Η κλιμακτήριος των "μεταρρυθμιστών"
"Καθηγητές και μαθητές έχουν αμοιβαίως διαφθαρεί. Υπάρχει αγραμματοσύνη"
(Θ. Πάγκαλος, 21/1/1999)
Καθώς η μαθητική εξέγερση κλείνει δυο βδομάδες μετά το τέλος των διακοπών, οι
απολογητές της κυβερνητικής αδιαλλαξίας συγκλίνουν πια σε μια ύστατη αλλά
καθοριστική γραμμή άμυνας: μπορεί οι καταλήψεις να μην έσβησαν, όπως
προεξοφλούσε το Υπουργείο Παιδείας, όμως το κίνημα των μαθητών δεν παύει να
αποτελεί ένα είδος ανεύθυνης "διεκδίκησης του δικαιώματος στην αμάθεια", ενάντια
σε μια τολμηρή και προπαντός καλοπροαίρετη προσπάθεια για την αναβάθμιση της
ελληνικής εκπαίδευσης. Στην προβολή αυτού του ισχυρισμού βοηθάει βέβαια αρκετά η
επίσημη φρασεολογία περί "μεταρρύθμισης", που ανενδοίαστα χρησιμοποιεί τη θετική
εικόνα των προοδευτικών τομών του παρελθόντος (κατάργηση καθαρεύουσας, καθιέρωση
της δωρεάν παιδείας, κλπ) με σκοπό να νομιμοποιήσει μια πολιτική που σήμερα
κινείται ακριβώς στην αντίθετη κατεύθυνση. Καθοριστική στη διάδοσή του
ιδεολογήματος αποδεικνύεται, ωστόσο, η επιλογή των ηλεκτρονικών ΜΜΕ να
επικεντρώσουν την προσοχή τους στις πιο θεαματικές πλευρές των μαθητικών
κινητοποιήσεων, αντί να μιλήσουν για την ταμπακέρα: ύστερα από τη φοβερή
πανωλεθρία του ίδιου του κ. Αρσένη στο "Μαύρο Κουτί" του MEGA (16/12/98), κανένα
κανάλι δεν αποτόλμησε μια ζωντανή συζήτηση εφ' όλης της ύλης ανάμεσα στα στελέχη
του Υπουργείου και τους αντιφρονούντες λχ της ΟΛΜΕ. Και σίγουρα όχι επειδή η
θεαματικότητα μιας τέτοιας αναμέτρησης αναμενόταν χαμηλή...
Λίγοι βέβαια είναι τόσο κατηγορηματικοί όσο ο Λευτέρης Παπαδόπουλος, που
ισχυρίζεται στα σοβαρά ("Νέα" 18/1) ότι "το σύστημα που ταλαιπωρεί τους μαθητές
και πλουτίζει τους φροντιστές, το άλλαξε ο Γ. Αρσένης" και πως, σε αντίθεση με
ό,τι συνέβαινε μέχρι πρότινος, "τώρα οι μαθητές διαβάζουν στο σχολείο και
μαθαίνουν" οπότε "το φροντιστήριο καταργείται"(!). Οι περισσότεροι περιορίζονται
να προβάλλουν την εικόνα μιας ανίερης συμμαχίας τεμπέληδων ή χρηματιζόμενων
καθηγητών με επίσης τεμπέληδες και κατά τεκμήριο κακούς μαθητές, ενάντια στην
προσπάθεια των "μεταρρυθμιστών" να κάνουν το σχολείο να δουλέψει. "Τρελαμένοι οι
μαθητές από τις στρεβλωμένες ερμηνείες του νόμου που τους διοχετεύουν τα
χαλκεία, ζητούν την επιστροφή στο καθεστώς της λούφας και της παπαγαλίας, καθώς
εκείνο το γνωρίζουν καλά, ενώ με το νέο έχουν μπερδευτεί", διατείνεται λχ σε ένα
τυπικό κείμενο του είδους ο Κάρολος Μπρούσαλης του "Εθνους" (16/1), ενώ ο Νίκος
Τσαγκρής μας αποκαλύπτει στην ίδια εφημερίδα, πως "οι μαθητές των Λυκείων
θεωρούν ως αφύσικη τη `φύση της σύγχρονης ζωής', που με τη σειρά της θεωρεί ότι
ένα πτυχίο αυξάνει τις πιθανότητες για να εξασφαλίσει ένας νέος μια καλή θέση
εργασίας, κλπ" (18/1). Από κοντά κι οι μεταμοντέρνοι νοσταλγοί της παλιάς καλής
εποχής του εκπαιδευτικού μας συστήματος, που δεν παραλείπουν να συνδυάσουν τη
λατρεία των "επαναστατικών τομών" του εγχώριου εκσυγχρονισμού με μια
φονταμενταλιστική αναπόληση ενός ωραιοποιημένου απώτερου παρελθόντος,
επιστρατεύοντας την καρικατούρα του αυστηρού, απεχθούς αλλά τελικά σωστού
δασκάλου προκειμένου να μας πείσουν για την "αναγκαιότητα να μπεί μια τάξη στην
Παιδεία". Οπως συνέβαινε μέχρι το 1974, έτος που ο Κ.Ι.Αγγελόπουλος ορίζει ως
απαρχή "των μεγάλων καταστροφών στη δημόσια εκπαίδευση" (Καθημερινή" 17/1).
Πόση σχέση έχουν τελικά όλα αυτά με τους πραγματικούς λόγους της μαθητικής
δυσαρέσκειας; Σε ποιο βαθμό η κατηγορία περί "διεκδίκησης της αγραμματοσύνης"
μπορεί να ερμηνεύσει το πολλαπλά πιστοποιημένο γεγονός ότι, σε αντίθεση με τις
εβδομαδιαίες εποχιακές "καταλήψεις του χαβαλέ" προηγούμενων χρόνων, στην τωρινή
εξέγερση πρωτοστατούν συχνά οι καλοί και καλούτσικοι μαθητές, εκείνοι δηλαδή που
έχουν περισσότερα να χάσουν από ένα σύστημα-καρμανιόλα, το οποίο τους επιτρέπει
μια και μοναδική προσπάθεια για την εισαγωγή τους στην τριτοβάθμια εκπαίδευση;
Δύσκολα θα πείσουν αυτούς τους τελευταίους, το βασικό δηλαδή ιστό των σχολικών
κοινοτήτων, τα νοσταλγικά άλλοθι κάποιων μεσηλίκων διανοουμένων. Οπως δεν τους
έπεισε και η "μεγαλοθυμία" του κ. Αρσένη, να μην τους αφήσει φέτος στην ίδια
τάξη, στην οποία οι περισσότεροι ούτως ή άλλως δεν επρόκειτο να μείνουν...
(Ελευθεροτυπία, 23/1/1999)