Κάτω τα χέρια από το δάσκαλο!   

"Το μαγικό νούμερο 58,8% έφτασε η θεαματικότητα της εκπομπής Κίτρινος Τύπος"
        (Οι εφημερίδες, 7/12/1999)

Και, αίφνης, οι πάντες θυμήθηκαν ότι η τηλεοπτική ενημέρωση οφείλει κι αυτή να υπακούει σε κάποιους στοιχειώδεις έστω κανόνες δημοσιογραφικής δεοντολογίας, ότι υπάρχουν -θα έπρεπε να υπάρχουν- και κάποια όρια στο αδυσώπητο κυνήγι της καθημερινής τηλεθέασης. Να μας επιτραπεί να αμφισβητήσουμε, αν όχι τις προθέσεις, πάντως την αποτελεσματικότητα της όψιμης αυτής επιχείρησης "καθαρά χέρια" στο χώρο της ηλεκτρονικής δημοσιογραφίας. Απομονώνοντας το πρόσφατο ακραίο κρούσμα τηλεοπτικής ασυδοσίας, στο οποίο ως γνωστόν πρωταγωνιστούν ο Μάκης Τριανταφυλλόπουλος και τα διάσημα θηράματά του, εκείνοι που ανέλαβαν το έργο της "κάθαρσης" νομιμοποιούν στην πραγματικότητα ένα καθεστώς που έχει παγιωθεί από καιρό, αδιαφορώντας για τους μηχανισμούς που του επέτρεψαν να κυριαρχήσει και να καθορίζει πλέον χωρίς αντίλογο τους κανόνες του δημοσιογραφικού παιχνιδιού.
Εξηγούμαστε: ο πάνδημος ξεσηκωμός του "υγιούς" δημοσιογραφικού, επιστημονικού και καλλιτεχνικού σώματος ενάντια στις εκάστοτε "υπερβολές" θα μεταφράζεται εσαεί σε μια ανώδυνη και ναρκισσιστική ηθικολογική ρητορεία, εφόσον ουδείς μοιάζει -απ' ό,τι φαίνεται- διατεθειμένος να αντιταχθεί σοβαρά στο γενικότερο κλίμα μέσα στο οποίο εμφανίζονται, έστω και ως παρεκτροπές, οι ακρότητες του κάθε Μάκη Τριανταφυλλόπουλου. Ακόμη χειρότερα, ο εντοπισμός του προβλήματος στις πιο "ξεφωνημένες" περιπτώσεις διευκολύνει την ανεμπόδιστη συνέχιση της δουλειάς των υπολοίπων, έστω κι αν η απόστασή της από τις στιγματιζόμενες πρακτικές είναι απλώς ποσοτική.
Δεν μπορεί, θα παρατήρησαν η ΕΣΗΕΑ, το ΕΣΡ και οι καθ' ύλην αρμόδιοι πανεπιστημιακοί ότι, προτού καλά-καλά μυρίσουν εκλογές, ξεκίνησε και η συστηματική ανακύκλωση "αποκαλύψεων" για την ιδιωτική ζωή του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Ορισμένοι από τους δημοσιογράφους και κάποια από τα μέσα που ανέλαβαν τη συγκεκριμένη εργολαβία κατακεραυνώνουν σήμερα με άνεση τις εκπομπές του Τριανταφυλλόπουλου. Από την άποψη αυτή, ειλικρινέστερη υπήρξε η στάση που τήρησαν οι διευθυντές ειδήσεων των "εγκυρότερων" καναλιών: απέφυγαν προσεκτικά να καταγγείλουν το συγκεκριμένο είδος δημοσιογραφίας που αποτελεί τον πολυτιμότερο άσσο στο μανίκι των βραδινών τους δελτίων.
Ούτως ή άλλως, η μετάβαση στα νέα δημοσιογραφικά ήθη έχει ολοκληρωθεί από καιρό: η μόδα ξεκίνησε από εκπομπές "ειδικού ενδιαφέροντος" σε κανάλια περιορισμένης -τότε- θεαματικότητας και σε ελάχιστο χρονικό διάστημα κατέκλυσε τις ενημερωτικές ζώνες και των μεγαλύτερων καναλιών. Χαρακτηριστικό παράδειγμα τα δελτία ειδήσεων, όπου το μοντέλο του παλιού "Σκάι" επιβλήθηκε βαθμιαία, μεταμορφώνοντας άρδην την κυρίαρχη ειδησεογραφική συνταγή: πρωτοκαθεδρία μιας κατηγορίας ασήμαντων αλλά πολλαπλώς γαργαλιστικών πληροφοριών που κατ' ευφημισμόν ονομάστηκαν κοινωνικά θέματα, αρρωστημένη έμφαση στην ιδιωτική ζωή ανωνύμων και επωνύμων, υποβάθμιση των εσωτερικών πολιτικών ειδήσεων και πλήρης σχεδόν εξαφάνιση των διεθνών, υποκατάσταση του όποιου διαλόγου από τις κραυγές προσεκτικά επιλεγμένων αντιθετικών διδύμων που εμφανίζονται στα τηλεοπτικά παράθυρα έτοιμα να μονομαχήσουν μέχρι τελικής εξόντωσης του αντιπάλου. Πρόκειται για δελτία ειδήσεων που θυμίζουν ηδονοβλεπτικά ριάλιτι σόου και αντλούν από αυτά το υλικό τους, αλλά δεν διστάζουν να διαφημίσουν και το τελευταίο βίντεο κλιπ κάποιου καψουροτραγουδιστή του συρμού.
Στο κλίμα αυτό, η καταγγελία του εκάστοτε παραστρατήματος -σήμερα του Τριανταφυλλόπουλου, αύριο κάποιου άλλου- μοιάζει μάλλον υποκριτική: τόσο από τους δήθεν θιγμένους δημοσιογράφους που σε μεγάλο τους ποσοστό υπακούουν κι αυτοί στα κελεύσματα των καιρών και της τηλεθέασης, όσο και από εκείνους τους πανεπιστημιακούς που σπανίως αντιστέκονται στον πειρασμό να παραστήσουν για μια ακόμη φορά τον εμπειρογνώμονα νομιμοποιώντας με την παρουσία τους εκπομπές που καταδικάζουν στη συνέχεια.
Κακά τα ψέματα: η συνταγή έχει περάσει. Επιβάλλεται από τους εργοδότες, ακολουθείται από τους δημοσιογράφους και επιβραβεύεται από το κοινό. Διδάσκεται εξάλλου συστηματικά στις ποικιλώνυμες ιδιωτικές σχολές δημοσιογραφίας, όπου οι βεντέτες των μίντια -δημοσιογράφοι και καθηγητές- φροντίζουν για τη σωστή μεταλαμπάδευσή της στις νεότερες γενιές. Με το αζημίωτο, πάντοτε.

(Ελευθεροτυπία, 11/12/1999)

 

www.iospress.gr