Η ΕΙΚΟΝΙΚΗ ΜΑΧΗ ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΚΑΡΑΜΑΝΛΗ
 

Η "προφητεία" του κ. Λούλη

 

Πολύ κακώς επιτίθενται όσοι επιτίθενται στο επικοινωνιακό επιτελείο του πρώην πρωθυπουργού. Γιατί ο βασικός πολιτικός του σύμβουλος είχε πολύ εγκαίρως ανιχνεύσει τα σημάδια της καταιγίδας. Μόνο που κανείς δεν ήθελε να τον πιστέψει.

Δεν είχαν κλείσει καλά καλά οι κάλπες όταν άρχισαν στη Νέα Δημοκρατία να αναζητούν εξιλαστήριο θύμα και να του αποδώσουν την ευθύνη για τον εκλογικό καταποντισμό. Από μεγάλο μέρος των υποστηρικτών της, στο στόχαστρο βρέθηκε ο στενός ηγετικός πυρήνας που συμβούλευε τον κ. Καραμανλή και κατ’ αυτούς τον παρέσυρε στο Ζάλογγο της εκλογικής αναμέτρησης.

Ένας από τους πρώτους που δέχτηκαν τα φίλια πυρά ήταν ο πολιτικός αναλυτής και επικοινωνιολόγος Γιάννης Λούλης, ο οποίος υπήρξε στενός συνεργάτης και σύμβουλος του τέως πρωθυπουργού από την εποχή που εκείνος βρισκόταν ακόμα στην αντιπολίτευση. Δεν γνωρίζουμε σε ποιό βαθμό αποτελούν έργο του κ. Λούλη όσα διέπραξε τους τελευταίους μήνες ο Κώστας Καραμανλής. Σε ανύποπτο χρόνο, άλλωστε, σε βιβλίο του που κυκλοφόρησε το 2004, ο κ. Λούλης είχε φροντίσει να διαχωρίσει τις ευθύνες των συμβούλων απ’ εκείνες των πολιτικών ηγετών. Στο κείμενο αυτό υπερασπιζόταν τον Κώστα Λαλιώτη, τον οποίο κατηγορούσαν για κακές συμβουλές στον Κώστα Σημίτη. «Η προσέγγιση που θα ήθελε τον δεύτερο [τον Λαλιώτη] να παρασύρει τον πρώτο [τον Σημίτη] είναι προφανέστατα απλοϊκή», γράφει ο Λούλης. Και επισημαίνει κάτι που ασφαλώς τον αφορά και προσωπικά: «Υπεύθυνοι για τις πολιτικές επιλογές είναι πάντα οι πολιτικοί αρχηγοί και όχι οι όποιοι σύμβουλοί τους. Ούτε είναι εφικτό να γνωρίζει κανείς τις όποιες συμβουλές έχουν δοθεί σε έναν πολιτικό αρχηγό, με όλες τις αποχρώσεις τους. Το μόνο που μπορούμε πραγματικά να γνωρίζουμε είναι το πολιτικό αποτέλεσμα μιας στρατηγικής, όπως έχει επιλέξει να την εφαρμόσει ένας πολιτικός αρχηγός, αναλαμβάνοντας έτσι όλη την ευθύνη για την αποδοχή μιας στρατηγικής σύλληψης, αλλά πάνω απ’ όλα για την υλοποίησή της» (Λούλης 2004, σ. 101).

Αλλά εκείνοι που αποδίδουν στον κ. Λούλη την εκλογική κατάρρευση της Νέας Δημοκρατίας θα ‘πρεπε πρώτα να αναρωτηθούν για τη δική τους ευθύνη στη μεταστροφή του κ. Καραμανλή σε ένα είδος ευτραφούς Σαρκοζί. Γιατί ο Δημήτρης Ρίζος, λ.χ., που τιτλοφορούσε την εφημερίδα του την περασμένη Δευτέρα «Οι Λούληδες έχασαν τις εκλογές» (Αδέσμευτος Τύπος, 5.10.2009) ήταν μεταξύ εκείνων που προέτρεπαν τον Κώστα Καραμανλή να ακολουθήσει τη σκληρή δεξιά γραμμή, να διδαχθεί από τον Καρατζαφέρη, να ξεχάσει τα περί μεσαίου χώρου και να λάβει το μήνυμα της βάσης. Να ακολουθήσει, δηλαδή, τη γραμμή που οδήγησε εκεί που οδήγησε.

Το μήνυμα Λούλη

Όσο κι αν δεν το έχει γράψει πουθενά, ο κ. Λούλης είχε πολύ εγκαίρως προειδοποιήσει τον Κώστα Καραμανλή ότι αυτή τη φορά δεν θα τριτώσει το καλό γι’ αυτόν. Ότι δηλαδή τις εκλογές αυτές επρόκειτο να τις χάσει. Από πού γνωρίζουμε αυτή την «εμπιστευτική» πληροφορία; Πάντως δεν μας έχει δώσει καμιά σχετική κασέτα με συνομιλίες Καραμανλή-Λούλη ο νεοεκλεγείς βουλευτής επικρατείας του ΛΑΟΣ. Απλά διαβάσαμε προσεκτικά και συγκρίναμε τα βιβλία του κ. Λούλη που αναφέρονται στις εκλογές του 2004 και του 2007, δηλαδή τις δύο νικηφόρες μάχες του κ. Καραμανλή. Όπως εξηγεί στο πρώτο, «το βιβλίο αυτό άρχισε να γράφεται στις αρχές του 2002. Γι’ αυτό άλλωστε είχα τη δυνατότητα να το ολοκληρώσω λίγες μόνο εβδομάδες μετά τις εκλογές του Μαρτίου 2004. Το 2000 λοιπόν πήρα ένα ρίσκο: να γράψω ένα βιβλίο με ένα συγκεκριμένο ‘σενάριο’ που μου φαινόταν πολύ πιθανό, ότι δηλαδή ο νικητής των εκλογών θα είναι η Ν.Δ. και ο ηττημένος το ΠΑΣΟΚ. Όσο περνούσε ο καιρός, το ρίσκο αυτό μου φαινόταν όλο και μικρότερο, κάτι που με ενθάρρυνε ώστε, στα κενά του ελεύθερου χρόνου που ‘εκβίαζα’, να μπορώ να γράφω και να ξαναγράφω κεφάλαια, ‘τρέχοντας’ ταυτόχρονα ώστε να μη μείνω πίσω από τα γεγονότα και αναλύοντάς τα στην πορεία. […] Άρα με το τέλος του 2003 είχα έτοιμη την ανάλυση της ‘περιόδου Σημίτη’. Καθώς διαφαινόταν ήδη η ισχυρή πιθανότητα να κλείσει τον κύκλο της με την έναρξη του 2004» (Λούλης, 2004, σ. 11).

Ο κ. Λούλης δεν υποκρίνεται τον προφήτη. Απλά βασιζόταν στη θεωρία του ότι «το κρισιμότερο χρονικό σημείο για τον τερματισμό της μακράς κυριαρχίας του ΠΑΣΟΚ δεν βρίσκεται ούτε στο 2001 ούτε στο 2002 ούτε στο 2003, αλλά την επομένη της πύρρειας νίκης του Απριλίου 2000». Ισχυρίζεται δηλαδή ότι η ανάλυσή του για την πρώτη επικράτηση του Καραμανλή το 2004 βασιζόταν κυρίως σε στοιχεία που ήταν διαθέσιμα ήδη από το 2000.

Με εντυπωσιακής ομοιότητας διατυπώσεις ξεκινά και το βιβλίο για τις εκλογές του 2007. Και πάλι ο κ. Λούλης εμφανίζεται έτοιμος από τη μέση της δεύτερης θητείας Καραμανλή να προεξοφλήσει την επικράτησή του στο τέλος της: «Το βιβλίο αυτό άρχισε να γράφεται στο μέσο της θητείας της κυβέρνησης Καραμανλή. Τότε πήρα ένα ‘ασφαλές ρίσκο’, διότι πίστευα πως ο Κώστας Καραμανλής θα κέρδιζε τις εκλογές. Όλα τα δεδομένα προδίκαζαν τη νίκη της Νέας Δημοκρατίας, αν και (στο τέλος) η αυτοδυναμία υπήρξε οριακή. Το ‘σενάριο’ του βιβλίου αυτού λοιπόν γράφτηκε με την προοπτική ενός συγκεκριμένου ‘τέλους’ στις εκλογές» (Λούλης 2008, σ. 11).

Αυτό το «ρίσκο», όπως το ονομάζει, που πήρε για τις εκλογές του 2004 και του 2007 δεν το ξαναπήρε ο κ. Λούλης. Μάλιστα προανήγγειλε αυτή του την απόφαση στον πρόλογό του για το βιβλίο του 2007: «Ομολογώ ότι δεν θα επιχειρήσω ένα ανάλογο εγχείρημα την επόμενη φορά. Άλλωστε θεωρώ το βιβλίο αυτό το ‘τελευταίο’ ενός ‘κύκλου’, που κάλυψε τον ανταγωνισμό για την πολιτική κυριαρχία από το 1974 μέχρι σήμερα» (Λούλης 2008, σ. 12).

Αλλά για ποιο λόγο έσπευσε να προκαταλάβει τη δική του απόφαση και να αποκλείσει το ενδεχόμενο να γράψει άλλο ένα παρόμοιο βιβλίο για την τρίτη επικράτηση του Κώστα Καραμανλή; Ο μόνος λόγος που μπορούμε να σκεφτούμε εμείς είναι ότι από τότε ψυχανεμιζόταν ότι η επόμενη φορά δεν θα ήταν νικηφόρα για τον ηγέτη, του οποίου φιλοτεχνούσε τη δημόσια εικόνα.

Αν κάτι δεν μπορεί λοιπόν κανείς να προσάψει στον κ. Λούλη είναι η έλλειψη διορατικότητας. Αλλά ας προχωρήσουμε και στις συγκεκριμένες προτάσεις του επικοινωνιακού συμβούλου του κ. Καραμανλή, με τις οποίες διαμορφώθηκε η εικόνα αυτού που γνωρίσαμε ως «δημοφιλέστερο» πολιτικό την τελευταία δεκαετία και «καταλληλότερο» πρωθυπουργό την τελευταία εξαετία. Και ας αναζητήσουμε μέσα απ’ τη δική του σκέψη τα αίτια της εκλογικής κατάρρευσης του δημιουργήματός του.

1. Το φάντασμα του μεσαίου χώρου
Η θεωρία του κ. Λούλη περί «μεσαίου χώρου» έχει συζητηθεί πολύ στα μέσα ενημέρωσης. Μάλιστα έχει σ’ αυτήν αποδοθεί η επιτυχία του Καραμανλή στις αναμετρήσεις του 2004 και του 2007. Μόνο που η θεωρία αυτή είναι τόσο γενική, ώστε της αποδίδει ο καθένας τη μορφή που θέλει. Μετά τις πετυχημένες για τη Νέα Δημοκρατία νομαρχιακές και δημοτικές εκλογές του 2002 ο τότε γραμματέας του κόμματος Βαγγέλης Μεϊμαράκης έγραφε ότι «ο μεσαίος χώρος δεν έχει ιδεολογικοπολιτικά χαρακτηριστικά αλλά μόνο κοινωνικά», δηλαδή είναι «εκείνος ο κοινωνικός χώρος στον οποίο μπορούν να συναντηθούν όλα τα σύγχρονα κοινωνικά ρεύματα», με συμπέρασμα «να μπορούμε να συναντηθούμε όλοι εμείς, ανεξαρτήτως πολιτικής κατεύθυνσης και όλοι οι πολίτες, ανεξαρτήτως κομματικής προτίμησης» (Φιλελεύθερη Έκφραση, τχ. 13, Οκτ.-Δεκ. 2002).
Ο κ. Λούλης προσθέτει ότι «δεν υπάρχουν σήμερα μεγάλα δεξιόστροφα ή αριστερόστροφα ‘ρεύματα’ που να σφραγίζουν ιδεολογικές ‘ηγεμονίες’, όπως στο παρελθόν. Οι κυρίαρχοι στην εποχή μας μπορεί να είναι κεντροδεξιοί ή κεντροαριστεροί, αρκεί να είναι προσαρμοστικοί, πραγματιστές, να κινούνται στον μεσαίο χώρο και να διαθέτουν πιο πειστικούς ηγέτες. Εδώ κρίνονται οι πολιτικές κυριαρχίες και η διάρκειά τους. Φυσικά, παντού και πάντα, ισχύει ο αμείλικτος ‘νόμος της σύγκρισης’ μεταξύ κομματικών ‘προϊόντων’. Και κυρίως μεταξύ ηγετών» (Βήμα, 11.5.08).

2. Το χαλασμένο «μείγμα»
Ολα αυτά είναι καλά όσο δεν διεξάγεται σε επίπεδο κοινωνίας μια πραγματική μάχη –κάτι που συμβαίνει στη σημερινή συγκυρία. Ο κ. Λούλης όμως είναι ήσυχος ότι οι πολίτες «απορρίπτουν de facto την ιδεολογική καθαρότητα». Και τότε πώς επιλέγουν τους πολιτικούς τους εκπροσώπους; «Ζητούν ‘μείγματα’ πολιτικής. Μείγματα (παραδοσιακά) ‘δεξιών’ και ‘αριστερών’ θέσεων που, ως συνολικό ‘πακέτο’, να είναι πειστικά και άρα όχι ανερμάτιστα. Αυτά τα μείγματα πρέπει να αποπνέουν ένα ενιαίο στίγμα που να τα ντύνει ως διακριτό ένδυμα» (Λούλης 2008, σ. 322).
Αυτό, δηλαδή, που παλιά χαρακτηριζόταν «τυχοδιωκτική πολιτική», «οπορτουνισμός» ή στην καλύτερη περίπτωση «λαϊκισμός», στην εκδοχή του μεσαίου χώρου παίρνει τον ευφημιστικό χαρακτηρισμό «πραγματισμός».

3. Ο ρόλος του αρχηγού
Κατά τον κ. Λούλη στη σύγχρονη πολιτική «το κατάλληλο μείγμα πολιτικής και ο κατάλληλος ηγέτης κρίνουν τις μάχες κυριαρχίας, καθώς τα πρόσωπα έχουν υπερκεράσει πλέον τις ιδεολογίες» (Λούλης 2008, σ. 323). «Ενστικτωδώς οι ψηφοφόροι του μεσαίου χώρου εμπιστεύονται τη μία πλευρά (κεντροδεξιά) για καλύτερα οικονομικά αποτελέσματα και την άλλη πλευρά (κεντροαριστερά) για μια πιο δίκαιη κοινωνική πολιτική. Επομένως και οι δύο πλευρές, Νέα Δημοκρατία και ΠΑΣΟΚ, οφείλουν να κινούνται όχι με στίγματα ‘μονοχρωμίας’, που δεν πείθουν, αλλά με το κατάλληλο πραγματιστικό μείγμα. Φυσικά, ο εγγυητής των μειγμάτων αυτών είναι η αξιοπιστία των προσώπων και όχι η απήχηση των ιδεολογιών!» (σ. 320).

4. Οι ευθύνες του ηγέτη
Ο κ. Καραμανλής βασίστηκε τα τελευταία χρόνια στη μέθοδο της «αποκέντρωσης» των ευθυνών υποδεικνύοντας κάθε φορά έναν ή περισσότερους συνεργάτες του ως δράστες. Με τον τρόπο αυτό θεωρούσε ότι μένει αλώβητος από τα σκάνδαλα, την κακοδιοίκηση και την αυθαιρεσία. Όμως αν είχε διαβάσει προσεκτικά τον κ. Λούλη θα γνώριζε ότι «στις κυβερνήσεις οι ευθύνες είναι συλλογικές και όχι προσωπικές» και ότι «ελάχιστοι είναι εκείνοι οι πρωθυπουργοί που θα μπορούσαν να περιχαρακώσουν την εικόνα τους, αποδεσμεύοντάς την από εκείνη της κυβέρνησής τους» (Λούλης 2004, σ. 63-4). Σε άλλο σημείο ο επικοινωνιολόγος κάνει ακόμα σαφέστερη την υπόδειξή του αυτή: «Το φαινόμενο ενός ‘προεδρικού’ πρωθυπουργού, που παραμένει άφθαρτος ενώ φθείρεται η κυβέρνησή του, είναι το όνειρο πολλών πρωθυπουργών. Ελάχιστοι όμως μπορούν να το βιώσουν και εν τέλει να το απολαύσουν, και μάλιστα για μακρύ διάστημα» (σ. 288).

5. Εκλογές ή ανασχηματισμός;
Εκεί που δύσκολα θα καλυφτεί η επίδραση της σκέψης Λούλη στις κρίσιμες επιλογές του πρώην πρωθυπουργού είναι στην τελευταία του απόφαση που τόσο έχει επικριθεί στο εσωτερικό του κόμματός του, δηλαδή την προσφυγή στις πρόωρες εκλογές. Το αρχικό δίλημμα που είχε τεθεί ήταν μεταξύ ανασχηματισμού και εκλογών. Ο κ. Λούλης αποκλείει τη λύση των ανασχηματισμών: «Στα μάτια της πραγματιστικής κοινής γνώμης, ένας κυβερνητικός ανασχηματισμός σημαίνει απλώς επισημοποίηση μια κυβερνητικής δυσλειτουργίας. Εκτιμάται λοιπόν (και όχι αδίκως) πως ένας πρωθυπουργός δεν αλλάζει ένα πετυχημένο, αλλά μόνο ένα αποτυχημένο κυβερνητικό σχήμα» (Λούλης 2004, σ. 80). Σε άλλο σημείο, ο πρωθυπουργικός σύμβουλος επιμένει: «Κάθε ανασχηματισμός επιβαρύνει, δε βελτιώνει την εικόνα μιας κυβέρνησης, διότι επιβεβαιώνει την αποτυχία του προγενέστερου σχήματος και τελικά διαψεύδει τις προσδοκίες που δημιουργούνται για το νέο σχήμα» (σ. 184).

6. Η «κοινωνική ευαισθησία»
Εγκαίρως, πάντως, είχε προειδοποιήσει ο κ. Λούλης και για το περιεχόμενο της πολιτικής της κυβέρνησης Καραμανλή στην αρχή της δεύτερης τετραετίας της: «Κρίσιμη για την κυβέρνηση Καραμανλή είναι και άλλη μία παράμετρος. Η αίσθηση ότι είναι κοινωνικά ευαίσθητη» (Λούλης 2008, σ. 303). Ο κ. Λούλης είναι προσεκτικός. Μιλά για «αίσθηση», όχι για πραγματικότητα. Αλλά εξηγεί ότι «στην πρώτη θητεία της, με δεδομένο το τεράστιο έλλειμμα, η κυβέρνηση Καραμανλή κινήθηκε στην κόψη του ξυραφιού στο πεδίο της κοινωνικής ευαισθησίας. Δεν προκάλεσε, ως κοινωνικά ανάλγητη (όπως συνέβη το 1993), ούτε όμως έπεισε ως κοινωνικά ευαίσθητη. Ο ίδιος ο Καραμανλής διατήρησε την εικόνα ενός πολιτικού με ευαισθησία, που οι συγκυρίες δεν τον βοήθησαν να την εκδηλώσει. Αυτή βεβαίως η εικόνα δε θα διατηρηθεί εάν, στην πράξη, δεν εκδηλωθεί στη δεύτερη θητεία της κυβέρνησης ένα minimum κοινωνικής ευαισθησίας προς όλη την κοινωνία και ένα minimum ευαισθησίας προς τις ομάδες που έχουν πραγματική ανάγκη στήριξης». Σήμερα γνωρίζουμε ότι η επιλογή της ομιλίας στη ΔΕΘ βρισκόταν στην εντελώς αντίθετη κατεύθυνση. Ούτε στο «minimum».

7. Η αλαζονεία των υπουργών
Προφητικά ηχούν και οι παρακαταθήκες του κ. Λούλη για τα κυβερνητικά στελέχη: «Σε όλο αυτό το κρίσιμο μείγμα, σημαντικό ρόλο θα παίξουν τα στελέχη της κυβέρνησης. Υπουργοί αμετροεπείς, αλαζονικοί, με άκριτες δηλώσεις, που μερικές φορές παραπέμπουν σε απωθητικές αντιλήψεις και συμπεριφορές, θα προκαλέσουν δυσανάλογη ζημία στο σύνολο της εικόνας της κυβέρνησης. Επίσης, οι υπουργοί οφείλουν να επιλέγουν τεχνοκρατικά επαρκείς συνεργάτες, χωρίς σκιές στο παρελθόν ή στο παρόν τους. Πρόσθετα λάθη, όπως σημειώθηκαν την πρώτη τετραετία, θα θρυμματίσουν το ήδη ραγισμένο γυαλί της Νέας Δημοκρατίας ως ‘κυβερνητικής ομάδας’» (Λούλης 2008, σ. 303).

8. Οι αποπομπές στελεχών
Βέβαια, όταν έγραφε αυτές τις γραμμές στα τέλη του 2007 - αρχές 2008, ο κ. Λούλης γνώριζε ήδη πολύ καλά τα πρόσωπα που είχε επιλέξει ο κ. Καραμανλής για τη νέα κυβέρνησή του, καθώς και τους περισσότερους από τους τεχνοκράτες που είχαν κληθεί να τους πλαισιώσουν. Κατά συνέπεια γνώριζε για τι πράγμα μιλούσε. Απ’ αυτή την άποψη έχει πολύ μεγάλη σημασία η επόμενη υπόδειξή του: «Η αποπομπή τέτοιων στελεχών επιβάλλεται να είναι άμεση, καθώς η εμπειρία δείχνει πως η ανοχή διαιωνίζει και βαθαίνει το πρόβλημα. Φυσικά, κρίσιμο ρόλο θα παίξουν εκείνοι που θα επιλεγούν για να επανδρώσουν θέσεις στον κρατικό μηχανισμό. Το να επαναλάβουμε πως τα κομματικά στελέχη θα πρέπει να ασχολούνται μόνο με τα κομματικά και όχι με θέσεις διοίκησης είναι το αυτονόητο. Ένα αυτονόητο, όμως, που ενώ θα έπρεπε να είναι εύκολο, καταντά στην πράξη να είναι εξαιρετικά δύσκολο» (Λούλης 2008, σ. 303-4).

9. Η τελευταία ευκαιρία
Ηδη από την επομένη των εκλογών του 2007 ο κ. Λούλης είχε επισημάνει με όση σαφήνεια του επέτρεπε η θέση του, ότι «η ανοχή προς την κυβέρνηση Καραμανλή βρίσκεται στο όριο» (Λούλης 2008, σ. 318). Και εξηγούσε ότι «κρίσιμοι ψηφοφόροι που θα μπορούσαν να εκφραστούν με ψήφο διαμαρτυρίας (έστω υπέρ των μικρότερων κομμάτων και όχι του ΠΑΣΟΚ) έδωσαν στη Νέα Δημοκρατία μια ‘δεύτερη ευκαιρία’. Μια παρόμοια ‘ευκαιρία’ έχει δύο όψεις: η αισιόδοξη οδηγεί στην ανανέωση μιας εντολής, είτε αυτή θα γίνει ‘με μισή καρδιά’, είτε όχι. Η απαισιόδοξη σημαίνει απλά και καταλυτικά ότι η ‘δεύτερη’ υπήρξε και η ‘τελευταία’ ευκαιρία! Ενώ -και τούτο είναι κρισιμότατο- η προσωπική ‘απήχηση Καραμανλή’, από μόνη της, πλέον δε θα επαρκεί» (σ. 319).


10. Η δεξιά στροφή
Στον επίλογο του βιβλίου του για τις εκλογές του 2007, ο κ. Λούλης προειδοποιεί με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο ότι «εκείνο που θα πρέπει να αποφύγει πάση θυσία η κυβέρνηση είναι η οποιαδήποτε αίσθηση ότι επιχειρεί ‘δεξιά’ στροφή». Γνωρίζουμε σήμερα ότι, κάτω από το βάρος του εκλογικού αποτελέσματος των ευρωεκλογών και της ανόδου του ΛΑΟΣ, η κυβέρνηση έκανε μια όχι απλά δεξιά, αλλά ακροδεξιά στροφή. Σε άρθρο του στον Ελεύθερο Τύπο ο κ. Λούλης επιχείρησε να σχετικοποιήσει τη στροφή αυτή, αλλά τα λόγια του ηχούν και πάλι ως απελπισμένη υπόδειξη προς τον πρωθυπουργό: «[Στο πλαίσιο της πολιτικής των ‘μειγμάτων’] η κεντροδεξιά ρίχνει όντως βάρος σε ζητήματα δημόσιας τάξης και μετανάστευσης. Συνδυάζοντας όμως την αποφασιστικότητα με τη σύνεση. Αυτός ο συνδυασμός άλλωστε, τη διαφοροποιεί καθοριστικά από την Ακρα Δεξιά. Η τελευταία, όπως επεσήμανε πρόσφατα ο καταξιωμένος ιστορικός Richard Overy, επενδύει συνολικά στο φόβο και ειδικότερα στο φόβο του ‘διαφορετικού’ όταν προσεγγίζει το πρόβλημα της μετανάστευσης. Αντίθετα, ένα συγκροτημένο και συνειδητοποιημένο κεντροδεξιό κόμμα απευθύνεται σε πλειοψηφίες νηφάλιων ψηφοφόρων χωρίς φοβικά σύνδρομα. Έτσι προσεγγίζει ζητήματα δημόσιας τάξης και μετανάστευσης, χωρίς συμπλέγματα, χωρίς ταλαντεύσεις και μακριά από υστερίες» (21.6.09).


Σύμφωνα μ’ αυτές τις παρατηρήσεις, μπορεί κανείς τελικά να αποδώσει κάποια ευθύνη στο επικοινωνιακό επιτελείο του κ. Καραμανλή για την κομματική και προσωπική του κατακρήμνιση; Δύσκολα θα απαντούσε κανείς αρνητικά, μετά ειδικά από μιας τέτοιας έκτασης συντριβή. Μόνο που η ευθύνη αυτή δεν μπορεί να εντοπιστεί σε κάποιο συγκεκριμένο και ειδικό σφάλμα. Το «λάθος» ήταν ότι η ομάδα Καραμανλή διαχειρίστηκε την πολιτική εξουσία με όρους εικονικής πραγματικότητας. Οι θεωρίες του κ. Λούλη -και όποιων άλλων- δεν θεωρήθηκαν βοηθητικά στοιχεία για το αποδοτικό πλασάρισμα μια πολιτικής στρατηγικής, αλλά ταυτίστηκαν με τον πυρήνα της εφαρμοσμένης πολιτικής στο Μαξίμου. Η επιλογή αυτή απέδιδε όσο δεν γίνονταν ορατές οι ακραίες μορφές της νεοφιλελεύθερης διακυβέρνησης, το πραγματικό ξεπούλημα του δημόσιου πλούτου, η προκλητική ενίσχυση των εχόντων και κατεχόντων, η προσωπική εμπλοκή ανώτατων στελεχών του κόμματος και της κυβέρνησης στα σκάνδαλα.

Όταν στις εκλογές της περασμένης Κυριακής τέθηκε μετά από πολλά χρόνια στους ψηφοφόρους το δίλημμα με όρους καθαρά ταξικούς και ιδεολογικούς (από τη μια μεριά η εθνικά υπερήφανη κοινωνική αναλγησία και από την άλλη η προοπτική μιας δικαιότερης αναδιανομής του κοινωνικού πλούτου), οι επικοινωνιακοί σχεδιασμοί της Ρηγίλλης αποδείχτηκαν αναιμικοί. Η επίκληση της «ευθύνης» και της «σοβαρότητας» από τους πολιτικούς που ευθύνονταν για το κυβερνητικό τραγέλαφο των τελευταίων χρόνων οδηγούσε στην αυτογελοιοποίηση. Και ο αρχηγός τους, ο βασιλιάς που είχαν με τόση προσοχή στολίσει το προηγούμενο διάστημα, αποδείχτηκε για πρώτη φορά τόσο γυμνός.

 


Ο εξορκισμός της Ακροδεξιάς

Ενας πολύ κρίσιμος τομέας στην επικοινωνιακή πολιτική της κυβέρνησης Καραμανλή είναι ο τρόπος που αντιμετώπισε την ανερχόμενη δύναμη της Ακροδεξιάς του ΛΑΟΣ. Ο Γιάννης Λούλης στο βιβλίο του για τις εκλογές του 2004 έχει πολλές σχετικές αναφορές, από όπου όμως απουσιάζει το όνομα «Καρατζαφέρης», λες κι επιθυμεί να ξορκίσει το κακό που έβλεπε να πλησιάζει.

Καταρχήν ο γνωστός επικοινωνιολόγος και πρωθυπουργικός σύμβουλος αναφέρεται στην κρίση της Νέας Δημοκρατίας μετά τις εκλογές του 2000 και την επίθεση του (μη κατονομαζόμενου) Καρατζαφέρη κατά του τότε εκπροσώπου Τύπου του κόμματος Αρη Σπηλιωτόπουλου. «Ο πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας αντέδρασε άμεσα», σχολιάζει επιδοκιμαστικά ο κ. Λούλης, «διαγράφοντας ακραίο βουλευτή του κόμματός του που ήταν η αιχμή του δόρατος της επίθεσης αυτής» (Λούλης 2004, σ. 38).

Σε άλλο σημείο, ο κ. Λούλης θεωρεί μεγάλη ευκαιρία και τύχη του Κώστα Καραμανλή τη σύγκρουση και τη διαγραφή του (και πάλι μη κατονομαζόμενου) Καρατζαφέρη, επειδή μ’ αυτό τον τρόπο έδειξε το άνοιγμά του στο μεσαίο χώρο: «Πώς όμως προώθησε το άνοιγμα αυτό ο κ. Καραμανλής; Καταρχάς, οι συγκυρίες τον ευνόησαν να προχωρήσει στη διαγραφή ενός ακραίου βουλευτή της Νέας Δημοκρατίας. Ηταν ο ίδιος βουλευτής που προεκλογικά είχε τραυματίσει το κόμμα του με παλαιοκομματικές θέσεις περί ‘δικών μας παιδιών’, οι οποίες έγιναν τηλεοπτικό σποτ του ΠΑΣΟΚ. Με αυτό το βουλευτή να δημιουργεί ένα ακραία δεξιό κόμμα, η Νέα Δημοκρατία οροθετήθηκε στα δεξιά της ορατά και ξεκάθαρα» (σ. 123).

Ο κ. Λούλης απαντά και στα στελέχη της Νέας Δημοκρατίας που ζητούσαν ανοχή στους ακροδεξιούς. «Επρόκειτο για αντιλήψεις ξεπερασμένες, σύμφωνα με τις οποίες, αθροίζοντας έντονα αντιφατικές φωνές, ακόμα και ακραίες, ένα κόμμα γίνεται, υποτίθεται, πολυσυλλεκτικό. Στις περιπτώσεις αυτές, όμως, οι ακραίες φωνές επισκιάζουν τις ήπιες και, άρα, αντί να διευρύνουν, συρρικνώνουν την πολυσυλλεκτικότητα ενός μεγάλου κόμματος».

Για τη θριαμβευτική εμφάνιση του Καρατζαφέρη στις νομαρχιακές του 2002, όπου καταποντίστηκε η υποψηφιότητα Τζανετάκου που είχε στηρίξει η Νέα Δημοκρατία, ο κ. Λούλης δεν λέει λέξη, ενώ ειρωνεύεται και όσους διείδαν τον Απρίλιο του 2002 το ενδεχόμενο να υπάρξει και στην Ελλάδα ένα φαινόμενο τύπου Λεπέν: «Το πώς το φαινόμενο Λεπέν θα εμφυτευόταν εν Ελλάδι ως όπλο του ΠΑΣΟΚ εναντίον της Νέας Δημοκρατίας παρέμεινε κάπου μεταξύ της σφαίρας του φανταστικού και του ακατανόητου».

Η απουσία κάθε σχολιασμού του εγχειρήματος Καρατζαφέρη γίνεται πιο έντονη αν συγκριθεί με την πολυσέλιδη αναφορά στο κόμμα Αβραμόπουλου (Λούλης 2004, 133-8). Εκεί που ο αναγνώστης διακρίνει την υποτίμηση της δυναμικής του κόμματος αυτού είναι το βιβλίο του κ. Λούλη για την πρώτη θητεία Καραμανλή και τις εκλογές του 2007. Πρόκειται για το χρονικό διάστημα στο οποίο σταθεροποιήθηκε το ΛΑΟΣ και απέκτησε την εκπροσώπησή του στο ευρωπαϊκό (2004) και το ελληνικό (2007) κοινοβούλιο. Η πρώτη αναφορά στο κόμμα αυτό γίνεται ουσιαστικά στο κλείσιμο του βιβλίου, με αφορμή την προεκλογική περίοδο του 2007: «Τη μόνη ‘ανοιχτή πόρτα’ τη συνεργασία της Νέας Δημοκρατίας με το ΛΑΟΣ, [ο Καραμανλής] την έκλεισε ερμητικά, περιγράφοντάς το ως ‘κόμμα των άκρων’» (Λούλης 2008, σ. 278). Λίγες σελίδες παρακάτω ο συγγραφέας θα παραδεχτεί με ειλικρίνεια ότι «η ψήφος προς το ΛΑΟΣ ήταν αδύνατον να προβλεφθεί, αλλά το ισχυρό ρεύμα της ψήφου αποδοκιμασίας ευνοούσε τον Γιώργο Καρατζαφέρη» (σ.281).

Γραμμένο –όπως δηλώνει ο συγγραφέας του- σταδιακά και κατά την εξέλιξη των γεγονότων, το βιβλίο φανερώνει ότι το επικοινωνιακό επιτελείο της Νέας Δημοκρατίας απέφευγε να δει κατάματα τη σχέση του κόμματος με την πολιτική Καρατζαφέρη. Γνωρίζουμε σήμερα ότι τη διετία 2007-2009, κάτω από την πίεση των δημοσκοπικών ευρημάτων, η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας θα υιοθετήσει σειρά υποδείξεων του ΛΑΟΣ (βιβλίο Ιστορίας, πολιτική απέναντι στην ΠΓΔΜ, καταστολή του νεολαιίστικου κινήματος), η οποία θα πάρει τη μορφή αυτούσιας αντιγραφής μετά τον πανικό που της προκάλεσε η ήττα στις ευρωεκλογές του Ιουνίου (πογκρόμ στους μετανάστες, επιχειρήσεις σκούπα σε Πάτρα και Αθήνα, νομοθετήματα για κάμερες, κουκούλες και DNA, κλπ). Αλλά μ’ αυτό τον τρόπο το μόνο που κατάφερε ήταν να επιβεβαιώσει ότι σύρεται πίσω απ’ αυτό που η ίδια ονομάζει μέχρι σήμερα «άκρο».
 

 


ΔΙΑΒΑΣΤΕ

Γιάννης Λούλης
«Το τέλος μιας κυριαρχίας»

(εκδ. Λιβάνη, Αθήνα 2004)
Περιγραφή της τελευταίας τετραετίας Σημίτη και της επιτυχημένης προσπάθειας του Κώστα Καραμανλή να αναδειχτεί πρωθυπουργός. Ενδιαφέρον έχει η σύγκριση των απόψεων που εκφράζει ο γνωστός επικοινωνιολόγος και πολιτικός σύμβουλος του τότε αρχηγού της Νέας Δημοκρατίας με την πολιτική που εφαρμόστηκε από το κόμμα όταν ήρθε στην εξουσία.

Γιάννης Λούλης
«Πολιτική κυριαρχία. Πώς κερδίζεται, πώς χάνεται»

(εκδ. Λιβάνη, Αθήνα 2007)
Ο συγγραφέας ονομάζει πολιτική κυριαρχία αυτό που πετυχαίνουν πολιτικοί ηγέτες και παρατάξεις όταν κυριαρχούν εκλογικά σε βάθος χρόνου. Στο πρώτο μέρος του βιβλίου εξετάζει τη διαδρομή ηγετών από τη διεθνή σκηνή (Θάτσερ, Ρίγκαν, Μιτεράν, Γκονζάλεθ, Κλίντον, Αθνάρ, Σρέντερ, Μπλερ, Μπους), ενώ στο δεύτερο ασχολείται με τους Ελληνες (Κωνσταντίνο Καραμανλή, Ανδρέα Παπανδρέου, Κώστα Σημίτη). Ο κ. Λούλης θεωρεί ότι οι πολιτικές κυριαρχίες εδραιώνονται από την επικράτηση στο μεσαίο χώρο, ο οποίος όμως έχει μορφή κινούμενης άμμου, ενώ μπορεί να είναι αριστερόστροφος ή δεξιόστροφος.

Γιάννης Λούλης
«Η μάχη του 2007»

(εκδ. Λιβάνη, Αθήνα 2008)
Περιγραφή της δεύτερης θητείας Καραμανλή και της δεύτερης εκλογικής του επικράτησης. Οι παρατηρήσεις του συγγραφέα σε πολλά σημεία αποδεικνύονται προφητικές, αλλά και ο τρόπος της ανάλυσής του αποκωδικοποιεί τον τρόπο πολιτικής σκέψης που επικράτησε στο Μαξίμου την τελευταία πενταετία.



ΕΠΙΣΚΕΦΘΕΙΤΕ

http://www.johnloulis.gr
Ο προσωπικός ιστοχώρος του Γιάννη Λούλη, με πλούσιο υλικό από τις δημόσιες παρεμβάσεις του (άρθρα, αναλύσεις, συνεντεύξεις).


 

Ελευθεροτυπία, 11/10/2009

 

www.iospress.gr