Κρίση
δύο ταχυτήτων
"Τυφώνας
πετρελαίου-δολαρίου
στην οικονομία"
("Το
Βήμα", 21/9/2000)
Η
μείωση του
φόρου
κατ΄αρχήν
φαίνεται να
είναι μια
λογική
πολιτική
επιλογή. Και
είναι πράγματι
λογική για τα
ανώτερα και
μεσαία
στρώματα της
κοινωνίας, όχι
όμως για τις
κοινωνικές
ομάδες που ήδη
κινούνται στο
λυκόφως της
φτώχειας. Οι
τελευταίοι,
κάπου 20 με 25% του
πληθυσμού,
σύμφωνα με τις
πρόσφατες
μελέτες, δεν
πρόκειται να
προστατευτούν
έτσι. Το πολύ
πολύ να
καθυστερήσει ο
ρυθμός
απώλειας των
ήδη
περιορισμένων
εισοδημάτων
τους. Όπως και κάθε
άλλη ανάλογη
φορολογική
ελάφρυνση που
αναφέρεται στα
εισοδήματα ή
την
καταναλωτική
δυνατότητα των
ανώτερων και
των
μικροαστικών
στρωμάτων, στην
ουσία,
αναπαράγει την
ανισότητα και
βυθίζει όλο και
περισσότερους
στη φτώχεια. Ένα
κράτος που
εισπράττει όλο
και λιγότερους
φόρους από τους
έχοντες και
κατέχοντες (στην
προκειμένη
περίπτωση
διασφαλίζοντας
το εισόδημα
όσων
καταναλώνουν
το μεγαλύτερο
μέρος του
πετρελαίου),
τόσο λιγότερο
μπορεί να
ασκήσει
κοινωνική
πολιτική.
Ακριβώς την
περίοδο που το
κράτος-πρόνοιας
έχει περίπου
καταρρεύσει,
ενώ οι
επιχειρήσεις
ασύδοτες
καταπίνουν όλο
και μεγαλύτερο
μέρος του
κοινωνικού
πλούτου, μια
πολιτική
περιορισμού
των εσόδων του
κράτους οδηγεί
σε ανεξέλεγκτες
καταστάσεις.
Πού θα βρεθούν
λεφτά για τα
επιδόματα
ανεργίας, τη
δημόσια υγεία,
την εκπαίδευση,
το ΕΚΑΣ, τις
συντάξεις, τα
δημόσια έργα κ.ο.κ;
Το
ακριβό
πετρέλαιο
χωρίς
αμφιβολία θα
έπρεπε να
σημαίνει
περιορισμό της
χρήσης του,
αυστηρή
πολιτική
εξοικονόμησης
ενέργειας,
μείωση των
υπερκερδών
ορισμένων
κλάδων της
παραγωγής και
φυσικά
επιδοματική
στήριξη
αποκλειστικά
των φτωχών
νοικοκυριών,
κανενός άλλου.
Προφανώς οι
θεαματικές
αλλαγές που
έχει υποστεί
ιδίως την
τελευταία
δεκαετία η
ελληνική
οικονομία δεν
αφήνουν πολλά
περιθώρια
αισιοδοξίας. Η
σύγκρουση με
τον "πολιτισμό
του Ι.Χ" και την
κοινωνία της
σπατάλης
ενέργειας δεν
είναι απλή
υπόθεση. Κάθε
χρόνο
προστίθενται
πάνω 350.000
καινούρια Ι.Χ -συναλλαγματικού
ύψους 1,5 τρις δρχ-
και κάθε μέρα
ξοδεύονται
περίπου 400.000
βαρέλια
πετρελαίου. Η
κουλτούρα όχι
μόνο των δύο
μεγάλων
παρατάξεων που
καθορίζουν το
πολιτικό
παιχνίδι, αλλά
και της
συντριπτικής
πλειοψηφίας
των οπαδών τους,
επιβάλλει τους
μονόδρομους
της οικονομίας
της αγοράς.
Ακόμα και στην
περίπτωση που
θα αποφασιστεί
μια γενναία
πολιτική
στήριξης των
ασθενέστερων
στρωμάτων από
τον κρατικό
προϋπολογισμό,
όπως ακούγεται,
αυτή θα
σκοντάψει στις
πραγματικότητες
που έχουν
αποκρυσταλλώσει
οι νόμοι της
αγοράς. Από τη
μια υπάρχει η
πρόσφατη
θλιβερή
ιστορία με το
ύψος και τους
δικαιούχους
του ΕΚΑΣ ή την
επιδότηση με το
"προεκλογικό
δεκαχίλιαρο"
όσων
αμείβονται με
τα βασικά
μεροκάματα, και
από την άλλη οι
θεσμοί περί
κρατικών
ενισχύσεων. Μια
μικρή είδηση
από τις
Βρυξέλλες
προχθές (την
έφερε στην
επιφάνεια ο Μ.Λ.
στην "Ε"), ήρθε
να
επιβεβαιώσει
τη "νομοτέλεια"
των πραγμάτων:
Η Κομισιόν
διεξάγει
έρευνα για να διαπιστώσει
αν η οικονομική
βοήθεια που
υπόσχονται
ορισμένες
ευρωπαϊκές
κυβερνήσεις, ως
αντιστάθμισμα
στην άνοδο του
πετρελαίου,
παραβαίνει την
κοινοτική
νομοθεσία!