Ιστορία μου, αμαρτία μου
"Να δεις ότι εμένα θα με αδικήσει η ιστορία"
(δήλωση Κ. Καραμανλή στον Στάμο Ζούλα, "Καθημερινή" 4/5/97)
Η ιστορία δεν έχει ιδιαίτερη σχέση με όσα θορυβώδη παρακολουθούμε τις ημέρες
αυτές με αφορμή το "Αρχείο Καραμανλή". Καταρχάς, το ίδιο το αρχείο, προσωπική
-και προφανώς χρήσιμη- κατάθεση μίας εκδοχής για τα πράγματα, δεν είναι δυνατόν
να αντιμετωπίζεται ως "αποκάλυψη της ιστορικής αλήθειας": όπως κάθε ατομικό
αρχείο, έτσι κι αυτό συγκεντρώνει κατά κύριο λόγο τα ντοκουμέντα που κάποιος
θεώρησε σκόπιμο να διασώσει, την προσωπική του ματιά στα γεγονότα, τη δική του
μαρτυρία ή άποψη. Στην προκειμένη μάλιστα περίπτωση, η επιλογή του Κωνσταντίνου
Καραμανλή να ξεμπερδεύει με την ιστορία (του) προτού πεθάνει, αφενός προδίδει
την ξεχωριστή έγνοια του συγκεκριμένου πολιτικού για την υστεροφημία του,
αφετέρου αποκλείει τις τόσο ευπρόσδεκτες από τους ερευνητές εκπλήξεις που
επιφυλάσσουν αρχεία λιγότερο "ελεγμένα" και "επίσημα".
Από εκεί και πέρα, πολλά από τα βασικά χαρακτηριστικά της συζήτησης που
ακολούθησε την έκδοση των πρώτων τόμων του αρχείου αποδεικνύουν ότι η διαρκής
επίκληση της "ιστορίας" είναι μάλλον υποκριτική. Γιατί η ιστορία κακοποιείται
από τις διχοτομικές αντιλήψεις για το "ψέμα" και την "αλήθεια", από αφελείς
προσεγγίσεις που θεωρούν ότι η κοινωνική εξέλιξη καθορίζεται από τη βούληση
ορισμένων εκλεκτών και από απλουστευτικές βιογραφικές αναγνώσεις ικανές να
ανακηρύξουν κάποιον εθνάρχη από την κούνια. Εξάλλου, είτε επιχειρείται με τη
μορφή της αγιοποίησης είτε με τη μορφή της δαιμονολογίας, η μυθοποίηση των
ηγετικών πολιτικών φυσιογνωμιών δεν έχει κι αυτή πολλή σχέση με την ιστορία.
Ιστορία μπορεί να μην είναι, αλλά η 12τομη πολιτική επισκόπηση αναμφίβολα
προκαλεί "ιστορικές" αναταράξεις στο πολιτικό σκηνικό. Διότι η ελληνική κοινωνία
και οι ηγέτες της δεν μπορούν να αποφύγουν την αναμέτρηση με το πραγματικό
μεταπολεμικό παρελθόν τους, παρά τις επανειλημμένες, μάλλον άκομψες, προσπάθειες
να το απωθήσουν ή να το "εξευγενίσουν". Οι ερμηνείες και τα ντοκουμέντα του χθες
επιδρούν σοβαρά στις τρέχουσες πολιτικές αντιπαραθέσεις. Τα ξόρκια δεν πιάνουν,
όσο κι αν αρκετοί παράγοντες της Δεξιάς τα γράφουν "στ' αρχεία του λαού", όπως ο
Δ. Ρίζος, ή θεωρούν "μπούρδες" ορισμένα "ιστορικά ντοκουμέντα" του "εθνάρχη" που
στρέφονται κατά του Γκλίξμπουργκ, όπως ο ναύαρχος του "Βέλος" Ν. Παπάς, ή "δεν
γνωρίζουν τίποτα γιατί ήταν μικροί τότε", όπως ο Καμμένος και ο Αβραμόπουλος, ή
απλώς σιωπούν προεδρεύοντας, όπως ο κληρονόμος του μεγάλου θείου του.
Το ανέβασμα των τόνων στη Ν.Δ, προφανώς δεν προκλήθηκε από τα διαπλεκόμενα ΜΜΕ,
ούτε και από τα "συνωμοτικά κέντρα" της κεντροαριστεράς, των κομμουνιστών, ή των
ξένων. Η κρίση οφείλεται στο απλό γεγονός ότι στη μεγάλη συντηρητική παράταξη,
συνυπάρχουν όλα τα ιδεολογικά προϊόντα και υποπροϊόντα του εν Ελλάδι υπαρκτού
ολοκληρωτισμού. Αυτοί έχουν τη μύγα. Οι σημερινές αυταρχικές απόψεις που
συστηματικά εκπορεύονται από το χώρο της "φιλελεύθερης παρατάξης" (και
ευδοκιμούν υπό το καθεστώς της αμνησίας, συχνά και στην αντίπαλη μεγάλη
παράταξη), δεν πέφτουν από τον ουρανό -όπως προκύπτει και από το πρόσφατο γκάλοπ
για την 21η Απριλίου που δημοσιεύτηκε στην "Ε". Εχουν πρόσφατο παρελθόν, αλλά
και παρόν.
Ανεξάρτητα λοιπόν από τις προθέσεις του, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής κατάφερε,
"παρελθοντολογώντας", να φέρει στο προσκήνιο ένα κατεξοχήν σύγχρονο πολιτικό
ζήτημα: Οτι οι δημοκρατικές και οι κοινωνικές κατακτήσεις των δυόμιση τελευταίων
δεκαετιών δεν θεωρούνται απ' όλους δεδομένες. Οτι οι "νοσταλγοί" δεν βρίσκονται
καθόλου στο περιθώριο της πολιτικής σκηνής. Και ότι οι θιασώτες της "Ελλάδος των
Ελλήνων Χριστιανών", με το πρόσχημα της κρισιμότητας των "εθνικών θεμάτων",
ξεπροβάλλουν από τα κομματικά τους καβούκια, όπου λούφαζαν τόσα χρόνια.
(Ελευθεροτυπία, 10/5/1997)