Τα όρια της «κάθαρσης»

"Ερχονται οι αποκαλύψεις"
  
(«Αγγελιοφόρος», 13/5/2007)

Δυόμισι χρόνια μετά το ξεκίνημα της «επιχείρησης καθαρά χέρια» στο χώρο της Δικαιοσύνης, η κάθαρση συνεχίζεται. Τουλάχιστον αυτό πληροφορούμαστε από τα δημοσιεύματα της περασμένης εβδομάδας, σύμφωνα με τα οποία οκτώ δικαστές της Θεσσαλονίκης (τρεις άντρες και πέντε γυναίκες) διώκονται για παράβαση καθήκοντος, ψευδείς βεβαιώσεις κι απόπειρα κατάχρησης εξουσίας. Κατά τα ίδια δημοσιεύματα, οι οκτώ λειτουργοί της Θέμιδας δρούσαν από κοινού, με στημένες κληρώσεις, για την εξυπηρέτηση επιχειρηματιών, οι δραστηριότητες των οποίων (λαθρεμπόριο κ.λπ.) είχαν την ατυχία να φτάσουν μέχρι τα δικαστικά έδρανα.

Ολα καλά και άγια, λοιπόν, στον αναδομούμενο χώρο της Δικαιοσύνης; Ας μας επιτραπεί να αμφιβάλλουμε. Οχι μόνο εξαιτίας του ελάχιστα πειστικού χειρισμού των γνωστών ερωτημάτων που αφορούν το οικογενειακό πόθεν έσχες του ανώτατου δικαστικού λειτουργού της χώρας. Ούτε επειδή, πράγμα απείρως σοβαρότερο, η πιο άμεσα ορατή συνέπεια όλης αυτής της καθαρτήριας εκστρατείας δεν είναι η απόδοση καλύτερης, αλλά απλώς «αυστηρότερης» δικαιοσύνης -όπως πιστοποιεί, μεταξύ άλλων, και η βεβιασμένη προφυλάκιση του 19χρονου Σαλονικιού φοιτητή με τα πράσινα παπούτσια, παρά την ύπαρξη οπτικοακουστικού υλικού που αποδεικνύει την αθωότητά του. Τις αμφιβολίες μας τροφοδοτεί κυρίως η οφθαλμοφανώς επιλεκτική ευαισθησία των κάθε λογής σταυροφόρων της κάθαρσης. Η αντιμετώπιση μιας συγκεκριμένης υπόθεσης, για την οποία οι αναγνώστες του «Ιού» έχουν άμεση γνώση, είναι εξαιρετικά αποκαλυπτική επ' αυτού.

Πριν από δύο ολόκληρα χρόνια, αποκαλύψαμε («Κ.Ε.» 26.6.05) ένα απίστευτο σκάνδαλο στο οποίο, σύμφωνα με το ίδιο το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης, ενέχονταν όχι ένας ή πέντε δικαστικοί λειτουργοί αλλά «όλοι οι μετέχοντες των λειτουργιών του Δικαστικού Μεγάρου (Δικαστές - Εισαγγελείς - Γραμματείς - Δικηγόροι)». Επί δέκα συναπτά έτη, η κατ' όνομα Δικαιοσύνη της συμπρωτεύουσας χρησιμοποιούσε σε «σωρεία υποθέσεων» ως διερμηνέα της αλβανικής γλώσσας μια γυναίκα που -στην καλύτερη δυνατή εκδοχή- «γνωρίζει ελάχιστα αλβανικά»! Η δε χρησιμοποίησή της γινόταν «εν γνώσει της ανεπαρκείας της αυτής», με βάση το επιχείρημα ότι η εν λόγω κυρία «ευρίσκεται ανά πάσαν στιγμήν και ώραν εντός του δικαστικού μεγάρου και παρέχει τις υπηρεσίες της» -με το αζημίωτο, εννοείται- «χωρίς χρονοτριβή και δυσαρέσκεια». Μπορεί να μην ήξερε αλβανικά, το δικαστικό σώμα όμως εκτιμούσε ότι η εκ μέρους της γνώση κάποιων παντελώς άσχετων γλωσσών (βουλγαρικά, σερβικά, «γιουγκοσλαβικά» και κάποια τουρκικά) της επέτρεπε «να εκπληροί το καθήκον της», τουτέστιν «να διευκολύνει τη διαδικασία». Οχι μια και δυο φορές: το βούλευμα 1831/2001, που απάλλαξε την εν λόγω κυρία από την κατηγορία της «απιστίας μεταφραστού» (και δημοσιεύθηκε αυτούσιο στον «Ιό»), κάνει λόγο για «σωρεία αποφάσεων που υπάρχουν στη δικογραφία» με διερμηνέα την περί ης ευνοουμένη των δικαστικών υπηρεσιών. Σύμφωνα με το εκπληκτικό σκεπτικό του εισγαγγελέα (Κων/νος Τσούβαλος), που υιοθέτησαν πλήρως οι δικαστές (Σουλτάνα Ανθή, Παναγιώτης Γιαννούλης, Αθανασία Πετρέλη), «άλλο το ψευδές κι άλλο το λανθασμένο» -οπότε δεν υπάρχει πρόβλημα. Οσο για τους ταλαίπωρους που δικάστηκαν και καταδικάστηκαν χωρίς το δικαστήριο να ακούσει καν τους ισχυρισμούς τους (κι όχι όσα η «διερμηνέας» φανταζόταν στη θέση τους), ας πρόσεχαν: στο κάτω κάτω της γραφής για Αλβανούς επρόκειτο, όχι για απογόνους του Μεγαλέξανδρου ή ηρωικά τέκνα του Πόντου!

Είναι προφανές ότι η συγκεκριμένη υπόθεση, αποκαλυπτική της δομικής αδιαφορίας του δικαστικού μηχανισμού για τις ουσιώδεις προϋποθέσεις μιας δίκαιης δίκης, είναι πολύ σοβαρότερη (για τη λειτουργία των θεσμών) από έναν ή περισσότερους «επίορκους» που τα έπιασαν για να αθωώσουν κάποιους κονομημένους «πετρελαιάδες». Αυτή όμως η σοβαρότητά της είναι που την καθιστά απρόσφορη για ν' αποτελέσει «αυθεντικό» σκάνδαλο: πέτρα του σκανδάλου δεν είναι κάποια ζουμερή περίπτωση προσωπικής διαφθοράς, αλλά ο καθημερινός ρατσισμός μιας ολόκληρης κοινωνίας, όπως αποτυπώνεται στην καθημερινή άρνηση της αντιμετώπισης του μετανάστη ως ισότιμου πλάσματος με ανθρώπινα δικαιώματα. Οι «μετέχοντες των λειτουργιών του Δικαστικού Μεγάρου» της συμπρωτεύουσας υπήρξαν απλώς τα νομομαθή ισοδύναμα των αγανακτισμένων γονιών της Νέας Μηχανιώνας.

Καθόλου περίεργο, λοιπόν, που η αποκάλυψη του συγκεκριμένου βουλεύματος δεν «έπαιξε» σαν είδηση. Και που, όπως πληροφορούμαστε, ουδόλως απασχόλησε τον (κατά τα άλλα υπερευαίσθητο) μηχανισμό που έχει αναλάβει να μας εξασφαλίσει την απόδοση «καθαρής» Δικαιοσύνης...

 

(Ελευθεροτυπία, 19/5/2007)

 

 

www.iospress.gr