Ποιος θα τολμήσει;
«Πολεμικός συναγερμός για το 2004»
(«ΤΑ ΝΕΑ», 13/3/2004)
Τελικά κινδυνεύουμε ή όχι ενόψει της Ολυμπιάδας; Υστερα από το μακελειό της
Μαδρίτης, το ερώτημα έπαψε να είναι ρητορικό, προορισμένο να δικαιολογεί τις
σπατάλες που γίνονται (και) για τη θωράκιση των εγχώριων διωκτικών μηχανισμών.
Οι εικόνες της τυφλής σφαγής ανύποπτων πολιτών στον προαστιακό μιας ευρωπαϊκής
πρωτεύουσας -κι όχι στη μακρινή Kuta Beach του εξωτικού Μπαλί- προκάλεσαν έντονη
ανησυχία στην εγχώρια κοινή γνώμη, που μέχρι σήμερα είχε καταφέρει να μείνει
αλώβητη από τη συνήθη κατευθυνόμενη τρομοϋστερία.
Η αντίδραση κυβερνώντων και αξιωματικής αντιπολίτευσης υπήρξε, φυσικά, η
αναμενόμενη: η προσφυγή, δηλαδή, στην υποτιθέμενη προστατευτική ομπρέλα των
ιπτάμενων ραντάρ και των πολεμικών πλοίων του ΝΑΤΟ. Με άγνωστα μέχρι στιγμής
οικονομικά ή πολιτικοστρατιωτικά ανταλλάγματα. Η «ηπιότερη» εκδοχή επ' αυτού,
διαβάζουμε στις εφημερίδες, θα είναι ν' αναλάβει η Ελλάδα τη διοίκηση των
νατοϊκών στρατευμάτων στο Αφγανιστάν. Ο,τι καλύτερο για να τραβήξουμε την
προσοχή της Αλ Κάιντα, δηλαδή...
Δεν είμαστε βέβαια σε θέση να γνωρίζουμε πόσο πετυχημένες υπήρξαν οι
ελληνοαμερικανικές «αντιτρομοκρατικές» ασκήσεις της περασμένης βδομάδας με θέμα
την αντιμετώπιση της περίφημης «ραδιοχημικής» απειλής κατά του 2004. Γνωρίζουμε
ωστόσο πολύ καλά ότι για τα μέχρι σήμερα πολύνεκρα χτυπήματα που αποδίδονται
στην Αλ Κάιντα δεν χρειάστηκε τέτοιος «προωθημένος» εξοπλισμός: αρκούν μερικά
αποφασισμένα άτομα υπεράνω πάσης υποψίας, κάμποσα κιλά εκρηκτικών, πέντε-έξι
πυροκροτητές και ισάριθμα κινητά τηλέφωνα για την πυροδότησή τους από ασφαλή
απόσταση. Υποδομή, δηλαδή, που κανένα απολύτως AWAC δεν είναι σε θέση ούτε να
εντοπίσει ούτε να αναχαιτίσει.
Και δεν μας καθησυχάζουν ιδιαίτερα τα αστυνομικά ρεπορτάζ σοβαρών εφημερίδων,
σύμφωνα με τα οποία η προστασία της Ολυμπιάδας από την ΕΥΠ στηρίζεται στη στενή
παρακολούθηση όχι μόνο των αναμενόμενων «αραβόφωνων», Πακιστανών, Αφγανών κ.ο.κ.,
ή των Αλβανών εκείνων μεταναστών που έχουν διαπράξει το έγκλημα να
«πρωτοστατήσουν στη δημιουργία συλλόγων», αλλά και «χιλιάδων Ελλήνων»:
«δεδηλωμένων αναρχικών», μελών της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς που
«συμμετέχουν σε διάφορα διεθνή κινήματα» ή «είναι αντίθετοι με τη διοργάνωση από
τη χώρα μας των Ολυμπιακών Αγώνων», ακτιβιστών του Δικτύου για τα Πολιτικά και
Κοινωνικά Δικαιώματα, ακόμη και των «λεγόμενων μειονοτικών» Σλαβομακεδόνων του
Ουράνιου Τόξου («Τα Νέα» 15.3.04). Πολιτικών χώρων, δηλαδή, που δεν έχουν την
παραμικρή σχέση με τους ισλαμοφασίστες της Αλ Κάιντα αλλά αποτελούν ενοχλητικές
παραφωνίες στη σοσιαλφιλελεύθερη συναινετική νέα εθνικοφροσύνη.
Για μια ακόμη φορά, είναι προφανές ότι η ασφάλεια της Ολυμπιάδας αποτελεί το
πρόσχημα για την οικοδόμηση ενός ακόμη αυταρχικότερου κράτους, με την επίσημη
και πανηγυρική πλέον θεσμοθέτηση της απόλυτης αυθαιρεσίας των διωκτικών
μηχανισμών στο όνομα της «προληπτικής» προστασίας μας από κάθε λογής (πιθανές ή
απίθανες) απειλές. Χωρίς, ωστόσο, να εγγυάται κανείς την πραγματική ασφάλεια του
οποιουδήποτε. Το αντίθετο, μάλιστα: όταν η προστασία των αγώνων, από εσωτερικό
ζήτημα της Ελλάδας, μετατρέπεται σε παγκόσμιο (και δη αμερικανονατοϊκό)
διακύβευμα, αυτό ισοδυναμεί ουσιαστικά με ανοικτή πρόσκληση στην Αλ Κάιντα να
χτυπήσει.
Δεν υπάρχει, δηλαδή, απάντηση στο πρόβλημα; Κάθε άλλο. Η λύση είναι τόσο απλή,
όσο το αβγό του Κολόμβου: η ελληνική κυβέρνηση να ανακοινώσει, έστω και την
τελευταία στιγμή, τη ματαίωση της Ολυμπιάδας για λόγους εθνικής ασφάλειας. Με
την προσυνεννοημένη υποστήριξη, φυσικά, όλης της αντιπολίτευσης. Η χώρα μας δεν
έχει να χάσει παρά μόνο τα (άκρως αβέβαια, αν όχι χαμένα πλέον από χέρι) έσοδα
μιας φιέστας που θα διεξαχθεί στη σκιά του τρόμου. Θα διασφαλίσει, αντίθετα,
ό,τι πολυτιμότερο διαθέτει: την ησυχία -και τη ζωή- των απλών πολιτών της. Αυτών
που κυκλοφορούν με το μετρό κι όχι με τις θωρακισμένες λιμουζίνες της Γιάννας
Αγγελοπούλου και της παρέας της.
(Ελευθεροτυπία, 20/3/2004)