Η ΑΘΗΝΑ ΔΙΑΓΡΑΦΕΙ ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ ΤΗΣ
 

Ο δήμος είχε τη δική του αμνησία

 

Το σπίτι της Λέλας Καραγιάννη ρημάζει κι ο δρόμος όπου μαρτύρησε η Ηλέκτρα Αποστόλου δεν πρόκειται, απ' ό,τι φαίνεται, να πάρει το όνομά της. Καταδικάζοντας στη λήθη τις δύο ηρωίδες, η αδιαφορία των αρμοδίων τις φέρνει για πρώτη φορά τόσο κοντά.
 

Η πρώτη είδηση πέρασε στα ψιλά δύο-τριών εφημερίδων τον περασμένο Ιούλιο: οι διαμερισματικοί σύμβουλοι της παράταξης του Νικήτα Κακλαμάνη «Αθήνα, πόλη της ζωής μας», στο 6ο διαμέρισμα της Αθήνας απέρριψαν την πρόταση της «Ανοιχτής Πόλης» να μετονομαστεί η οδός Ελπίδος, ένας μικρός δρόμος στην περιοχή της πλατείας Βικτωρίας, σε οδό Ηλέκτρας Αποστόλου. 

* Στο δρόμο αυτό, και συγκεκριμένα στον αριθμό 3 και στο ξενοδοχείο «Κρυστάλ», όπου την εποχή της Κατοχής στεγαζόταν η Ειδική Ασφάλεια, βασανίστηκε και δολοφονήθηκε η ηρωίδα της Αντίστασης και στέλεχος του ΚΚΕ Ηλέκτρα Αποστόλου.

* Η δεύτερη είδηση αφορά μία άλλη σημαντική αγωνίστρια της Κατοχής, τη Λέλα Καραγιάννη, η οποία εκτελέστηκε από τους Γερμανούς στις 8 Σεπτεμβρίου του 1944 στο Χαϊδάρι. 

Με πρωτοβουλία και πάλι της «Ανοιχτής Πόλης» του 6ου διαμερίσματος διοργανώθηκε, στις αρχές του περασμένου Οκτωβρίου, εκδήλωση μπροστά στο σπίτι της Λέλας Καραγιάννη (Λέλας Καραγιάννη 1, περιοχή πλατείας Αμερικής), ένα κτίριο που έχει αφεθεί στην τύχη του από το Δήμο Αθηναίων, στον οποίο ανήκει, με αποτέλεσμα να κινδυνεύει να καταρρεύσει. Στόχος της συγκέντρωσης η απότιση φόρου τιμής στην ηρωίδα και, κυρίως, η άσκηση πίεσης στους αρμόδιους του δήμου να ξεκινήσουν επιτέλους τις εργασίες σωτηρίας του κτιρίου. «Η ιστορική μνήμη δεν απαξιώνεται. Ανάπλαση τώρα!», αναγραφόταν στο πανό που η «Ανοιχτή Πόλη» κρέμασε στα κάγκελα του εγκαταλειμμένου σπιτιού. Στην εκδήλωση συμμετείχαν ο Μανώλης Γλέζος, καθώς και οι βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ Αννα Φιλίνη και Περικλής Κοροβέσης. 

Επιλεκτική μνήμη

Με μια πρώτη ματιά χωρίς ιδιαίτερο ενδιαφέρον, οι δύο «ταπεινές» ειδήσεις θέτουν καίρια όσο και αποσιωπημένα ζητήματα που σχετίζονται με τη συγκρότηση και τη συνεχή αναδιαπράγμευση της συλλογικής μνήμης, καθώς και με τη διαχείριση των σημείων εκείνων της πόλης που επιλέγονται ως σημαίνοντα ίχνη του παρελθόντος. 

Ας δούμε από κοντά τις δύο περιπτώσεις: τον Ιούλιο, στην επέτειο του μαρτυρικού θανάτου της Ηλέκτρας Αποστόλου, η «Ανοιχτή Πόλη» του 6ου διαμερίσματος πρότεινε τη μετονομασία της οδού Ελπίδος σε «Ηλέκτρας Αποστόλου», καθώς και την τοποθέτηση αναμνηστικής επιγραφής στο σημείο όπου την εποχή της Κατοχής στεγαζόταν η Ειδική Ασφάλεια. 

Την πρόταση στήριξαν με παρεμβάσεις τους στο διαμερισματικό συμβούλιο ο Μανώλης Γλέζος και η Ελλη Μητροπούλου, παλιά κρατούμενη της Ειδικής Ασφάλειας. Η αντιπολίτευση επικρότησε την πρόταση, η οποία, ωστόσο, συνάντησε την άρνηση της παράταξης του Νικήτα Κακλαμάνη. 

Δύο υπήρξαν τα βασικά επιχειρήματα της πλειοψηφούσας δημοτικής παράταξης: σύμφωνα με το πρώτο, οι μετονομασίες ταλαιπωρούν τους πολίτες, εξοικειωμένους από χρόνια με ένα συγκεκριμένο όνομα για κάθε δρόμο. Σωστό κατά βάση το επιχείρημα, λειτούργησε εν προκειμένω προσχηματικά: Μικρή η οδός Ελπίδος, ελάχιστη και η αναστάτωση που θα προκαλούσε η μετονομασία της. 

Ούτως ή άλλως, η απέχθεια της παράταξης του κυρίου Κακλαμάνη για τις μετονομασίες αποδεικνύεται άκρως επιλεκτική: Μετονομάζοντας τον περασμένο μήνα την πλατεία Λυκαβηττού στο Κολωνάκι σε πλατεία «Αθανασίου Τσαλδάρη», ο δήμαρχος τόνισε ότι «υποχρέωσή μας είναι η διαφύλαξη στη συλλογική μνήμη πολιτικών προσώπων και δράσεων που καθόρισαν την πορεία της δημοκρατίας». «Για όσους τον γνωρίσαμε, είναι αυτονόητη υποχρέωσή μας η απότιση τιμής σε έναν ευπατρίδη της πολιτικής, σε ένα σταθερό σημείο για τη δημοκρατία μας», υπογράμμισε ο Νικήτας Κακλαμάνης, υποδεικνύοντας, εμμέσως πλην σαφώς, ότι στις αρμοδιότητες της πλειοψηφούσας παράταξης του δήμου ανήκει και το ξεδιάλεγμα των ονομάτων που η πόλη οφείλει να περιλάβει στον κατάλογο των αξιομνημόνευτων ιστορικών προσώπων. 

Λίγες ημέρες αργότερα, μια ακόμη σχετική πρωτοβουλία του δημάρχου ερχόταν να αναμοχλεύσει μια τραυματική εμπειρία της πρόσφατης «συλλογικής μνήμης»: το δώρο του δημάρχου Αθηναίων στο νέο χρηματιστήριο είναι η μετονομασία της οδού που περνά δίπλα, σε «οδό Χρηματιστηρίου», μας πληροφορούσε το δελτίο ειδήσεων της ΝΕΤ με την ευκαιρία των εγκαινίων του νέου χρηματιστηρίου (1.11). 

Εξίσου, κατά τη γνώμη μας, προσχηματική ήταν και η δεύτερη ένσταση της πλειοψηφούσας παράταξης για τη μετονομασία της οδού Ελπίδος. Αφορούσε το γεγονός ότι στην Ειδική Ασφάλεια μαρτύρησαν και άλλοι πολλοί αντιστασιακοί, οι οποίοι καταδικάζονται στην αφάνεια, αν το όνομα του δρόμου μονοπωληθεί από την Ηλέκτρα Αποστόλου. 

Σε ό,τι αφορά το ζήτημα αυτό, μας εξηγεί η Μαρίνα Βήχου, διαμερισματική σύμβουλος της «Ανοιχτής Πόλης», έγινε σαφές ότι στο σημείο που βρισκόταν η Ειδική Ασφάλεια μπορεί να τοποθετηθεί επιγραφή, η οποία θα αναφέρεται σε όλους εκείνους και όλες εκείνες που την εποχή της Κατοχής μαρτύρησαν στην οδό Ελπίδος. 

Την πρόταση της «Ανοιχτής Πόλης» υποστήριξαν, όπως ήδη σημειώθηκε, και οι άλλες δύο παρατάξεις της αντιπολίτευσης: «Είναι γενικά σωστό να μη γίνονται μετονομασίες παρά μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις», υπογραμμίζει η Βέρα Καραγιάννη, διαμερισματική σύμβουλος της «Συμπαράταξης για την Αθήνα», η οποία μάλιστα πρότεινε να γίνει μουσείο της Εθνικής Αντίστασης το σημείο όπου βρισκόταν η Ειδική Ασφάλεια. 

«Αλλά, όπως βλέπουμε, η πλειοψηφία του δήμου αντιδρά, όταν η μετονομασία αφορά κάποια προσωπικότητα προερχόμενη από την αριστερά. Είναι ανεπίτρεπτο να είναι σήμερα μπαρ το μέρος όπου βασανίστηκαν εκατοντάδες αγωνιστές. Η ιστορία έχει παρελθόν, παρόν και μέλλον που συνδέονται άρρηκτα». «Θα έπρεπε να έχει προχωρήσει η μετονομασία», σημειώνει από την πλευρά του ο Σπύρος Φράγκος, σύμβουλος της παράταξης «Η Αθήνα Αλλάζει». 

«Η Ηλέκτρα Αποστόλου υπήρξε μια μεγάλη αγωνίστρια που είχε το σθένος να μην προδώσει τους συντρόφους της και να δηλώσει Ελληνίδα την ώρα που υφίστατο τα πιο φρικτά βασανιστήρια. Θεώρησα αστεία τα επιχειρήματα της συμπολίτευσης του δήμου». 

Ούτως εχόντων των πραγμάτων, επιδιώξαμε να έχουμε την άποψη του δημάρχου Αθηναίων για την υπόθεση της οδού Ελπίδος. Υστερα από πολυήμερη προσπάθεια, πληροφορηθήκαμε εντέλει από το γραφείο Τύπου του δήμου ότι ο κύριος Κακλαμάνης «είναι θετικότατος στη μετονομασία», αλλά ότι «το θέμα δεν έχει ακόμη έρθει στο δημοτικό συμβούλιο. Οταν έρθει, ο δήμαρχος θα το προχωρήσει οπωσδήποτε». Αν καταλαβαίνουμε καλά, ο δήμαρχος αδειάζει κανονικότατα τους διαμερισματικούς συμβούλους του, δεν προτίθεται, ωστόσο, να πάρει κάποια πρωτοβουλία που να ακυρώνει ή να υπερβαίνει την απόφαση που οι εκπρόσωποι της παράταξής του επέβαλαν στο επίπεδο του διαμερίσματος. 

Η δεύτερη περίπτωση, εκείνη του σπιτιού της Λέλας Καραγιάννη, δεν σχετίζεται προφανώς με τις ιδεολογικές αγκυλώσεις της πλειοψηφίας του δήμου και παραπέμπει περισσότερο στις αδράνειες των αρμόδιων υπηρεσιών. Και έτσι, ωστόσο, προδίδει ιεραρχήσεις για τις οποίες η παράταξη που ελέγχει το δήμο δεν μπορεί να νιώθει ιδιαίτερα περήφανη. 

Εγκατάλειψη

Το μεσοπολεμικό αυτό σπίτι, ένας τόπος φορτωμένος κατοχικές μνήμες, ρημάζει εδώ και χρόνια, καθώς τα έργα αποκατάστασής του καθυστερούν ανεπίτρεπτα. (Βλ., σχετικά, το κείμενο της Χαράς Τζαναβάρα, «Ε», 4.10.) 

Η διώροφη κατοικία κηρύχτηκε διατηρητέα το 1995 («χρήζει ειδικής κρατικής προστασίας», αναφέρεται στη σχετική απόφαση) και αγοράστηκε από το Δήμο δύο χρόνια αργότερα. 

Εκτοτε αφέθηκε στην τύχη της, καθώς οι μελέτες για τη συντήρησή της είτε δεν έχουν ακόμη ολοκληρωθεί είτε δεν έχουν εγκριθεί από τις αρμόδιες υπηρεσίες. Σε πρόσφατες δηλώσεις τους, ο μεν δήμαρχος υπογράμμισε ότι ο δήμος έχει ήδη εκπονήσει δύο σχετικές μελέτες, ο δε αντιδήμαρχος Χρόνης Ακριτίδης υποστήριξε ότι ο δήμος περιμένει την σχετική άδεια από το υπουργείο Πολιτισμού για να ξεκινήσει τις εργασίες της αποκατάστασης («Καθημερινή», 27.10). 

Ανοιχτή παραμένει η χρήση του σπιτιού της Λέλας Καραγιάννη μετά την αποπεράτωση των εργασιών αυτών. Κατά καιρούς έχει ακουστεί ότι το κτίριο προορίζεται για το Αρχείο του Δήμου, για Μουσείο της Ελληνικής Γελοιογραφίας ή για Σπίτι του Ποιητή. «Θα μπορούσε να γίνει ένα Πολιτιστικό Κέντρο για τη Νεολαία», προτείνει η διαμερισματική σύμβουλος Βέρα Καραγιάννη, ενώ ο συνάδελφός της Σπύρος Φράγκος θεωρεί ότι προέχει η αναπαλαίωση του κτιρίου, η εγκατάλειψη του οποίου ανήκει στην αποκλειστική ευθύνη του δήμου. 

Σε μια δεύτερη φάση, ο δήμος μπορεί να αποφασίσει να στεγάσει εκεί το αρχείο του, μια ιστορική βιβλιοθήκη ή ένα μουσείο της Εθνικής Αντίστασης. Από την πλευρά της, η «Ανοιχτή Πόλη» θεωρεί ότι η σύγχρονη χρήση του σπιτιού της Λέλας Καραγιάννη πρέπει να σχετίζεται με την Εθνική Αντίσταση. «Μια ιδέα θα ήταν να αξιοποιηθεί σαν μουσείο αφιερωμένο στη γυναικεία αντιστασιακή δράση», σημειώνει σχετικά η Μαρίνα Βήχου. «Με την πρότασή μας να μετονομαστεί η οδός Ελπίδος σε Ηλέκτρας Αποστόλου και με την κινητοποίησή μας για τη σωτηρία του σπιτιού της Λέλας Καραγιάννη θελήσαμε να προβάλουμε το ρόλο δύο πολύ σημαντικών αγωνιστριών. Η αντίσταση δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται με παρωπίδες».

Στο ίδιο μήκος κύματος κινήθηκε και η αντίδραση του Μανώλη Γλέζου, όταν του ζητήσαμε να σχολιάσει το γεγονός ότι συντάχθηκε ανεπιφύλακτα και με τις δύο προτάσεις. Σύσσωμος ο ελληνικός λαός αντιστάθηκε στους εισβολείς κατακτητές στο έπος του 1940-'41, στη Μάχη της Κρήτης, στην εποποιία της Εθνικής Αντίστασης, τόνισε ο Μανόλης Γλέζος: «Οποιος επιχειρεί να δει και να γράψει την ιστορία με διόπτρες κομματισμού, φανατισμού και σολιψισμού θα σπάσει τα μούτρα του», μας ξεκαθάρισε. 

Αμοιβαίοι αποκλεισμοί 

Η πρωτοβουλία της «Ανοιχτής Πόλης», μιας δημοτικής παράταξης που ανήκει στην αριστερά, να ασχοληθεί ταυτόχρονα με τις δύο κατοχικές ηρωίδες συνιστά μια κίνηση συμβολική, με ιδιαίτερη ωστόσο ιστορική και πολιτική σημασία. Κι αυτό γιατί, έστω και υπαινικτικά, έρχεται να αμφισβητήσει κυρίαρχες προσεγγίσεις του παρελθόντος, κλονίζοντας βεβαιότητες που αποτέλεσαν τον σκληρό πυρήνα των δύο βασικών ιστορικών αφηγήσεων για την Κατοχή και την Αντίσταση. 

Ας εξηγηθούμε: σε μεγάλο βαθμό, τα γεγονότα της εποχής εκείνης γίνονται ακόμη σήμερα αντιληπτά μέσα από δύο παράλληλες ιστορικές αφηγήσεις, οι οποίες συγκροτήθηκαν αμέσως μετά την απελευθέρωση προκειμένου να υπηρετήσουν άμεσες και ομολογημένες πολιτικές σκοπιμότητες. 

«Εθνικόφρων» η μία αφήγηση, σύντομα θα αποτελούσε τον κορμό της «επίσημης» ιστοριογραφίας του μετεμφυλιακού κράτους. «Αριστερή» η άλλη, θα ακολουθούσε τις τύχες των διωκόμενων κομμουνιστών γνωρίζοντας τους ίδιους με αυτούς αποκλεισμούς. Στα επόμενα χρόνια, οι ανεπαίσθητες αναθεωρήσεις της θα σχετίζονταν κατά κύριο λόγο με την ανάγκη ιστορικής δικαίωσης των επιλογών της εκάστοτε κομματικής ηγεσίας. 

Κάθε μία από τις δύο αυτές αφηγήσεις διέθετε εξαρχής τον δικό της κατάλογο με τις ηρωίδες που θυσιάστηκαν στο βωμό της αντίστασης. Προτείνοντας ένα διακριτό γυναικείο μαρτυρολόγιο, στο οποίο η δράση των γυναικών του αντιπάλου παρέμενε αόρατη, οι πολιτικές δυνάμεις που σε λίγο καιρό θα αποτελούσαν τα δύο αντιμαχόμενα στρατόπεδα του Εμφυλίου εκτιμούσαν ότι διεκδικούν πειστικότερα τη συνεισφορά τους στην αντίσταση και ότι προβάλλουν αποτελεσματικότερα τις θέσεις τους στο εξωτερικό. 

Στη διαδικασία αυτή, οι δύο πλευρές ξεδιαλέγουν από μία ηρωίδα, στην οποία αναθέτουν την τιμητική αποστολή της εκπροσώπησης του γυναικείου φύλου στον αντιφασιστικό αγώνα. 

Πολύ σύντομα, η Λέλα Καραγιάννη στην επίσημη εκδοχή της ιστορίας και η Ηλέκτρα Αποστόλου στην αριστερή θα επισκιάσουν τις άλλες γυναικείες μορφές του αγώνα και σε μεγάλο βαθμό θα μονοπωλήσουν την αντίσταση γένους θηλυκού. (Βλ. σχετικά τις διπλανές στήλες.) 

Η επιλογή δεν υπήρξε συμπτωματική. Και οι δύο ηρωίδες διέθεταν τα χαρακτηριστικά εκείνα που θα μπορούσαν να τις αναδείξουν σε γυναικείο πρότυπο της κάθε πλευράς. Αφιερωμένη ψυχή τε και σώματι στο ΚΚΕ από την εποχή που ήταν ακόμη μαθήτρια, η Ηλέκτρα Αποστόλου εγκατέλειψε την ασφάλεια μιας μεσοαστικής οικογένειας για να γνωρίσει τους διωγμούς του μεταξικού καθεστώτος, την εξορία, την πείνα, τα πιο απάνθρωπα βασανιστήρια και, τέλος, το θάνατο. 

Στέλεχος του ΚΚΕ από την εποχή του αντιφασιστικού μετώπου και των αντιπολεμικών κινητοποιήσεων, είχε αποδείξει τόσο με την πολιτική της δραστηριότητα όσο και με την προσωπική της ζωή ότι εκείνο που μετρούσε πάνω από όλα ήταν η κομματική της ιδιότητα. Ταυτόχρονα, τα τελευταία της λόγια («Με λένε Ελληνίδα») έρχονταν να επιβεβαιώσουν την εθνική διάσταση της αντίστασης των κομμουνιστών στους κατακτητές. 

Η Λέλα Καραγιάννη, από την άλλη, ήταν λογικό να ξεχωρίσει ως ιδανική γυναικεία μορφή της «εθνικής» εκδοχής της αντίστασης. Ποια άλλη θα μπορούσε να κριθεί περισσότερο κατάλληλη από την «απολίτικη» μάνα εφτά παιδιών που τον καιρό της Κατοχής μεταμορφώνεται σε αρχηγό κατασκοπευτικού δικτύου, φροντίζει και φυγαδεύει βρετανούς στρατιώτες, διοργανώνει αποδράσεις, συνεργάζεται με τις εθνικές λεγόμενες οργανώσεις και το Στρατηγείο Μέσης Ανατολής, συλλαμβάνεται δύο φορές από τους κατακτητές και τη δεύτερη ύστερα από σκληρά βασανιστήρια οδηγείται στο εκτελεστικό απόσπασμα λίγο προτού φύγουν οι Γερμανοί από την Αθήνα; 

Η αναφορά στη μία από τις δύο ηρωίδες συνεπαγόταν, όπως ήδη σημειώσαμε, τη διαγραφή της άλλης από τις ιστορικές δέλτους: έτσι, στον πρώτο κατάλογο αντιστασιακών γυναικών που κυκλοφορεί από την «εθνικόφρονα» πλευρά το 1945 απουσιάζει το όνομα της Ηλέκτρας Αποστόλου (βλ. Ανδρέα Σκανδάμη, «Ελληνίδες που πολέμησαν. Ηρωίδες του πολέμου και της σκλαβιάς»), ενώ η Λέλα Καραγιάννη δεν μνημονεύεται στον πρώτο αντίστοιχο κατάλογο που εμφανίζεται την ίδια χρονική στιγμή από την πλευρά της αριστεράς (Βλ. Μέλπως Αξιώτη, «Οι Ελληνίδες φρουροί της Ελλάδας»). 

Τόποι της μνήμης

Είναι γεγονός ότι οι κατάλογοι, αυτοί με τους αμοιβαίους αποκλεισμούς των «ηρωίδων του αντιπάλου», παρουσίαζαν ελάχιστες μόνον επικαλύψεις. Αυτές αφορούσαν «αμφισβητούμενα» εκείνη την εποχή ονόματα ηρωίδων, και συγκεκριμένα την Ηρώ Κωνσταντοπούλου, την Παναγιώτα Σταθοπούλου και την Κούλα Λίλη. Ενώ η Ηρώ Κωνσταντοπούλου, που εκτελέστηκε από τους Γερμανούς στις 5 Σεπτεμβρίου του 1944, θα συνεχίσει για καιρό να διεκδικείται και από τις δύο πλευρές, οι άλλες δύο, που δολοφονήθηκαν από το στρατό κατοχής στη διαδήλωση της 22ας Ιουλίου 1943, σύντομα, ως επονίτισσες, θα αφαιρεθούν σιωπηλά από το «εθνικόφρον» γυναικείο μαρτυρολόγιο. (Βλ., χαρακτηριστικά, Πιπίτσας Ζητρίδου, Ελένης Ψημένου, «Ελληνίδες. Women of Greece», Αθήναι 1950).

Οπως ήταν επόμενο, το χάσμα των δύο μαρτυρολογίων θα παγιωθεί στα χρόνια του εμφύλιου πολέμου. Το ζοφερό κλίμα των ημερών απεικονίζεται με ευκρίνεια στη μεταθανάτια διαδρομή των δύο ηρωίδων. Στα 1947, το Ειδικό Δικαστήριο των Δωσιλόγων απαλλάσσει τον διαβόητο Παρθενίου, δολοφόνο της Ηλέκτρας Αποστόλου: είναι προφανές ότι η δολοφονία μιας δηλωμένης κομμουνίστριας την περίοδο της Κατοχής δεν συνιστούσε εγκληματική πράξη για τα δικαστικά δεδομένα της εποχής. 

Τον Δεκέμβριο της ίδιας χρονιάς, η Ακαδημία Αθηνών τιμά τη Λέλα Καραγιάννη μετά θάνατον με το «Βραβείον Αρετής και Αυτοθυσίας», ενώ λίγους μήνες αργότερα, τον Μάρτιο του 1948, η βρετανική κυβέρνηση της απονέμει «Εύφημο Μνεία» για τη βοήθεια που πρόσφερε στους βρετανούς στρατιώτες κατά τη διάρκεια του πολέμου. 

Τον ίδιο καιρό, η Ηλέκτρα Αποστόλου αναγορεύεται σε απόλυτο πρότυπο της γυναικείας κομμουνιστικής δράσης. Σε συνθήκες ένοπλου αγώνα, η μορφή της συνδέεται με ένα ευρύ φάσμα στρατιωτικών δραστηριοτήτων των γυναικών του Δημοκρατικού Στρατού: τα γυναικεία έντυπα του βουνού τής αφιερώνουν άρθρα και ποιήματα, τα παράσημα γυναικείας «ανδρείας» φέρουν το όνομά της, στη μνήμη της οι μαχήτριες διοργανώνουν «άμιλλες» που θα αναδείξουν τις αξιότερες απ' αυτές. Το άστρο της Ηλέκτρας Αποστόλου δεν θα σβήσει με το τέλος του εμφυλίου, καθώς οι έλληνες κομμουνιστές θα κουβαλήσουν μαζί τους στις χώρες της αναγκαστικής τους υπερορίας τη μνήμη της ηρωίδας. Εκεί, η αναφορά τους στην Ηλέκτρα θα συνεχιστεί αμείωτη, προσλαμβάνοντας λατρευτικές σχεδόν διαστάσεις.

Οι δύο ηρωίδες δεν πρόκειται να συναντηθούν στις επίσημες τελετουργίες που θα εξακολουθήσουν να διοργανώνονται τα επόμενα χρόνια για να τιμήσουν τη μνήμη τους. Ακόμη και η τομή που συνιστά η αναγνώριση της εθνικής αντίστασης στα 1982 θα αποδειχθεί ανίσχυρη να γεφυρώσει το χάσμα που ανοίχτηκε στα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια. 

Ετσι, ενώ το επίσημο κράτος θα συνεχίσει να τιμά κάθε φθινόπωρο τη θυσία της Λέλας Καραγιάννη, δεν θα περάσει καλοκαίρι που η αριστερά δεν θα σταθεί ευλαβικά μπροστά στο μαρτύριο της δικής της ηρωίδας.

Από την άποψη αυτή, η ιδέα της «Ανοιχτής Πόλης» να ασχοληθεί ταυτόχρονα και με τις δύο εμβληματικές γυναικείες μορφές της αντίστασης, πέρα από τη συμβολική αξία της, θα μπορούσε ίσως να υποδείξει έναν νέο τρόπο έμπρακτης αντιμετώπισης της πρόσφατης ιστορίας. 

Το στοίχημα δεν αφορά ασφαλώς μια νέα εκ των υστέρων μύθευση του παρελθόντος, τόσο συχνή στη ρητορεία περί «εθνικής συμφιλίωσης». Το πρόβλημα δεν λύνεται με την τεχνητή συγχώνευση των δύο μαρτυρολογίων, αλλά με την προσπάθεια κατανόησης των λόγων που οδήγησαν στην αρχική τους συγκρότηση και στη μακροημέρευσή τους. 

Στο πλαίσιο αυτό, θέλουμε να πιστεύουμε ότι η ανίχνευση αποσιωπημένων πτυχών της ιστορίας μπορεί κάποτε να περιλάβει και μια νέα προσέγγιση της γυναικείας συμμετοχής στην αντίσταση, ενός από τα πλέον μυθοποιημένα κεφάλαια της ιστορίας. Είναι βέβαιο πως σε μια τέτοια προοπτική, οι τόποι της μνήμης διατηρούν ακέραιη τη σημασία τους.




Ασύμπτωτες διαδρομές 

Η Ηλέκτρα Αποστόλου και η Λέλα Καραγιάννη είναι δίχως αμφιβολία οι κατοχικές ηρωίδες που μετά την απελευθέρωση έμελλε να αναδειχθούν εμβληματικές μορφές της γυναικείας συμμετοχής στην Αντίσταση. Με τη διαφορά ότι, στο κλίμα εκείνων των ημερών, η αναγνώριση της μιας συνεπαγόταν αυτομάτως τον αποκλεισμό της άλλης. Πολύ σύντομα, η Λέλα Καραγιάννη θα αναλάβει να εκπροσωπήσει την «εθνικόφρονα» γυναικεία Αντίσταση, ενώ η Ηλέκτρα Αποστόλου θα αποτελέσει το πρότυπο της αριστερής γυναικείας αντιστασιακής δράσης. 

Μια πρώτη αναφορά στην Ηλέκτρα Αποστόλου συναντούμε αμέσως μετά τη δολοφονία της, στην παράνομη «Κομμουνιστική Επιθεώρηση» του Σεπτέμβρη του 1944: στο άρθρο της «Ηλέκτρα Αποστόλου. Μάρτυρας της Ελληνικής Λευτεριάς», η Αύρα Παρτσαλίδου παραθέτει ένα σύντομο βιογραφικό της, αφηγείται το μαρτυρικό τέλος της και καταλήγει: «Το παραμορφωμένο καμένο σώμα της Ηλέκτρας υψώνεται σαν φοβερό σύμβολο της ανεξάντλητης δύναμης του λαού και του κόμματός του, του ΚΚΕ, της απέραντης αφοσίωσης των μελών του στην υπόθεση του ελληνικού λαού. [...] Είναι το σύμβολο της ελληνικής λευτεριάς που ζυγώνει». 

Ηδη ορατή στο πρώιμο αυτό κείμενο, η τάση ανάδειξης της Ηλέκτρας Αποστόλου σε σύμβολο της γυναικείας συμμετοχής στον αντιφασιστικό αγώνα επισημοποιείται τους πρώτες μήνες μετά την απελευθέρωση: στην πρώτη επέτειο της δολοφονίας της, ο Νίκος Ζαχαριάδης τιμά με πρωτοσέλιδο άρθρο του την ηρωίδα - και στο πρόσωπό της όλες τις γυναίκες που θυσιάστηκαν την εποχή της Κατοχής. («Ριζοσπάστης», 26.7.1945). 

Τις ίδιες ημέρες κυκλοφορεί το βιβλίο της Μέλπως Αξιώτη «Οι Ελληνίδες φρουροί της Ελλάδας». Κάτω από το κείμενό της, η συγγραφέας σημειώνει την ημερομηνία 26 Ιουλίου 1945. Εναν ακριβώς χρόνο πριν είχε δολοφονηθεί η Ηλέκτρα Αποστόλου. «Μέσα στο φοβερό εκείνο αγώνα ξεπήδησαν γυναίκες καταπληκτικές» αναφέρει στον πρόλογό της η Μ. Αξιώτη. «Στρατιές γνωστές μας και άγνωστες, μια πυραμίδα εξαίσια, που στην κορφή της στέκει η μεγαλύτερη αγωνιστική μορφή της σύγχρονης Ελλάδας: η Ηλέκτρα Αποστόλου» (σ. 4-5). Το βιβλίο κυκλοφορεί με την ευκαιρία του πρώτου «πολιτικού μνημόσυνου» για τις ηρωίδες της κατοχής που κι αυτό διοργανώνεται στην επέτειο του θανάτου της Ηλέκτρας Αποστόλου. Κατά τη διάρκεια της εκδήλωσης γίνεται αποδεκτή σχετική πρόταση της Μέλπως Αξιώτη και η 26η Ιουλίου καθιερώνεται ως ημέρα αφιερωμένη στη μνήμη της Ηλέκτρας Αποστόλου, στο πρόσωπο της οποίας αποφασίζεται να τιμώνται στο εξής οι γυναίκες-μάρτυρες του αντιστασιακού αγώνα. (Βλ. «Ριζοσπάστης», 1.8.1945).

Η αριστερά απέκτησε, επομένως, πολύ νωρίς την εμβληματική ηρωίδα της. Από την άποψη αυτή, η κατά τι μεταγενέστερη ανάδειξη της Λέλας Καραγιάννη ως κατεξοχήν ηρωίδας της «εθνικόφρονος» εκδοχής της ιστορίας της κατοχής ενδέχεται να αποτελεί και ένα είδος απάντησης στην προβολή της Ηλέκτρας Αποστόλου από την πλευρά της κομμουνιστικής αριστεράς. Οπως και να έχει, η Λέλα Καραγιάννη περιλαμβάνεται εξαρχής στο γυναικείο μαρτυρολόγιο το οποίο συγκροτείται μετά την απελευθέρωση προκειμένου να περιλάβει τις Ελληνίδες που τον καιρό της κατοχής πολέμησαν τον κατακτητή από το μετερίζι των «εθνικών οργανώσεων». Δεν μονοπωλεί, ωστόσο, τη γυναικεία αντιφασιστική δράση. (Βλ. κυρίως, Ανδρέα Σκανδάμη, «Ελληνίδες που πολέμησαν. Ηρωίδες του πολέμου και της σκλαβιάς», Αθήνα 1945). 

Η πρωταγωνιστική της θέση θα παγιωθεί το 1947, όταν η Ακαδημία Αθηνών της απονέμει μετά θάνατον το «Βραβείον Αρετής και Αυτοθυσίας» προκειμένου «να καταστήση την μορφήν της υπερόχου ταύτης Ελληνίδος σύμβολον των εθνικοφρόνων γυναικών και γνώμονα της εθνικής ανατροφής των Ελληνικών οικογενειών». 

Την ίδια χρονιά κυκλοφορεί η πρώτη βιογραφία της από τον Δ. Κοτρώτση. Σύμφωνα με τα λόγια του, ο βιογράφος της ωθήθηκε να γράψει για τη Λέλα Καραγιάννη από την επιθυμία του να φέρει στο φως «την τραγικήν ιστορία μιας μάνας εφτά παιδιών, που η αγάπη για την Πατρίδα της της έδωσε τη δύναμη να δράση υπεράνθρωπα, τουλάχιστον για μια γυναίκα». «Θέλω να πιστέψω πως έτσι θα κρατήσω άσβηστη τη μνήμη μιας Νεκρής Μεγάλης, της μεγαλύτερης ίσως μορφής των γυναικών που έδρασαν στον πόλεμο που πέρασε» σημειώνει χαρακτηριστικά ο Δ. Κοτρώτσης.




ΔΙΑΒΑΣΤΕ


Επιλογή βιβλιογραφίας για τις δύο ηρωίδες:

1. Ηλέκτρα Αποστόλου:

Αύρα Παρτσαλίδου
«Ηλέκτρα Αποστόλου. Μάρτυρας της Ελληνικής Λευτεριάς», «Κομμουνιστική Επιθεώρηση», τχ. 30, Σεπτέμβρης 1944 (εκδόσεις «Καζάντζα», Αθήνα 1976, σ. 906-908)

Μέλπω Αξιώτη
«Οι Ελληνίδες φρουροί της Ελλάδας» («Ο Ρήγας», Αθήνα 1945)

Αλέγρα Φ. [Φελούς]
«Στα δέκα χρόνια απ' τη δολοφονία της Ηλέκτρας» («Νέος Κόσμος», τχ. 8, Αύγουστος 1954, σ. 26-30)

Διδώ Σωτηρίου
«Ηλέκτρα» (Συλλογή «Αρματωμένη Ελλάδα», «Αναγέννηση», Αθήνα 1961)

Κώστας Μπίρκας
«Ηλέκτρα Αποστόλου. Η αθάνατη ηρωίδα του έθνους» (Αθήνα 1978)

Βασίλης Γ. Μπαρτζιώτας
«Ηλέκτρα» («Θουκυδίδης», Αθήνα 1981)

2. Λέλα Καραγιάννη:

Δ. Κοτρώτσης
«Λέλα Καραγιάννη» («Μαυρίδης», χ.τ., χ.χ. [Αθήνα 1947])

«Αφιέρωμα στην Λέλα Καραγιάννη (1899-1944)» («Αρχείον Ευβοϊκών Μελετών», ΛΑ', 1994-1995, σ. 7-54)

Βύρων Καραγιάννης
«Η Μητέρα εξετελέσθη!» («Το Βήμα», 4.9.1988) 

Γενικό Επιτελείο Στρατού, Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού
«Αρχεία Εθνικής Αντίστασης» (Τόμος Ζ', Αθήνα 1998, σ. 539-562)

Αλέξανδρος Λ. Ζαούσης
«Λέλα Καραγιάννη. Η Μπουμπουλίνα της Κατοχής, 1941-1944» («Ωκεανίδα», Αθήνα 2004)

Κωνσταντίνος Σβολόπουλος
«Χαϊδάρι, 8 Σεπτεμβρίου 1944. Η Αόρατη Στρατιά στο απόσπασμα» (εκδόσεις «Πατάκη», Αθήνα 2002).

 

Ελευθεροτυπία, 25/11/2007

 

www.iospress.gr