Η ΣΥΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ 1913 ΓΙΑ ΤΙΣ «ΝΕΕΣ ΧΩΡΕΣ»
Μακεδονία, μια ελληνική αποικία;
Κλείνουν 95 χρόνια από την είσοδο του ελληνικού
στρατού στη Θεσσαλονίκη, στις 27/10/1912. Η μετάθεση της επετείου, ώστε να
συμπίπτει με τη γιορτή του Αγ. Δημητρίου, έχει ξεχαστεί. Οπως και η συζήτηση για
το μέλλον της ελληνικής Μακεδονίας.
Στις 27 Οκτωβρίου του 1912 ο ελληνικός στρατός μπήκε νικητής στη Θεσσαλονίκη.
Στις 28 Ιουλίου 1913, η συνθήκη του Βουκουρεστίου επιδίκασε το μεγαλύτερο μέρος
της ευρύτερης «γεωγραφικής» Μακεδονίας στην Ελλάδα. Και την 1η Νοεμβρίου 1913, η
ελληνοτουρκική Συνθήκη των Αθηνών επισφράγισε την ελληνική κυριαρχία στην
περιοχή.
Κάπου εδώ σταματά η ιστορία της απελευθέρωσης της ελληνικής Μακεδονίας, όπως τη
μάθαμε στο σχολείο, αλλά και όπως τη συναντάμε σε όλες τις διαθέσιμες
εξιστορήσεις εκείνης της περιόδου. Η αφομοίωση των μακεδονικών επαρχιών στη
θεσμική πραγματικότητα του τότε Βασιλείου της Ελλάδος θεωρείται δεδομένη, εφόσον
ολοκληρώθηκε επιτυχώς το γαϊτανάκι των διπλωματικών διαβουλεύσεων.
Εντελώς διαφορετική εικόνα προκύπτει από την πολιτική φιλολογία και τα επίσημα
κείμενα της εποχής: οι προοπτικές της ελληνικής Μακεδονίας, ως τμήματος πλέον
της ελληνικής επικράτειας, υπήρξαν επί μήνες αντικείμενο έντονης δημόσιας
συζήτησης, με προτάσεις που κυμαίνονταν από την πανηγυρική προσάρτηση αλά
κρητικά ώς τη μετατροπή της Μακεδονίας σε «διαπαιδαγωγούμενο» προτεκτοράτο, με
δραστικό περιορισμό των ελευθεριών των κατοίκων του!
Η αντιπαράθεση αυτών των σχεδίων, καθένα από τα οποία είχε τους προπαγανδιστές
του και το λόμπι του στον κρατικό μηχανισμό, διεξήχθη στο Κοινοβούλιο και από
τις στήλες του τύπου. Τελικά, η κυβέρνηση Βενιζέλου πρόκρινε την «αφομοίωσιν
κατά στάδια» των επίμαχων επαρχιών.
Ξεχασμένη ολοκληρωτικά σήμερα από την ελληνική και ξένη ιστοριογραφία, η εν λόγω
συζήτηση παραμένει εξαιρετικά ενδιαφέρουσα, ως αποτύπωση της πραγματικότητας και
των διλημμάτων που αντιμετώπισαν οι αρχιτέκτονες της εθνικής ολοκλήρωσης.
Επιπλέον, επιτρέπει ν' αντιληφθούμε τους όρους κάτω από τους οποίους
συγκροτήθηκε το αίσθημα απειλής κι εθνικής ανασφάλειας που καθόρισε επί
δεκαετίες την κρατική πολιτική στη Βόρεια Ελλάδα, ακόμη κι όταν τα αντικειμενικά
δεδομένα είχαν πλέον τροποποιηθεί δραστικά.
Βαλής αλά ελληνικά
Η πρώτη διχογνωμία για τη διοίκηση της ελληνικής Μακεδονίας σημειώθηκε στη
διάρκεια του Α' Βαλκανικού Πολέμου. Επιθυμία του διαδόχου κι αρχιστρατήγου
Κωνσταντίνου ήταν η διοίκηση των απελευθερωμένων μακεδονικών επαρχιών ν'
αναληφθεί από το στρατό, μέσω ενός «Πολιτικού Γραφείου» του δικού του
επιτελείου.
Ο Βενιζέλος προτίμησε, αντίθετα, τη σύσταση Γενικής Διοίκησης ανεξάρτητης από τη
στρατιωτική ιεραρχία, μ' επικεφαλής τον υπουργό Δικαιοσύνης Κωνσταντίνο Ρακτιβάν.
Η επιλογή του αυτή προκάλεσε τη δυσφορία του βασιλιά Γεωργίου, που θεώρησε ότι
υφαρπάχθηκαν αρμοδιότητες από το στρατηλάτη γιο του, «εις ον τρόπον τινά ανήκεν
η όλη εξουσία επί της κατακτηθείσης χώρας» (Κ. Ρακτιβάν, «Εγγραφα και
σημειώσεις...», Θεσ/νίκη 1951, σ.16).
Ουσιαστικά, όπως επισημαίνει και ο επίσημος απολογισμός του υπουργείου
Εσωτερικών, «η Ελληνική πολιτεία κατέστησε, δυνάμεθα ειπείν, την Μακεδονίαν
αυτόνομον, όσον αφορά την προσωρινήν διοίκησιν αυτής» (Κ.Δ. Πολυχρονιάδης,
«Μελέτη περί της διοικήσεως των ανακτηθεισών χωρών της Μακεδονίας», Εν Αθήναις
1913, σ. 87). Οσο για την έννομη τάξη που επιβλήθηκε στη διάρκεια αυτής της
«αυτονομίας», αυτή -στα χαρτιά- αποτελούσε ένα κράμα του τότε ελληνικού και
οθωμανικού Δικαίου.
Σύμφωνα με το Ν. ΔΡΛΔ' της 1.3.1913 «περί διοικήσεως των στρατιωτικώς
κατεχομένων χωρών» (με αναδρομική ισχύ από την έναρξη του πολέμου), η εκδίκαση
των ποινικών αδικημάτων έπρεπε κατά κανόνα να γίνεται βάσει της ελληνικής
νομοθεσίας.
Οσον αφορά πάλι το αστικό, εμπορικό και διοικητικό Δίκαιο, διατηρήθηκε σε ισχύ η
προϋπάρχουσα οθωμανική νομοθεσία, «εξαιρέσει των διατάξεων των αντιτιθεμένων εις
τους ελληνικούς νόμους δημοσίας τάξεως», οπότε «τίθενται αυτοδικαίως εις
εφαρμογήν οι Ελληνικοί νόμοι» (§ 7). Ανάλογη ρύθμιση προβλεπόταν και «οσάκις
υπάρχει κώλυμα ανυπέρβλητον προς εφαρμογήν εγχωρίου τινός νόμου».
Τα οικογενειακά και κληρονομικά ζητήματα, τέλος, παρέμειναν «κατά το στάδιον της
στρατιωτικής κατοχής» στην αρμοδιότητα των «εκκλησιαστικών ή Ιερών Δικαστηρίων»
της κάθε «θρησκευτικής κοινότητος» (§ 11).
Αυτά όσον αφορά τη θεωρία. Γιατί, στην πράξη, η φυγή των περισσότερων από τους
παλιούς υπαλλήλους και η άγνοια του οθωμανικού Δικαίου από τους ελλαδίτες
αντικαταστάτες τους επέβαλαν πολύ διαφορετικές λύσεις.
Η ρύθμιση του Ν. ΔΡΛΔ' «κατ' ουσίαν παρέμεινεν ανεφάρμοστος» και στη θέση της «διεπλάσθη
νέον σύστημα διοικήσεως, του οποίου τα καθέκαστα δεν έχουσιν ορισθή, αφεθέντα,
ως επί το πλείστον, εις την ορθήν κρίσιν των διοικητικών υπαλλήλων» (Πολυχρονιάδης,
όπ.π., σ.97-8).
Αυτοί οι τελευταίοι προέρχονταν κυρίως από την Παλαιά Ελλάδα. Ο Ν. ΔΡΛΔ'
προέβλεπε τη στελέχωση των δημόσιων υπηρεσιών των Νέων Χωρών με αποσπάσεις
υπαλλήλων από τα αθηναϊκά υπουργεία (§ 4) και δυνατότητα διατήρησης των οθωμανών
συναδέλφων τους, ύστερα από «ένορκον βεβαίωσιν» της νομιμοφροσύνης τους προς το
νέο καθεστώς (§ 3). Στην πράξη, οι υπηρεσίες της Γ.Δ. Μακεδονίας συγκροτήθηκαν
από «ειδικούς υπαλλήλους μετακληθέντας σχεδόν πάντας εκ του και πριν ελευθέρου
Βασιλείου» (Πολυχρονιάδης, όπ.π., σ. 87).
«Ανώριμοι για εκλογές»
Βάσει του ίδιου νόμου, ο γενικός διοικητής είχε «άπασαν την διοικητικήν εξουσίαν,
πλην των αναγομένων εις τα έργα του Στρατού» (§ 2), «ευρυτάτας και κυριαρχικάς
δυνάμεθα ειπείν λειτουργίας, ας προφανώς ουδέποτε είχεν επί Τουρκοκρατίαν ο
βαλής» (Πολυχρονιάδης, όπ.π., σ. 92). Ανάλογες υπερεξουσίες χορηγήθηκαν επίσης
σε νομάρχες και επάρχους, οι αρμοδιότητες των οποίων δεν ορίστηκαν από καμιά
διάταξη αλλά σιωπηρά ταυτίστηκαν μ' εκείνες των οθωμανών βαλήδων και
μουτεσαρίφηδων (όπ.π., σ. 90).
Σε συνθήκες πολέμου και στρατιωτικής κατοχής θα ήταν προφανώς εξωπραγματικό να
περιμένει κανείς αντιπροσωπευτικότερες λειτουργίες. Το πρόβλημα εμφανίστηκε
αμέσως μετά, με την προσπάθεια μονιμοποίησης αυτού του έκτακτου καθεστώτος,
καθώς ένα μέρος της ανώτερης κρατικής γραφειοκρατίας είχε γλυκαθεί από την
εμπειρία μιας απεριόριστης διακριτικής ευχέρειας. Οι δε δικαιολογίες ήταν πολύ
εύκολο να βρεθούν.
Η πρώτη επίσημη διατύπωση της πρότασης για «ειδικό καθεστώς» της ελληνικής
Μακεδονίας έγινε από τον Κων/νο Πολυχρονιάδη, υφηγητή Δημοσίου Δικαίου στο
Πανεπιστήμιο Αθηνών, στον οποίο ο Ρακτιβάν είχε αναθέσει να μελετήσει τη
μελλοντική διοίκηση ολόκληρης της περιοχής.
Στην τελική εισήγησή του, που κατατέθηκε στις 7 Ιουλίου 1913 κι εκδόθηκε απ' το
Εθνικό Τυπογραφείο, υποστηρίζει ότι «η ύπαρξις ετεροεθνών πληθυσμών» και κυρίως
«η σημαντική, φυσική και αναπόδραστος διαφορά η υφισταμένη μεταξύ του Ελληνικού
στοιχείου της ανακτηθείσης χώρας και του πληθυσμού της λοιπής Ελλάδος» δεν
επέτρεπαν την πλήρη ενσωμάτωση της Μακεδονίας στην ελληνική έννομη τάξη: «Πρέπει
ν' αποφύγωμεν την καταρχήν επέκτασιν επί της ανακτηθείσης Μακεδονικής χώρας της
εν τη λοιπή Ελλάδι εν ισχύει διοικητικής νομοθεσίας. Εν Τάις ειρημέναις χώραις,
σύμφορος ήθελεν είσθαι η εισαγωγή συστήματος διοικητικού δυναμένου να
προσαρμοσθή προς τας ανάγκας των εν αυτή βιούντων πληθυσμών, λαμβανομένης υπ'
όψιν της συστάσεως, της ιστορίας και της αναπτύξεως τούτων» (σ. 108).
Κεντρική ιδέα της πρότασης ήταν η στέρηση των Μακεδόνων από κάθε εκλογικό
δικαίωμα, με πρόσχημα -τι άλλο;- την εθνική πολυμορφία τους:
«Προς καταπολέμησιν των εν ταις ανακτηθείσαις χώραις διαχωριστικών τάσεων (tendances
separatistes) μεταξύ του ελληνικού στοιχείου και των λοιπών εθνοτήτων»,
διαβάζουμε, «ενδείκνυται η συγκέντρωσις της διοικήσεως εις χείρας των οργάνων
της κεντρικής τοιαύτης, περιοριζομένης εις ελάχιστον, κατ' αρχάς τουλάχιστον,
της διοικήσεως δι' οργάνων προερχομένων εκ της ελευθέρας των πολιτών εκλογής»
(σ. 113). «Οφείλομεν να παρατηρήσωμεν ότι ο πληθυσμός της Μακεδονίας μακράν
απέχει του να ή ώριμος, κατά την γνώμην ημών, δι' οιασδήποτε εκλογάς. Οθεν
φρονούμεν ότι η ενέργεια πάσης εκλογής πρέπει ν' αναβληθή εφ' όσον είναι δυνατόν
επί μακρότερον χρόνον» (σ. 122).
Στόχος ήταν η καταπολέμηση «πάσης τυχόν υποστηριχθείσης ιδέας περί αναμίξεως εις
την διοίκησιν των ανακτηθεισών χωρών της Μακεδονίας, υπό ταύτην ή εκείνην την
μορφήν, οργάνων μελλόντων να εκπροσωπήσωσιν αμέσως ή εμμέσως τας διαφόρους εν
Μακεδονία εθνότητας» (σ. 113).
Χωρίς αντιπροσώπους στο ελληνικό Κοινοβούλιο, η ελληνική Μακεδονία θα
διοικούνταν από «Γενικό Επιθεωρητή» με υπερεξουσίες (σ. 117-9) κι εξίσου
παντοδύναμους διορισμένους νομάρχες (σ. 133). Οι κάτοικοί της θα εκπροσωπούνταν,
έμμεσα και φιλτραρισμένα, από ένα «συμβουλευτικό σώμα» απαρτιζόμενο από τους
(κάθε άλλο παρά αιρετούς) «αρχηγούς των διαφόρων θρησκευμάτων». Ακόμη κι αυτό θα
είχε, όμως, «απλώς συμβουλευτικήν ψήφον επί των υπό του Γενικού Επιθεωρητού
υποβαλλομένων ζητημάτων» (σ. 123).
Τα κατώτερα όργανα της διοίκησης θα προέρχονταν κι αυτά «ως επί το πλείστον, εκ
των υπαλλήλων του και πρότερον ελευθέρου Βασιλείου» (σ. 115). Οσο για τους
τοπικούς άρχοντες, που κατά το Σύνταγμα του 1911 ήταν υποχρεωτικά αιρετοί,
προτεινόταν η αποψίλωσή τους από κάθε «διαχείρισιν μείζονος εξουσίας», με
ανάθεση των σχετικών αρμοδιοτήτων στους ειρηνοδίκες ή σε «δημοτικούς συμβούλους
διοριζομένους απευθείας υπό της Κυβερνήσεως» (σ. 133-4).
Καθαρά αποικιακού χαρακτήρα, η πρόταση Πολυχρονιάδη δημοσιοποιήθηκε στη διάρκεια
του Β' Βαλκανικού Πολέμου κι έτσι πέρασε σχετικά απαρατήρητη. Φαίνεται, όμως,
ότι εξέφραζε πολύ περισσότερους από τον ίδιο το συντάκτη της.
Σε συνέντευξή του προς την εβραϊκή εφημερίδα της Θεσσαλονίκης «L' Independent»,
ο υπουργός Εσωτερικών Εμμανουήλ Ρέπουλης εξήγησε π.χ. ότι ο πρόσφατος νόμος ΔΝΖ'
περί αυτοδιοίκησης «επί του παρόντος θα εφαρμοσθή μόνον εις την Παλαιάν Ελλάδα».
Ταυτόχρονα διαβεβαίωσε πως «η Νέα Βουλή, εις την οποίαν θα συμμετάσχη η Νέα
Ελλάς, δεν θα αποφανθή περί του μεταβατικού ή οριστικού καθεστώτος, όπερ θα
εφαρμοσθή εις τας κατακτηθείσας χώρας». Απλώς «η Κυβέρνησις θα διαφωτίση την
Βουλήν διά λεπτομερούς και ακριβούς εκθέσεως» για τις προθέσεις της («Ακρόπολις»
14.8.1913).
«Η ελληνική Δοβρουτσά»
Η ουσιαστική δημόσια συζήτηση για το ζήτημα ξεκίνησε στα τέλη της χρονιάς,
αμέσως μετά την υπογραφή της Συνθήκης των Αθηνών.
Το διάλογο άνοιξε η φιλοκυβερνητική (κι εκσυγχρονιστική) «Εστία». Με κύριο άρθρο
της (3.11.1913) ενημέρωσε το κοινό ότι «την κυβέρνησιν απησχόλησε κατ' αυτάς το
ζήτημα της προσαρτήσεως των νέων επαρχιών».
Παρ' όλο που «αι σχετικαί σκέψεις δεν απεκρυσταλλώθησαν ακόμη εις απόφασιν»,
διαβάζουμε, «αν επικρατήση η γνώμη της αμέσου προσαρτήσεως», η διοίκηση των εν
λόγω περιοχών θα οργανωθεί «επί τη βάσει των εθνικών συμφερόντων, κατ' ευρείαν
ερμηνείαν των σχετικών Συνταγματικών διατάξεων» (κι όχι δηλαδή με κατά γράμμα
εφαρμογή τους).
Ως παράδειγμα, το ίδιο κύριο άρθρο επικαλείται το «Ρουμανικόν προηγούμενον, κατά
την προσάρτησιν της Δοβρουτσάς, ήτις δεν αφωμοιώθη, μολονότι αμέσως ήρχισε να
στρατηλογήται και να φορολογήται, ειμή μετά εικοσιπενταετίαν».
Την επομένη, η εφημερίδα έγινε πιο σαφής: «Αι ανακτηθείσαι χώραι δύνανται να
χωρισθούν εις δύο μεγάλας και γενικάς κατηγορίας: εις χώρας κατοικουμένας
αποκλειστικώς ή κατά μέγιστον μέρος υπό πληθυσμού Ελληνικού, ουδέποτε υπαχθέντος
εις τας ενεργείας των ξένων προπαγανδών, και εις χώρας οικουμένας παρά πληθυσμού
μικτού, φέροντος ακόμη πρόσφατα τα ίχνη της επιδράσεως ξένων ενεργειών. Τοιαύτη
δε είναι η Μακεδονία. Ο εν αυτή μουσουλμανικός, ισραηλιτικός και βουλγαρικός
πληθυσμός αποτελεί μεν βέβαια μειοψηφίαν, αλλ' είναι πάντως στοιχείον, η
αφομοίωσις του οποίου πρέπει να γίνη βαθμιαίως και επιστημονικώς.
»Είναι δε πασιφανές ότι θα απετέλει μέτρον ασύνετον και ολέθριον διά τα
συμφέροντα των εν λόγω μειοψηφιών η εις αυτάς ταχεία παροχή πασών των εν τη
λοιπή Ελλάδι υφισταμένων πολιτικών ελευθεριών άνευ της δεούσης αυτών
προπαρασκευής».
Το προτεινόμενο υπόδειγμα της Βόρειας Δοβρουτσάς, ρουμανικής επαρχίας από το
1878, ήταν εξαιρετικά εύγλωττο: Κατοικούμενη από 106.000 άτομα διαφόρων
εθνικοτήτων (Βουλγάρους, Τούρκους, Τατάρους, Ρώσους, Ελληνες, Ουκρανούς) και μια
μειοψηφία 51.000 Ρουμάνων, η περιοχή διοικήθηκε επί τρεις δεκαετίες βάσει ενός
«Οργανικού Νόμου» (1880) που μετέτρεπε τους κατοίκους της σε υπηκόους β'
διαλογής: χωρίς δικαίωμα ψήφου, δημόσιων συναθροίσεων ή αγοράς γης στην υπόλοιπη
Ρουμανία, ενώ η ίδια η Δοβρουτσά μετατράπηκε σε πεδίο εντατικού εποικισμού χάρη
σ' έναν αγροτικό νόμο με τον οποίο το 1/3 της καλλιεργήσιμης γης πέρασε στα
χέρια του Δημοσίου (1882). Πρώτη φορά οι κάτοικοι της περιοχής ψήφισαν μόλις το
1912.
Σε επόμενα άρθρα της «Εστίας», ένα δεύτερο πρότυπο κάνει την εμφάνισή του: «Η
Σερβία δεν αφωμοίωσε τας προσαρτηθείσας νέας χώρας. Τουναντίον παρέσχεν εις
αυτάς Σύνταγμα περιορίζον την ελευθερίαν των συγκεντρώσεων, επιβάλλον
διοικητικήν λογοκρισίαν εις τας τοπικάς εφημερίδας, θέτον την εκπαίδευσιν υπό
ειδικήν επιτήρησιν, μη παρέχον το δικαίωμα του εκλεξίμου εις τους εγχωρίους,
προπαντός δε παρέχον εις την αστυνομίαν ειδικά δικαιώματα» (14.12.1913).
Παρά τις διαφορές μεταξύ σερβικής κι ελληνικής Μακεδονίας, η εφημερίδα δεν
τσιγκουνεύεται τις προτροπές να «τραπώμεν εις τα συμμαχικά διδάγματα» (18, 19 &
20.12.1913).
Από τις εφημερίδες των ημερών, η πατρότητα των παραπάνω άρθρων αποδόθηκε στον
ίδιο τον υπουργό Εσωτερικών (κι από το Σεπτέμβριο του 1913 Γενικό Διοικητή
Μακεδονίας). Γεγονός είναι επίσης ότι το βασικό κορμό των παραπάνω απόψεων
υποστήριξε ο Ρέπουλης και σε μεταγενέστερη συζήτηση στη Βουλή.
Ποια ήταν, όμως, τα πραγματικά αίτια μιας τόσο αντιδημοκρατικής πρότασης; Η
ανασφάλεια των κυβερνώντων μπροστά στη ριζική ανατροπή των συσχετισμών της
ελληνικής πολιτικής ζωής, μετά το διπλασιασμό της χώρας σε έκταση και πληθυσμό,
παρέχει μια πρώτη ερμηνεία. Στο ημερολόγιό του, ο Φίλιππος Δραγούμης αποδίδει
π.χ. το όλο σχέδιο αποκλειστικά και μόνο στον μικροκομματισμό του Βενιζέλου:
«Δεν υπάρχει αμφιβολία πως με το Ρέπουλη κάνουν ό,τι μπορούν για να μη γίνουν
εκλογές γρήγορα. Κι αν δεν τις ενεργούσαν ποτέ θα τους ήταν ακόμη πιο ευχάριστο»
(σ. 408). Ο ίδιος μας πληροφορεί μάλιστα πως, από τα Χριστούγεννα και μετά, «ο
Ρέπουλης απαγόρεψε τη δημοσίευση» άρθρων των αντιπάλων του για το ζήτημα (σ.
409).
Εξίσου σημαντική υπήρξε πιθανότατα η επιρροή των κοινωνικών ομάδων, τα
συμφέροντα των οποίων εξυπηρετούσε η διαιώνιση του «ειδικού καθεστώτος» που
οικοδομήθηκε στη διάρκεια των βαλκανικών πολέμων.
Εκτός από τα στελέχη της δημόσιας διοίκησης, που για ευνόητους λόγους
προτιμούσαν έναν ημιαποικιακό μηχανισμό με απεριόριστη διακριτική ευχέρεια, στη
μακεδονική ενδοχώρα είχε ήδη εγκατασταθεί ένας ετερόκλητος κόσμος νοτιοελλαδιτών:
ενοικιαστές φόρων και τσιφλικιών, εμπορευόμενοι και δικηγόροι, διορισμένοι
κοινοτάρχες, κυρίως όμως «διαμεσολαβητές» κάθε λογής ανάμεσα στις κρατικές
υπηρεσίες και τον πληθυσμό. Οσο καθυστερούσε η εξομοίωση της περιοχής με την
υπόλοιπη Ελλάδα, τόσο λαμπρότερο προδιαγραφόταν το μέλλον γι' αυτούς τους
«ενδιάμεσους» και τα πολιτικά, οικονομικά ή υπηρεσιακά δίκτυα που τους
υπέθαλπαν.
«Διοίκησις εξαιρετική»
Οπως ήταν αναμενόμενο, η ημιεπίσημη ζύμωση διά της «Εστίας» προκάλεσε θύελλα
διαμαρτυριών.
«Δίδεται συμβουλή όπως η Ελλάς υστερήση και της Βουλγαρίας και της Τουρκίας εις
την νέαν εκπολιτιστική της εμφάνισιν;», αναρωτιέται π.χ. ο κύπριος βουλευτής Ε.
Χατζηιωάννου στη «Νέα Ελλάδα» (14.12), ενώ η «Νέα Ημέρα» επισημαίνει πως «δεν
είναι δυνατόν να μη δοθούν πολιτικαί ελευθερίαι εις πληθυσμούς, οίτινες και υπό
το προηγούμενον ακόμη καθεστώς είχον αντιπροσώπους εν άλλη Βουλή» (5.11).
Από κοντά κι η «Αθήναι», με την πρωτοσέλιδη απορία της: «Πρόκειται περί
αποικιών;» (18.12).
Πρώην βουλευτής στο Οθωμανικό Κοινοβούλιο, ο μεγαλοκτηματίας Γεώργιος Μπούσιος
υπεραμύνθηκε της «αμέσου πολιτειακής αφομοιώσεως» σε σειρά άρθρων του στην
«Ακρόπολη» (19-28.12), θυμίζοντας ότι «αι νέαι ελληνικαί χώραι επεριφρόνησαν την
δελεαστικήν ιδέαν αυτονομίας, διά να επιτύχουν την μετά του Βασιλείου ένωσίν
τους» -κι όχι για να αντιμετωπίζονται «ως είδος τσιφλικίων ή αποικιών».
Εξίσου δηκτικός υπήρξε και ο προκάτοχος του Ρέπουλη στο αξίωμα του Γενικού
Διοικητή Στέφανος Δραγούμης: «Την Μακεδονίαν», τονίζει σε άρθρο του στο «Εμπρός»
(5.11), «δεν επότισε το ευγενές αίμα του πανελληνίου στρατού, όπως διακριθή από
των άλλων ανακτηθεισών χωρών και οιωνεί τις αποικιακή παραφυάς προσκολληθή εις
το Ελληνικόν Βασίλειον». Εισηγούμενοι «είδος τι πουργατορίου Μακεδόνων»,
καταγγέλλει, οι κυβερνώντες γεννούν «μακεδονικόν ζήτημα νέον», υπονομεύοντας τις
διακηρύξεις περί ελληνικότητας της Μακεδονίας και «πλάθοντας έδαφος» γι'
αυτονομιστικά αιτήματα (21 & 23.12).
Δεν έλειψαν, τέλος, οι υποστηρικτές μιας «μέσης λύσεως»: η «Ακρόπολις» π.χ.
προτείνει (6.11) «να συμμετάσχουν οι πληθυσμοί ούτοι εις το Ελληνικόν
κοινοβούλιον εκλέγοντες τους αντιπροσώπους των, αλλ' η διοίκησις επί τινα έτη να
μείνη εξαιρετική».
Μια τέτοια μέση λύση θα προκρίνει, τελικά, και ο ίδιος ο Βενιζέλος: «Αι βλέψεις
ημών διχάζονται», παραδέχεται σε συνέντευξή του προς τη ρουμάνικη Epocul. «Οι
μεν πιστεύουν ότι δεν θα είναι συμφέρον να παραχωρήσωμεν αμέσως τα πολιτικά
δικαιώματα, και προς υποστήριξην του θέματος αυτού φέρουν ως παράδειγμα την
Δόβρουτσαν της Ρουμανίας. Εγώ δεν είμαι αυτής της γνώμης. [...]. Δεν βλέπω ουδέν
άτοπον εάν παραχωρήσωμεν από τούδε τα δικαιώματα εις τον λαόν αυτόν και τον
αφίσωμεν να έχη τους αντιπροσώπους του εν τη Βουλή».
Ομως, «θα ήτο ίσως ωφέλιμον να μη παραχωρήσωμεν άπαντα τα δικαιώματα και νόμοι
τινές εφαρμόσιμοι εις τας επαρχίας εκείνας να έχωσι ειδικόν χαρακτήρα, ως π.χ. ο
αφορών το δημοτικόν σύστημα».
Οι οριστικές αποφάσεις του πρωθυπουργού ανακοινώθηκαν στις 22 Δεκεμβρίου, κατά
την κοινοβουλευτική συζήτηση για την επιβολή στις «Νέες Χώρες» (και μόνο σ'
αυτές) μιας ενισχυμένης εκδοχής του νόμου ΤΟΔ' «περί καταδιώξεως της ληστείας»,
με την οποία επιτρεπόταν η οικογενειακή εκτόπιση κάθε «υπόπτου εις την
ασφάλειαν».
Οταν ο κορίνθιος βουλευτής Π. Αραβαντινός επισήμανε πως η ελληνική
αυτοδιοικητική νομοθεσία «παρέχει, βεβαίως, πολλήν εξουσίαν εις τους πληθυσμούς
εκείνους, ενώ διά του υπάρχοντος νομοσχεδίου ζητούμεν εξουσίαν ώστε να τοις
καταστήσωμεν όσον ένεστι σεβαστήν την έννοιαν του Κράτους και της Ελληνικής
πατρίδος», ο Βενιζέλος θα τον καθησυχάσει: «Οταν εισαχθή το σχετικόν νομοσχέδιον
θα εκθέσωμεν την γνώμην ημών».
Δεν βιαζόταν: οι πρώτες τοπικές εκλογές στην ελληνική Μακεδονία έγιναν το 1925.
Ακόμη και τότε δε, το αποτέλεσμά τους (εκλογή του υποψηφίου του ΚΚΕ ως δημάρχου
Θεσσαλονίκης) πυροδότησε διατεταγμένα εθνικιστικά συλλαλητήρια και την επιβολή
δικτατορίας απ' το στρατηγό Πάγκαλο. Ο εθνικός και κοινωνικός «εσωτερικός
εχθρός» ήταν πάντα παρών...
Η επικίνδυνη αυτοδιοίκηση
Τελικό προϊόν της δημόσιας αντιπαράθεσης του 1913 υπήρξε, όπως είδαμε, ο
αποκλεισμός της ελληνικής Μακεδονίας από τους αυτοδιοικητικούς θεσμούς που
λειτουργούσαν στην υπόλοιπη Ελλάδα. Για κάμποσα χρόνια θα παραμείνουν έτσι σε
λειτουργία οι κοινότητες της οθωμανικής περιόδου, με επικεφαλής ένα μουχτάρη ανά
θρησκευτική ομάδα.
Ενώ, όμως, επί τουρκοκρατίας οι μουχτάρηδες εκλέγονταν άμεσα απ' τους κατοίκους,
επί ελληνικού βασιλείου διορίζονταν από τους νομάρχες. Με διορισμό καλύφθηκαν
και τα κενά στους (λιγοστούς) δήμους, όπου διατηρήθηκαν τα προϋπάρχοντα δημοτικά
συμβούλια. Το 1920, από τους 17 συμβούλους της Θεσσαλονίκης οι 11 ήταν πια
διορισμένοι.
Η αφομοίωση δρομολογήθηκε τυπικά με το Ν. 1051 του 1917 «περί συστάσεως δήμων
και κοινοτήτων εν ταις Νέαις Χώραις», η δημιουργία όμως των τελευταίων δεν
σήμανε αυτόματα κι εκλογή των τοπικών αρχόντων από τους πολίτες. Οπως διαβάζουμε
σε έκθεση του νομάρχη Πέλλας, «η διοργάνωσις των κοινοτήτων ανετέθη εις τας
διοικητικάς αρχάς, υπό τον έλεγχον των οποίων ετέθησαν και αι πράξεις αυτών
μέχρι της τελείας χειραφετήσεώς των» (ΕΛΙΑ-Αρχείο Γ. Μπούσιου, φ.2, Εμμ.
Κωνσταντίνου προς Υπ. Εσωτερικών, Εν Εδέσση 11.12.1921, αρ.7566).
Η μόνη ψηφοφορία που επιτράπηκε ήταν η εκλογή τριμελών επιτροπών ανά χωριό
(1919), με αποκλειστική αρμοδιότητα την επίβλεψη της διανομής τροφίμων. Η
πανωλεθρία των εκλεκτών της Διοίκησης σ' αυτό το πρώτο πείραμα φαίνεται πως
οδήγησε στην αναβολή κάθε άλλης εκλογικής διαδικασίας, αν και σε ορισμένες
περιοχές (π.χ. επαρχία Καστοριάς) φαίνεται πως οι επιτροπές αυτές αντικατέστησαν
de facto τα διορισμένα κοινοτικά συμβούλια. Οι πρώτες τοπικές εκλογές θα γίνουν
το 1925, μετά την ανταλλαγή των πληθυσμών.
**Για την αντίθεση του «βαθέως κράτους» στη δημοκρατική αρχή, με επίκληση της
γνωστής εθνικόφρονος κινδυνολογίας, αποκαλυπτική είναι η υπηρεσιακή αλληλογραφία
της εποχής. «Εάν επρόκειτο και εν Μακεδονία περί καθαρώς ελληνικού στοιχείου»,
υποστηρίζει π.χ. ο γραμματέας του ΥΠΕΞ στη Γενική Διοίκηση Μακεδονίας Πέτρος
Λεκκός (31.3.1923), «η εφαρμογή συστήματος αυτοδιοικήσεως, και εν αποτυχία ακόμη
αυτού, δεν θα έβλαπτεν ουσιωδώς από εθνολογικής απόψεως και συνεπώς και
κρατικής. Το πολύ θα καταναλίσκοντο φωνασκίαι και συγκρούσεις αντιλήψεων
κοινωνικών τάξεων. Προκειμένου όμως περί της γνωστής υμίν εθνολογικής
πανσπερμίας εν Μακεδονία, ένθα αντιπροσωπεύονται όλαι αι εθνότητες της
Βαλκανικής με την εθνικιστικήν των ζωτικότητα και τάσιν, το εν λόγω σύστημα
εμβάλλει αδιστάκτως εις σκέψεις κατά πόσον τυγχάνει εφαρμόσιμον και κατά πόσον
μας συμφέρει και εθνικώς και κρατικώς».
**Ακόμη σαφέστερος είναι ο (ντόπιος και πρώην μακεδονομάχος) νομάρχης Πέλλας
Εμμανουήλ Κωνσταντίνου: «Ο θεσμός των δήμων και κοινοτήτων», γράφει στις
11.12.1921, «ανεφάρμοστος κατ' αρχήν και ασύμφορος από εθνικής απόψεως εν Τάις
Νέαις Χώραις, ως παρέχων αυτοδιοίκησιν εις πληθυσμούς αλλογενείς (βουλγαροφώνους
και βουλγαρόφρονας, Ρουμανίζοντας και Μουσουλμάνους, οίτινες επικρατούσιν εις
πλείστα διαμερίσματα εν Μακεδονία) δεν απέδωκε τα προσδοκώμενα αποτελέσματα»
-ιδίως «εις την ύπαιθρον χώραν, όπου ο πληθυσμός είναι ξενόγλωσσος, εν πολλοίς
αλλόθρησκος και αλλογενής, ελλείπει δε η μόρφωσις και επικρατεί η άγνοια της
Ελληνικής γλώσσης».
**Μια διαφορετική πτυχή του προβλήματος αποτυπώνεται, ωστόσο, στους
προβληματισμούς του βενιζελικού διοικητή Δυτ. Μακεδονίας Ιωάννη Ηλιάκη: «Να
αφήσωμεν την διοίκησιν των κοινοτήτων εις τους κατά χωρία ολίγους Έλληνας είναι
ολέθριον», διαβάζουμε σε αναφορά του προς το ΥΠΕΞ (13.5.1919). «Οι Ελληνες ούτοι,
ιδία οι δράσαντες εις τα Ελληνικά κομιτάτα, κατά μεγίστην πλειοψηφίαν είναι
αληθώς τύραννοι του λαού και άτιμοι εκμεταλλευταί των προς την Πατρίδα κατά το
πρώην καθεστώς υπηρεσιών των. Αυτοί είναι προ πάντων εκείνοι οι οποίοι
εμποδίζουν την αφομοίωσιν του εδώ πληθυσμού, λόγω της τυραννικής των διαγωγής.
[...] Οι διεστραμμένην την αντίληψιν Ελληνες είναι εκείνοι οι οποίοι με κάνουν
να ταχθώ υπέρ της αυτοδιοικήσεως των χωρίων, διά να δώσωμεν εις τον εδώ λαόν την
ελευθερίαν, ήτις είναι το πρώτιστον βήμα προς επιτυχίαν της αφομοιώσεως. Αλλά
και η σύστασις του εδώ πληθυσμού είναι τοιαύτη, ώστε καθίσταταί τις διστακτικός,
αν η ελευθερία αύτη εξυπηρετεί τα εθνικά συμφέροντα. Αλλά μεταξύ δύο κακών, της
διοικήσεως τουτέστιν των κοινοτήτων διά των ακραιφνών Ελλήνων -των τυράννων
Ελλήνων- και της αυτοδιοικήσεως, το δεύτερον είναι το ολιγώτερον κακόν, το
οποίον χρηστή και προσεκτική διοίκησις είναι δυνατόν να περιορίζη και να
μεταβάλη διά της ευστροφίας της εις καλόν».
ΔΙΑΒΑΣΤΕ
Κ. Δ. Πολυχρονιάδης, «Μελέτη περί της
διοικήσεως των ανακτηθεισών χωρών της Μακεδονίας» (Εθνικόν Τυπογραφείον, Εν
Αθήναις 1913). Η επίσημη εισήγηση του υπουργείου Εσωτερικών για τη μετατροπή της
ελληνικής Μακεδονίας σε εσωτερικό «προτεκτοράτο» χωρίς πολιτικά δικαιώματα.
Γνάσιος Μακεδνός, «Η μετά την νίκην Ελλάς» (Τυπογραφείον Π. Λεωνή, Εν
Αθήναις 1914). Συλλογή άρθρων του Στέφανου Δραγούμη εστιασμένων στην αντίκρουση
των παραπάνω εισηγήσεων.
Κων/νος Ρακτιβάν, «Εγγραφα και σημειώσεις εκ της πρώτης ελληνικής διοικήσεως
της Μακεδονίας (1912-1913)» (Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών, Θεσ/νίκη 1951).
Απομνημονεύματα του πρώτου Γενικού Διοικητή Μακεδονίας και συλλογή σχετικών
εγγράφων. Περιλαμβάνονται τα ακριβή αποτελέσματα της πρώτης απογραφής πληθυσμού
της συμπρωτεύουσας από την ελληνική διοίκηση (28.4.1913).
Φίλιππος Δραγούμης, «Ημερολόγιο. Βαλκανικοί πόλεμοι 1912-1913» (εκδ.
Δωδώνη, Αθήνα - Γιάννινα 1988). Γλαφυρή -και συχνά ξεκαρδιστική- αποτύπωση της
στάσης των εθνικοφρόνων της εποχής απέναντι στη «μειοδοτική» πολιτική του
Βενιζέλου. Λακωνική αναφορά στη δημόσια συζήτηση του 1913 περί «αφομοίωσης».
Τάσος Κωστόπουλος, «Ετερογλωσσία και αφομοιωτικοί σχεδιασμοί: η περίπτωση της
ελληνικής Μακεδονίας μετά την απελευθέρωση (1912-1923)» (περ. «Τα Ιστορικά»,
τχ. 36 [6.2002], σ.75-128). Τα πρώτα βήματα της εξόρμησης για το γλωσσικό κι
εθνικό «εξελληνισμό της Μακεδονίας», όπως αποτυπώνονται σε υπηρεσιακές εκθέσεις
της εποχής. Σε παράρτημα, υπολογισμός του μεγέθους των γλωσσοπολιτισμικών ομάδων
της ελληνικής Μακεδονίας την ίδια περίοδο.
Ιστορική και Εθνολογική Εταιρεία της Ελλάδος, «Βαλκανικοί πόλεμοι 1912-1913.
Ελληνική λαϊκή εικονογραφία» (Αθήνα 1999). Το λεύκωμα απ' το οποίο έχει
αντληθεί η εικονογράφηση του σημερινού "Ιού".
Ελευθεροτυπία, 27/10/2007