Από την 4η Αυγούστου στην 28η Οκτωβρίου

       "Η Ελλάδα ανήκει στους Έλληνες"  

                                    (Πέτρος Ευθυμίου, "Ε" 31/10/2000)

Ήσυχος θα είχε πεθάνει ο Ιωάννης Μεταξάς, αν μπορούσε να φανταστεί πως εξήντα ολόκληρα χρόνια μετά το θάνατό του οι πολυαγαπημένες του μαθητικές παρελάσεις, το έργο της καρδιάς του, θα συνέχιζαν να θεωρούνται αναπόσπαστο στοιχείο της εκπαιδευτικής διαδικασίας. "Θα μείνει τίποτα αφού πεθάνω;", σημείωνε όλο αγωνία ο δικτάτορας στο ημερολόγιό του λίγες ώρες μετά την "ονειρεμένη", όπως έγραφε, παρέλαση της ΕΟΝ στις 25 Μαρτίου 1940. Εξήντα χρόνια αργότερα, η τεταρτοαυγουστιανή σύλληψη για τη στρατιωτικοποίηση της νεολαίας έχει ριζώσει τόσο βαθιά στα εκπαιδευτικά μας πράγματα ώστε ουδείς μοιάζει να αναρωτιέται για το νόημα της επετειακής αυτής μεταμφίεσης των μαθητών σε κουρδιστά στρατιωτάκια, κατά την οποία τα παιδιά καλούνται να συμπορευτούν με το στρατό και τα σώματα ασφαλείας.

Η ομόθυμη αυτή αποδοχή των μαθητικών παρελάσεων επιβεβαιώθηκε την περασμένη εβδομάδα με τη συζήτηση που συνόδευσε -και σε μεγάλο βαθμό κατασκεύασε- την ιστορία του νεαρού Οδυσσέα Τσενάι. Ακόμη και εκείνοι που υποστήριξαν με πάθος το προφανές δικαίωμα κάθε μαθητή που αριστεύει να αντιπροσωπεύσει ως σημαιοφόρος το σχολείο του φάνηκαν αδύναμοι να απαντήσουν στα προβοκατόρικα ερωτήματα των τηλεοπτικών αντιπάλων τους: Και, δεν μου λέτε παρακαλώ, τι θα γίνει σε περίπτωση πολέμου; Με ποια σημαία θα συνταχθεί κάποτε το "ξένο" παιδί που αφήσαμε να παρελάσει με τη γαλανόλευκη; Για ποια σημαία θα χύσει το παιδί αυτό το αίμα του;

Η απάντηση ότι το σχολείο δεν προετοιμάζει για πόλεμο, αλλά για την ειρήνη, δεν είναι πειστική. Υπονομεύεται αυτομάτως από τις εικόνες της μαθητιώσας νεολαίας που παρελαύνει τελετουργικά μαζί με το στρατό συμπληρώνοντας ένα σκηνικό που μυρίζει από μακριά μπαρούτι: αεροπλάνα που σκίζουν τον αέρα, οπλικά συστήματα νέας εσοδείας που επιδεικνύονται με περηφάνια στο κοινό, ανάπηροι πολέμου και νοσοκόμες που βρίσκονται κι αυτοί εκεί για να θυμίσουν το απαραίτητο κόστος της θυσίας. Οι παρελάσεις, πώς να το κάνουμε, παραπέμπουν στις μεγάλες στιγμές πολεμικής έξαρσης και υπόσχονται την άξια επανάληψή τους. Το καίριο ερώτημα είναι αν και κατά πόσον τα σχολεία έχουν θέση σ' αυτές.

Την αντίφαση εικονογραφεί με τον πιο εύγλωττο τρόπο η στάση του υπουργού Παιδείας: τη θαρραλέα τοποθέτησή του στο θέμα του νεαρού Οδυσσέα ακολούθησαν, δύο ημέρες μετά, οι εδώ και δεκαετίες τυποποιημένες δηλώσεις για τη συγκίνηση, την ανάταση και τη σιγουριά που ένιωσε την ώρα που τα σχολεία περνούσαν μπροστά από την εξέδρα των επισήμων. Γιατί πέρα από τις δηλώσεις υπάρχει και η πραγματικότητα. Και, συγκεκριμένα, ο έντονα εθνοκεντρικός χαρακτήρας του ελληνικού σχολείου που αντιφάσκει με τις διακηρύξεις περί σεβασμού των διαφορετικοτήτων και ακυρώνει τις μοδάτες υποσχέσεις περί διαπολιτισμικής εκπαίδευσης.

Στο κλίμα αυτό, η πολιτική συγκυρία θα συνεχίσει να ταξινομεί τα παιδιά σε (εθνικώς) επιθυμητά και (εθνικώς) ύποπτα. Πριν από πέντε χρόνια, οι εθνικόφρονες είχαν ξεσηκωθεί με την απόφαση της διεύθυνσης πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης να αρνηθεί τη θέση του σημαιοφόρου σε μαθητές που δεν διέθεταν την ελληνική υπηκοότητα. Φώναζαν, τότε, γιατί η εγκύκλιος εμπόδιζε τους "αδελφούς Βορειοηπειρώτες, Ποντίους και ομογενείς του εξωτερικού" να κρατήσουν το ιερό σύμβολο (β. "Ιός", 29/10/1995). Σήμερα, οι φωνασκούντες στα παράθυρα απαιτούν ακόμη και τη θρησκευτική καθαρότητα των σημαιοφόρων, εγείροντας προφανώς θέμα και για τους Έλληνες μαθητές διαφορετικού δόγματος.

Ασφαλώς και έπρεπε να δώσουν τη σημαία σε κάθε αριστούχο μαθητή που θα επιθυμούσε να την κρατήσει. Φοβούμαστε, ωστόσο, ότι αυτό που εκκρεμεί δεν είναι ο μέσω αλλεπάλληλων εγκυκλίων γραφειοκρατικός "εκδημοκρατισμός" της εκπαιδευτικής διαδικασίας, αλλά η αποφασιστική αποσύνδεσή της από τις μιλιταριστικές εκείνες πρακτικές που συνεχίζουν να υπάγουν συμβολικά το σχολείο στην πολεμική προετοιμασία του έθνους.     

   (Ελευθεροτυπία, 4/11/2000)

www.iospress.gr