Το μετέωρο βήμα της ΝΕΤ

"Ντοκιμαντέρ της ΝΕΤ προκαλεί αντιδράσεις"
            
 (Απογευματινή 29/3/05)

Τελικά μεταδόθηκε στα κρυφά την περασμένη Κυριακή (27/3) από τη ΝΕΤ το οδοιπορικό της Μάγιας Τσόκλη για τη Φλώρινα. Λέμε «στα κρυφά» γιατί δεν υπήρξε καμιά δημόσια αναγγελία της μετάδοσης και δεν δόθηκε καμιά επίσημη εξήγηση στην αρχική ματαίωση της προβολής που είχε οριστεί στις 20/3. Ολα τα προγράμματα της περασμένης Κυριακής σε εφημερίδες και περιοδικά πρόβλεπαν για εκείνη την ώρα (8 το βράδυ) τη μετάδοση μιας μουσικής εκπομπής σε επανάληψη. Και ξαφνικά προβλήθηκε αυτή η κομμένη εκπομπή της σειράς «Ταξιδεύοντας στην Ελλάδα» (φωτογραφία-σκηνοθεσία Χρόνης Πεχλιβανίδης). Ας μην επικαλεστούν οι αρμόδιοι τη βολική εξήγηση ότι όλα αυτά τα τηλεοπτικά προγράμματα τυπώνονται πολύ νωρίτερα από την Τετάρτη, μέρα που καθώς φαίνεται αποφασίστηκε -μετά από αμφιταλαντεύσεις- να μην λογοκριθεί τελικά η «Φλώρινα» της Τσόκλη. Το ίδιο «λάθος» στο πρόγραμμα βρισκόταν μέχρι το απόγευμα της Κυριακής ακόμα και στην ιστοσελίδα και το τελετέξτ του καναλιού, τα οποία ενημερώνονται όλο το 24ωρο. Απλώς οι υπεύθυνοι της ΝΕΤ (και της κυβέρνησης;) προτίμησαν να μην ολοκληρώσουν τη λογοκριτική τους παρέμβαση, αλλά φρόντισαν ταυτόχρονα και να μη γίνει γνωστό ότι θα μεταδοθεί, κρίνοντας -φαίνεται- ότι όσο λιγότεροι τη δουν τόσο το καλύτερο.

Καημένη Μάγια Τσόκλη! Επί έξι χρόνια γυρίζει όλο τον κόσμο με τους συνεργάτες της και μεταφέρει εικόνες της καθημερινότητας στα καλογυρισμένα οδοιπορικά της. Ποτέ δεν συνάντησε καμιά αντίδραση από το κανάλι που συνεργάζεται. Και τώρα σκόνταψε στη χιονισμένη Φλώρινα! 

Το ταμπού, λοιπόν, καλά κρατεί. Και τι είναι αυτό που προκάλεσε τόσο τρόμο στους ελεγκτές της τηλεοπτικής μας ενημέρωσης; Η σχεδόν υπαινικτική αναφορά σε δυο ζητήματα πασίγνωστα για όσους έχουν περάσει έστω και φευγαλέα από τις περιοχές αυτές της Δυτικής Μακεδονίας. Το πρώτο είναι η βίαιη καταστολή της ντόπιας «μακεδονίτικης» γλώσσας μέχρι τη δεκαετία του ’80. Και το δεύτερο είναι η ύπαρξη πολιτικών προσφύγων του εμφυλίου πολέμου που δεν έχουν το δικαίωμα ούτε καν να επισκεφτούν τα χωριά που γεννήθηκαν, μόνο και μόνο επειδή τα χωριά αυτά είναι γραμμένα με την παλιά σλάβικη ονομασία τους στα ταξιδιωτικά έγγραφα των προσφύγων.

Η αναφορά, λοιπόν, μιας γιαγιάς από το Μπούφι (με το συμπάθιο, Ακρίτα εννοούσαμε) ότι παλιότερα έδερναν τους κατοίκους που μιλούσαν «μακεδονικά» και το απλό σχόλιο για τα «τραγούδια χωρίς λόγια» της περιοχής, μαζί με την πίκρα ενός ανθρώπου που θυμήθηκε τους «απαγορευμένους» πρόσφυγες, προκάλεσε τα λογοκριτικά ανακλαστικά ενός μηχανισμού που έχει συνηθίσει να αποφεύγει τα δύσκολα θέματα.

Η αρχική ματαίωση οφείλεται στο λόμπι των επαγγελματιών εθνικοφρόνων που ξεσηκώθηκε ήδη με τη μετάδοση του τρέιλερ της εκπομπής. Από την άλλη, η υπόθεση έφτασε έως την Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ, όπου διαβάστηκε σχετική διαμαρτυρία του ελληνικού τμήματος του EBLUL (Ευρωπαϊκό Γραφείο για τις Λιγότερο Διαδομένες Γλώσσες). Το κόστος της απαγόρευσης θα ήταν δυσβάστακτο.

Μένει όμως η ουσία της υπόθεσης. Εστω και μ' αυτό το θλιβερό τρόπο, ξαναθυμήθηκε η Αθήνα ότι υπάρχουν ακόμα κάποιες εκκρεμότητες στην περιοχή της Φλώρινας που θα 'πρεπε να πάψουν να αντιμετωπίζονται με τις εμφυλιοπολεμικές ψυχώσεις. Η ντόπια γλώσσα θα πρέπει επιτέλους να πάψει να αντιμετωπίζεται ως δείγμα ελαττωμένης συνείδησης και να αναγνωριστεί ως πλούτος της περιοχής, να μπει στα σχολεία και στην καθημερινή ζωή χωρίς διακρίσεις. Πρέπει επίσης να αρθεί αυτή η απαράδεκτη απαγόρευση εισόδου στη χώρα που ισχύει για τους πολιτικούς πρόσφυγες αυτής της «ειδικής» κατηγορίας. Το πρόβλημα το αναγνωρίζει ακόμα και ο σημερινός υπουργός Εξωτερικών που εμπόδισε με την παρέμβασή του το καλοκαίρι του 2003 την απλή επίσκεψη αυτών των ανθρώπων στην Ελλάδα.
 

(Ελευθεροτυπία, 2/4/2005)

 

www.iospress.gr