Οι 61 "δήμιοι" της ελληνικής Βουλής     

"Σύσσωμη η κοινή γνώμη αντιμετωπίζει θετικά την πιθανότητα επιβολής ποινής θανάτου στους εμπόρους ναρκωτικών"
        ("Αδέσμευτος Τύπος", 13/11/97)

Μια χαρά τα κατάφερε το απίστευτο "μέτωπο" που συγκροτήθηκε για να απαιτήσει την επαναφορά της θανατικής ποινής. Ούτως ή άλλως, οι 61 βουλευτές που υπέβαλαν τη σχετική πρόταση κινήθηκαν εκ του ασφαλούς: γνώριζαν εξαρχής ότι τα επιχειρήματά τους δεν θα άλλαζαν τους συσχετισμούς στην Επιτροπή Αναθεώρησης του Συντάγματος, αλλά μπορούσαν βάσιμα να υποθέσουν ότι θα συσπείρωναν όλους εκείνους που τα τελευταία χρόνια καλλιεργούν τη συλλογική υστερία, εμποδίζοντας κάθε νηφάλια συζήτηση για το πρόβλημα των ναρκωτικών. Ηξεραν, με άλλα λόγια, ότι την κίνησή τους θα έσπευδαν να αγκαλιάσουν οι γνωστοί επαγγελματίες κινδυνολόγοι, δημοσιογράφοι, δημοσιολόγοι και διανοητές, που δεν χάνουν ευκαιρία να ηγηθούν μιας ακόμη "εθνικής" σταυροφορίας. Εκείνο που δεν φαντάζονταν ήταν ότι αυτή τη φορά θα σημειώνονταν και κάποιες αναπάντεχες νέες συμμετοχές, όπως αυτή του συνταγματολόγου Ανδρέα Λοβέρδου, που θεώρησε σκόπιμο να χαρακτηρίσει "απαραίτητο εργαλείο" τη θανατική ποινή.
Η μεγάλη, πάντως, επιτυχία των νοσταλγών των θανατικών εκτελέσεων ήταν ότι η πρωτοβουλία τους πέτυχε να δημιουργήσει μια ατμόσφαιρα, μέσα στην οποία η αντιπαράθεση στην "εσχάτη των ποινών" είναι νοητή, μόνον όταν συνοδεύεται από μια συγκεκριμένη δήλωση νομιμοφροσύνης: την πίστη δηλαδή στην αποτελεσματικότητα της κρατικής καταστολής. Ετσι, εκείνοι που βγήκαν τις ημέρες αυτές στα μέσα ενημέρωσης για να εκφράσουν την αντίρρησή τους προς τη θανατική ποινή βρέθηκαν να ζητούν, την ίδια στιγμή, αυστηρότερη τιμωρία των ενόχων, συνεχή αστυνόμευση των σχολείων, σκλήρυνση των συνθηκών κράτησης στις φυλακές. Πιστεύουν προφανώς ότι με τον τρόπο αυτό καθησυχάζουν τις αγωνίες μιας "κοινής γνώμης" που εμφανίζεται συστηματικά ως αιμοχαρής υπέρμαχος των "καθαρών λύσεων". Παγιδευμένοι στο κλίμα αυτό, νομικοί και πολιτικοί, αφενός αποσιωπούν ότι η Ελλάδα διαθέτει μία από τις σκληρότερες ευρωπαϊκές νομοθεσίες για τους εμπόρους ναρκωτικών, και αφετέρου αδιαφορούν για τη βελτίωση του σωφρονιστικού συστήματος, που κάποτε θεώρησαν επιβεβλημένη.
Η ρήση του υπουργού Δικαιοσύνης Ευάγ. Γιαννόπουλου ότι, "για τους εμπόρους ναρκωτικών, όταν λέμε ισόβια, εννοούμε ισόβια", ακολουθήθηκε από πλειάδα παρεμφερών δηλώσεων: "Οταν λέμε ισόβια, να εννοούμε ισόβια", επανέλαβε σαν ηχώ ο γενικός γραμματέας του υπουργείου Κ. Νταϊλιάνας, "αυτό που χρειάζεται είναι να πάρουμε στα σοβαρά την ισόβια κάθειρξη", συμπλήρωσε ο πρώην υπουργός Γ. Α. Μαγκάκης, "ποινή ισόβιας κάθειρξης, που σε καμιά περίπτωση δεν θα μετατρέπεται σε προσωρινή κράτηση", τόνισε και ο βουλευτής του ΣΥΝ Κουβέλης.
Ολα αυτά, βέβαια, για τους αδίστακτους εμπόρους ναρκωτικών. Αλλά και εκείνοι που ζητούν επιστροφή της θανατικής ποινής, για μια συγκεκριμένη κατηγορία εγκληματιών τη ζητούν. Πριν από τρία μόλις χρόνια, η Αννα Ψαρούδα-Μπενάκη (σήμερα διαφωνεί με τους 61 συναδέλφους της), είχε υποστηρίξει τη διατήρηση της θανατικής καταδίκης, αναφέροντας έναν παιδοκτόνο ως υποδειγματική περίπτωση για την εφαρμογή της. Από ό,τι έχει φανεί, οι υπέρμαχοι της θανατικής ποινής χρησιμοποιούν πάντοτε ως επιχείρημα το είδος της εγκληματικής συμπεριφοράς που συγκλόνισε πρόσφατα τους συμπολίτες τους. Στη μία χώρα προτείνεται η διατήρησή της για να αντιμετωπίσει η κοινωνία τους παιδεραστές, στην άλλη για να συνετίσει τους "μανιακούς δολοφόνους", στην τρίτη για να τελειώνει μια και καλή με τους παιδοκτόνους. Στην πραγματικότητα, η επιλογή των εκάστοτε "ανθρωπόμορφων τεράτων" είναι υποκριτική. Ποιος μπορεί να απαντήσει στο ερώτημα, γιατί πρέπει να τιμωρείται αυστηρότερα η μία κατηγορία "μιασμάτων" από την άλλη;
Παρόλο λοιπόν που αγχόνες δεν προβλέπεται να στηθούν στο άμεσο μέλλον στην Ελλάδα, η "κίνηση των 61" πέτυχε το στόχο της: ακύρωσε τη συναίνεση για τη βελτίωση του σωφρονιστικού συστήματος που, μεταξύ άλλων, περιλάμβανε και την αντιμετώπιση της ισόβιας κάθειρξης ως καθαρού αναχρονισμού.

 

(Ελευθεροτυπία, 15/11/1997)

 

www.iospress.gr