Οι βρικόλακες και ο εσωτερικός εχθρός
"Δεν πρέπει να αποδομείται η Αστυνομία"
(Βύρων Πολύδωρας, 18 Ιουνίου 2007)
Οι αντιδράσεις που προκάλεσε η αποκάλυψη ενός ακόμη ανατριχιαστικού περιστατικού
αστυνομικής βίας υποδεικνύουν για πολλοστή φορά τα πεπερασμένα όρια της κριτικής
στάσης απέναντι στο πρόβλημα. Χαρακτηρίζοντας το επεισόδιο ακραίο,
αντιμετωπίζοντάς το σαν μια πρωτοφανή εκδήλωση αστυνομικής βαναυσότητας και
ζητώντας την παραδειγματική τιμωρία των ενόχων, πολιτικοί και αναλυτές ομονοούν
ως προς τα βασικά σημεία της ερμηνείας τους: ο «πολιτισμός μας στιγματίζεται»
από λιγότερο ή περισσότερο μεμονωμένα γεγονότα σαν κι αυτό, τα οποία μάλιστα
παρουσιάζονται ως εγχώρια απομίμηση ξένων προτύπων (Αμπού Γράιμπ, Γκουαντάναμο
κ.ο.κ.).
Είναι προφανές ότι ο «πολιτισμός μας» δεν χρειάζεται να εμπνευστεί από
ξενόφερτες κατασταλτικές πρακτικές για να δώσει δείγματα αστυνομικής γραφής
αντίστοιχα με αυτά που τον τελευταίο καιρό βλέπουν το φως της δημοσιότητας. Οχι
πως δεν είναι ικανός να ενσωματώσει «ιδέες» δοκιμασμένες στα σύγχρονα
αμερικανικά κολαστήρια. Ωστόσο, η ευελιξία του αυτή αφορά την υιοθέτηση νέων
μεθόδων βασανισμού, δεν σχετίζεται με το σκληρό πυρήνα ενός προβλήματος με μακρά
και αμαρτωλή ιστορία: το γεγονός, δηλαδή, ότι η βία είναι ένα φαινόμενο που
ενδημεί στην Ελληνική Αστυνομία, αποτελώντας δομικό στοιχείο του βίου και της
πολιτείας της.
Από την άποψη αυτή, οι κραυγές αποτροπιασμού που συνοδεύουν κάθε φορά τη
δημοσιοποίηση ενός περιστατικού αστυνομικής βαρβαρότητας είναι σε μεγάλο βαθμό
υποκριτικές: εκατοντάδες μαρτυρημένα (αλλά όχι βιντεοσκοπημένα) αντίστοιχα
επεισόδια παραμένουν στα αζήτητα της τηλεοπτικής επικαιρότητας, ενώ η καταγγελία
κάποιων «ακραίων» αστυνομικών πρακτικών αφήνει στο απυρόβλητο, επομένως αθωώνει,
άλλες, όχι τόσο «θεαματικές» εκδοχές αστυνομικής βαναυσότητας.
Οι λιγότερο «κραυγαλέες» αυτές συμπεριφορές συνιστούν, ωστόσο, το νομιμοποιητικό
υπέδαφος που επιτρέπει σήμερα στους αστυνομικούς του τμήματος της Ομόνοιας να
διατείνονται πως ό,τι έγινε, έγινε «για πλάκα». Στο κλίμα αυτό, η καταγγελία των
«ένστολων βρικολάκων» από τους συνδικαλισμένους συναδέλφους τους δεν πείθει,
παρά τη φραστική της οξύτητα. Γιατί ακόμη κι αν οι εμπλεκόμενοι αστυνομικοί
μετρούνται στα δάχτυλα του ενός χεριού, πόσοι άραγε άλλοι γλεντούσαν επί έναν
ολόκληρο χρόνο με τα κατορθώματα των «βρικολάκων» δίχως να βγάλουν άχνα;
Είναι σαφές ότι ένα αόρατο νήμα συνδέει τις πολλές και διαφορετικές μορφές βίας
στις οποίες επιδίδονται συστηματικά τα όργανα των σωμάτων ασφαλείας κατά την
εκτέλεση των καθηκόντων τους. Εξίσου βέβαιο είναι ότι ουκ ολίγες από τις βίαιες
αυτές συμπεριφορές έχουν εξασφαλίσει την ανοχή, αν όχι τη συναίνεση των πολιτών:
πόσοι τολμούν ή/και έχουν τη διάθεση να αντιδράσουν στις σκηνές αστυνομικής βίας
σε βάρος μεταναστών, μικροπωλητών ή διαδηλωτών που εκτυλίσσονται καθημερινά
μπροστά στα μάτια μας;
Εκείνο, ωστόσο, που έχει ιδιαίτερη σημασία είναι πως επί υπουργίας Πολύδωρα η
Αστυνομία νομιμοποιείται να ασκεί το ρόλο της με όρους στρατιωτικής επιχείρησης:
αναφερόμενος συχνά στην Αστυνομία ως «στρατό» του, ο Βύρων Πολύδωρας έχει
υιοθετήσει ένα σχήμα που παραπέμπει σε αστυνομικές πρακτικές άλλων, αλήστου
μνήμης, εποχών. Η συγκρότηση βέβαια ενός στρατού προϋποθέτει την ύπαρξη ενός
εχθρού, στην προκειμένη περίπτωση ενός εσωτερικού εχθρού. Στο δρόμο που χάραξε ο
Γιώργος Καρατζαφέρης («και θα νικήσουμε τον ντόπιο τον εχθρό», αναφέρει σχετική
αποστροφή του ύμνου του), η πολιτική ηγεσία της Αστυνομίας αντιλαμβάνεται την
αποστολή της ως μέρος ενός πολεμικού σχεδιασμού.
Αν, όμως, στη μετεμφυλιακή περίοδο η «στρατιωτική» αποστολή της Αστυνομίας
αφορούσε την πάταξη των υπολειμμάτων του «κομμουνιστοσυμμοριτισμού», στη
σημερινή συγκυρία ο εσωτερικός εχθρός έχει πάρει τη μορφή του σύγχρονου παρία:
κατά κύριο λόγο οι μετανάστες και οι πρόσφυγες και, δευτερευόντως, οι πάσης
φύσεως εγχώριοι «περιθωριακοί» εμφανίζονται έτσι ως ένα ανομοιογενές αλλά
επίφοβο στρώμα, στο οποίο φορτώνονται συστηματικά όλα τα δεινά του κόσμου
τούτου. Απέναντί τους, η Αστυνομία έχει την ελευθερία να λειτουργεί σαν στρατός
κατοχής, αδιαφορώντας για τα δικαιώματά τους και αντιμετωπίζοντάς τους εκ
προοιμίου ως ενόχους. Η μικροπαραβατικότητα αναγορεύεται σε κοινωνική μάστιγα
και οι αστυνομικοί υπάλληλοι εκπαιδεύονται στην πάση θυσία και με κάθε μέσο
πάταξη των «υπόπτων».
Στη λογική αυτή, η κατά καιρούς διαρροή κάποιων δυσάρεστων βίντεο συνιστά τις
αναπότρεπτες παράπλευρες απώλειες ενός πολέμου σε εξέλιξη.
(Ελευθεροτυπία, 23/6/2007)