Ολα στα χέρια της ΕΥΠ;
"Αυτοί είναι οι χειρότεροι εχθροί της Ελλάδος"
(Β.Γ. «ΑΔΕΣΜΕΥΤΟΣ» Ρίζου, 11/7/03)
ΤΕΛΙΚΑ ΟΛΑ δείχνουν ότι η κυβέρνηση υποχωρεί στις συντονισμένες πιέσεις των νοσταλγών του Ψυχρού Πολέμου. Η αναγγελθείσα διευκόλυνση των τελευταίων πολιτικών προσφύγων που βρίσκονται στην ΠΓΔΜ να επισκεφτούν τους τόπους καταγωγής τους στο διάστημα 10 Αυγούστου-30 Οκτωβρίου, περιορίζεται σε ελάχιστο αριθμό προσώπων. Αποκλείεται η μεγάλη πλειοψηφία των προσφύγων, με τη δικαιολογία ότι στα διαβατήριά τους αναγράφονται οι παλιές ονομασίες των χωριών και των πόλεων της Μακεδονίας απ' όπου κατάγονται. Θα επιτρέπεται η είσοδος σε όσους διαθέτουν διαβατήρια με τόπο προέλευσης γενικά την Ελλάδα. Αλλά αυτοί -με ελάχιστες εξαιρέσεις- έπαιρναν βίζα ούτως ή άλλως.
Η ΥΠΑΝΑΧΩΡΗΣΗ της κυβέρνησης δικαιώνει τους επαγγελματίες κινδυνολόγους και τους νοσταλγούς του ψυχροπολεμικού κλίματος, αλλά εκθέτει και τα κυβερνητικά στελέχη που είχαν ανακοινώσει την αντιμετώπιση αυτού του τελευταίου αγκαθιού του εμφυλίου πολέμου. Και βέβαια δίνει επιχειρήματα στους «υπερπατριώτες» εκείθεν των συνόρων, οι οποίοι από την πρώτη στιγμή είχαν επιχειρήσει να τορπιλίσουν το μέτρο και να υπονομεύσουν το καλό κλίμα που επικρατεί στην περιοχή. Το χειρότερο είναι ότι διαψεύδει τις προσδοκίες των ίδιων των προσφύγων και των συγγενών, φίλων και συντρόφων τους στην Ελλάδα, που ετοίμαζαν ήδη μια ζεστή υποδοχή για τους δικούς τους ανθρώπους.
ΓΝΩΡΙΖΟΥΜΕ ότι ασκήθηκαν αφόρητες πιέσεις στο υπουργείο Εξωτερικών που ανέλαβε την πρωτοβουλία να δώσει μια λύση σ' αυτό το τελευταίο αγκάθι του εμφυλίου πολέμου. Προηγήθηκαν οι «σώφρονες» αρθρογράφοι της «Καθημερινής» (Λυγερός) και του «Βήματος» (Κωφός) και ακολούθησε ο «πεπειραμένος» Μολυβιάτης. Κοινό στοιχείο της επιχειρηματολογίας τους ήταν η εκ του πονηρού αναφορά σε πλήρη επαναπατρισμό των προσφύγων, ενώ η κυβέρνηση αναφέρθηκε μόνο σε περιορισμένες επισκέψεις. Το κύριο «επιχείρημά» τους ήταν ότι ανατρέπεται η πάγια ελληνική πολιτική των τελευταίων 50 χρόνων. Λες και από το 1950 δεν έχει αλλάξει τίποτα, λες και η πολιτική του Παπάγου ή του Παπαδόπουλου είναι ταμπού και πρέπει να τη διαφυλάξουμε εις βάρος των δικαιωμάτων του ανθρώπου που παραβιάζονται ανοιχτά στο πρόσωπο των φυγάδων αυτών που δεν στερήθηκαν μόνο την ιθαγένεια και την περιουσία τους, αλλά και το απλό δικαίωμα να επισκέπτονται ως προσκυνητές τούς τάφους των γονιών τους.
ΤΗ ΣΚΥΤΑΛΗ πήραν λιγότερο «σώφρονες» και «πεπειραμένοι» αρθρογράφοι και άρχισαν να συκοφαντούν τους πολιτικούς πρόσφυγες ως «δολοφόνους», «σκουλήκια» και «δωσίλογους», συνεργάτες των Βουλγάρων και των Γερμανών. Φυσικά, τίποτε από όλα αυτά δεν ισχύει. Οι πρόσφυγες δεν ευθύνονται για τίποτε άλλο από αυτά που βαρύνουν όσους μετείχαν στον Εμφύλιο. Οι ηγέτες τους (Βαφειάδης, Φλωράκης) έχουν προ πολλού επιστρέψει και υποτίθεται ότι έχει επιτευχθεί η εθνική συμφιλίωση. Οσο για τους δωσίλογους και τους βουλγαρόφρονες, αυτοί έχουν προ πολλού επανεγκατασταθεί στην ελληνική Μακεδονία. Το μεταπολεμικό ελληνικό κράτος έτρεφε γι' αυτούς μια ιδιαίτερη συμπάθεια.
ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΑΝ οι βουλευτές. Με επικεφαλής τον κ. Κορτσάρη (ο οποίος στη Φλώρινα ήταν υπέρ των επισκέψεων, αλλά στην Αθήνα εναντίον), 34 βουλευτές της Νέας Δημοκρατίας κατήγγειλαν προσωπικά τον υφυπουργό Εξωτερικών Ανδρέα Λοβέρδο, ο οποίος πήρε πάνω του την πρωτοβουλία. Η καταγγελία δημοσιεύτηκε σε όλα τα Μέσα. Η εμπεριστατωμένη απάντηση του κ. Λοβέρδου δεν δημοσιεύτηκε πουθενά. Αντιθέτως, δημοσιεύτηκε η επίκαιρη ερώτηση του εκ Βυσσώκας Μακεδόνα πολιτικού κ. Παπαθεμελή, ο οποίος επανέρχεται στο αισχρό ψεύδος περί «συνεργατών των Γερμανών» και φτάνει να μιλά για «εισαγωγή σλαβομακεδονικής μειονότητας» στη χώρα μας.
ΜΕΣΑ Σ' ΑΥΤΟ ΤΟ ΚΛΙΜΑ, ήταν φυσικό να επικρατήσει πανικός στην κυβέρνηση. Ανέλαβαν να «καθαρίσουν» οι υπηρεσίες, μ' άλλα λόγια η ΚΥΠ-ΕΥΠ που ασκούσε τόσο καλά τα καθήκοντά της επί 50 χρόνια (κατά τους κυρίους Λυγερό και Κωφό). Αρχισαν να κυκλοφορούν φήμες για «επιδρομές Σκοπιανών» στις 15 Ιουλίου, για καψίματα σημαιών στο κέντρο της Φλώρινας, για επεισόδια στο πανηγύρι της Μελίτης στις 20 κ.λπ. Φυσικά όλα διαψεύστηκαν, αλλά το δηλητήριο έμεινε.
ΥΠΑΡΧΕΙ ΑΚΟΜΑ λίγος χρόνος για μια πιο ψύχραιμη στάθμιση της κατάστασης. Θα είναι κρίμα να χαθεί η ευκαιρία και να αισθανθούν αυτοί οι βασανισμένοι άνθρωποι για μια ακόμα φορά προδομένοι από τη χώρα που γεννήθηκαν. Και θα είναι εθνικό σφάλμα να επιτρέψουμε στους πατριδοκάπηλους και τις «υπηρεσίες» να χειριστούν μια υπόθεση ανθρωπίνων δικαιωμάτων με τον τρόπο που χειρίζεται ο Ντενκτάς τα δικαιώματα των Ελληνοκυπρίων.
(Ελευθεροτυπία, 26/7/2003)