Θέατρο πολιτικών σκιών
"Οι δημοσκοπήσεις θα δημοσιεύονται έως και την Παρασκευή πριν τις εκλογές"
(Θ.Ρουσόπουλος, 30/9/2007)
Με μια από τις πρώτες της αποφάσεις η νέα κυβέρνηση καταργεί την απαγόρευση
δημοσίευσης δημοσκοπήσεων τις τελευταίες δύο βδομάδες πριν από τις εκλογές. Αυτή
η εξαγγελία αποτελεί ασφαλώς μια ένδειξη αναγνώρισης (και ίσως ευγνωμοσύνης)
προς τις εταιρείες δημοσκόπησης που αποτελούν τα τελευταία χρόνια ένα ισχυρό
παράγοντα σταθεροποίησης της εκάστοτε κυβέρνησης. Ασφαλώς ήταν γελοίο φύλλο
συκής η απαγόρευση που ίσχυε για τις τελευταίες δύο βδομάδες, για να μην
χειραγωγείται τάχα το εκλογικό σώμα. Η χειραγώγηση που επιτυγχάνεται από τους
ψιθύρους, τις διαρροές, τα «κρυφά γκάλοπ» είναι πολύ μεγαλύτερη. Κατά συνέπεια,
καλά κάνει η κυβέρνηση και καταργεί αυτό τον περιορισμό. Ομως αυτό το μέτρο
αναγνώριζε έμμεσα ότι οι δημοσκοπήσεις δεν είναι απλώς μια μέθοδος μέτρησης της
κοινής γνώμης, αλλά και ένα όπλο για τον πολιτικό της επηρεασμό. Αλλωστε και ο
κ. Ρουσόπουλος τις χαρακτήρισε (άθελά του) στη Βουλή «προεκλογικού τύπου
δράσεις».
Ολες οι εταιρείες πανηγύριζαν φέτος με την επιτυχία στις προβλέψεις τους. Αλλά
το ερώτημα που παραμένει αναπάντητο είναι σε ποιο βαθμό η αξιοσημείωτη
βεβαιότητα που παρουσίαζαν αυτές οι μετρήσεις είχε επίδραση στην τελική επιλογή
των πολιτών. Αν συγκρίνει κανείς τη διαφορά των δύο μεγάλων κομμάτων που
εμφάνιζαν οι μετρήσεις και που μειωνόταν στα όρια του στατιστικού λάθους με την
τεράστια απόκλιση που παρουσίαζε η παράσταση νίκης υπέρ της Ν.Δ., θα αντιληφθεί
ότι αυτή η πεποίθηση (που βέβαια προερχόταν από τις ίδιες τις δημοσκοπήσεις!)
ήταν το δυνατό χαρτί της κυβερνητικής πλευράς και έγειρε αποφασιστικά την
πλάστιγγα υπέρ της.
Στη σύγχρονη πολιτική σκηνή η σχέση δημοσκοπήσεων και εκλογικών αποτελεσμάτων
τείνει να μεταμορφωθεί σε σχέση κότας και αυγού. Κανείς δεν μπορεί με σιγουριά
να «μετρήσει» την πολιτική επίδραση των «μετρήσεων». Το πρόβλημα είναι ότι όλο
και περισσότερο τα κόμματα εξουσίας υποχρεώνονται να διαμορφώνουν την πολιτική
τους διαβάζοντας μετρήσεις και όχι συγκροτώντας κάποιο συνεκτικό πρόγραμμα. Το
αποτέλεσμα είναι η εξαγγελία κάποιων «δημοφιλών» προτάσεων, αλλά και η
προσπάθεια των κομμάτων να αποκρύψουν τα αντιδημοφιλή στοιχεία της πολιτικής
τους, έτσι ώστε να μην τα περιλαμβάνουν οι εταιρείες στις έρευνές τους. Σ' αυτή
την προσπάθεια συναινούν και οι εταιρείες, που ούτως ή άλλως εξαρτώνται από
κάποιο μεγάλο κόμμα ή κάποιο ισχυρό μέσο ενημέρωσης.
Οι κυβερνήσεις είναι έτοιμες να αποδεχτούν τη «λαϊκή ετυμηγορία» των
δημοσκοπήσεων σε θέματα όπως το βιβλίο Ιστορίας της Στ' Δημοτικού, αλλά βέβαια
δεν θα δεχτούν ανάλογα αιτήματα της πλειοψηφίας για το πετρέλαιο θέρμανσης ή για
το ασφαλιστικό. Στις σπάνιες περιπτώσεις που τολμούν τα κόμματα να αμφισβητήσουν
τις δημοσκοπήσεις το αποτέλεσμα είναι να αυτογελοιοποιηθούν, όπως συνέβη με την
αψυχολόγητη επίθεση Αθανασάκη κατά της MRB.
Ακόμα χειρότερα είναι τα πράγματα όταν οι δημοσκοπήσεις αναλαμβάνουν το ρόλο να
εκλέξουν αρχηγό σε κάποιο κόμμα, όπως συμβαίνει τώρα με το ΠΑΣΟΚ. Οι σχεδόν
καθημερινές δημοσκοπήσεις, η πληθώρα των «ποιοτικών χαρακτηριστικών» που
υποτίθεται ότι μετρούν έχουν οδηγήσει σε απόλυτη αφασία τους υποψήφιους
αρχηγούς, που περιορίζονται σε σπασμωδικές κινήσεις. Μόλις διαπιστώθηκε ότι
υστερεί ο κ. Παπανδρέου σε «αποφασιστικότητα» έναντι του αντιπάλου του, θέλησε
να δείξει πυγμή στην κοινοβουλευτική ομάδα με τα γνωστά τραγελαφικά
αποτελέσματα. Και μόλις οι «μετρήσεις» έδειξαν ότι ο κ. Βενιζέλος ενδιαφέρεται
μόνο για την καρέκλα, εκείνος έκατσε αμέσως και συνέταξε πλατφόρμα 20 θέσεων για
να αποδείξει την πολιτική του ιδιαιτερότητα. Αλλά και ο κ. Σκανδαλίδης υπέβαλε
τη δική του υποψηφιότητα μόλις οι δημοσκοπήσεις έδειξαν ότι χρειάζεται ένας
τρίτος «ενωτικός» πόλος.
Το αστείο είναι ότι οι δημοσκοπήσεις αυτές εμφανίζουν μεγάλες διακυμάνσεις, ενώ
είναι και μεταξύ τους αντιφατικές. Αλλά ποιος νοιάζεται; Μόνο τα στελέχη του
ΠΑΣΟΚ που περιμένουν πού θα κάτσει η μπίλια για να πάρουν θέση υπέρ του ενός ή
του άλλου.
Το αποτέλεσμα είναι ότι κόμματα και πολιτικά στελέχη μεταλλάσσονται όλο και
περισσότερο σε μαριονέτες του ίδιου τους του εαυτού, έτοιμα να διαμορφώσουν το
λόγο και τη δράση τους ανάλογα με τα «ευρήματα» της τελευταίας δημοσκόπησης.
(Ελευθεροτυπία, 6/10/2007)