Η παρακαταθήκη του Φίλιππου Ηλιού
"Μια βάση αυτογνωσίας για την αριστερά"
("Η Αυγή" 25/11/04)
Πολλαπλές σκέψεις μας προκάλεσε η παρουσίαση, την περασμένη Τρίτη, της
μεταθανάτιας έκδοσης του βιβλίου του Φίλιππου Ηλιού "Ο ελληνικός Εμφύλιος
πόλεμος. Η εμπλοκή του ΚΚΕ" (εκδ. Θεμέλιο). Μιας έκδοσης με ντοκουμέντα από το
κομματικό αρχείο που μετά τη διάσπαση του 1968 πέρασε στην κατοχή του (τότε) ΚΚΕ
Εσωτερικού, και αντικείμενο τη σταδιακή εμπλοκή των ελλήνων κομμουνιστών στον
εμφύλιο το 1946-47.
Το μεγαλύτερο μέρος αυτού του υλικού είχε δημοσιευθεί, από τον ίδιο τον Φίλιππο
Ηλιού, στην "Αυγή" τον Δεκέμβριο του 1979 και τον Ιανουάριο του 1980. Η κίνηση
αυτή, τριάντα μόλις χρόνια μετά το τέλος του Εμφυλίου, ερχόταν σε χτυπητή
αντίθεση με τη συνήθη πρακτική όχι μόνο των κομμουνιστικών κομμάτων (τα αρχεία
των οποίων θεωρούνταν εξ ορισμού "απόρρητα", ιδιοκτησία της εκάστοτε ηγετικής
τους ομάδας και ταυτόχρονα εγγυητής του μονοπωλίου της τελευταίας πάνω στην
ιστορία του κόμματος) αλλά και με την αντίστοιχη πρακτική της (τύποις
"φιλελεύθερης") απέναντι πλευράς. Ακόμα πιο ρηξικέλευθο ήταν το βήμα που έγινε
με τη δημιουργία των Αρχείων Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας (ΑΣΚΙ) το 1990 και
την παράδοση όλου αυτού του υλικού, δημοσιευμένου κι αδημοσίευτου, στη διάθεση
των ερευνητών.
Δυόμιση δεκαετίες αργότερα, μπορούμε πια να κάνουμε τις απαραίτητες συγκρίσεις.
Τα στρατιωτικά αρχεία της Κατοχής και του Εμφυλίου δόθηκαν στο κοινό μόλις το
1999, μετά την έκδοση ενός μέρους του υλικού τους από τη Διεύθυνση Ιστορίας
Στρατού του ΓΕΣ. Το άνοιγμα των αρχείων του Υπουργείου Εξωτερικών έχει εδώ και
μια εξαετία "κολλήσει" στο 1948, με τη σιωπηλή κατάργηση του παραδοσιακού
ετήσιου αποχαρακτηρισμού των εγγράφων της περασμένης πεντηκονταετίας. Φυσικά,
ούτε λόγος γίνεται για τα αντίστοιχα αρχεία των υπηρεσιών ασφαλείας -όσα
επέζησαν από τη φωτιά της "Χαλυβουργικής", που ελέω "εθνικής συμφιλίωσης"
αποτέφρωσε το καλοκαίρι του 1989 τους ατομικούς φακέλους εκατομμυρίων ελλήνων
πολιτών, εξαφανίζοντας μεταξύ άλλων την πληρέστερη συλλογή ιστορικών τεκμηρίων
(προκηρύξεις, φυλλάδια κλπ) της δραστηριότητας του ποικιλόμορφου "εσωτερικού
εχθρού" επί δεκαετίες.
Οσο για τα Γενικά Αρχεία του Κράτους, στις αποθήκες των οποίων στοιβάζονται τα
αρχεία των περισσότερων από τις δημόσιες υπηρεσίες του ελληνικού κράτους, εκεί
το "άνοιγμα" των φακέλων στο κοινό έχει σταματήσει στην ...έξωση του Οθωνα, το
1862! Μην ψάξετε κάποια σκοτεινά κίνητρα: το όλο πρόβλημα είναι καθαρά
οικονομικό, αφού λείπουν τα κονδύλια που απαιτούνται για την ταξινόμηση του
τεράστιου αυτού υλικού. Ως έθνος, βλέπετε, την ιστορία μας την έχουμε τόσο περί
πολλού, ώστε η διαφύλαξη των πρωτογενών πηγών που απαιτούνται για τη μελέτη της
να θεωρείται έργο εξαιρετικά χαμηλής προτεραιότητας... Κάπως καλύτερα είναι τα
πράγματα με τα περιφερειακά ΓΑΚ, που λειτουργούν σε επίπεδο νομού. Εκεί οι
προοπτικές του ερευνητή ποικίλουν, ανάλογα με το μεράκι και τη διαθεσιμότητα των
κατά τόπους υπευθύνων.
Αυτά όσον αφορά τα κρατικά αρχεία. Γιατί τα πράγματα γίνονται ακόμη πιο ακραία
όταν περνάμε στο πεδίο των ιδιότυπων "ιδιωτικών" συλλογών που ανήκουν σε
ημιεπίσημους φορείς. Οσοι έχουν επιχειρήσει πχ να μελετήσουν τα αρχεία κάποιας
μητρόπολης, του ΙΜΧΑ στη Θεσσαλονίκη ή του "Συλλόγου προς Διάδοσιν των Ελληνικών
Γραμμάτων" στην Αθήνα, γνωρίζουν καλά ότι η ιδιότητα του έλληνα πολίτη δεν αρκεί
για να τους ανοίξει την πόρτα κι ότι χρειάζονται ιδιαίτερες "συστάσεις", που
ελάχιστα απέχουν από τα αλήστου μνήμης πιστοποιητικά κοινωνικών φρονημάτων. Η
αντίθεση αυτής της πρακτικής με το καθεστώς των ΑΣΚΙ, όπου κάθε ενδιαφερόμενος
μπορεί να διεισδύσει ανεμπόδιστα στα άδυτα του ελληνικού κομμουνιστικού
κινήματος, είναι κάτι παραπάνω από εύγλωττη.
(Ελευθεροτυπία, 27/11/2004)