ΣΥΝΘΗΚΕΣ ΔΟΥΛΕΜΠΟΡΙΟΥ ΠΙΣΩ ΑΠΟ ΤΗΝ ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΗ
ΒΙΤΡΙΝΑ
Οι σκλάβοι του Αιγαίου
Κανείς στην Ελλάδα δεν αγνοεί τις απάνθρωπες συνθήκες που
περιμένουν τους ξένους εργάτες μιας χρήσης στις τουριστικές περιοχές. Κι όμως,
οι σύγχρονοι αυτοί σκλάβοι παραμένουν «αόρατοι» και η εκμετάλλευσή τους
θεωρείται προϋπόθεση «τουριστικής ανάπτυξης».
Το ένοχο μυστικό είναι γνωστό στους πάντες, αλλά κανείς δεν μιλά γι' αυτό:
υπερχρεωμένες μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις που ξεφυτρώνουν σαν τα μανιτάρια
στις τουριστικές περιοχές της χώρας εναποθέτουν τις ελπίδες τους για γρήγορη
αποπληρωμή των δανείων και άμεση εξασφάλιση κέρδους στην απάνθρωπη -και σαφώς
παράνομη- εκμετάλλευση πάμφθηνων εργατικών χεριών, προερχόμενων κυρίως από τα
Βαλκάνια και την Ανατολική Ευρώπη.
Ζώντας σε συνθήκες απόλυτης ανελευθερίας, οι εισαγόμενοι αυτοί σύγχρονοι σκλάβοι
δεν έχουν τη δυνατότητα να αντιδράσουν, καθώς οι εργοδότες τους έχουν ανά πάσα
στιγμή την ευχέρεια να τους αντικαταστήσουν με ένα εξίσου φτηνό -αν όχι
φτηνότερο- ανθρώπινο εμπόρευμα.
Από πρώτο χέρι
Το νόμο της σιωπής που καλύπτει την απεχθή αυτή πλευρά της τουριστικής ανάπτυξης
σπάει η αφήγηση που φιλοξενούμε σήμερα: Μισή Πολωνέζα μισή Γαλλίδα, η 36χρονη
Μόνικα Καρμπόφσκα ζει τα τελευταία χρόνια στο Παρίσι και είναι ιστορικός,
φεμινίστρια και συνδικαλίστρια.
Η ιδέα της να εργαστεί το καλοκαίρι στην Ελλάδα θα της αποκάλυπτε όψεις της
ελληνικής κοινωνικής πραγματικότητας που δεν είχε υποψιαστεί κατά τις παλιότερες
επισκέψεις της, τότε που έβλεπε τη χώρα ως τουρίστρια ή μέλος του Ευρωπαϊκού
Κοινωνικού Φόρουμ. Ας την ακούσουμε:
«Φέτος αποφάσισα να συναντήσω την Ελλάδα του κόσμου της εργασίας και, παρόλο που
ήξερα πως υπάρχει και η πίσω όψη της τουριστικής βιτρίνας, δεν μπορούσα να
φανταστώ την ακραία βία που διαπερνά τις ανθρώπινες σχέσεις μιας κοινωνίας
πλήρως διαποτισμένης από τις υπερφιλελεύθερες αξίες της ισχύος, του χρήματος και
της κατανάλωσης. Ψάχνοντας για δουλειά και στη συνέχεια δουλεύοντας, συνάντησα
μια Ελλάδα με την κοινωνία της αποσυντεθειμένη, συγκροτούμενη πλέον από άτομα
που παλεύουν μεταξύ τους για το χρήμα και ταμπουρωμένη πίσω από έναν φοβικό
εθνικισμό, εχθρικό προς ό,τι θα μπορούσαν να φέρνουν μαζί τους οι μετανάστες.
»Γνώριζα την ύπαρξη, αλλά και την έκταση, της εποχικής μετανάστευσης. Με
εντυπωσίασε, ωστόσο, ο ρόλος της στη δημιουργία μιας πολυπληθούς τάξης
μικροϊδιοκτητών οι οποίοι, αφού ευνοήθηκαν από την προστατευτική πολιτική του
ΠΑΣΟΚ την τελευταία εικοσαετία, συνθέτουν σήμερα την κοινωνική και πολιτική
αρματωσιά της Νέας Δημοκρατίας. Οι μικροϊδιοκτήτες αυτοί δεν ζουν όλοι από τον
τουρισμό, σχηματίζουν όμως την τάξη των επιχειρηματιών του τομέα των υπηρεσιών
που δουλεύουν για το μεγάλο κεφάλαιο. Στον τουριστικό κλάδο πρόκειται για
ιδιοκτήτες εστιατορίων, ξενοδοχείων, τουριστικών πρακτορείων, πλοίων,
αυτοκινήτων, φορτηγών, μαγαζιών, καθώς και μικρών αγροτικών μονάδων. Σήμερα,
πια, είμαι σε θέση να γνωρίζω ότι αυτή η πολυάριθμη μικροαστική τάξη, επιθετική
και σίγουρη για το δίκιο της, δεν θα μπορούσε να συντηρηθεί χωρίς την ύπαρξη και
την εργασία μιας φτηνής εργατικής δύναμης που ζει σε συνθήκες σκλαβιάς και
προέρχεται κατά κύριο λόγο από τις χώρες της ανατολικής Ευρώπης, μέλη ή μη της
Ευρωπαϊκής Ενωσης».
Ανθρώπινο κόστος
Εχοντας γνωρίσει τα τελευταία χρόνια Πολωνούς, Ρώσους, Τσέχους και Ουκρανούς
που, μέσω πρακτορείων που εδρεύουν στην Αθήνα, είχαν εργαστεί στα Δωδεκάνησα και
τις Κυκλάδες, η Μ. Κ. αποφάσισε να ψάξει κι αυτή για δουλειά στην Ελλάδα.
Κάποιες πρώτες συζητήσεις της με γερμανικό τουριστικό πρακτορείο δεν απέδωσαν:
της προτάθηκε μια δουλειά στη Σαντορίνη (600 ευρώ καθαρά το μήνα, συν προμήθεια
από την πώληση εκδρομών στο νησί) αλλά, όταν προσπάθησε να διαπραγματευτεί ύπνο,
φαγητό και ένα ρεπό, ο υπεύθυνος του πρακτορείου στην Αθήνα δεν ξανάδωσε σημεία
ζωής.
Σύντομα θα αντιλαμβανόταν ότι η πρόταση αυτή ήταν απολύτως φυσιολογική για τα
δεδομένα της αγοράς εργασίας, παρόλο που η ίδια συνέχιζε να μην καταλαβαίνει πώς
μπορεί να τα βγάλει κανείς πέρα με τόσο λίγα χρήματα, όταν για νοίκι χρειάζεται
τουλάχιστον 300 ευρώ, για το εισιτήριο του λεωφορείου 1,20 ευρώ και περίπου 12
ευρώ για το φαγητό σε ταβέρνα.
Αποφάσισε έτσι να πάει στην Αμοργό και να αναζητήσει εκεί δουλειά μέσω παλιών
και νέων γνωριμιών της στο νησί. Σύντομα πληροφορήθηκε ότι σε μεγάλο
σουπερμάρκετ ζητούσαν «μια κοπέλα», καθώς η «τακτοποίηση των προϊόντων και η
καθαριότητα είναι γυναικεία δουλειά», όπως θα της εξηγούσε σύντομα ο ιδιοκτήτης
του.
«Οταν άκουσα τους όρους», αφηγείται η Μόνικα Καρμπόφσκα, «δηλαδή 30 ευρώ την
ημέρα για 14 ώρες εργασίας, από τις εφτά το πρωί ως τις εννιά το βράδυ, χωρίς
Κυριακή ή ρεπό και με ένα διάλειμμα στο εσωτερικό του σκοτεινού και
κλιματιζόμενου μαγαζιού, χωρίς να βλέπω ποτέ το φως της ημέρας, αναρωτήθηκα αν
στην Ελλάδα ισχύει κάποιος κώδικας εργασίας, το οκτάωρο ή η υποχρέωση του ρεπό,
που προφανώς εγγυώνται τόσο το Διεθνές Γραφείο Εργασίας όσο και οι σχετικές
οδηγίες της Ευρωπαϊκής Ενωσης».
Στο ξενοδοχείο που έχτισαν πρόσφατα με δάνειο οι ιδιοκτήτες ενός γνωστού
καφενείου του νησιού την περίμενε η επόμενη δυσάρεστη έκπληξη: η δουλειά που
πρόσφεραν ήταν το καθημερινό καθάρισμα και συγύρισμα εννέα δωματίων, τα οποία,
όπως της εξήγησε η ιδιοκτήτρια, προορίζονται για πελάτες «πλούσιους και με
κύρος, δημοσιογράφους, δικηγόρους και γιατρούς από την Αθήνα που έρχονται εδώ
για να βρουν ησυχία». «Τα δωμάτια πρέπει να είναι άψογα, όπως σε ένα δυτικό
ξενοδοχείο 4-5 αστέρων», ήταν τα λόγια της.
Προκειμένου να εξασφαλίσει την περιπόθητη «δυτική ποιότητα» διέθετε 30 ευρώ την
ημέρα για 12 ώρες συνεχούς εργασίας κάτω από τον ήλιο και σε συνθήκες αφόρητης
ζέστης, καθώς ο κλιματισμός παρέμενε κλειστός κατά την απουσία των πελατών.
«Περιμένω μια Σλοβάκα από ένα πρακτορείο της Αθήνας, αλλά πάει μια βδομάδα που
πλήρωσα του κόσμου τα λεφτά κι ακόμα να μου τη στείλουν», ξεκαθάρισε η
ιδιοκτήτρια. «Ούτως ή άλλως 30 ευρώ είναι πολλά, η σλοβάκα σερβιτόρα παίρνει 600
ευρώ το μήνα και είναι αργή και τεμπέλα. Αλλα πρακτορεία μου υποσχέθηκαν
Σλοβάκες, Ρουμάνες και Πολωνέζες με 400 ευρώ. Περιμένω, αλλά δεν μου έστειλαν
ακόμα καμία. Γι' αυτό σε χρειάζομαι».
Ακολούθησε η «δοκιμή» της νέας εργαζόμενης. Συνοδευόμενη από την ιδιοκτήτρια
καθάρισε γρήγορα τα εννέα δωμάτια προκειμένου να τελειώνει μια ώρα αρχύτερα. Στη
διάρκεια της δοκιμής πληροφορήθηκε ότι όσοι πελάτες δεν ήταν γνωστοί
δημοσιογράφοι ή δικηγόροι δεν δικαιούνταν την απόλυτη καθαριότητα που συνιστούσε
προνόμιο των «επωνύμων».
«Η κυρία μού το ανακοίνωσε θριαμβικά, λες και η έννοια της υπηρεσίας που παρέχει
ένας ξενοδόχος συμπυκνώνεται στην υποταγή του στους πλέον ισχυρούς», αφηγείται η
Μ. Κ.
Οικόσιτα ζώα
«Η νοοτροπία αυτή της ανόητης ιδιοκτήτριας και η μανία της με την εξουσία, τη
δική της και των άλλων, με έκανε να τραπώ σε φυγή από την πρώτη κιόλας μέρα. Οι
άνθρωποι αυτοί δεν αναρωτήθηκαν μήπως είχα κάποιες άλλες δεξιότητες και γνώσεις,
αν γνώριζα για παράδειγμα γλώσσες, κι αν η δουλειά ήταν κατάλληλη για μένα. Οχι,
ήμουν απλώς ένα ακόμη ζώο, σαν την έρμη τη Σλοβάκα, φοιτήτρια Οικονομικών
Σπουδών στην πραγματική της ζωή, αποσβολωμένη ακόμη από αυτό που της συνέβαινε:
ξεκίνησε για μια καλοκαιρινή δουλειά και κατέληξε να της συμπεριφέρονται σαν να
ήταν σκλάβα, να την περιφρονούν, να την κοροϊδεύουν και να τη βρίζουν πίσω από
την πλάτη της. Της μίλησα δυο φορές, το πρωί που τα αφεντικά δεν είχαν ακόμη
έρθει στο καφενείο και σ' ένα από τα σπάνια διαλείμματα της δουλειάς της. Ηταν
εξουθενωμένη από το ότι δεν είχε ρεπό και ήταν υποχρεωμένη να παραμένει στο
μαγαζί ακόμη κι όταν δεν υπήρχε εκεί κανείς, σαν οικόσιτο ζώο.
»Περισσότερο απ' όλα της στοίχιζε η περιφρόνηση του ζευγαριού: "Μα τι θέλουν,
επιτέλους;", μου είπε. "Μου καταμαρτυρούν ότι δεν μιλάω ελληνικά και γαλλικά.
Ξέρω, όμως, πέντε γλώσσες: σλοβακικά, ρουμανικά, ουγγρικά, γερμανικά και
αγγλικά!". Καταγόταν από την ουγγρική μειονότητα της Σλοβακίας, ήταν
καλλιεργημένη και έξυπνη και, παρόλο που σε προσόντα και γνώσεις ξεπερνούσε κατά
πολύ τα αφεντικά της, αντιμετωπιζόταν απ' αυτούς σαν κατώτερη.
»Τη ρώτησα αν το πρακτορείο θα της ζητούσε αποζημίωση σε περίπτωση που
εγκατέλειπε τη δουλειά, όπως είχα δει να συμβαίνει, ένα σύστημα που καταλήγει να
μετατρέπει τον μισθωτό σε σκλάβο στο έλεος του αφεντικού, από τη στιγμή που του
στερείται η ελευθερία της μετακίνησης. Το σύστημα αυτό χρησιμοποιείται κατά
κόρον από τις μαφίες του τράφικινγκ που φυλακίζουν τις προς πώληση γυναίκες. Μου
απάντησε ότι δεν ξέρει, ότι γνώριζε κάποια άτομα που είχαν φύγει, αλλά ότι
συνήθως οι εργαζόμενοι δεν το αποτολμούν παρά μόνο όταν δουλεύουν ομαδικά και
κατά εθνικότητα. Ούτως ή άλλως, η έννοια της απεργίας και το δικαίωμα στην
απεργία δεν περνούσε από το μυαλό της νεαρής συνομιλήτριάς μου, παιδιού του
άγριου και υπερφιλελεύθερου συστήματος που τα τελευταία είκοσι χρόνια ισχύει
στις χώρες προέλευσής μας».
Μένοντας χωρίς δουλειά, η Μ. Κ. απευθύνθηκε στα γραφεία ευρέσεως εργασίας της
Αθήνας στέλνοντάς τους το βιογραφικό της (τέσσερις δυτικές γλώσσες και
πολωνικά).
Η απασχόληση που της προτάθηκε ήταν 800 ευρώ το μήνα για το καθάρισμα 12
δωματίων ξενοδοχείου στη Μύκονο. Με την προηγούμενη εμπειρία της υπολόγισε ότι η
αμοιβή της θα ήταν 27 ευρώ για δουλειά 15 ωρών την ημέρα. Απέρριψε την πρόταση,
πήρε ωστόσο μια ιδέα για το τι περιμένει και όσους φτάνουν στην Ελλάδα για
δουλειά χωρίς συμβόλαιο με κάποιο από τα άπειρα πρακτορεία που έχουν ξεφυτρώσει
το τελευταίο διάστημα στις ανατολικές χώρες.
Η Σαντορίνη ήταν ο επόμενος σταθμός της. Γνώριζε το μαγευτικό νησί από
παλιότερες επισκέψεις της και ήξερε ότι η βάναυση ανάπτυξη το έχει μετατρέψει σε
παράδεισο του μπετόν και της κερδοσκοπίας.
Σύντομα, θα ανακάλυπτε ότι η απίστευτη αυτή τουριστική βιομηχανία βασίζεται
στους απάνθρωπους όρους εργασίας των μεταναστών. Δυο μέρες μετά την άφιξή της
συνάντησε δυο πολύ νέες Πολωνέζες που δούλευαν σε ένα εστιατόριο, οι ιδιοκτήτες
του οποίου είχαν χτίσει και ένα ξενοδοχείο. Οι δύο κοπέλες κοιμούνταν στο
ξενοδοχείο και δούλευαν στο εστιατόριο από τις οκτώ το πρωί ως τις δύο το βράδυ.
Η κούρασή τους μεγάλη, αλλά το ποσό των 800 ευρώ το μήνα που θα έπαιρναν για
τους τρεις μήνες τούς φάνταζε τεράστιο.
Καθώς το παράπονό τους ήταν ότι δεν είχαν πάει ούτε μια φορά στη θάλασσα, η Μ.
Κ. τους υποσχέθηκε να τις πάει με το μηχανάκι στην παραλία την ώρα του
μεσημεριανού διαλείμματος. Οταν επέστρεψε την επομένη για να συνοδεύσει στη
θάλασσα τη μία από τις δυο (έτσι κι αλλιώς το ρεπό των δύο δεν συνέπιπτε), τα
κορίτσια της εξήγησαν ότι το αφεντικό κατήργησε το διάλειμμά τους και ότι,
πιστεύοντας ότι ήταν δημοσιογράφος, τους απαγόρευσε να της ξαναμιλήσουν.
Επιχείρησε μια ακόμη φορά να τις επισκεφτεί, με αποτέλεσμα το αφεντικό να τους
απαγορεύσει να βγαίνουν το βράδυ από το δωμάτιό τους, ακόμη και για να
τηλεφωνήσουν στην οικογένειά τους από κοντινό θάλαμο. Την άφησαν ακόμη να
καταλάβει ότι είχαν υποστεί σεξουαλική παρενόχληση και ότι φοβούνταν.
Δεν θα περνούσαν πολλές ημέρες και η Μ. Κ. θα αντιλαμβανόταν ότι η ποιοτική
διαφορά ανάμεσα σ' έναν «κανονικό» εργαζόμενο και σ' έναν ανατολικό «σκλάβο» δεν
εντοπίζεται τόσο στο ύψος του μισθού όσο στην ύπαρξη ή μη του ρεπό, της
απαραίτητης δηλαδή προϋπόθεσης για ανάπαυση αλλά και ανάπτυξη μιας στοιχειώδους
κοινωνικότητας. Η ανυπαρξία ενός εγγυημένου ρεπό εμποδίζει και τους έλληνες
εργαζόμενους να οργανωθούν και να αμυνθούν απέναντι στην συμπίεση των αποδοχών
τους που προκαλεί η εισαγωγή των σκλάβων της ανατολικής Ευρώπης.
Σκλάβοι από την Ανατολή
Δουλεύοντας ως ξεναγός σε τουριστικό γραφείο, η Μ.Κ. γνώρισε από πρώτο χέρι τους
μηχανισμούς εκμετάλλευσης της μεταναστευτικής εργατικής δύναμης, αλλά και την
άθλια ποιότητα των τουριστικών υπηρεσιών: την ανυπαρξία μέτρων ασφαλείας, την
αδιαφορία για ενημέρωση των επισκεπτών, το πανταχού παρόν σύστημα προμηθειών.
Σύντομα, θα διαπίστωνε ότι για το ίδιο μεροκάματο (40-60 ευρώ) οι «δυτικοί»
δουλεύουν 8 ώρες, ενώ οι «ανατολικοί» 12 ως 15, παρόλο που διαθέτουν χαρτιά και
βρίσκονται σε καλύτερη θέση από τους συμπατριώτες τους που εμπορεύονται τα
πρακτορεία. Οσοι δεν είχαν συμβόλαιο ειδοποιούνταν την παραμονή για το αν θα
τους χρειάζονταν την επομένη και δεν πληρώνονταν για τα ρεπό.
Καθώς δεν υπήρχε καμία συνδικαλιστική κάλυψη που να καθορίζει το ύψος των
αποδοχών, η Μ.Κ. κατάφερε να διαπραγματευτεί ένα μεροκάματο των 40 ευρώ, ενώ οι
εγκατεστημένοι στο νησί συνάδελφοί της έπαιρναν για την ίδια δουλειά 50 ευρώ.
Στις συνθήκες αυτές, οι εργοδότες είναι εύκολο να καλλιεργούν τον ανταγωνισμό
μεταξύ των εργαζομένων, οι οποίοι από την πλευρά τους έχουν αποκτήσει τη
βεβαιότητα ότι η δίψα για το κέρδος αποτελεί βασικό γνώρισμα των Ελλήνων.
«Δύο παράγοντες σημαδεύουν τις συνθήκες ζωής των μετακινούμενων εργατών νέου
τύπου: η μοναξιά και η πίεση που τους ασκείται από τον ανταγωνισμό όσων
προέρχονται από τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης», εξηγεί η Μ. Κ. «Ετσι, το
αφεντικό δεν είχε πρόβλημα να μου πει ανοιχτά ότι την ερχόμενη χρονιά θα πάρει
μέσω αθηναϊκού γραφείου μια πολωνέζα ή σλοβάκα φοιτήτρια που θα μιλάει τρεις
γλώσσες. Θα της δώσει ένα βιβλίο για τη Σαντορίνη και θα είναι αμέσως έτοιμη για
τη δουλειά. Θα δουλεύει για 600 ευρώ καθημερινά χωρίς ανάπαυλα κι εκείνος δεν θα
έχει πια κανένα πρόβλημα. Κατάλαβα ότι εκείνο που τον σταματούσε ήταν το τι θα
έλεγαν στο χωριό αν δεν δώσει δουλειά σε ανθρώπους του νησιού. Αλλά για πόσον
ακόμα καιρό θα τον εμποδίζουν τέτοιες αναστολές;»
Ούτως ή άλλως, όπως πληροφορήθηκε η Μ. Κ. από ουγγαρέζα συνάδελφό της, μεγάλο
πρακτορείο χρησιμοποιεί ήδη Πολωνέζες για 600 ευρώ το μήνα. Τα άτομα αυτά
δουλεύουν με συμβόλαια Μπολκεστάιν όπως οι σκλάβες των ξενοδοχείων και των
εστιατορίων: πέρσι, όταν τέλειωσε η τουριστική περίοδος, το αφεντικό τούς δήλωσε
ότι η δουλειά δεν πήγε καλά και θα τους δώσει 700 και όχι 800 ευρώ. Φέτος,
δουλεύουν για 600 ευρώ. «Ετσι, η αξία της ειδικευμένης εργασίας υποβαθμίζεται
στην Ελλάδα, ενώ οι καινούριοι που έρχονται γνωρίζουν όλο και περισσότερες
γλώσσες και είναι έτοιμοι να δουλέψουν για ένα μεροκάματο χαμηλότερο εκείνου του
χειρώνακτα», συνεχίζει η Μόνικα Καρμπόφσκα.
«Η μέθοδος που βρήκαν οι ξεναγοί για να περιορίσουν τον ανταγωνισμό είναι να
δουλεύουν για πολλές επιχειρήσεις ταυτόχρονα, μία το πρωί, μία το μεσημέρι και
μία το βράδυ με σοβαρό κίνδυνο για την υγεία τους. Αλλά κι αυτή η μέθοδος έχει
τα όριά της: όταν ένας ξεναγός υποχρεώνεται να παλέψει για να πληρωθεί για τη
δουλειά του, κανείς δεν βρίσκεται να του συμπαρασταθεί από το φόβο ότι θα
αποκλειστεί από όλες τις επιχειρήσεις του νησιού. Κι αυτό γιατί τα αφεντικά
διατηρούν θερμές σχέσεις μεταξύ τους. Πρόκειται για τους ίδιους ψαράδες και
αγρότες που θησαύρισαν με τον τουρισμό τα 20 τελευταία χρόνια».
Χωρίς τη βοήθεια συνδικάτων, κοινωνικών οργανώσεων ή κομμάτων της Αριστεράς, οι
φεουδαρχικές και πατριαρχικές σχέσεις αναπαράγονται ανεμπόδιστα. Εξάλλου στη
Σαντορίνη βασιλεύει ο νόμος της σιωπής, η ομερτά: κανείς, σημειώνει η Μ. Κ., δεν
μιλάει στο νησί για τα πραγματικά προβλήματα, πολιτικά, κοινωνικά, οικολογικά.
Και εξηγεί ότι οι εντολές που έχουν οι ξεναγοί είναι να μην ανοίγουν συζητήσεις
με τους τουρίστες για «ευαίσθητα» θέματα όπως, για παράδειγμα, το ναυάγιο του
Sea Diamond: «Παρά την απαγόρευση του αφεντικού, καθημερινά απαντούσα σε σχετική
ερώτηση των πελατών μου και τους έδειχνα το σημείο του ναυαγίου», συμπληρώνει.
Ο άλλος δρόμος
- Υπάρχει τρόπος άμυνας στην απαράδεκτη αυτή κατάσταση που μοιάζει, ωστόσο, να
έχει παγιωθεί;
- Η συνομιλήτριά μας θεωρεί επείγουσα την πάλη κατά των δουλεμπορικών
πρακτορείων στην Ελλάδα και σ' ολόκληρη την Ευρώπη. «Πρέπει να οργανωθούν
διαδηλώσεις μπροστά στα πρακτορεία αυτά στην Ελλάδα, να κυκλοφορήσουν χαρτιά σε
πολλές γλώσσες που να ενημερώνουν τους εργαζόμενους από την Ανατολή για τα
δικαιώματά τους και να διανέμονται και στους τόπους εργασίας», υπογραμμίζει.
«Τέλος, τα ελληνικά συνδικάτα πρέπει να ανακτήσουν το χαμένο έδαφος: δεν είναι
δυνατόν σ' ένα νησί με τον διεθνή τουρισμό της Σαντορίνης να μην υπάρχει ούτε
ένα γραφείο σωματείου ούτε κάποιο μέρος όπου οι εργαζόμενοι να έχουν τη
δυνατότητα να ενημερωθούν για τα δικαιώματά τους, για το ύψος των αποδοχών τους
και βρίσκονται μόνοι, χωρίς βοήθεια, όταν αντιμετωπίζουν πρόβλημα».
Ενα εμπόρευμα γένους θηλυκού
Αν οι εποχικοί μετανάστες και των δύο φύλων γίνονται αντικείμενο εξίσου σκληρής
εκμετάλλευσης, οι γυναίκες υποχρεώνονται συχνά να αντιμετωπίσουν πρόσθετα
προβλήματα που σχετίζονται με την εμπορευματοποίηση της γυναικείας
σεξουαλικότητας και τη συνακόλουθη αναβίωση πατριαρχικών νοοτροπιών. Η ελληνική
εμπειρία της Μόνικα Καρμπόφσκα υπήρξε και στο ζήτημα αυτό εξαιρετικά δυσάρεστη:
«Ο νόμος της σιωπής, η ομερτά, οδηγεί στην απουσία φιλικών σχέσεων, επομένως στη
μοναξιά. Κι η μοναξιά φέρνει με τη σειρά της την εξάρτηση από πολλούς και
διάφορους προστάτες: τα έχασα με τον αριθμό των ανδρών που μου ζήτησαν να πάω
μαζί τους με αντάλλαγμα την προστασία τους. Εννοείται πως η πίεσή τους ήταν
αντιστρόφως ανάλογη της πραγματικής επιρροής τους στη ζωή του νησιού, αν και
κάποιοι απ' αυτούς θα μπορούσαν να μου κάνουν κακό. Ανάμεσά τους κι ο
σπιτονοικοκύρης μου, που με πίεζε να κοιμηθώ μαζί του επί έναν ολόκληρο μήνα. Η
συμπεριφορά αυτή αλλού θα χαρακτηριζόταν σεξουαλική παρενόχληση, εδώ πρόκειται
για απολύτως φυσιολογικές σχέσεις. Τελικά, κέρδισα την εκτίμησή του -και την
ησυχία μου- όταν κατάφερα τον εργοδότη μου να με πληρώσει, ενώ εκείνος ήθελε να
με κάνει να περιμένω έναν ακόμη μήνα. Για να το πετύχω χρησιμοποίησα τεχνικές
παραδοσιακές, ότι δηλαδή θα το πω παντού στο νησί για να τον κάνω ρεζίλι, αλλά
και μοντέρνες, ότι θα ζητήσω τη βοήθεια των συνδικάτων, των κομμάτων της
αριστεράς και της Επιθεώρησης Εργασίας. Τελικά, τον υποχρέωσε η αστυνομία να με
πληρώσει.
»Εμαθα αργότερα ότι και άλλοι πολλοί αντιμετώπισαν πρόβλημα με την καταβολή του
μισθού τους. Ακόμη κι ο καπετάνιος του πλοίου, ένας άνθρωπος έμπειρος,
συνδικαλισμένος και ντόπιος αναγκάστηκε να αγωνιστεί για να πληρωθεί τις
υπερωρίες του. Ενιωσα ευτυχής που δεν θα ξανάβλεπα τους εργοδότες μου. Οπως και
να έχει, μετά το τέλος της σεζόν προκύπτει πάντα πρόβλημα πληρωμής των
υπερωριών. Με το τέλος της τουριστικής περιόδου οι εργοδότες δεν φοβούνται
τίποτα, αφού έχουν εξασφαλισμένη τη φτηνή εργατική δύναμη που θα τους έρθει
εγκαίρως από την Ανατολή για τη νέα σεζόν. Μια απεργία κατά τη διάρκεια της
σεζόν θα μπορούσε προφανώς να προλάβει προβλήματα αυτού του τύπου.
»Οι μισθοί δεν είναι, ωστόσο, τα μοναδικά προβλήματα. Η μοναξιά και η
παντοδυναμία των αξιών ενός ακραίου φιλελευθερισμού, αξιών που κινούνται γύρω
από το χρήμα και την κατανάλωση, οδηγούν εντέλει στην εμπορευματοποίηση κάθε
ανθρώπινης σχέσης. Στο κλίμα αυτό, η ερωτική σχέση γίνεται το τελευταίο
καταφύγιο στο οποίο εναποθέτει κανείς την ανάγκη του για στήριξη, αποκούμπι και
συντροφιά. Η οικογένεια αντιμετωπίζεται ως ιερή, μόνο που οι περισσότεροι
μετανάστες δεν έχουν οικογένεια, δεν την έχουν κοντά τους ή προσπαθούν να
αποκτήσουν κι αυτοί μία. Ακόμη κι αυτές, όμως, οι σχέσεις έχουν στη βάση τους
διαβρωθεί από το χρήμα και τις εξουσιαστικές σχέσεις. Ενας άνδρας στη Σαντορίνη,
όπως και αλλού στην Ελλάδα, μπορεί σήμερα να αγοράσει μια Ρωσίδα, Μολδαβή ή
Ουκρανή με το μικρό ποσό των 50 ευρώ σε οίκους ανοχής κρυφούς αλλά γνωστούς
στους πάντες, όπου συχνάζουν κυρίως έλληνες τουρίστες και μοναχικοί δυτικοί
μετανάστες. Οι γυναίκες αυτές θα τους προσφέρουν σεξουαλικές υπηρεσίες τις
οποίες στη συνέχεια θα θεωρήσουν λογικό να απαιτήσουν από τις "ελεύθερες"
γυναίκες που θα συναντήσουν αλλού. Ετσι, η γυναικεία σεξουαλικότητα καταντά ένα
φτηνό εμπόρευμα που καταναλώνει κανείς με ένα μικρό αντίτιμο: ένα γεύμα ή ένα
κινηματογραφικό εισιτήριο με το οποίο ένας άνδρας αγοράζει μια "ελεύθερη"
γυναίκα. Οσοι, πάλι, δεν συχνάζουν στους οίκους ανοχής καταφεύγουν στην
πορνογραφία που συμμετέχει κι αυτή στη συγκρότηση των νέων αυτών σχέσεων
εξουσίας μεταξύ ανδρών και γυναικών. Μια γυναίκα μπορεί να αποδεχτεί ή να μην
αποδεχτεί τις νέες αυτές σεξουαλικές απαιτήσεις. Πάντως, η μοναξιά παραμένει και
το σύστημα διαιωνίζεται».
ΔΙΑΒΑΣΤΕ
Η Μόνικα Καρμπόφσκα σπούδασε ιστορία στη Σορβόνη και ζει στο Παρίσι εδώ και 14
χρόνια. Μεταξύ άλλων, δραστηριοποιείται στο δίκτυο Ευρωπαϊκή Φεμινιστική
Πρωτοβουλία (Initiative Feministe Europeenne) και στο Ευρωπαϊκό Κοινωνικό
Φόρουμ. Στο επίκεντρο των ενδιαφερόντων της βρίσκονται ζητήματα που σχετίζονται
με τα εργασιακά δικαιώματα, καθώς και με την πάλη κατά των φονταμενταλισμών και
την υπεράσπιση του κοσμικού χαρακτήρα του κράτους.
Στη συνέχεια σημειώνουμε ενδεικτικά τρία κείμενά της που εύκολα μπορούν να
αναζητηθούν στο Διαδίκτυο:
«L'avortement
en Pologne»
Η απαγόρευση της έκτρωσης στην Πολωνία και η πάλη για την εκ νέου νομιμοποίηση
του δικαιώματος των γυναικών να ορίζουν την αναπαραγωγική τους ικανότητα.
«Le
projet de constitution europeenne, un piege pour les femmes d'Europe centrale et
de l'Est»
Οι επιπτώσεις της ευρωπαϊκής κοινοτικής πολιτικής για τις γυναίκες των χωρών της
Ανατολικής Ευρώπης μέσα από το παράδειγμα της Πολωνίας. Η Καθολική Εκκλησία και
η αμφισβήτηση των δικαιωμάτων των γυναικών.
«Histoire
recente de la laicite en Pologne»
Σχετικά εκτενής αναφορά στην ιστορία των σχέσεων Εκκλησίας και κράτους στην
Πολωνία. Σύντομη επισκόπηση των παλαιότερων περιόδων, λεπτομερέστερη ανάλυση των
σχετικών πρακτικών του κομμουνιστικού καθεστώτος και οι πολιτικές και κοινωνικές
συνέπειες της «παλινόρθωσης» της Εκκλησίας μετά τη δεκαετία του '80.
Ελευθεροτυπία, 7/10/2007