Ενός ανδρός αρχή
Παράξενα παιχνίδια παίζει η (πολιτική) μοίρα στους επιγόνους των «μεγάλων
ηγετών», εκείνων που χρειάστηκε να φτάσουν στην κατηγορία των «δεινοσαύρων» για
να πειστεί το εκλογικό σώμα να τους αντικαταστήσει με νεότερους. Οσο περισσότερο
απομακρυνόμαστε από την εποχή που κυριαρχούσαν στην πολιτική σκηνή οι
φυσιογνωμίες του Κωνσταντίνου Καραμανλή, του Ανδρέα Παπανδρέου και του Κώστα
Μητσοτάκη, τόσο πιο αρχηγικά και μονοπρόσωπα εμφανίζονται τα κόμματα που
κληροδότησαν στους διαδόχους τους.
Ευθύνεται βέβαια γι’ αυτό το γεγονός το ασφυκτικό πρωθυπουργικό σύστημα, το
οποίο σιγά σιγά διαμόρφωσε στην Ελλάδα μια πρωτοφανή μονοπρόσωπη διακυβέρνηση,
πολύ πιο αυταρχική από τις γνωστές προεδρικές παραλλαγές των σύγχρονων δυτικών
καθεστώτων. Αυτό το σύστημα –σε συνδυασμό με την εμπλοκή των κομματικών στελεχών
καθενός από τα δύο μεγάλα κόμματα στα γρανάζια της πολιτικής και οικονομικής
εξουσίας– οδήγησε σε ουσιαστική διάλυση των κομματικών μηχανισμών. Αρκεί να δει
κανείς τον τρόπο εκλογής και τα πρόσωπα που επιλέγονται για γραμματείς της Νέας
Δημοκρατίας και του ΠΑΣΟΚ τα τελευταία χρόνια. Πρόκειται σαφώς για εμπίστους των
εκάστοτε προέδρων, οι οποίοι απλώς ασκούν τα καθήκοντα αναπαραγωγής ενός
υποτυπώδους εκλογικού μηχανισμού. Γιατί, όπως έχουμε διαπιστώσει από καιρό, το
αποτέλεσμα των εκλογών δεν κρίνεται πια στις πλατείες και τους δρόμους, αλλά στα
τηλεοπτικά πλατό και τις κάλπες των δημοσκόπων. Οσο για την πολιτική τους, αυτή
διαμορφώνεται σε ένα στενό κύκλο προσώπων, συνεργατών των δύο προέδρων, μακριά
από τα επίσημα κομματικά όργανα.
Είναι λοιπόν πράγμα οξύμωρο να αναζητά κανείς σήμερα την «πολιτική πλατφόρμα»
του Γιώργου Παπανδρέου ή τις «πολιτικές διαφορές» του Ευάγγελου Βενιζέλου ή
οποιουδήποτε άλλου. Με τον τρόπο που λειτουργούν τα δύο μεγάλα κόμματα είναι
καταδικασμένα να εκλέγουν αρχηγούς χωρίς αρχές, χωρίς σαφή πολιτική. Με μόνο
κριτήριο την καταλληλότητα του υποψήφιου αρχηγού για τη διεύθυνση ενός νικηφόρου
εκλογικού αγώνα και τις προγνώσεις των δημοσκόπων.
Κακά τα ψέματα. Ο μόνος λόγος που έγινε δεκτή με ενθουσιασμό η υπόδειξη του
Γιώργου Παπανδρέου στη θέση του αρχηγού το 2004 από τον Κώστα Σημίτη ήταν ότι οι
δημοσκοπήσεις έλεγαν ότι αυτός έχει κάποιες πιθανότητες να αντιστρέψει το
αρνητικό κλίμα που είχε διαμορφωθεί για το ΠΑΣΟΚ. Στον κ. Παπανδρέου εκτιμήθηκε
το όνομά του και το νεανικό αρχηγικό του προφίλ και όχι βέβαια οι νεοτεριστικές
απόψεις του για την αυτοδιαχείριση, τις μειονότητες ή τα ναρκωτικά.
Το ίδιο συμβαίνει και σήμερα με την υποψηφιότητα Βενιζέλου. Σ’ αυτόν αναζητείται
κάποιος που θα ξεπεράσει τις οφθαλμοφανείς αδυναμίες του κ. Παπανδρέου και «θα
βάλει στη θέση του τον Καραμανλή».
Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν πολιτικές διαφορές μέσα στα κόμματα και
ειδικότερα το ΠΑΣΟΚ. Αλλά ό,τι και να πουν τα στελέχη τώρα, βρίσκονται
αντιμέτωπα με την πολύχρονη απουσία ιδεολογικής εσωκομματικής συζήτησης και η
όψιμη αντιπαράθεση μοιάζει προσχηματική. Και το χειρότερο είναι ότι όλο και
περισσότερο οι όποιες διαφορές στα ηγετικά κλιμάκια των δύο μεγάλων κομμάτων
μοιάζουν περισσότερο με αντιπαράθεση εκπροσώπων επιχειρηματικών συμφερόντων,
παρά με πολιτικές συγκρούσεις στο πλαίσιο ενός ιδεολογικού ρεύματος.
Ο κ. Βενιζέλος προτάσσει την αντίθεσή του στην αναθεώρηση του άρθρου 16 και τις
δημόσιες τοποθετήσεις του σε ορισμένα άλλα ζητήματα. Αλλά αν δεν αμφισβητηθεί
(απ’ αυτόν, από τον κ. Παπανδρέου ή από οποιονδήποτε άλλο δελφίνο) το καθεστώς
της μονοκρατορίας του αρχηγού, πάλι η εκλογή θα πραγματοποιηθεί με όρους
ελάχιστα πολιτικούς. Ομως ποιος υποψήφιος αρχηγός θα ήταν διατεθειμένος να
προτείνει μόνος του τον περιορισμό των μελλοντικών του αρμοδιοτήτων;
Κάθε συζήτηση για πιο «δημοκρατική», δηλαδή συλλογικότερη ηγεσία ανήκει στη
σφαίρα της επιστημονικής φαντασίας. Είναι χαρακτηριστικό ότι αυτό το ενδεχόμενο
δεν προβλεπόταν ούτε σε μία από τις εκατοντάδες ερωτήσεις που συντάχθηκαν για
τις πάμπολλες δημοσκοπήσεις τη βδομάδα που μας πέρασε. Ακριβώς επειδή η πολιτική
πρόταση των δύο κομμάτων είναι ανύπαρκτη, απαιτείται τελικά να υπάρχει ένα μόνο
πρόσωπο που θα εξασφαλίζει την ενότητα στη διαχείριση της κυβέρνησης (ή της
αντιπολίτευσης). Με τους όρους που συγκροτούνται σήμερα τα δύο μεγάλα κόμματα,
κάθε άλλη λύση θα εγκυμονούσε κινδύνους άμεσης διάσπασης. Ενας πραγματικός
φαύλος κύκλος.
(Ελευθεροτυπία, 29/9/2007)