Οταν η Ιντερπόλ πολιτεύεται
"Είμαι θύμα βεντέτας"
(Ενρίκο Μπιάνκο, συνέντευξη στον ΦΛΑΣ 9,61, 18/12)
Τη Δευτέρα αναμένεται η απόφαση του Συμβουλίου Εφετών για την αίτηση
αποφυλάκισης που υπέβαλε ο Ενρίκο Μπιάνκο. Η καθυστέρηση εύλογη. Οταν
κινητοποιείται η μισή αντιτρομοκρατική για τη φρούρηση και την προσαγωγή του στο
Εφετείο, είναι λίγο δύσκολο στους δικαστές να αποφανθούν ότι δεν πρόκειται για
κάποιον ιδιαιτέρως επικίνδυνο τρομοκράτη.
Η ίδια μέθοδος χρησιμοποιείται κάθε φορά που οι διωκτικές αρχές επιθυμούν να
υποβάλουν στη δικαιοσύνη τις δικές τους απόψεις ως βεβαιότητα. Ποιος άλλος λόγος
υπήρχε για τη θεατρική αυτή "επιχείρηση αστραπή" των ειδικών δυνάμεων, πέρα από
τη σκοπιμότητα εντυπωσιασμού της κοινής γνώμης και -τελικά- των ίδιων των
λειτουργών της δικαιοσύνης;
Θυμίζουμε ότι ο Μπιάνκο ζούσε πολλά χρόνια δημόσια στην Ελλάδα και ότι δεν
πρόβαλε καμιά αντίσταση κατά τη σύλληψή του. Στους αστυνομικούς που του έκαναν
έλεγχο στην Πρέβεζα αποκάλυψε αμέσως την πραγματική του ταυτότητα και δήλωσε ότι
η δίωξή του έχει πολιτικό χαρακτήρα. Εγινε γνωστό ότι οι αρχές ασφαλείας τον
παρακολουθούσαν από καιρό. Κατά συνέπεια γνώριζαν από πρώτο χέρι ότι δεν είναι
επικίνδυνος. Και όμως, στο σχετικό "κατεπείγον" σήμα της ελληνικής Ιντερπολ προς
την Εισαγγελία Εφετών Αθηνών, περιλαμβάνεται ειδική διαταγή "ειδικών μέτρων
ασφαλείας" προς τη ΔΑΕΕΒ (Διεύθυνση Αντιμετώπισης Ειδικών Εγκλημάτων Βίας): "Ως
είναι γνωστό (σ.σ.: από πού άραγε;), πρόκειται για επικίνδυνο άτομο. Για το λόγο
αυτό θα πρέπει να ληφθούν, κατά την κρίση σας, πρόσθετα μέτρα ασφαλείας κατά την
μεταγωγήν του στον κ. Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών και κ. Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών
Αθηνών."
Στην ίδια προσπάθεια εντυπωσιασμού πρέπει να αποδοθεί και η φημολογία που
κυκλοφόρησε τις πρώτες ώρες μετά τη σύλληψή του, ότι δήθεν συνελήφθη ο απαγωγέας
και εκτελεστής του Αλντο Μόρο. Πολύ γρήγορα αποδείχθηκε ότι οι πληροφορίες ήταν
αβάσιμες, αλλά η πρώτη εντύπωση είναι πάντα σημαντική. Ελάχιστες εφημερίδες κι
ακόμα λιγότερα κανάλια και σταθμοί μπήκαν στον κόπο να διαψεύσουν τους αρχικούς
χαρακτηρισμούς που είχαν προσδώσει στον "αρχι-τρομοκράτη".
Αυτή η μέθοδος που ακολουθείται από τις υπηρεσίες δίωξης επαναφέρει ουσιαστικά
από το παράθυρο τον "αντιτρομοκρατικό" νόμο που έχει καταργηθεί από την ελληνική
Βουλή. Η κατά βούληση διόγκωση των υποθέσεων και η εμφάνιση κάποιων εκζητουμένων
ως ιδιαιτέρως επικίνδυνων, στην πράξη παρακάμπτει την δικαστική αξιολόγηση και
αποτελεί άτυπο πρόκριμα και μέσο αφόρητης πίεσης για την τελική απόφαση της
δικαιοσύνης και της ελληνικής πολιτείας.
Το χειρότερο είναι ότι αυτή η επιχείρηση δεν είναι καν έργο της ελληνικής
αστυνομίας ή της ελληνικής αντιτρομοκρατικής υπηρεσίας. Οπως φάνηκε καθαρά στην
περίπτωση του Μπιάνκο, η υπόθεση στήθηκε από την ιταλική Ιντερπολ, με
σκοπιμότητα που δεν είναι δύσκολο να διαγνώσει κανείς. Από τη μια μεριά, υπάρχει
ένα είδος "βεντέτας", μια επιθυμία εκδίκησης των ιταλικών διωκτικών αρχών για
όσους έχουν κατορθώσει να διαφύγουν. Κι αυτή η εκδικητικότητα εκδηλώνεται
ακριβώς τη στιγμή που στην Ιταλία έχει ωριμάσει η αμνήστευση όλων των πολιτικών
αδικημάτων της δεκαετίας του '70, και η απελευθέρωση των τελευταίων πολιτικών
κρατουμένων. Από την άλλη, ισχύει, όπως φαίνεται, και η διαπίστωση του
Μαουρίτσιο Φολίνι, ότι δηλαδή οι Ιταλοί θέλησαν να συνδυάσουν την εικόνα της
Ελλάδας ως άντρου τρομοκρατών με τη σύνοδο κορυφής της Ευρωπαϊκής Ενωσης.
Απέναντι σ' αυτή τη συνδυασμένη δράση μυστικών υπηρεσιών και Ιντερπολ, ο Ενρίκο
Μπιάνκο δεν έχει να παρουσιάσει παρά την καθαρή πολιτική του στάση. Ζητάει
πολιτικό άσυλο από την Ελλάδα, τη χώρα όπου έμεινε και έφτιαξε τη ζωή του τα
τελευταία χρόνια, χωρίς να προξενήσει κανένα πρόβλημα. Ζητάει να του
αναγνωριστεί η ιδιότητα του πολιτικού κρατούμενου. Ζητάει να απαντήσει η Ελλάδα
στην Ιταλία, όπως απάντησε η Γαλλία, στα πιο δύσκολα χρόνια του '80.
(Ελευθεροτυπία, 20/12/1997)