Δημοσιογραφία χωρίς φίμωτρο


"Η απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου δικαιώνει τους αγώνες της ΕΣΗΕΑ"
    
(Ανακοίνωση ΕΣΗΕΑ, 16/7/07)

Μια εξαιρετικά σημαντική απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων πέρασε στα ψιλά του ελληνικού Τύπου (με εξαίρεση την «Ε» και την Αυγή). Και όμως, αυτή η απόφαση αφορούσε την Ελλάδα και ειδικά τον Τύπο. Πρόκειται για την ομόφωνη καταδίκη της Ελλάδας στην προσφυγή «Λιοναράκης κατά Ελλάδας» που εκδόθηκε στις 5 Ιουλίου (προσφυγή 1131/05).

Σε εκπομπή του Νικήτα Λιοναράκη στο ραδιόφωνο της ΕΡΑ-1 (24/3/99) ένας καλεσμένος, ο δημοσιογράφος Μανώλης Βασιλάκης είχε σχολιάσει τους πρωταγωνιστές της υπόθεσης Οτσαλάν, μιλώντας για «παρακράτος». Ο δικηγόρος Φαήλος Κρανιδιώτης υπέβαλε αγωγή κατά του κ. Λιοναράκη για όσα είπε ο κ. Βασιλάκης, η οποία έφτασε μέχρι τον Αρειο Πάγο, και τελικά υποχρεώθηκε ο εναγόμενος δημοσιογράφος να καταβάλει 41.000 ευρώ στον ενάγοντα δικηγόρο και στέλεχος του Δικτύου 21.

Ο κ. Λιοναράκης προσέφυγε στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, με δικηγόρο τον καθηγητή Συνταγματικού Δικαίου Σταύρο Τσακυράκη και δικαιώθηκε απόλυτα. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο διέγνωσε παράβαση των άρθρων 6 (δικαίωμα σε δίκαιη δίκη) και 10 (ελευθερία λόγου και έκφρασης) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και διατάσσει το ελληνικό κράτος να καταβάλει στον κ. Λιοναράκη 42.000 ευρώ και τα έξοδά του. Μ’ αυτό τον τρόπο θέτει βέβαια και τον κ. Κρανιδιώτη στο ηθικό δίλημμα αν πρέπει να επιστρέψει τα χρήματα που έχει εισπράξει.

Η απόφαση του ευρωπαϊκού δικαστηρίου είναι ασφαλώς κόλαφος για τη βιομηχανία παρόμοιων αγωγών που είχαν ασκηθεί εκείνη την περίοδο από στελέχη του γνωστού Δικτύου 21 και άλλα δημόσια πρόσωπα που είχαν εμπλακεί στην υπόθεση Οτσαλάν.

Αλλά δεν είναι μόνο αυτό. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο με την απόφασή του επιβεβαίωσε ότι δεν πρέπει να υπάρχουν όρια στις αξιολογικές κρίσεις του Τύπου για πρόσωπα του δημόσιου βίου και ότι ο δημοσιογραφικός λόγος απέναντι σ’ αυτά τα πρόσωπα προστατεύεται απόλυτα.

Με την απόφαση, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο:

- Υπογράμμισε το ρόλο του Τύπου ως θεματοφύλακα της σύγχρονης δημοκρατικής κοινωνίας και επισήμανε ότι εξαιτίας αυτή της λειτουργίας του Τύπου, η ελευθερία του δημοσιογράφου περικλείει και τη δυνατότητα κάποιας δόσης υπερβολής, ακόμα και πρόκλησης.

- Διαχώρισε τις φράσεις που είναι δυνατόν να συκοφαντήσουν κάποιον σε γεγονότα και αξιολογικές κρίσεις. Για τα πρώτα είναι δυνατόν να υπάρξει απόδειξη, ενώ οι αξιολογικές κρίσεις δεν προσφέρονται για μια ακριβή απόδειξη.

- Θύμισε ότι τα όρια της παραδεκτής κριτική είναι μεγαλύτερα όταν αντικείμενο της κριτικής είναι ένα δημόσιο πρόσωπο, το οποίο συνειδητά εκτίθεται σε προσεκτικό έλεγχο των πράξεων και των κινήσεών του από τους δημοσιογράφους αλλά και από το σύνολο των πολιτών.

- Διευκρίνισε ότι σ’ αυτή την κατηγορία δεν εμπίπτουν μόνο οι πολιτικοί, αλλά όσοι αποκτούν δημοσιότητα με οποιοδήποτε τρόπο.

- Θεώρησε ότι οι εκφράσεις «παρακράτος», «φωνασκούντες κακούργοι του Τύπου» και «νευροπαθείς ψευδοπατριώτες» είναι αξιολογικές κρίσεις που δεν εμπίπτουν στην κατηγορία γεγονότων τα οποία πρέπει να αποδειχτούν.

Με τα κριτήρια της απόφασης αυτής μεγάλο μέρος καταδικαστικών αποφάσεων ελληνικών δικαστηρίων εμπίπτει στην κατηγορία της παράβασης του άρθρου 10. Και με δεδομένο ότι οι αποφάσεις του ευρωπαϊκού δικαστηρίου αποτελούν επίσημη νομολογία για την ελληνική δικαιοσύνη, αυτή η απόφαση αποτελεί ασφαλώς σταθμό στον αγώνα για τη διασφάλιση της ελευθερίας του Τύπου στη χώρα μας.

Υπάρχει στην απόφαση και ένα μήνυμα προς την ελληνική νομοθετική εξουσία. Ο τυποκτόνος νόμος 1178/81, όπως τροποποιήθηκε το 1995, πρέπει επιτέλους να αλλάξει. Ο νόμος αυτός δημιούργησε το κλίμα για τη βιομηχανία αγωγών εναντίον του Τύπου, ειδικά από «επώνυμους» πολιτικούς, πολιτευτές, και μεγαλοπαράγοντες κάθε είδους. Με βάση το σκεπτικό της απόφασης, η κατεύθυνση του νόμου αυτού που ουσιαστικά προστατεύει κυρίως τους μεγαλοπαράγοντες αντιφάσκει με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση.

Από όλες αυτές τις απόψεις, οι Ελληνες δημοσιογράφοι οφείλουν πολλά στην απόφαση αυτή του Δικαστηρίου του Στρασβούργου. Αρκεί, βέβαια, να τη διαβάσουν.

 

(Ελευθεροτυπία, 21/7/2007)

 

 

www.iospress.gr