Ποιος φοβάται τη λίστα;
"Οι πολιτικοί μας λειτούργησαν σαν μανεκέν και η εκλογική αναμέτρηση θύμιζε καλλιστεία".
(Σαράντος Καργάκος, "Ελεύθερος Τύπος", 11/4/2000)
Ως συνήθως, μόλις ανακοινώθηκε το αποτέλεσμα των εκλογών, πολλοί έσπευσαν να διαμαρτυρηθούν για τους μηχανισμούς επιλογής των υποψηφίων που αναδείχθηκαν νικητές από την κάλπη.
Ήταν πρώτα πρώτα οι ίδιοι οι αποτυχόντες υποψήφιοι, οι οποίοι -είναι φυσικό κι ανθρώπινο- θεώρησαν τους εαυτούς τους αδικημένους, και αναζήτησαν τα αίτια της αποτυχίας στην οικονομική υπεροπλία των αντιπάλων τους, στη φθοροποιό επίδραση των μέσων ενημέρωσης και στην υπονόμευσή τους από τον κομματικό μηχανισμό.
Αντέδρασαν όμως και οι εκ συστήματος διαμαρτυρόμενοι αναλυτές, οι οποίοι διέκριναν μια θεσμική παραμόρφωση του πολιτικού συστήματος και άφησαν να εννοηθεί ότι πρόκειται περίπου για μια συνωμοσία, εξυφασμένη στο παρασκήνιο και με στόχους ανομολόγητους. Περιττό να σημειώσουμε ότι αυτοί που υψώνουν περισσότερο τους τόνους είναι εκείνοι ακριβώς που μέχρι τις εκλογές ζητούσαν επίμονα ανανέωση του πολιτικού προσωπικού.
Είναι αλήθεια ότι η σχετική νομοθεσία δεν φαίνεται να εμποδίζει ορισμένους υποψήφιους να δαπανούν τεράστια ποσά για τον προεκλογικό αγώνα. Ούτε υπάρχει τρόπος να λειτουργήσει "αντικειμενικά" και "ισότιμα" προς όλους τους υποψήφιους ο μαγικός κόσμος της τηλεόρασης και των ΜΜΕ γενικά. Ο,τι και να κάνουν τα εποπτικά ή τα διακομματικά όργανα, κάποιοι πολιτευτές θα είναι (δηλαδή θα γίνονται) διασημότεροι από κάποιους άλλους.
Ο αυτονόητος και πολύ απλός τρόπος να εκλείψουν αυτομάτως αυτές οι παρενέργειες της σταυροδότησης είναι ασφαλώς η εφαρμογή της εκλογικής λίστας, όπως συμβαίνει στις Ευρωεκλογές. Μεμιάς θα εξαφανιστεί η ανισότητα μεταξύ υποψηφίων με διαφορετική οικονομική επιφάνεια, θα σταματήσει ο συνωστισμός των ίδιων υποψηφίων στις τηλεοπτικές εκπομπές, θα πάψουν οι κομματικοί μηχανισμοί να παίζουν υπόγεια και αδιαφανή παιχνίδια υπέρ του ενός και εναντίον του άλλου υποψηφίου τους. Φυσικά θα σταματήσει και η δήθεν "ευγενής άμιλλα" μεταξύ των συνυποψηφίων κάθε κόμματος, που στην πραγματικότητα είναι συνήθως αγώνας αλληλοεξόντωσης, ειδικά στις περιφέρειες με λίγες έδρες. Αλλά και οι πελατειακές σχέσεις, που στοιχειώνουν ακόμα την πολιτική ζωή, δεν θα έχουν πλέον αξία για τους πολιτευτές.
Ο λόγος που τα κόμματα στο σύνολό τους αρνούνται ακόμα και να σκεφτούν την υπόθεση της λίστας είναι ότι όλα πασχίζουν να μεταβληθούν σε πολυσυλλεκτικούς μηχανισμούς. Σε παρατάξεις διαταξικές πέρα από τις "παραδοσιακές διαχωριστικές γραμμές". Ακόμα και το ΚΚΕ, με την πρόσφατη γραμμή του "Δημοκρατικού Μετώπου" έχει πάψει να αποτελεί την εξαίρεση στον κανόνα. Θεωρείται, λοιπόν, η σταυροδότηση (η ψηφοθηρία, στην πραγματικότητα) ένας έμμεσος τρόπος κομματικής διεύρυνσης. Ετσι οι κομματικές ηγεσίες μεταθέτουν στους απλούς ψηφοφόρους την ευθύνη για την ανάδειξη των διευρυνσιών. Φυσικά, υπόγεια, τους ενισχύουν όταν το θέλουν.
Ο αντίλογος είναι γνωστός. Η λίστα -μας λένε- ενισχύει ακόμα περισσότερο την ισχύ του κομματικού αρχηγού, ενώ ο σταυρός αποτελεί ένα επιπλέον όπλο στο χέρι του απλού πολίτη. Πρόκειται για φενάκη.
Όσα κόμματα δεν διαθέτουν δημοκρατική εσωτερική δομή (δηλαδή σχεδόν όλα) δεν παρέχουν, ούτως ή άλλως, καμιά εγγύηση δημοκρατικής επιλογής υποψηφίων την ημέρα των εκλογών. Αντιθέτως, η υιοθέτηση της λίστας θα αποτελέσει ένα σοβαρό κίνητρο για τα στελέχη των κομμάτων να διεκδικήσουν εσωκομματική δημοκρατία. Και είναι σαφώς καλύτερο να παίρνει ανοιχτά θέση κάθε κόμμα ταξινομώντας σε λίστα τους υποψηφίους του, ώστε να γνωρίζει και ο ψηφοφόρος τι ακριβώς πρέπει να περιμένει όταν ψηφίζει κάποιο πολυσυλλεκτικό κόμμα. Να γνωρίζει ο ψηφοφόρος του ΠΑΣΟΚ, με βάση τη σειρά της λίστας, αν με την ψήφο του πρόκειται να εκλεγεί ο κ. Παπαθεμελής ή ο κ. Παρασκευόπουλος ή και οι δύο, να γνωρίζει ο ψηφοφόρος της Νέας Δημοκρατίας αν ψηφίζει τον κ. Καρατζαφέρη ή την κυρία Μπακογιάννη, ο ψηφοφόρος του ΚΚΕ να ξέρει αν ο βουλευτής του θα είναι ο κ. Ζουράρις ή ο κ. Χουρμουζιάδης και ο ψηφοφόρος του Συνασπισμού να διακρίνει μεταξύ του κ. Λαφαζάνη και του κ. Μπίστη.
(Ελευθεροτυπία, 15/4/2000)