Κατ' εικόνα και ομοίωσιν
"Νέα απειλή οι θυγατρικές της Αλ Κάιντα"
(Γιώργος Αλογοσκούφης)
Τούτη τη φορά, οι εγχώριες αντιδράσεις υπήρξαν σχεδόν απόλυτα εναρμονισμένες με το κυρίαρχο δυτικό πρότυπο. Ακούστηκαν βέβαια κάποιες χαιρέκακες φωνές - όπως οι «συστάσεις» κάποιων δεξιών εφημερίδων να σταλεί η ΕΥΠ στο Λονδίνο για να ελέγξει τις αντιτρομοκρατικές επιδόσεις της Σκότλαντ Γιαρντ. Ομως η καταδίκη των βομβιστικών επιθέσεων της Αλ Κάιντα στο μετρό και τα λεωφορεία του Λονδίνου ήταν ομόθυμη και καθολική.
Να έφταιγε το γεγονός ότι ο οδηγός ενός από τα χτυπημένα οχήματα ήταν συμπατριώτης μας; Να εμπεδώσαμε πια τα μαθήματα ιμπεριαλιστικού μεγαλείου που απλόχερα μας προσέφερε η περσινή Ολυμπιάδα; Ή μήπως, τώρα που ο στρατός μας αναλαμβάνει τη διοίκηση του αεροδρομίου της (κατεχόμενης) Καμπούλ, νιώθουμε τη σκιά των καμικάζι να πλανιέται πάνω από το κλεινόν άστυ; Το βέβαιο είναι ότι τα «αντιιμπεριαλιστικά» ανακλαστικά του καθ' ημάς «μεσαίου χώρου», που άστραψαν και βρόντηξαν την εποχή των δίδυμων πύργων, σήμερα βρίσκονται μάλλον στο ναδίρ τους.
Αυτό που παραμένει εκτός συζήτησης, είναι ωστόσο η συνολική αξιακή αποτίμηση του φαινομένου «Αλ Κάιντα». Δεν αναφερόμαστε εδώ στο γνωστό παρελθόν του Μπιν Λάντεν και των στενών συνεργατών του, την πάλαι ποτέ συνεργασία τους δηλαδή με τη CIA που εξακολουθεί να τροφοδοτεί μια διάχυτη πρακτορολογία. Το κρίσιμο ερώτημα αφορά όχι τις πιθανολογούμενες (αλλ' ουδόλως τεκμηριωμένες) διασυνδέσεις των σημερινών τρομοκρατών με κάποιες μυστικές υπηρεσίες, αλλά το πολιτικό πρόγραμμα και τα κοινωνικά χαρακτηριστικά του όλου «κινήματος».
Πιο απλά: το βασικό πρόβλημα με την Αλ Κάιντα δεν είναι οι «τυφλές» βομβιστικές ενέργειές της εναντίον απλών πολιτών που έτυχε να ζουν, να εργάζονται και (κυρίως) να κυκλοφορούν στις δυτικές μητροπόλεις. Κάτι τέτοιο θα μπορούσε ναθεωρηθεί «φυσιολογική» μέθοδος πάλης σε μια εξαιρετικά «ασύμμετρη» πολεμική αναμέτρηση. Οπως έχει άλλωστε αποδείξει η παλαιστινιακή εμπειρία (και πριν από αυτήν, οι συγκρούσεις στο Λίβανο και τη Σρι Λάνκα), οι σοβαρότερες ενστάσεις γι' αυτή την πρακτική αφορούν όχι την «ανηθικότητά» της (οι αεροπορικοί βομβαρδισμοί, μολονότι «νομιμοποιημένοι» από το διεθνές δίκαιο του ισχυροτέρου, είναι εξίσου τυφλοί κι αποτρόπαιοι), αλλά την πολιτική αποτελεσματικότητα και τις μακροπρόθεσμες επιπτώσεις της: μια διάχυτη κουλτούρα λατρείας των αυτόχειρων «μαρτύρων» κάθε άλλο παρά εγγυάται την οικοδόμηση μιας καλύτερης κοινωνίας μετά τη νίκη -αν και όποτε προκύψει αυτή...
Το βασικό πρόβλημα της Αλ Κάιντα αφορά όχι τη μεθοδολογία αλλά αυτές καθεαυτές τις επαγγελίες της: κεντρικό αίτημα της οργάνωσης δεν είναι η ελευθερία, η ισότητα ή η κοινωνική διακαιοσύνη αλλά η επιστροφή στην «καθαρή» κι αδιαμεσολάβητη θεοκρατία. Οι κοινωνικοί στόχοι της είναι απεναντίας άκρως συντηρητικοί: μιλώντας π.χ. στον απεσταλμένο του CNN (1997), ο Μπιν Λάντεν φρόντισε ευθύς εξαρχής να διακηρύξει τη συμμόρφωσή του προς τους κανόνες και τις επιταγές της παγκόσμιας αγοράς. Είναι προφανές ότι βρισκόμαστε μπροστά στο ισλαμικό ισοδύναμο της «δικής» μας (χριστιανικής ή εθνικιστικής) ακροδεξιάς: υποκατάσταση των κοινωνικών προβλημάτων και αγώνων από την επιστροφή στις «ιερές γραφές» και την εξωιστορική, υπερβατική επίκληση ενός εξιδανικευμένου απώτατου παρελθόντος - όπου οι πλούσιοι ήταν καλοί και ελεήμονες, οι δε φτωχοί αγαπημένοι μεταξύ τους χάρη στους πρωτογενείς δεσμούς μιας αρχέγονης κοινοτικής αλληλεγγύης.
Εξού και η πάγια στρατολογία των νέων καμικάζι, όχι από τα «κοινωνικά επικίνδυνα» υποπρολεταριακά γκέτο του «τέταρτου κόσμου», αλλά μεταξύ των απολίτικων μεσοαστικών οικογενειών της Μέσης Ανατολής ή της δεύτερης (και τρίτης) μεταναστευτικής γενιάς. Οπως ακριβώς συμβαίνει και με τους τρομοκράτες της «κλασικής» ακροδεξιάς, έτσι και στην περίπτωση της Αλ Κάιντα το πέρασμα στην ένοπλη πάλη προκύπτει όχι ως κατάληξη μιας ματαιωμένης διαδρομής σε κοινωνικά κινήματα, διεκδικητικές και «αντικαθεστωτικές» εκδηλώσεις, αλλά ως απότομη «αφύπνιση» των «αγωνιστών» από το «λήθαργο» της πολιτικής αδράνειας. Με αποτέλεσμα, αυτή η «συνειδητοποίησή» τους να οδηγεί όχι στην αμφισβήτηση της υφιστάμενης τάξης πραγμάτων, αλλά σε μια εξτρεμιστική πλειοδοσία της (δεδομένης) κυρίαρχης ιδεολογίας: της πατρίδας, της θρησκείας ή και των δύο μαζί...
(Ελευθεροτυπία, 23/7/2005)