι, κάθε σχολική περιφέρεια διαλέγει τα δικά της βιβλία.

Δεν είναι δύσκολο να αντιληφθούμε τις συνέπειες του πολύπλοκου αυτού συστήματος: καθώς οι εκδότες έχουν κάθε συμφέρον να εκδίδουν βιβλία εθνικής εμβέλειας, τα εγχειρίδια που προτείνουν φροντίζουν να ανταποκρίνονται στις προδιαγραφές των καλύτερων πελατών τους, των πολιτειών δηλαδή εκείνων που επιλέγουν κεντρικά το βιβλίο που θα διδαχθεί σε όλα τα σχολεία τους.

Το γεγονός, για παράδειγμα, ότι πολλές πολιτείες του Νότου εγκρίνουν κεντρικά τα βιβλία τους έχει οδηγήσει τους εκδότες να υιοθετούν τις φυλετικές προκαταλήψεις των επιτροπών που θα κρίνουν τα βιβλία της ιστορίας στις συγκεκριμένες πολιτείες. Με τον τρόπο αυτό, και ελλείψει άλλης επιλογής, και οι υπόλοιπες πολιτείες υποχρεώνονται να δεχθούν βιβλία που ακολουθούν προδιαγραφές που δεν είναι οι δικές τους.

Ενα δεύτερο πρόβλημα αφορά την έκταση των βιβλίων της ιστορίας: προκειμένου να ελαχιστοποιηθούν οι αντιδράσεις από επιμέρους ομάδες πίεσης, τα εγχειρίδια των τελευταίων χρόνων έχουν αποκτήσει απαγορευτική πλέον έκταση, υπερβαίνοντας συνήθως τις 1.000 σελίδες. Πρόσφατες μελέτες αποδεικνύουν ότι η συσσώρευση αυτή πληροφοριών δεν ανατρέπει τον βασικό πυρήνα της ιστορικής αφήγησης: κρίσιμα ζητήματα, όπως η ιστορία των φυλετικών διακρίσεων ή ο πόλεμος του Βιετνάμ, περιλαμβάνονται πλέον στα βιβλία της ιστορίας, δεν εντάσσονται όμως οργανικά στον ιστορικό κορμό.

Οπως και να έχει, τόσο τα βιβλία της ιστορίας όσο και οι Κατευθύνσεις για την Εθνική Ιστορία συνεχίζουν να αποτελούν αντικείμενο μιας σκληρής πολιτικής διένεξης που ξεκίνησε στα τέλη της δεκαετίας του '60 και διαρκεί ώς σήμερα: από τη μια οι «φιλελεύθερες» («ακροαριστερές» για τους επικριτές τους) απόψεις εκείνων που υποστηρίζουν μια λιγότερο εθνοκεντρική διδασκαλία της ιστορίας, από την άλλη οι ακραία συντηρητικές θέσεις των πολεμίων του «πολυπολιτισμικού» μοντέλου που υπερασπίζουν με νύχια και με δόντια την επιστροφή στην «εθνωφελή ενιαία αφήγηση της ιστορίας του αμερικανικού έθνους».

Στη συζήτηση αυτή, η κυρία αντιπροέδρου παρεμβαίνει με διάφορους τρόπους: τον Ιούνιο του 2004, το υπουργείο Παιδείας εξέδωσε την αναθεωρημένη έκδοση ενός μικρού εγχειριδίου 57 σελίδων απευθυνόμενου στους γονείς με τίτλο «Βοηθώντας το παιδί σας να μάθει ιστορία», το οποίο είχε πρωτοκυκλοφορήσει το 1993. Ξεφυλλίζοντάς το κατόπιν εορτής, η Λιν Τσέινι διαπίστωσε ότι στο βιβλιαράκι έχουν παρεισφρήσει τρεις ολόκληρες αναφορές στις απαράδεκτες Κατευθύνσεις για την Εθνική Ιστορία. Το πρόβλημα λύθηκε με ένα τηλεφώνημα στο υπουργείο: Τα 300.000 αντίτυπα πολτοποιήθηκαν και το βιβλιαράκι ξανατυπώθηκε αποκαθαρμένο από τις τρεις αμαρτωλές αράδες.



Παραμύθι πούλα μου!

Το σημειώσαμε ήδη: σε πάμπολλες χώρες μαίνεται, αυτή τη στιγμή, κάποιος λιγότερο ή περισσότερο αιματηρός πόλεμος με αντικείμενο τη διδασκαλία της Ιστορίας. Στις εμφύλιες αυτές αντιμαχίες πρέπει ασφαλώς να προσθέσουμε και τις αντίστοιχες διακρατικές συρράξεις. Με άλλα λόγια, τις απόπειρες «εξαγωγής» σε τρίτες χώρες της «ορθής» ιστορικής διδαχής, καθώς και τις προσπάθειες αρκετών χωρών να εξασφαλίσουν μια κάπως ισορροπημένη παρουσίασή τους στα σχολικά εγχειρίδια των «προαιώνιων» εχθρών τους -συνήθως των γειτόνων τους.

* Οπως και να έχει, ο κατάλογος των χωρών που ασχολούνται πυρετωδώς με τη διδασκαλία της Ιστορίας -της δικής τους ή των άλλων- εμφανίζεται τελευταία μεγαλύτερος από κάθε άλλη φορά. Οι Ηνωμένες Πολιτείες, για παράδειγμα, δεν περιορίζονται στην εσωτερική σταυροφορία της κυρίας Τσέινι. Μεταξύ άλλων πολλών ασχολούνται με τα ισλαμικά κηρύγματα που εντόπισαν στα βιβλία της Σαουδικής Αραβίας ή με το αντισημιτικό περιεχόμενο των παλαιστινιακών βιβλίων.

* Σε μιαν άλλη μεριά του πλανήτη οι Κινέζοι κατέβηκαν πριν από δύο χρόνια στο πεζοδρόμιο για να διαδηλώσουν την αντίθεσή τους στη διαστρέβλωση της ιστορίας του Β' Παγκοσμίου Πολέμου από τα ιαπωνικά εγχειρίδια, ενώ η Ιαπωνία ανταπέδωσε το χτύπημα κατηγορώντας για κομμουνιστική ομοιομορφία και μονομέρεια τα κινεζικά βιβλία. Πρόσφατα, πάντως, τα κινεζικά βιβλία αναθεωρούνται, εγκαταλείποντας βαθμιαία την παλιά κομμουνιστική αφήγηση, ενώ την ίδια ώρα η Ταϊβάν ετοιμάζει βιβλία στα οποία η ιστορία της αυτονομείται από τον κινεζικό εναγκαλισμό.

* Στην Ευρώπη, τώρα, το κοινό γαλλογερμανικό βιβλίο Ιστορίας («Histoire/Geschichte») που εκδόθηκε πέρυσι φάνηκε να υπηρετεί την προσέγγιση των δύο άσπονδων γειτόνων, με την ευρωπαϊκοκεντρική ωστόσο στάση του προκάλεσε την οργή των Αμερικανών και οδήγησε τους Γερμανούς να ρίξουν στους Γάλλους τις «αντιαμερικανικές» αιχμές του εγχειριδίου.

* Στο μεταξύ, η διδασκαλία της Ιστορίας στη Γαλλία έχει γίνει αντικείμενο ιδιαίτερης συζήτησης στο πλαίσιο της διαμάχης που εδώ και χρόνια συνοδεύει την ψήφιση νόμων οι οποίοι, κατά τη γνώμη σημαντικών γάλλων ιστορικών, έρχονται να περιορίσουν από διαφορετικές αφετηρίες την ελευθερία της έκφρασης. Ανάμεσά τους ο νόμος Γκεσό (1990) που καθιστά την άρνηση του Ολοκαυτώματος ποινικό αδίκημα, το άρθρο του νόμου Τομπιρά (2001) που αναφέρεται στη διδασκαλία της ιστορίας της δουλείας, ο νόμος για τη γενοκτονία των Αρμενίων (2001), καθώς και το άρθρο ενός νόμου που επιχειρεί να επιβάλει τη διδασκαλία των «θετικών» όψεων της γαλλικής αποικιοκρατίας (2005).

Δύο χώρες στις οποίες η συζήτηση για τη διδασκαλία της Ιστορίας έχει πάρει εκρηκτικές διαστάσεις είναι η Αυστραλία και η Ιαπωνία.

* Στην πρώτη διακύβευμα των «Πολέμων της Ιστορίας», όπως ονομάστηκε η σχετική διαμάχη, υπήρξε το κατά πόσον τα παιδιά πρέπει να διδάσκονται τις «επώδυνες» όψεις του εποικισμού της χώρας, με άλλα λόγια την τύχη που επιφύλαξαν οι λευκοί έποικοι στους Αβορίγινες, τους αυτόχθονες.

* Στην Ιαπωνία, τέλος, ο πόλεμος για τα σχολικά βιβλία Ιστορίας, παρά τη σεβάσμια ηλικία του, δεν λέει να καταλαγιάσει, αφού οι ιαπωνικές κυβερνήσεις αρνούνται συστηματικά από τη δεκαετία του '50 να περιλάβουν στα βιβλία της Ιστορίας την παραμικρή νύξη για τα εγκλήματα του ιαπωνικού στρατού πριν και κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου.

Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση των «γυναικών αναψυχής», των εκατοντάδων χιλιάδων γυναικών-θυμάτων του συστήματος σεξουαλικής δουλείας που ο ιαπωνικός στρατός είχε επιβάλει στις χώρες που κατακτούσε (Κορέα, Ταϊβάν, Φιλιππίνες, Κίνα, Ινδονησία, Αν. Τιμόρ, Μαλαισία). Υστερα από πολύχρονη μάχη των γυναικών που επέζησαν και των υποστηρικτών τους, τα σχολικά βιβλία περιέλαβαν το 1997 κάποιες πρώτες αναφορές στο αποσιωπημένο έγκλημα. Οι αντιδράσεις που ξεσηκώθηκαν από εθνικιστικούς κύκλους, κυβερνητικούς και μη, υπήρξαν τόσο έντονες ώστε τα επόμενα χρόνια τα νέα βιβλία «λησμόνησαν» και πάλι το μαρτύριο των «γυναικών αναψυχής». Πριν από δύο μόλις μήνες, εξάλλου, το υπουργείο Παιδείας της χώρας έδωσε εντολή στους συγγραφείς σχολικών βιβλίων να απαλείψουν κάθε αιχμή για τις ευθύνες του ιαπωνικού στρατού στις αυτοκτονίες αμάχων κατά τη μάχη της Οκινάουα τον Αύγουστο του 1945.




ΔΙΑΒΑΣΤΕ

Frances Fitzgerald
«America Revised. History Schoolbooks in the Twentieth Century»
(Vintage Books, Νέα Υόρκη 1980).
Το κλασικό και πολυσυζητημένο εγχειρίδιο για τα αμερικανικά σχολικά βιβλία ιστορίας κατά τον 20ό αιώνα. Εμφαση στην τομή που συνιστά, κατά τη συγγραφέα, το αίτημα για μια μη εθνοκεντρική, «πολυπολιτισμική» προσέγγιση της αμερικανικής ιστορίας, το οποίο διατυπώθηκε από ποικίλες ομάδες πίεσης τη δεκαετία του '60.

Joseph Moreau
«The Schoolbook Nation. Conflicts Over American History Textbooks from the Civil War to the Present».
(The University of Michigan Press, Μίσιγκαν 2003).
Εξετάζοντας το περιεχόμενο περισσότερων από εκατό βιβλίων Ιστορίας ο συγγραφέας αμφισβητεί το σχήμα της Φιτζέραλντ, υποστηρίζοντας ότι οι διαμάχες για το περιεχόμενο των σχολικών εγχειριδίων διαρκούν επί 150 ήδη χρόνια. Οπως σημειώνει, διάφορες μειονοτικές ομάδες (θρησκευτικές, εθνοτικές, πολιτικές κ.ο.κ.) επιχείρησαν -και, εφόσον διέθεταν την ανάλογη πολιτική δύναμη, κατόρθωσαν- να ενταχθούν στον διδακτέο κορμό της εθνικής ιστορικής αφήγησης.

Arthur Μ. Schlesinger, Jr.
«The Disuniting of America. Reflections on a Multicultural Society»
(W.W. Norton & Company, Νέα Υόρκη και Λονδίνο 1993)
Τα προβλήματα που προκύπτουν από τον κατακερματισμό της αμερικανικής ταυτότητας και οι συνέπειες μιας πολυπολιτισμικής προσέγγισης της διδασκαλίας της Ιστορίας.



ΕΠΙΣΚΕΦΘΕΙΤΕ

http://www.whitehouse.gov
Οι ανακοινώσεις με θέμα την εκστρατεία του Λευκού Οίκου για την ενίσχυση της διδασκαλίας της Ιστορίας.

 

 

Ελευθεροτυπία, 6/5/2007

 

www.iospress.gr