Η ορθόδοξη τζιχάντ του κυρίου Χριστόδουλου
"Οι Έλληνες είμαστε ορθόδοξοι με βούλα!"
("Απογευματινή" 8/3/2000)
Η απόφαση της Ιεράς Συνόδου να κηρύξει ιερό πόλεμο κατά του Μίμη Ανδρουλάκη προκάλεσε οδυνηρή έκπληξη σε εκείνους που, θαμπωμένοι από τη λαμπερή παρουσία του προκαθημένου της Εκκλησίας, πίστεψαν πως οι μέρες του εκκλησιαστικού σκοταδισμού έχουν περάσει ανεπιστρεπτί. Πώς είναι δυνατόν, αναρωτιούνται, ένας "εκσυγχρονιστής" ιεράρχης, άριστος γνώστης των πιο προηγμένων επικοινωνιακών τεχνικών, να επαναφέρει τη χώρα στο Μεσαίωνα και να ωθεί το ποίμνιό του σε συμπεριφορές που θα έπρεπε να ανήκουν σε ένα μακρινό παρελθόν; Με άλλα λόγια: Πώς συμβιβάζεται η "μετανεωτερική" εμφάνιση του άνετου, χαμογελαστού και μέσα σε όλα αρχιεπισκόπου με τους αφορισμούς, την εκκλησιαστική λογοκρισία και την τελετουργική πυρπόληση των βιβλίων από τις αρχαϊκές φιγούρες των τροφίμων μοναστηριών και παραεκκλησιαστικών οργανώσεων;
Η παράδοξη, ωστόσο, συνύπαρξη των δήθεν αντιφατικών αυτών στοιχείων μάς προσφέρει ένα κλειδί για να κατανοήσουμε τις σημερινές εξελίξεις: Αν ο αρχιεπίσκοπος δεν είχε εξασφαλίσει μια τόσο ευρεία κοινωνική συναίνεση, κι αν χάρη στη δική του προσωπική ακτινοβολία η εκκλησιαστική ιεραρχία δεν είχε δει τη θέση της να αναβαθμίζεται τα τελευταία χρόνια, η Ιερά Σύνοδος δεν θα ένιωθε σε καμία περίπτωση αρκετά σίγουρη ώστε να το ρίξει στους αφορισμούς και στα αναθέματα. Αν ο αρχιεπίσκοπος δεν είχε κατοχυρώσει την εικόνα του τηλεοπτικού αστέρα, δύσκολα θα σκεφτόταν να χοντρύνει το παιχνίδι, διακινδυνεύοντας να αφυπνίσει τα αντιεκκλησιαστικά ανακλαστικά μεγάλης μερίδας του ποιμνίου των βραδινών δελτίων. Κι αν οι μετρήσεις για τη δημοτικότητά του δεν ήταν τόσο εντυπωσιακά σταθερές, τότε ούτε που θα του περνούσε από το μυαλό να αρχίσει τα δημόσια μπρα-ντε-φερ με τον κάθε "βλάσφημο" Ανδρουλάκη.
Περιττό, λοιπόν, να απορούν σήμερα οι ίδιοι που ανέδειξαν τα αρχιεπισκοπικά ανέκδοτα σε απαραίτητο καρύκευμα της καθημερινής ειδησεογραφίας. Συνέβαλαν κι αυτοί στη δημιουργία του κλίματος, χάρη στο οποίο η Ιερά Σύνοδος μπορεί να αποφαίνεται ομόφωνα -με την εξαίρεση του συνήθως αντιφρονούντος μητροπολίτη Ζακύνθου- ότι υπάρχουν βιβλία που τους αξίζει να καούν από τα "πιστά μέλη της Εκκλησίας" και την "πιστεύουσα καρδία τους, ομολογούσα τον Σωτήρα Κύριον". Η στάση αυτή είναι η αναμενόμενη σε μια στιγμή που η ιεραρχία νιώθει και πάλι τη βεβαιότητα ότι διαθέτει ένα μεγάλο ακροατήριο, πρόθυμο να της επιτρέψει μια ακόμη δυναμική παρέμβαση στα τεκταινόμενα. Διδακτική είναι και η ταυτόχρονη συζήτηση σχετικά με την αναγραφή ή μη του θρησκεύματος στις αστυνομικές ταυτότητες: η Ιερά Σύνοδος μοιάζει να επιλέγει τη μεσοβέζικη λύση της προαιρετικής αναγραφής, ελπίζοντας -και δικαίως- ότι θα επαναληφθεί το Βατερλό του πολιτικού γάμου. Οι ιεράρχες, ωστόσο, δεν το βάζουν κάτω: "Να είμαστε και με τη βούλα χριστιανοί ορθόδοξοι", δήλωσε ρητά ο Κοζάνης Αμβρόσιος. "Να
καθίσει ο καθένας ήσυχα στον τόπο του. Αυτοί που γεννήθηκαν και ανατράφηκαν στην Ελλάδα και οι άλλοι που μας ήρθαν ξενόφερτοι".
Αν απόψεις σαν κι αυτή διατυπώνονται μαχητικά και στην παραμικρή απόπειρα ανατροπής των εκκλησιαστικών "κεκτημένων", τότε γίνεται σαφές ότι η απόφαση της Ιεράς Συνόδου για το βιβλίο του Μ. Ανδρουλάκη δεν αποτελεί σκοταδιστική παρέκκλιση, αλλά συνεκτική και αυτονόητη έκφραση ενός πανίσχυρου ορθόδοξου φονταμενταλισμού. Με την έννοια αυτή, η συστηματική προσφυγή στον (δυτικό) Μεσαίωνα και την (καθολική) Ιερά Εξέταση συσκοτίζει μέσα από ανύπαρκτες ιστορικές αναλογίες μια πραγματικότητα που και σύγχρονη είναι και ελληνορθόδοξη. Χάρη στην ανοχή του κράτους και την κάλυψη που προσφέρουν τα μέσα ενημέρωσης στον προκαθήμενό της, η ηγεσία της Εκκλησίας αισθάνεται και πάλι έτοιμη να διαδραματίσει τον ελεγκτικό ρόλο που είχε στερηθεί την εποχή της μεταπολιτευτικής ελευθεριότητας. Θα πολιτευτεί, επομένως, με την άνεση που διέθετε κατά τις δύο προηγούμενες περιόδους της παντοδυναμίας της: τα πρώτα μετεμφυλιακά χρόνια και τον καιρό της χούντας.
(Ελευθεροτυπία, 11/3/2000)