Δημοσιογράφοι με σύνορα
"'Χαστούκι' στους διάφορους 'Σωμερίτηδες'"
("Ριζοσπάστης", 22/4/99)
Με χαστούκια, εντός και εκτός εισαγωγικών, μοιάζει να συνεχίζεται η "συζήτηση"
για το ρόλο των δημοσιογράφων στον πόλεμο της Γιουγκοσλαβίας: ο σχετικός
διάλογος εκφυλίζεται καθημερινά μέσα από παράλληλους μονολόγους στα τηλεοπτικά
παράθυρα των οκτώ, τα οποία όλως περιέργως παρεισέφρησαν πρόσφατα και στις
"σοβαρότερες" εκδοχές της βραδινής μας ενημέρωσης. Πολεμικό το κλίμα, πολεμική
και η μεθοδολογία, αρνείται να αφήσει χώρο στις αποχρώσεις και αδυνατεί να
ανεχθεί τη διαφωνία, εμφανίζοντάς την ως επικίνδυνη ρωγμή στη νέα φαντασιακή
ομοψυχία του εθνικού σώματος.
Επιστροφή στις ημέρες του Μακεδονικού με πέντε δαχτυλοδειχτούμενους προδότες από
τη μία και σύσσωμους τους διερμηνευτές τής "κοινής γνώμης" από την άλλη; Και ναι
και όχι. Αυτή τη φορά, το κέντρο βάρους της διαμάχης μετατοπίστηκε στον
δημοσιογραφικό κλάδο, αφήνοντας έναν απλώς επικουρικό ρόλο στις λοιπές
επαγτελματικές κατηγορίες "ειδημόνων" που πρωταγωνίστησαν στο κυνήγι των
μαγισσών του '92-'93. Ετσι όπως εξελίχθηκαν τα πράγματα, ο πόλεμος της
Γιουγκοσλαβίας μεταβλήθηκε σε πόλεμο των Ελλήνων δημοσιογράφων. Οχι όλων. Αλλά
εκείνων που τοποθετούνται δημόσια -και συνήθως μέσα από τα τηλεοπτικά παράθυρα-
για κάθε φανταχτερό γεγονός της κοινωνικής ή/και πολιτικής επικαιρότητας. Και οι
συγκεκριμένοι δημοσιογράφοι τον έχασαν τον δικό τους τον πόλεμο, αποδεικνύοντας
ότι είναι ανήμποροι να αντιμετωπίσουν με στοιχειώδη ψυχραιμία κάθε άποψη που
παρεκκλίνει έστω και ελάχιστα από τη δική τους.
Σοβαρότερο, ωστόσο, πρόβλημα από τις πολεμικές δημοσιογραφικές ιαχές σε κανάλια
και ραδιόφωνα, είναι η σταδιακή συγκρότηση των όρων της συζήτησης και η αποδοχή
τους από όλες τις πλευρές. Αρκεί να θυμηθούμε το εναρκτήριο ερώτημα της διαμάχης
για να αντιληφθούμε την παγίδα ενός διλήμματος ικανού να λυθεί μόνο διά της
μεθόδου του γορδίου δεσμού: "Κάνουν καλά οι Ελληνες ανταποκριτές τη δουλειά τους
ή όχι;" Ποιος αποφάσισε, αναρωτιόμαστε, την συμπερίληψη όλων αυτών των ανθρώπων
σε μία - καλή ή κακή, αδιάφορο- κατηγορία; Και ποιος μπορεί να ισχυριστεί πως οι
πολεμικές ανταποκρίσεις είναι αυτές που καθορίζουν αυτομάτως τα μηνύματα που
εκπέμπονται τελικά από ένα έντυπο ή ηλεκτρονικό μέσο; Κάθε φορά που παραθυράρχες,
υπεύθυνοι των δελτίων και διευθυντές εφημερίδων εκφράζουν τη συγκίνησή τους για
τα "παιδιά που με κίνδυνο της ζωής τους βγάζουν ασπροπρόσωπη την ελληνική
δημοσιογραφία", δεν κάνουν τίποτε άλλο από το να βλογάνε τα γένια τους. Γιατί
αυτοί πλαισιώνουν, σχολιάζουν, με δύο λόγια νοηματοδοτούν, τις ανταποκρίσεις και
στη δική τους ευθύνη ανήκει το πού θα κλίνει η ζυγαριά της πληροφόρησης.
Δεν είναι, όμως, μόνον οι Ελληνες ανταποκριτές που αντιμετωπίζονται -και
εξαναγκάζονται να αντιδρούν- ως ενιαία κατηγορία. Η γενίκευση, και πάλι από όλες
τις πλευρές, προχωρά κατασκευάζοντας δύο ακόμη αδιαφοροποίητες ομάδες: οι
Ελληνες δημοσιογράφοι από τη μια, οι Δυτικοί από την άλλη. Κάποια ακαθόριστα
εθνικά χαρακτηριστικά χρησιμοποιούνται έτσι ως μοναδικό κριτήριο για την
επιδοκιμασία ή την απόρριψη επαγγελματιών των οποίων οι ομοιότητες εξαντλούνται
σε ένα και μόνο στοιχείο του διαβατηρίου τους. Με την έννοια αυτή, πολύ κακή
υπηρεσία προσφέρουν και οι εθνικά υπερήφανες δηλώσεις στελεχών της διοίκησης της
ΕΣΗΕΑ: Η παθολογία του επαγγέλματος δεν εξανεμίστηκε ως διά μαγείας τη στιγμή
που το ΝΑΤΟ αποφάσισε να βομβαρδίσει τη Γιουγκοσλαβία. Προϋπήρχε του πολέμου και
θα συνεχίσει να υπάρχει και μετά το τέλος του. Τα συντεχνιακά ανακλαστικά μπορεί
να περνούν απαρατήρητα τώρα, που η "πλειοψηφία" του κλάδου συναπαντήθηκε με τη
"λαϊκή βούληση", αλλά δεν αποτελούν εγγύηση για μια μόνιμη ανατροπή της
αναξιοπιστίας με την οποία χρεώνεται το δημοσιογραφικό επάγγελμα τα τελευταία
χρόνια. Περιττό να μιλήσουμε για την επαπειλούμενη -και αδιανόητη- πειθαρχική
δίωξη των "αντιφρονούντων". Ακόμη και οι συγκυριακές συσπειρώσεις μέσω της
συλλογής υπογραφών υποδεικνύουν ότι ο διάλογος είναι άγνωστος στους εγχώριους
υπηρέτες της ενημέρωσης. Και αυτή τη φορά φοβούμαστε πως η γενίκευση είναι
μάλλον θεμιτή.
(Ελευθεροτυπία, 8/5/1999)