Η φανέλα με το μηδέν
"Η αλητεία βασιλεύει"
(Το Βήμα 2/3/2007)
Δεν πέρασε ούτε μια βδομάδα από τις συζητήσεις για το γενικευμένο χουλιγκανισμό
που εκδηλώθηκε στον αγώνα των εθνικών ομάδων Ελλάδας και Τουρκίας στο γήπεδο
Καραϊσκάκη και ήρθε το αιματηρό επεισόδιο στην Παιανία για να πυροδοτήσει ξανά
την ακατάσχετη φλυαρία των σχολιαστών που διαπιστώνουν και πάλι το αυτονόητο:
ότι υπάρχει ανεξέλεγκτη βία στο χώρο του επαγγελματικού αθλητισμού!
Κοινός τόπος στη δημόσια αυτή συζήτηση είναι η ανάγκη επιβολής σκληρών μέτρων
για να παταχθεί η βία. Προτείνονται ειδικοί νόμοι, θέσπιση ιδιώνυμου, διάλυση
συνδέσμων, ενεργοποίηση μέτρων ελέγχου (κάμερες, κλπ) και υποδεικνύονται τα
μοντέλα άλλων χωρών για την αντιμετώπιση του φαινομένου. Μόνιμη επωδός όλων των
αναλύσεων είναι το σύνθημα «έξω η βία από τα γήπεδα».
Μόνο που αυτό το περίφημο «φαινόμενο της βίας» δεν είναι ούτε ξένο προς τον
αθλητισμό ούτε εισαγόμενο στα γήπεδα από κάποιον άλλο χώρο της κοινωνίας. Ο
σύγχρονος αθλητισμός έχει συνδέσει την πορεία του (και) στη χώρα μας με τη
δημιουργία ενός χώρου γενικευμένης ανομίας και ανοχής σε ειδικές μορφές
παραβατικότητας. Ο φανατισμός και η οργανωμένη δράση οπαδών συνδέεται με την
προβολή του αθλητισμού ως ανώτερου στάδιου «εθνικής», «συλλογικής» ή «ατομικής»
επιτυχίας και σφραγίστηκε τα τελευταία χρόνια με την κατάκτηση του ευρωπαϊκού
κυπέλου στο ποδόσφαιρο και τη διοργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων στην Αθήνα.
Το μυστικό της βίας στον αθλητισμό κρύβεται στον φετιχισμό της νίκης πάση θυσία.
Κι αυτή τη σκέψη την έχει καλλιεργήσει με συνέπεια η ελληνική πολιτεία επί
χρόνια.
Είναι εύκολο τώρα να μιλάμε για «συμμορίες». Το δύσκολο θα ήταν να καταλάβουμε
ότι αυτές οι συμμορίες είναι γέννημα θρέμμα των δεκάδων χιλιάδων που σφύριζαν
τις προάλλες τον εθνικό ύμνο του «προαιώνιου εχθρού», των άλλων εκατοντάδων που
πανηγύριζαν το καλοκαίρι του 2004 χτυπώντας μετανάστες στην Ομόνοια, αλλά και
των «πληγωμένων» θεατών του Ολυμπιακού Σταδίου που ζητωκραύγαζαν –αντί να
οικτίρουν- τον απόντα Κεντέρη.
Ο μεγεθυντικός φακός που χρησιμοποιείται σήμερα για να εντοπίσουμε την «αλητεία
των γηπέδων» μάς εμποδίζει να διακρίνουμε πέρα από τις συμμορίες. Βλέπουμε τον
δυσλεκτικό «συνδεσμίτη» να φανατίζει τους τηλεθεατές του, αλλά δεν κοιτάμε τον
πρόεδρο που του δίνει εκπομπή στο κανάλι του. Σχολιάζουμε τους περιθωριακούς
φασίστες που επιδεικνύουν τα ρατσιστικά σύμβολά τους στα γήπεδα, αλλά κλείνουμε
τα μάτια όταν κάποιος υπουργός υιοθετεί τα συνθήματά τους. Τρομάζουμε με το
χασίς που βρέθηκε σε κάποιο σύνδεσμο και ανεχόμαστε το συστηματικό ντοπάρισμα
της αθλητικής ελίτ, με τη συνενοχή της ίδιας της πολιτείας. Μιλάμε για καθαρό
αθλητισμό και δίνουμε εμείς οι ίδιοι (ως προπονητές ή και γονείς) στα παιδιά μας
αναβολικά για να εξασφαλίσουν κάποιο παραπάνω «μόριο».
Δεν είναι λοιπόν δυνατόν να «παταχθεί» η βία των οπαδών χωρίς να θιγεί η
οργάνωση της βίας και της ανομίας από τα αφεντικά του αθλητισμού. Αλλά αυτό δεν
προβλέπεται από κανένα κυβερνητικό πρόγραμμα. Οταν βέβαια τολμήσουν οι πολίτες
να αμφισβητήσουν την παντοδυναμία κάποιου αθλητικού μεγαλοπαράγοντα, θα
αντιμετωπίσουν τα ΜΑΤ, όπως διαπιστώσαμε την Κυριακή στο Πεδίο του Αρεως.
Αυτό που πραγματικά συμβαίνει σήμερα είναι κάτι άλλο. Το έργο το έχουμε ξαναδεί.
Η κυβέρνηση επιχειρεί να εμφανίσει ένα πρόσωπο αυστηρότητας προς τους
οργανωμένους οπαδούς, αφήνοντας κατά μέρος εκείνους που τους οργανώνουν. Ο χώρος
του αθλητισμού έχει χρησιμοποιηθεί και άλλες φορές ως πεδίο πειραματισμού κάθε
λογής εκσυγχρονισμού της κρατικής καταστολής. Εχοντας δεδομένη τη συναίνεση της
κοινής γνώμης, στο χώρο αυτό οι κυβερνήσεις εισάγουν ευκολότερα τα μέτρα που θα
χρησιμοποιήσουν και αλλού για την αντιμετώπιση κάθε λαϊκής κινητοποίησης.
Θυμίζουμε ότι ήταν στα γήπεδα που πρωτοεμφανίστηκαν τα αστυνομικά σκυλιά, ενώ
και τώρα στο γήπεδο εφαρμόζονται «πειραματικά» όλες οι νέες μορφές καταστολής
και παρακολούθησης.
Περιττό να πούμε ότι αυτή η λογική δεν οδηγεί στην περιστολή της βίας. Αλλά
ποιος νοιάζεται; Ως γνωστόν, this is Sparta!
(Ελευθεροτυπία, 6/4/2007)