Το μανιφέστο του κ. Χριστόδουλου
"Κάνε κόμμα, θα σε ψηφίσουμε"
(αίτημα οπαδών του κ. Χριστόδουλου, 4/6/2000)
Χρειάστηκε να κατέβει η εκκλησία στο πεζοδρόμιο για να γίνει, επιτέλους, κατανοητό ότι η ηγεσία της πολιτεύεται σαν όλους τους άλλους οργανισμούς -συνδικαλιστικούς και πολιτικούς. Από την ημέρα της εκλογής του, ο κ. Χριστόδουλος δεν έπαψε να λέει σχεδόν καθημερινά τις πολιτικές του απόψεις, εφ' όλης της ύλης.
Ήταν και είναι προφανές δικαίωμά του να τις προπαγανδίζει. Ποτέ όμως δεν του άρεσε να κρίνεται, όπως συμβαίνει με όλους όσους εκφράζονται στον δημόσιο χώρο. Θυμίζουμε ότι πίσω από τον μοντέρνο ύφος του ("σας πάω με τα σκουλαρίκια"), την υιοθέτηση των νέων τεχνολογιών, τη χρήση των ανεκδότων και της πιο εξελιγμένης δημαγωγικής στρατηγικής, υπήρχε πάντοτε ένας συνεκτικός ιδεολογικός και πολιτικός λόγος με εμφανές ακροδεξιό πρόσημο. Ωστόσο, κάθε φορά που τολμούσε κάποιος να τον κρίνει, ερχόταν η στερεότυπη απάντηση ότι "ο λόγος του είναι πνευματικός και ουχί πολιτικός". Κι ας χαρακτήριζε "γραικύλους" όσους τολμούσαν να ζητήσουν την αλλαγή της μεταξικής ποινικής και λοιπής νομοθεσίας, με την οποία επιβάλλεται ένα ημι-θεοκρατικό καθεστώς στη χώρα. Κι ας αποκαλύπτονταν οι (κάθε άλλο παρά θεολογικοί) δεσμοί του με την ρατσιστική κι εθνικιστική ακροδεξιά, με πρώτη και καλύτερη τη χουντοφασιστική εφημερίδα "Στόχος". Ούτε για τη σχέση του με τον Ιερώνυμο και τη χούντα δεχόταν να εξηγηθεί. Λέγοντας πότε το ένα και πότε το ανάποδο, κατάφερνε να κερδίζει υψηλές δημοτικότητες, ώστε να διαπραγματεύεται από καλύτερες θέσεις τα προνόμιά του.
Όταν ξέσπασε η διαμάχη για το περίφημο "νίκας τοις βασιλεύσι", πέρασε μια καταπληκτικής έμπνευσης συμβιβαστική απόφαση στην Ιεραρχία: θα λέτε "βασιλεύσι" εντός ναού και "ευσεβέσι" σε δημόσιες τελετές (με την εξαίρεση πάντως της Λακωνίας, όπου -λόγω ιδιαίτερων πολιτικών συνθηκών- θα ψάλλεται παντού και πάντοτε το "τοις βασιλεύσι"...).
Επί δυο ολόκληρα χρόνια έμεναν ασχολίαστες οι προτροπές των υφισταμένων του κ. Χριστόδουλου, που άλλοτε τον ήθελαν "Εθνάρχη του γένους των Ελλήνων" (Νεκτάριος Μουλατσιώτης) κι άλλοτε ζητούσαν να μπουν στη Βουλή οι δεσποτάδες μέσω των ψηφοδελτίων επικρατείας των κομμάτων (Μητροπολίτης Τριφυλίας Στέφανος, Ιούνιος 1998). Κι ο ίδιος, άλλωστε, δεν παρέλειπε να εμφανιστεί ως μια εν δυνάμει λύση σωτηρίας του λαού και του έθνους: "Εάν ποτέ οι περιστάσεις το καλέσουν, εμείς η Εκκλησία ποτέ δεν αρνηθήκαμε να προσφέρουμε υπηρεσίες στο λαό και την πατρίδα μας", δήλωνε χαρακτηριστικά το Δεκέμβριο του 1998. Στο μεταξύ, δεν είχε κανένα πρόβλημα να καταγγέλλει τους Ευρωπαίους ("όταν εμείς χτίζαμε την Ακρόπολη, αυτοί έμεναν σε σπηλιές") και ταυτόχρονα να διεκδικεί δισεκατομμύρια από το Γ' Κοινοτικό Πλαίσιο Στήριξης. Μπορούσε να μιλά για τη "βάρβαρη Ανατολή", να αναφέρεται στις "αλύτρωτες" πατρίδες, να καταγγέλλει την "εκ των έσω απειλή" (των "ενδοτικών" προφανώς) -έτσι ώστε μετά, με το κύρος του Εθνάρχη, να διαπραγματεύεται με το κράτος ορισμένες χιλιάδες αναδασωτέα στρέμματα στο Σούνιο και τον Κοκκιναρά. Αληθινός μαέστρος του πολιτικού λαϊκισμού, κατήγγειλε τον περασμένο Ιανουάριο σε εθνικό ραδιοτηλεοπτικό δίκτυο την κρατική διαφθορά, ενώ στην πραγματικότητα ήθελε απλώς να χτίσει αυθαίρετα ναό πάνω σε ένα ρέμα του Χαλανδρίου. Μέχρι και ο μετριοπαθής Λαλιώτης υποχρεώθηκε τότε να αμυνθεί, εξηγώντας πως "δεν γίνεται στο όνομα του Θεού να πνιγούν πολίτες". Για τα πάντα, άλλωστε, φρόντιζε ένας καλολαδωμένος μηχανισμός δημοσίων σχέσεων: μπορεί να μην ήταν ιδιαίτερα γαλαντόμα απέναντι στους σεισμοπαθείς, η Εκκλησία της Ελλάδος πρόβλεψε όμως στον επίσημο προϋπολογισμό της του 2000 κάπου 700 δισ. για την προβολή της ίδιας και των θέσεών της -από τα ΜΜΕ και όχι μόνο ("Αυγή" 16/1/00).
Αναμφίβολα ο κ. Χριστόδουλος έχει ένα συγκεκριμένο όραμα για την κοινωνία και τον κόσμο, το οποίο δεν μοιάζει καθόλου θεϊκό. Επ' αυτού επομένως πρέπει να κριθεί, όπως όλοι μας σ' αυτή τη ζωή. Τα υπόλοιπα θα τα βρούμε στον Παράδεισο.
(Ελευθεροτυπία, 10/6/2000)