Το κρυφό μήνυμα του Παντελή Καζάκου
"Ο Παντελής Καζάκος έβγαζε αφρούς από το στόμα"
("Εθνος" 23/10/1999)
Σχεδόν ομόθυμη υπήρξε η αντίδραση των διαμορφωτών της λεγόμενης κοινής γνώμης
στα ρατσιστικά εγκλήματα του Π. Καζάκου. Εκτός κλίματος, αιρετικές και
ασύμφορες, οι ελάχιστες διαφορετικές φωνές χάθηκαν μέσα στην πανίσχυρη συλλογική
επιθυμία να εξορκιστεί κάθε συσχέτιση της ελληνικής κοινωνίας με συμπεριφορές
ρατσιστικές - από τις πιο "ανώδυνες" έως τις πιο ακραίες. Σε αγαστή συνεργασία,
δημοσιογράφοι σε ρόλο ψυχαναλυτή, ψυχολόγοι σε ρόλο εγκληματολόγου και
κοινωνιολόγοι σε ρόλο ψυχιάτρου έσπευσαν να κατασκευάσουν μια καθησυχαστική
ερμηνεία για τις αποτρόπαιες δολοφονίες προκειμένου να απαλλάξουν από αισθήματα
συνενοχής το κοινό τους - και μαζί μ' αυτό και τον ίδιο τους τον εαυτό.
Σταχυολογούμε ενδεικτικά μερικές σχετικές διατυπώσεις από τις εφημερίδες της
πρώτης κιόλας ημέρας: "θρησκευτικό μένος ή άρρωστα ένστικτα όπλισαν το χέρι δύο
νεαρών που αιματοκύλησαν το κέντρο της Αθήνας;", αναρωτιόταν κάποιος τίτλος.
"Για να φθάσει κανείς στο σημείο να κάνει φόνο, σημαίνει ότι έχει διαταραγμένη
προσωπικότητα", υποστήριζε μια ψυχολόγος, ενώ καθηγητής Κοινωνιολογίας
ισχυριζόταν ότι "δεν έχει προηγηθεί κάποιο περιστατικό στην επικαιρότητα, το
οποίο να έχει διογκωθεί από τα ΜΜΕ, ώστε να δικαιολογεί (sic) τη συγκεκριμένη
αντίδραση". Και συμπλήρωνε: "Δεν γνωρίζουμε, βέβαια, αν ο δράστης είχε
προηγούμενη άσχημη εμπειρία με μετανάστες". Την ίδια στιγμή, άλλος
"εμπειρογνώμων" απέδιδε ευθύνες στην ελληνική πολιτεία "που δεν διασφάλισε τα
σύνορά της και τους πολίτες της", οδηγώντας σε αντιδράσεις "που θα ξεκίναγαν από
δικαιολογημένες (sic) διαμαρτυρίες και θα έφταναν σε ακραίες εκδηλώσεις και σε
φαινόμενα ρατσισμού". Από την πλευρά του, γνωστός εγκληματολόγος τόνιζε ότι "οι
τυφλές επιθέσεις κατά αλλοδαπών" είναι "άδικες και αντίθετες προς τις
πολιτιστικές παραδόσεις της χώρας μας", ενώ συνάδελφός του καθηγητής χαρακτήριζε
το γεγονός "μεμονωμένο" και διαβεβαίωνε ότι έξαρση ρατσισμού στην Αθήνα δεν
υπάρχει.
Από κοντά και τα κανάλια με τους δικούς τους "ειδικούς" και τους σταρ των
βραδινών δελτίων σε ρόλο ψυχαναλυτή χιτσκοκικής έμπνευσης. Το άλυτο οιδιπόδειο,
η επίφοβη πατρική μορφή, τα παιδικά τραύματα που ποτέ δεν επουλώθηκαν. Δεν
χρειάζεται να επιμείνουμε. Τόσο η έμφαση στην ψυχοπαθολογική προσωπικότητα του
δράστη όσο και η μονότονη επανάληψη του δόγματος ότι εγκλήματα αυτού του είδους
δεν προσιδιάζουν στο ελληνικό κλίμα συνιστούν τις δύο όψεις ενός και του ίδιου
νομίσματος. Εκφράζουν δηλαδή την ανάγκη να εξοστρακιστεί επειγόντως ο δράστης
από το δικό μας κόσμο, τον κόσμο των υγιών, στον περιθωριακό κόσμο των ψυχικά
αρρώστων και να μετατοπιστεί η όλη συζήτηση από το πεδίο της κοινωνίας σε εκείνο
μιας μεμονωμένης και προβληματικής οικογένειας. Φαίνεται πως αυτός ήταν ο
μοναδικός τρόπος για να πάψουν οι πράξεις του Καζάκου να στοιχειώνουν τον ύπνο
μας.
Οση, όμως, και να είναι η βαρύτητα ενός εγκλήματος, άλλη τόση κι ακόμη
μεγαλύτερη μπορεί να αποδειχθεί η σημασία της πρόσληψής του. Γιατί αυτή έχει τη
δύναμη να συνεχίσει να σκοτώνει. Ετσι, οι δολοφονίες του Καζάκου θα έπρεπε να
γίνουν αντιληπτές ως άμεση ή έμμεση απόρροια κάποιων νέων κοινωνικών δεδομένων
που από καιρό νομιμοποιούν τη ρατσιστική βία (και) στην Ελλάδα. Ούτως ή άλλως,
κάθε εποχή έχει και τους δικούς της "παράφρονες" που αναλαμβάνουν να εκφράσουν
τις συλλογικές ψυχώσεις, κρίνοντας ότι ήρθε η ώρα να κάνουν ορατό το αόρατο,
ρητό το υπόρρητο, πράξη το λόγο. Αν στο τέλος του προηγούμενου αιώνα ο Τζακ ο
Αντεροβγάλτης τιμωρούσε παραδειγματικά τις γυναίκες κομματιάζοντας πόρνες, ήταν
γιατί είχε ψυχανεμιστεί ότι, γύρω του, το πρόβλημα των καιρών συνοψιζόταν στην
έξοδο των γυναικών από το σπίτι. Εναν αιώνα μετά, οι δολοφονίες μεταναστών, στην
Ελλάδα και αλλού, προϋποθέτουν ένα άλλο κρυφό -αλλά ξεκάθαρο- μήνυμα με πολλούς
πομπούς και πάμπολλους αποδέκτες. Οσοι παριστάνουν ότι το αγνοούν, οπλίζουν
απλώς το επόμενο χέρι.
(Ελευθεροτυπία, 30/10/1999)