Δίκη δομημένων ομολογιών


Από την κατάθεση βασικού μάρτυρα κατηγορίας στη δίκη της 17Ν:
Μάρτυρας: «Εμείς, κ. πρόεδρε, δουλεύουμε από το πρωί μέχρι το βράδυ και κάποιοι άλλοι λήστευαν για να ζουν».
Κατηγορούμενος (Κουφοντίνας): «Το τραπεζικό σύστημα ληστεύει».

Ο διάλογος δεν θα είχε ιδιαίτερο ενδιαφέρον αν ο μάρτυρας κατηγορίας δεν ήταν ένα από τα πρόσωπα της πολιτικής επικαιρότητας με τα περίφημα «δομημένα». Πρόκειται για τον τραπεζικό Νικόλαο Μπερετάνο, πρόεδρο και διευθύνοντα σύμβουλο της κυπριακής «Τρωίλος», της οποίας ανακλήθηκε η άδεια από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς της Κύπρου. Στη μαρτυρία του στηρίχτηκε -σύμφωνα με το δημοσιευμένο σκεπτικό της πρώτης απόφασης- η καταδίκη του Ηρακλή Κωστάρη για τη δολοφονία του Παύλου Μπακογιάννη στις 26/9/1989.

Ο κ. Μπερετάνος κατέθεσε στον κ. Ζερβομπεάκο για πρώτη φορά στις 1/10/2002, 13 χρόνια μετά την ενέργεια της 17Ν. Τότε για πρώτη φορά είπε ότι υπήρξε αυτόπτης και ότι αναγνωρίζει τον Σάββα Ξηρό από τη φωνή του. Οσο για δυο άλλα άτομα που ήταν μαζί με τον Ξηρό, «τα πρόσωπά τους δεν τα θυμάμαι και δεν μπορώ να τα περιγράψω». Για να δικαιολογήσει την καθυστέρηση 13 χρόνων ο κ. Μπερετάνος κατέθεσε στον κ. Ζερβομπεάκο ότι φοβόταν αλλά και ότι «η κατάθεσή μου δεν θα προσέφερε τίποτα στην εξάρθρωση». Ο ειδικός εφέτης ανακριτής δεν του έδειξε καμιά φωτογραφία για αναγνώριση.

Οταν όμως εμφανίστηκε στο βήμα του μάρτυρα, την πρωταπριλιά του 2003, ο κ. Μπερετάνος «αναγνώρισε» ως δράστη και τον Ηρακλή Κωστάρη. Η αναγνώριση αυτή αμφισβητήθηκε έντονα, επειδή ο μάρτυρας φάνηκε να λέει Κωστάρη και να δείχνει τον Καρατσώλη. Ακόμα και ο πρόεδρος του δικαστηρίου υποχρεώθηκε σε μια πρωτοφανή κίνηση. Τον ρώτησε την επομένη μήπως θέλει να ανακαλέσει: «Αν είπατε κάτι το οποίο δεν είναι αληθές χθες, δικαιούστε σήμερα να αποκαταστήσετε την αλήθεια και σας καλώ εγώ να αποκαταστήσετε την αλήθεια όποια κι αν είναι».

Στο Εφετείο επαναλήφθηκε το ίδιο σκηνικό. Ο κ. Μπερετάνος εμφανίστηκε με το δικηγόρο του γιατί, όπως είπε, «ένιωσα και πρωτόδικα και προχθές μήπως είμαι εγώ ο κατηγορούμενος». Μείωσε το ποσοστό βεβαιότητάς του για τον Κωστάρη σε 60-70% (που φαίνεται ότι αρκούσε στο δικαστήριο) και επανέλαβε ότι αναγνώρισε τον Σάββα από την «τσιριχτή φωνή του», ενώ αποκάλυψε ότι μετά την πρώτη δίκη πήγε πολλές φορές να εξομολογηθεί για όσα είχε καταθέσει. Αλλά το σημαντικότερο είναι ότι κάθε φορά που αμφισβητήθηκε η αξιοπιστία του είχε ένα ατράνταχτο επιχείρημα: «Ρωτήστε την αγορά»...

Να λοιπόν που η παρακολούθηση της δίκης της 17Ν θα έλυνε πολλούς πολιτικούς γρίφους και για άλλα ζητήματα της επικαιρότητας. Η ολοκλήρωση της δίκης στο Εφετείο του Κορυδαλλού επιβεβαίωσε όσους είχαν προβλέψει ότι η δεύτερη αυτή πολύμηνη διαδικασία δεν θα ήταν τίποτα περισσότερο από μια προσπάθεια να μπαλωθούν τα κενά και οι αντιφάσεις της πρωτόδικης απόφασης. Βέβαια το σκεπτικό της απόφασης του Εφετείου δεν είναι γνωστό, εφόσον οι καταδίκες εκφωνήθηκαν χωρίς αιτιολόγηση, ούτε καν συνοπτική, προσθέτοντας άλλο ένα όπλο στη νομική φαρέτρα των κατηγορουμένων που έχουν ήδη ανακοινώσει ότι θα προσφύγουν στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.

Την εκτίμησή του ότι αυτή η προσφυγή στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο στηρίζεται σε πραγματικά δεδομένα της προδικασίας καταθέτει σε άρθρο του ο γνωστός Αμερικανός διπλωμάτης Μπρέιντι Κίσλινγκ (Athens News, 20/4/07). Η άποψη του κ. Κίσλινγκ έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον διότι υπηρέτησε επί χρόνια στην αμερικανική πρεσβεία της Αθήνας, μέχρι την παραίτησή του εξαιτίας της διαφωνίας του με την πολιτική του Μπους για το Ιράκ. Σχολιάζοντας την αγόρευση του Γάλλου συνηγόρου τού Αλέξανδρου Γιωτόπουλου Αντουάν Κοντ (22/3/07), ο κ. Κίσλινγκ επισημαίνει τη βασιμότητα της καταγγελίας ότι οι ομολογίες στις οποίες στηρίχτηκε το κατηγορητήριο πάρθηκαν με παραβίαση των δικαιωμάτων των συλληφθέντων και ειδικά του Σάββα Ξηρού. «Οι τρομοκράτες παραβιάζουν εξ ορισμού το γράμμα του νόμου. Και επειδή η προστασία τους είναι άχαρο καθήκον, τα νομικά συστήματα κάθε χώρας συνήθως την αποφεύγουν», γράφει ο Κίσλινγκ. Και καταλήγει: «Οταν ένα δικαιικό σύστημα γίνεται συνένοχο στην παραβίαση του νόμου, τότε κανένας από μας δεν μπορεί να ελπίζει ότι θα γίνουν σεβαστά τα δικά του δικαιώματα».

 

(Ελευθεροτυπία, 12/5/2007)

 

 

www.iospress.gr